Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:32
Δύση: 18:51
Σελ. 11 ημ.
287-79
16ος χρόνος, 6084η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέστειλεν ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ ἐκ Σαττὶν δύο νεανίσκους κατασκοπεῦσαι λέγων· ἀνάβητε καὶ ἴδετε τὴν γῆν καὶ τὴν ῾Ιεριχώ. καὶ πορευθέντες οἱ δύο νεανίσκοι εἰσήλθοσαν εἰς ῾Ιεριχὼ καὶ εἰσήλθοσαν εἰς οἰκίαν γυναικὸς πόρνης, ᾗ ὄνομα Ραάβ, καὶ κατέλυσαν ἐκεῖ. 1 Ο Ιησούς του Ναυή έστειλεν από την Σαττίν, δύο νεαρούς Ισραηλίτας να κατασκοπεύσουν την χώραν, και τους είπε· “πηγαίνετε και παρατηρήσατε με προσοχήν την χώραν και ιδιαιτέρως την Ιεριχώ”. Οι δύο αυτοί νέοι μετέβησαν και εισήλθον εις την Ιεριχώ. Εισήλθον δε και έμειναν εις την οικίαν μιας γυναικός πόρνης, η οποία ωνομάζετο Ραάβ, και διενυκτέρευσαν εκεί. 1 Ο Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, ἀπέστειλε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Σαττὶν δύο νεαροὺς κατασκόπους καὶ τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε, ἐξετάσετε μὲ προσοχὴν τὴν χώραν Χαναὰν καὶ ἰδιαιτέρως τὴν πόλιν Ἱεριχώ». Οἱ δύο νεαροὶ κατάσκοποι ἀνεχώρησαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι μιᾶς γυναικὸς πόρνης, ἡ ὁποία ὠνομάζετο Ραάβ, καὶ ἐκεῖ διενυκτέρευσαν.
2 καὶ ἀπηγγέλη τῷ βασιλεῖ ῾Ιεριχὼ λέγοντες· εἰσπεπόρευνται ὧδε ἄνδρες τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ κατασκοπεῦσαι τὴν γῆν. 2 Μερικοί όμως κάτοικοι της Ιεριχούς προσήλθον στον βασιλέα της πόλεως και είπον· “έχουν εισχωρήσει εδώ άνδρες Ισραηλίται, δια να κατασκοπεύσουν την χώραν μας”. 2 Καὶ κάποιοι κάτοικοι τῆς πόλεως ἐπῆγαν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Ἱεριχοῦς καὶ τοῦ ἀνεκοίνωσαν: «Ἔχουν εἰσέλθει ἀπόψε ἐδῶ ἄνδρες ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὴν χώραν μας».
3 καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς ῾Ιεριχὼ καὶ εἶπε πρὸς Ραὰβ λέγων· ἐξάγαγε τοὺς ἄνδρας τοὺς εἰσπεπορευμένους εἰς τὴν οἰκίαν σου τὴν νύκτα, κατασκοπεῦσαι γὰρ τὴν γῆν ἥκασι. 3 Ο δε βασιλεύς της Ιεριχούς έστειλεν ανθρώπους, δια να είπουν προς την Ραάβ· “βγάλε και παράδωσέ μας τους άνδρας, οι οποίοι εισήλθον εις την οικίαν σου κατά την νύκτα, διότι έχουν έλθει να κατασκοπεύσουν την χώραν μας”. 3 Τότε ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἱεριχοῦς ἔστειλεν ἀπεσταλμένους πρὸς τὴν Ραάβ, διὰ νὰ τῆς εἴπουν: «Βγάλε ἔξω τοὺς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὸ σπίτι σου τὴν νύκτα, διότι ἔχουν ἔλθει διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὴν χώραν μας».
4 καὶ λαβοῦσα ἡ γυνὴ τοὺς δύο ἄνδρας ἔκρυψεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν αὐτοῖς λέγουσα· εἰσεληλύθασι πρός με οἱ ἄνδρες· 4 Η γυναίκα εκείνη επήρε τους δύο άνδρας, τους έκρυψεν ασφαλώς και κατόπιν είπεν στους απεσταλμένους του βασιλέως· “πράγμαι εισήλθον εις την οικίαν μου οι άνδρες αυτοί. 4 Ἡ γυναῖκα, ἀφοῦ ὠδήγησε τοὺς δύο ἄνδρες, τοὺς ἔκρυψε καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλιᾶ: «Ναί, πράγματι· ἔχουν ἐλθει εἰς τὸ σπίτι μου οἱ ἄνδρες αὐτοί·
5 ὡς δὲ ἡ πύλη ἐκλείετο ἐν τῷ σκότει, καὶ οἱ ἄνδρες ἐξῆλθον, οὐκ ἐπίσταμαι ποῦ πεπόρευνται· καταδιώξατε ὀπίσω αὐτῶν, εἰ καταλήψεσθε αὐτούς. 5 Καθώς δε έπεφτε το σκοτάδι και επρόκειτο να κλεισθή η πύλη της πόλεως, οι άνδρες εκείνοι έφυγαν από την οικίαν μου και δεν γνωρίζω, που έχουν πορευθή. Καταδιώξατέ τους και πιθανόν να τους συλλάβετε”. 5 ὅταν ὅμως ἡ πύλη τῶν τειχῶν τῆς πόλεως ἐπρόκειτο νὰ κλείσῃ, τὴν νύκτα, οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ σπίτι μου καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ δὲν γνωρίζω ποὺ ἔχουν πάει. Καταδιώξετέ τους γρήγορα καὶ ἀσφαλῶς θὰ τοὺς προφθάσετε καὶ θὰ τοὺς συλλάβετε».
6 αὕτη δὲ ἀνεβίβασεν αὐτοὺς ἐπὶ τὸ δῶμα καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ λινοκαλάμῃ τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος. 6 Η Ραάβ είχεν αναβιβάσει τους κατασκόπους στο ηλιακωτό της οικίας της και είχε κρύψει αυτούς κάτω από την καλαμιά του λιναριού, οποία ήτο στοιβαγμένη στο ηλιακωτό 6 Ἡ Ραὰβ ὅμως εἶχεν ἀνεβάσει τοὺς δύο κατασκόπους εἰς τὴν στέγην τοῦ σπιτιοῦ της καὶ τοὺς εἶχε κρύψει μέσα εἰς τὰ ἄχυρα (ἢ τὴν καλαμιά) τοῦ λιναριοῦ, ποὺ εἶχε στοιβαγμένα ἐπάνω εἰς τὸ δῶμα διὰ νὰ ξηρανθοῦν.
7 καὶ οἱ ἄνδρες κατεδίωξαν ὀπίσω αὐτῶν ὁδὸν τὴν ἐπὶ τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐπὶ τὰς διαβάσεις, καὶ ἡ πύλη ἐκλείσθη. 7 Οι απεσταλμένοι του βασιλέως έτρεξαν εις καταδίωξιν των κατασκόπων, επήραν τον δρόμον, που οδηγεί εις τας διαβάσστου ποταμού Ιορδάνου, και μετά την έξοδόν των εκλείσθη πάλιν η πύλη. 7 Τότε οἱ ἄνδρες τοῦ βασιλιᾶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν πύλην τῆς πόλεως καὶ ἔτρεξαν πρὸς καταδίωξιν τῶν δύο κατασκόπων καὶ ἀκολούθησαν τὸν δρόμον, ποὺ ὠδηγοῦσε εἰς τὶς διαβάσεις (τὰ περάσματα) τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη· ἀμέσως μετὰ τὴν ἔξοδον των ἡ πύλη τῆς πόλεως ἔκλεισε πάλιν.
8 καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν οἱ διώκοντες ὀπίσω αὐτῶν καὶ αὐτοὶ δὲ πρὶν ἢ κοιμηθῆναι αὐτούς, αὕτη δὲ ἀνέβη πρὸς αὐτοὺς ἐπὶ τὸ δῶμα 8 Οταν εκείνοι εξήλθον εις καταδίωξιν των δύο νέων και πριν ακόμη αυτοί κοιμηθούν στο ηλιακωτόν, όπου ευρίσκοντο, ανέβη προς αυτούς η Ραάβ, 8 Εὐθὺς μόλις οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ κατεδίωκαν τοὺς κατασκόπους, ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ πρὶν ἀκήμη κοιμηθοῦν οἱ κατάσκοποι, ποὺ ἦσαν κρυμμένοι ἐπάνω εἰς τὴν στέγην (τὸ δῶμα), ἡ Ραὰβ ἀνέβη εἰς τὴν στέγην πρὸς αὐτοὺς
9 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐπίσταμαι ὅτι ἔδωκεν ὑμῖν Κύριος τὴν γῆν, ἐπιπέπτωκε γὰρ ὁ φόβος ὑμῶν ἐφ' ἡμᾶς· 9 και τους είπε· “γνωρίζω πλέον πολύ καλά ότι ο Κυριος έχει παραδώσει εις σας την χώραν αυτήν. Το συμπεραίνω εκ του γεγονότος ότι έχομεν φοβηθή και πανικοβληθή ημείς οι κάτοικοι της Ιεριχούς από σας. 9 καὶ τοὺς εἶπε: «Γνωρίζω πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Κύριος παρέδωκεν εἰς σᾶς τὴν χώραν Χαναάν, διότι ὁ φόβος τοῦ ἐρχομοῦ σας (καὶ τῆς κατακτήσεως τῆς χώρας ἐκ μέρους σας) ἔπεσεν ἐπάνω μας, μᾶς ἐκυρίευσε καὶ ὅλοι ἔχομεν πανικοβληθῆ·
10 ἀκηκόαμεν γὰρ ὅτι κατεξήρανε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν ἀπὸ προσώπου ὑμῶν, ὅτε ἐξεπορεύεσθε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ὅσα ἐποίησε τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ ἦσαν πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, τῷ Σηὼν καὶ ῎Ωγ, οὓς ἐξωλοθρεύσατε αὐτούς. 10 Και τούτο, διότι επληροφορήθημεν, ότι ο Κυριος, όταν σεις εφεύγατε από την χώραν της Αιγύπτου, κατεξήρανε ενώπιόν σας την Ερυθράν Θαλασσαν. Επληροφορήθημεν ακόμη όλα όσα ο Θεός έκαμε στους δύο βασιλείς των Αμοιραίων, τους πέραν από τον Ιορδάνην, στον Σηών και τον Ωγ, τους οποίους σεις με την δύναμιν του Θεού εξωλοθρεύσατε. 10 διότι ἔχομεν ἀκούσει καὶ πληροφορηθῆ ὅτι Κύριος ὁ Θεός, ὅταν ἐφεύγατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἐξήρανεν εἰς τὸ πέρασμά σας τὰ νερὰ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης· ἀκόμη ἔχομεν πληροφορηθῆ ὅλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς δύο βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἀνατολικὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου, δηλαδὴ εἰς τὸν Σηὼν καὶ τὸν Ὤγ, τοὺς ὁποίους ἐνικήσατε καὶ ἐξωλοθρεύσατε τελείως.
11 καὶ ἀκούσαντες ἡμεῖς ἐξέστημεν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστη ἔτι πνεῦμα ἐν οὐδενὶ ἡμῶν ἀπὸ προσώπου ὑμῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν Θεὸς ἐν οὐρανῷ ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω. 11 Οταν λοιπόν επληροφορήθημεν αυτά, κατεπλάγημεν, εχάσαμεν τα λογικά μας, δεν έμεινεν εις κανένα από ημάς πνοή και θάρρος να αντισταθώμεν προς σας, διότι επείσθημεν ότι Κυριος ο Θεός σας είναι ο μόνος αληθινός Θεός στον ουρανόν άνω και εις την γη κάτω. 11 Ὅταν ἀκούσαμε καὶ ἐπληροφορηθήκαμε τὰ γεγονότα αὐτά, ἐκυριεύθη τὸ ἐσωτερικόν μας ἀπὸ ὑπερβολικὴν ἔκστασιν, θαυμασμόν, πολὺν τρόμον, ἐλιποψυχήσαμεν ὅλοι καὶ δὲν ἔμεινε πλέον καθόλου θάρρος εἰς κανένα ἀπὸ ἡμᾶς, ὥστε νὰ ἀντισταθῶμεν εἰς σᾶς· διότι ἔχομεν βεβαιωθῇ ἀπολύτως ὅτι ὁ παντοδύναμος Κύριος εἶναι ὁ Θεός σας· αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς εἰς τὸν οὐρανὸν (ἄνω) καὶ εἰς τὴν γῆν (κάτω), ὁ ἐξουσιαστὴς καὶ κυβερνήτης ὅλου τοῦ κόσμου.
12 καὶ νῦν ὀμόσατέ μοι Κύριον τὸν Θεόν, ὅτι ποιῶ ὑμῖν ἔλεος καὶ ποιήσατε καὶ ὑμεῖς ἔλεος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου 12 Και τώρα σας παρακαλώ, να μου ορκισθήτε στο όνομα Κυρίου του Θεού, ότι, όπως εγώ τώρα σας ελεώ, ετσι και σεις να ελεήσετε όλην την οικογένειαν του πατρός μου· 12 Καὶ τώρα σᾶς παρακαλῶ, ὁρκισθῆτε μου καὶ σεῖς εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦτο· ὅπως ἐγὼ σᾶς ἔχω δείξει καλωσύνην καὶ σᾶς ἐβοήθησα καὶ σᾶς ἐπροστάτευσα, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ δείξετε μὲ τὴν σειράν σας καλωσύνην καὶ νὰ βοηθήσετε καὶ νὰ προστατεύσετε τὰ μέλη τοῦ πατρικοῦ μου σπιτιοῦ.
13 καὶ ζωγρήσατε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, τὴν μητέρα μου καὶ τοὺς ἀδελφούς μου καὶ πάντα τὸν οἶκόν μου καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς, καὶ ἐξελεῖσθε τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου. 13 να διαφυλάξετε εις την ζωήν τον πατρικόν μου οίκον, την μητέρα μου, τους αδελφούς μου, και όλην την οικογένειάν μου, όπως επίσης να μη θίξετε τα υπάρχοντά των. Μαζή δέ με αυτούς να διαφυλάξετε από τον θάνατον και την ιδικήν μου την ζωήν”. 13 Ὑποσχεθῆτε καὶ ἐγγυηθῆτε μου ὅτι θὰ διαφυλάξετε τὸ πατρικόν μου σπίτι, τὴν μητέρα μου καὶ τοὺς ἀδελφούς μου καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας μου καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των καὶ (ὅτι) μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ σώσετε καὶ τὴν ἰδικήν μου ζωὴν ἀπὸ τὸν θάνατον».
14 καὶ εἶπαν αὐτῇ οἱ ἄνδρες· ἡ ψυχὴ ἡμῶν ἀνθ' ὑμῶν εἰς θάνατον. καὶ αὐτὴ εἶπεν· ὡς ἂν παραδῷ Κύριος ὑμῖν τὴν πόλιν, ποιήσετε εἰς ἐμὲ ἔλεος καὶ ἀλήθειαν. 14 Απήντησαν δε εις αυτήν οι δυο κατάσκοποι· “θα προτιμήσωμεν εν ανάγκη να αποθάνωμεν ημείς προς χάριν σας, δια να σώσωμεν την ζωήν σας”. Είπε δε η Ραάβ προς αυτούς· “όταν, λοιπόν, ο Κυριος παραδώση εις τα χέρια σας την πόλιν αυτήν, δείξατε προς εμέ έλεος και επικυρώσατε έτσι την αλήθειαν των λόγων σας”. 14 Καὶ οἱ κατάσκοποι Ἰσραηλῖται τῆς ἀπάντησαν: «Δεχόμεθα τοὺς ὅρους σου καὶ τὸν ὅρκον· ἂν πρόκειται νὰ ἀποθάνετε σεῖς, θὰ προτιμήσωμεν νὰ ἀποθάνωμεν ἐμεῖς πρὸς χάριν σας· ἐγγυώμεθα τὴν ζωήν σας μὲ τὴν ἰδικήν μας ζωήν». Ἡ Ραὰβ τοὺς ἀπάντησε: «Ὅταν ὁ Κύριος θὰ σᾶς παραδώσῃ τὴν πόλιν Ἱεριχώ, φανῆτε ἀπέναντί μου εὐσπλαγχνικοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰς τὶς ὑποσχέσεις σας».
15 καὶ κατεχάλασεν αὐτοὺς διὰ τῆς θυρίδος 15 Επειτα κατεβίβασεν αυτούς δια σχοινίου από κάποιο παράθυρον, 15 Ὕστερα ἡ Ραὰβ ἐκατέβασε τοὺς κατασκόπους μὲ σχοινὶ ἀπὸ ἕνα παράθυρον τοῦ σπιτιοῦ της, τοῦ ὁποίου ὁ ἐξωτερικὸς τοῖχος ἦταν ὁ ἴδιος μὲ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως· διότι τὸ σπίτι της ἦταν κτισμένον μέσα καὶ ἐπάνω εἰς τὸ τεῖχος.
16 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰς τὴν ὀρεινὴν ἀπέλθετε, μὴ συναντήσωσιν ὑμῖν οἱ καταδιώκοντες, καὶ κρυβήσεσθε ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας, ἕως ἂν ἀποστρέψωσιν οἱ καταδιώκοντες ὀπίσω ὑμῶν, καὶ μετὰ ταῦτα ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. 16 και είπεν ακόμη εις αυτούς· “πηγαίνετε εις την ορεινήν περιοχήν, δια να μη σας συναντήσουν αυτοί, που σας καταδιώκουν. Κρυφθήτε εκεί επί τρεις ημέρας, μέχρις ότου επιστρέψουν οι διώκται σας και κατόπιν πηγαίνετε στον δρόμον σας, πέραν από τον Ιορδάνην”. 16 Ἀκόμη ἡ Ραὰβ εἶπεν εἰς τοὺς κατασκόπους: «Φύγετε καὶ πηγαίνετε εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν (μεταξὺ Ἱεριχοῦς καὶ Ἱερουσαλήμ), μήπως τυχὸν σᾶς συναντήσουν αὐτοὶ ποὺ σᾶς καταδιώκουν· ἐκεῖ κρυφθῆτε τρεῖς ἡμέρες, μέχρις ὅτου ἐπιστρέψουν οἱ διῶκται σας, καὶ κατόπιν πορευθῆτε τὸν κανονικόν σας δρόμον, τὸν δρόμον πρὸς τὸ στρατόπεδόν σας, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη».
17 καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὴν οἱ ἄνδρες· ἀθῷοί ἐσμεν τῷ ὅρκῳ σου τούτῳ· 17 Οι δύο άνδρες είπαν τότε προς αυτήν· “ημείς θα είμεθα απηλλαγμένοι από τον όρκον, που σου εδώσαμεν, εάν συ δεν συμμορφωθής προς αυτό που θα σου είπωμεν. 17 Καὶ οἰ δύο ἄνδρες, οἱ κατάσκοποι Ἰσραηλῖται, εἶπαν εἰς τὴν Ραάβ: «Πρόσεξε· θὰ εἴμεθα ἀθῶοι ἀπὸ τὸν ὄρκον μὲ τὸν ὁποῖον μᾶς ἐδέσμευσες, ἐὰν δὲν τηρήσῃς αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ὅρους:
18 ἰδοὺ ἡμεῖς εἰσπορευόμεθα εἰς μέρος τῆς πόλεως, καὶ θήσεις τὸ σημεῖον, τὸ σπαρτίον τὸ κόκκινον τοῦτο ἐκδήσεις εἰς τὴν θυρίδα, δι' ἧς κατεβίβασας ἡμᾶς δι' αὐτῆς, τὸν δὲ πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου καὶ τοὺς ἀδελφούς σου καὶ πάντα τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου συνάξεις πρὸς σεαυτὴν εἰς τὴν οἰκίαν σου. 18 Οταν δηλαδή ημείς θα εισέλθωμεν ως κατακτηταί εις την πόλιν, θα βάλης συ το εξής σημάδι· θα δέσης το κόκκινο αυτό σχοινί στο παράθυρον, από το οποίον μας κατεβίβασες, τον δε πατέρα σου και την μητέρα σου και τους αδελφούς σου και όλην την οικογένειαν του πατρός σου θα συγκεντρώσης πλησίον σου μέσα εις την οικίαν αυτήν. 18 Νά· α) ὅταν εἰσβάλωμεν ὡς κατακτηταὶ εἰς τὴν πόλιν σας, σὺ θὰ δέσης ὡς σημάδι τὸ σχοινὶ αὐτὸ τὸ κόκκινον εἰς τὸ παράθυρον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐκατέβασες καὶ μᾶς ἐφυγάδευσες· β) τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου καὶ τοὺς ἀδελφούς σου καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ πατρικοῦ σου σπιτιοῦ θὰ τοὺς συγκεντρώσῃς κοντά σου εἰς τὸ σπίτι σου.
19 καὶ ἔσται πᾶς, ὃς ἂν ἐξέλθῃ τὴν θύραν τῆς οἰκίας σου ἔξω, ἔνοχος ἑαυτῷ ἔσται, ἡμεῖς δὲ ἀθῷοι τῷ ὅρκῳ σου τούτῳ. καὶ ὅσοι ἐὰν γένωνται μετὰ σοῦ ἐν τῇ οἰκίᾳ σου, ἡμεῖς ἔνοχοι ἐσόμεθα. 19 Εάν δε κανείς θελήση να βγη από την θύραν της οικίας σοι έξω, αυτός θα φέρη την ευθύνην δι' ο,τι του συμβή· ημείς δε θα είμεθα αθώοι από τον όρκον, που σου εδώσαμεν. Θα είμεθα μόνον υπεύθυνοι δι' όλους εκείνους, οι οποίοι θα παραμείνουν μαζή σου εντός της οικίας. 19 Καὶ ἐὰν κανεὶς βγῇ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ σου, θὰ φέρῃ προσωπικῶς τὴν εὐθύνην δι’ ὅ,τι θὰ τοῦ συμβῇ, ἐμεῖς δὲ θὰ εἴμεθα ἁπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὸν τὸν ὅρκον σου, μὲ τὸν ὁποῖον μᾶς ἐδέσμευσες· καὶ δι’ ὅσους θὰ μείνουν μαζί σου μέσα εἰς τὸ σπίτι σου, θὰ εἴμεθα ἐμεῖς ὑπεύθυνοι διὰ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν ζωήν των.
20 ἐὰν δέ τις ἡμᾶς ἀδικήσῃ ἢ καὶ ἀποκαλύψῃ τοὺς λόγους ἡμῶν τούτους, ἐσόμεθα ἀθῷοι τῷ ὅρκῳ σου τούτῳ. 20 Σου λέγομεν δε και τούτο· εάν κανείς από σας μας βλάψη η τολμήση και φανερώση και προδώση τους λόγους μας αυτούς, ημείς θα είμεθα απηλλαγμένοι από τον όρκον τούτον, που σου εδώσαμεν”. 20 γ) Ἐὰν κανεὶς μᾶς βλάψῃ ἢ φανερώσῃ τὴν ἀποστολήν μας αὐτὴν καὶ δὲν κρατήσῃ μυστικὰ τὰ λόγια μας αὐτὰ καὶ ἑπομένως μᾶς προδώσῃ, θὰ εἴμεθα ἁπαλλαγμένοι ἀπὸ τὸν ὅρκον σου αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖον μᾶς ἐδέσμευσες»,
21 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· κατὰ τὸ ρῆμα ὑμῶν ἔστω· καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτούς. 21 Η Ραάβ απήντησε προς αυτούς· “όπως είπατε, έτσι ας γίνη”. Επειτα δε τους αφήκε να φύγουν. 21 Καὶ ἡ Ραὰβ τοὺς εἶπε: «Συμφωνῶ· ἂς γίνῃ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια σας». Κατόπιν τοὺς ἀφῆκεν ἐλευθέρους νὰ φύγουν καὶ ἔφυγαν.
22 καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἤλθοσαν εἰς τὴν ὀρεινὴν καὶ κατέμειναν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας· καὶ ἐξεζήτησαν οἱ καταδιώκοντες πάσας τὰς ὁδοὺς καὶ οὐχ εὕροσαν. 22 Εκείνοι εβάδισαν και έφθασαν εις την ορεινήν περιοχήν, όπου και έμειναν τρεις ημέρας. Οι διώκται των τους ανεζήτησαν εις όλας τας οδούς, αλλά δεν τους εύρον. 22 Οἱ κατάσκοποι ἐπροχώρησαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, ποὺ τοὺς ὑπέδειξεν ἡ Ραάβ, καὶ παρέμειναν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρες· καὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς κατεδίωκαν, τοὺς ἀνεζήτησαν καὶ ἐρεύνησαν προσεκτικὰ ὅλους τοὺς δρόμους (τὶς διαβάσεις), ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀνεκάλυψαν. Ἔτσι ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱεριχώ.
23 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ δύο νεανίσκοι καὶ κατέβησαν ἐκ τοῦ ὄρους καὶ διέβησαν πρὸς ᾿Ιησοῦν υἱὸν Ναυὴ καὶ διηγήσαντο αὐτῷ πάντα τὰ συμβεβηκότα αὐτοῖς. 23 Μετά τας τρεις αυτάς ημέρας οι δύο νεαροί κατάσκοποι κατέβησαν από το όρος, διέβησαν τον Ιορδάνην, ήλθον προς τον Ιησούν του Ναυή και διηγήθησαν εις αυτόν όλα, όσα τους συνέβησαν. 23 Καὶ (μετὰ τρεῖς ἡμέρες) οἱ δύο νεαροὶ κατάσκοποι κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὅρος, ποὺ εἶχαν κρυφθῇ, καὶ ἐπέρασαν τὸν Ἰορδάνην καὶ ἔφθασαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ναυῆ, καὶ τοῦ διηγήθησαν ὅλα, ὅσα εἶχαν συμβῆ εἰς αὐτούς.
24 καὶ εἶπαν πρὸς ᾿Ιησοῦν ὅτι παραδέδωκε Κύριος πᾶσαν τὴν γῆν ἐν χειρὶ ἡμῶν, καὶ κατέπτηχε πᾶς ὁ κατοικῶν τὴν γῆν ἐκείνην ἀφ' ἡμῶν. 24 Είπαν δε ακόμη προς τον Ιησούν, ότι ο Κυριος έχει παραδώσει πλέον όλην την χώραν, διότι όλοι οι κάτοικοι αυτής έχουν καταπτοηθή εξ αιτίας μας. 24 Ἀκόμη εἶπαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι ὁ Κύριος ἔχει πράγματι παραδώσει εἰς τὴν ἐξουσίαν μας ὅλην τὴν χώραν Χαναάν· καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν τὴν χώραν ἐκείνην, ἔχουν πανικοβληθῆ καὶ ἔχουν χάσει τελείως τὸ θάρρος των ἐξ αἰτίας μας.