Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ συνήγαγεν ᾿Ιησοῦς πάσας φυλὰς ᾿Ισραὴλ εἰς Σηλὼ καὶ συνεκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους αὐτῶν καὶ τοὺς γραμματεῖς αὐτῶν καὶ τοὺς δικαστὰς αὐτῶν καὶ ἔστησεν αὐτοὺς ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. | 1 Συνεκέντρωσε πάλιν ο Ιησούς όλας τας φυλάς του Ισραήλ εις Σηλώ. Προσεκάλεσεν ιδιαιτέρως τους πρσεβυτέρους αυτών, τους γραμματείς και τους δικαστάς των και παρήγγειλε να σταθούν όρθιοι ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου. | 1 Ο Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ συνεκέντρωσεν ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὴν Σηλώ· καὶ ἐπροσκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τοὺς γραμματεῖς του καὶ τοὺς δικαστές του καὶ τοὺς ἔστησεν ὀρθίους ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. |
2 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς πρὸς πάντα τὸν λαόν· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· πέραν τοῦ ποταμοῦ παρῴκησαν οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ ἀπ' ἀρχῆς, Θάρα ὁ πατὴρ ῾Αβραὰμ καὶ ὁ πατὴρ Ναχώρ, καὶ ἐλάτρευσαν θεοῖς ἑτέροις. | 2 Και είπεν ο Ιησούς προς όλον τον λαόν· “αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· οι πρόγονοί σας κατώκησαν κατ' αρχάς πέραν και ανατολικώς από τον Ευφράτην ποταμόν, ο Θαρα ο πατήρ του Αβραάμ και πατήρ του Ναχώρ και ελάτρευσαν άλλους θεούς. | 2 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς ὅλον τὸν λαόν: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ: «Εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη ἑκατοίκησαν πρὶν πολλὰ χρόνια οἱ πρόγονοί σας, δηλαδὴ ὁ Θάρα, ὁ πατέρας τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ πατέρας τοῦ Ναχώρ, καὶ ἐλάτρευσαν ἄλλους, ξένους θεούς. |
3 καὶ ἔλαβον τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ῾Αβραὰμ ἐκ τοῦ πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ὡδήγησα αὐτὸν ἐν πάσῃ τῇ γῇ καὶ ἐπλήθυνα αὐτοῦ σπέρμα | 3 Επήρα δε τον πατριάρχην σας Αβραάμ από την πέραν του Ευφράτου ποταμού περιοχήν και ωδήγησα αυτόν εις όλην την χώραν Χαναάν και έκαμα πλήθος πολύ τους απογόνους του. | 3 Ἐγὼ ὅμως ἐπῆρα τότε τὸν γενάρχην σας τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν χώραν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη, καὶ τὸν ὠδήγησα εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Χαναὰν καὶ ἐπολλαπλασίασα τοὺς ἀπογόνους του. |
4 καὶ ἔδωκα αὐτῷ τὸν ᾿Ισαάκ, καὶ τῷ ᾿Ισαὰκ τὸν ᾿Ιακὼβ καὶ τὸν ῾Ησαῦ· καὶ ἔδωκα τῷ ῾Ησαῦ τὸ ὄρος τὸ Σηεὶρ κληρονομῆσαι αὐτῷ, καὶ ᾿Ιακὼβ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ κατέβησαν εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐγένοντο ἐκεῖ εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ κραταιόν. καὶ ἐκάκωσαν αὐτοὺς οἱ Αἰγύπτιοι, | 4 Εδωκα υιόν αυτού τον Ισαάκ εις δε τον Ισαάκ έδωκα υιούς τον Ιακώβ και τον Ησαύ. Εις τον Ησαύ έδωσα ως κληρονομίαν του και ιδιοκτησίαν του το όρος Σηείρ, ο δε Ιακώβ και οι υιοί του κατέβησαν εις την Αίγυπτον και εκεί έγιναν έθνος μέγα, πολυάριθμον και ισχυρόν. Οι Αιγύπτιοι όμως τους εταλαιπώρησαν και τους εβασάνισαν. | 4 Ἔδωκα δὲ εἰς αὐτὸν υἱὸν τὸν Ἰσαάκ, καὶ εἰς τὸν Ἰσαὰκ ἔδωκα υἱοὺς τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἡσαῦ. Εἰς τὸν Ἡσαῦ ἔδωκα ὡς κληρονομίαν καὶ μόνιμον ἐγκατάστασιν τὸ ὅρος Σηείρ. Ὁ Ἰακὼβ ὅμως καὶ οἱ υἱοί του κατέβηκαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐκεῖ αὐξήθηκαν καὶ ἐπλήθυναν καὶ ἔγιναν πολυάριθμον καὶ δυνατὸν ἔθνος. Ἀλλὰ οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς ἐκακομεταχειρίσθηκαν καὶ τοὺς ἐβασάνισαν». |
5 καὶ ἐπάταξε Κύριος τὴν Αἴγυπτον ἐν σημείοις, οἷς ἐποίησεν ἐν αὐτοῖς. | 5 Αλλ' ο Κυριος εκτύπησε την Αίγυπτον θαυματουργικώς με σκληράς τιμωρίας, τας οποίας απέστειλεν εναντίον των. | 5 Ὁ Κύριος ὅμως ἐτιμώρησε τὴν Αἴγυπτον μὲ σκληρὲς θαυματουργικὲς τιμωρίες, ποὺ ἔστειλεν εἰς τοὺς Αἰγυπτίους. |
6 καὶ μετὰ ταῦτα ἐξήγαγε τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ εἰσήλθατε εἰς τὴν θάλασσαν τὴν ἐρυθράν. καὶ κατεδίωξαν οἱ Αἰγύπτιοι ὀπίσω τῶν πατέρων ἡμῶν ἐν ἅρμασι καὶ ἐν ἵπποις εἰς τὴν θάλασσαν τὴν ἐρυθράν, | 6 Κατόπιν δε έβγαλεν ελευθέρους τους προγόνους μας από την Αίγυπτον και θαυματουργικώς εισήλθον και διήλθον την Ερυθράν Θαλασσαν. Οι Αιγυπτιοι κατεδίωξαν κατά πόδας τους προγόνους μας με άρματα και με ιππικόν μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν. | 6 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὠδήγησε τοὺς προπάτορές μας ἔξω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐμπήκατε καὶ ἐπεράσατε θαυματουργικῶς τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν. Οἱ Αἰγύπτιοι κατεδίωξαν τοὺς προπάτορές μας μὲ πολεμικὰ ἅρματα καὶ ἱππικὸν μέσα εἰς τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν |
7 καὶ ἀνεβοήσαμεν πρὸς Κύριον, καὶ ἔδωκε νεφέλην καὶ γνόφον ἀναμέσον ἡμῶν καὶ ἀναμέσον τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐπήγαγεν ἐπ' αὐτοὺς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐκάλυψεν αὐτούς, καὶ εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ὅσα ἐποίησε Κύριος ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ ἦτε ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας πλείους. | 7 Τοτε ανεβοήσαμεν όλοι προς τον Κυριον και εκείνος έστειλε νεφέλην και πυκνήν ομίχλην μεταξύ ημών και των Αιγυπτίων, επέφερεν εναντίον των την θάλασσαν, η οποία και τους εσκέπασε. Με τα ίδια σας τα μάτια είδατε όλα όσα έκαμεν ο Κυριος εις την Αίγυπτον. Κατόπιν δε εμείνατε εις την έρημον επί πολύν χρόνον. | 7 τότε ἐφωνάξαμεν καὶ ἐκαλέσαμεν εἰς βοήθειαν τὸν Κύριον καὶ ἐκεῖνος ἔστειλε σκοτεινὸν νέφος καὶ πυκνὴν ὁμίχλην μεταξὺ ἠμῶν καὶ μεταξὺ τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐπέφερεν ἐναντίον τους μὲ ὁρμὴν τὴν θάλασσαν, ἡ ὁποία τοὺς ἐσκέπασε καὶ τοὺς ἔπνιξε μὲ τὰ κύματά της. Καὶ τὰ μάτια σας εἶδαν ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου· καὶ κατόπιν ἐζήσατε εἰς τὴν ἔρημον πολλὰ χρόνια. |
8 καὶ ἤγαγεν ἡμᾶς εἰς γῆν ᾿Αμορραίων τῶν κατοικούντων πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ παρετάξαντο ὑμῖν καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς τὰς χεῖρας ὑμῶν, καὶ κατεκληρονομήσατε τὴν γῆν αὐτῶν καὶ ἐξωλοθρεύσατε αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου ὑμῶν. | 8 Και δια μέσου της ερήμου μας ωδήγησεν ο Κυριος εις την χώραν των Αμορραίων, αυτών οι οποίοι κατοικούν ανατολικώς από τον Ιορδάνην. Αυτοί παρετάχθησαν εις πόλεμον εναντίον σας, αλλά ο Κυριος τους παρέδωσε νικημένους εις τα χέρια σας και έτσι σεις εγίνατε κύριοι και κληρονόμοι της χώρας των και εξολοθρεύσατε αυτούς από τα μάτια σας. | 8 Ὕστερα μᾶς ἔφερεν ὁ Κύριος εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀμορραίων, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη. Αὐτοὶ ἐπαρατάχθησαν διὰ νὰ σᾶς πολεμήσουν, ἄλλα ὁ Κύριος τοὺς παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια σας. Σεῖς δὲ ἐγίνατε κυρίαρχοί των καὶ ἐκληρονομήσατε τὴν χώραν των καὶ τοὺς ἑξαφανίσατε ἀπὸ τὸν δρόμον σας. |
9 καὶ ἀνέστη Βαλὰκ ὁ τοῦ Σεπφὼρ βασιλεὺς Μωὰβ καὶ παρετάξατο τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἀποστείλας ἐκάλεσε τὸν Βαλαὰμ ἀράσασθαι ἡμῖν· | 9 Εσηκώθη τότε εχθρικώς εναντίον σας ο Βαλάκ υιός του Σεπφώρ, βασιλεύς της Μωάβ και αντιπαρετάχθη κατά του Ισραηλιτικού λαού. Αυτός δε έστειλε και εκάλεσε τον Βαλαάμ, δια να σας καταρασθή. | 9 Τότε ἐσηκώθη ὁ Βαλάκ, ὁ υἱὸς τοῦ Σεπφώρ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Μωάβ, καὶ παρετάχθη εἰς πόλεμον κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· αὐτὸς ἔστειλεν ἀπεσταλμένους καὶ ἐπροσκάλεσε τὸν Βαλαὰμ διὰ νὰ μᾶς καταρασθῇ. |
10 καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ὁ Θεός σου ἀπολέσαι σε, καὶ εὐλογίαις εὐλόγησεν ὑμᾶς, καὶ ἐξείλατο ὑμᾶς ἐκ χειρῶν αὐτῶν, καὶ παρέδωκεν αὐτούς. | 10 Κυριος όμως ο Θεός σας δεν ηθέλησε να σας καταστρέψη με κατάρας αλλά τουναντίον με ευλογίας πολλάς σας ηυλόγησε, και όχι μόνον σας εγλύτωσε από τα χέρια των εχθρών σας άλλα και παρέδωκεν αυτούς εις τας χείρας σας. | 10 Ἀλλὰ ὁ Κύριος καὶ Θεός σας δὲν ἠθέλησε νὰ σᾶς καταστρέψῃ μὲ κατάρες· ἀπ' ἐναντίας σᾶς εὐλόγησε μὲ εὐλογίες καὶ σᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ μάλιστα παρέδωκε τοὺς ἐχθρούς σας ἐκείνους εἰς τὰ χέρια σας. |
11 καὶ διέβητε τὸν ᾿Ιορδάνην καὶ παρεγενήθητε εἰς ῾Ιεριχώ· καὶ ἐπολέμησαν πρὸς ἡμᾶς οἱ κατοικοῦντες ῾Ιεριχώ, ὁ ᾿Αμορραῖος καὶ ὁ Χαναναῖος καὶ ὁ Φερεζαῖος καὶ ὁ Εὐαῖος καὶ ὁ ᾿Ιεβουσαῖος καὶ ὁ Χετταῖος καὶ ὁ Γεργεσαῖος, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς τὰς χεῖρας ὑμῶν. | 11 Επεράσατε τον Ιορδάνην και εφθάσατε εις την Ιεριχώ. Οι κάτοικοί της επολέμησαν εναντίον σας· επολέμησαν επίσης εναντίον σας οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ευαίοι, οι Ιεβουσσαίοι, οι Χετταίοι και οι Γεργεσαίοι. Ο Κυριος όμως παρέδωκεν όλους αυτούς εις τα χέρια σας. | 11 Καὶ σεῖς ἐπεράσατε μὲ ἀσφάλειαν τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν καὶ ἐφθάσατε εἰς τὴν Ἱεριχώ. Καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἱεριχοῦς μᾶς ἐπολέμησαν· ἔπειτα μᾶς ἐπολέμησαν οἰ Ἀμορραῖοι, οἱ Χαναναῖοι, οἱ Φερεζαῖοι, οἱ Εὐαῖοι, οἱ Ἰεβουσαῖοι, οἱ Χετταῖοι καὶ οἱ Γεργεσαῖοι. Ἀλλὰ ὁ Κύριος παρέδωκεν ὅλους αὐτοὺς εἰς τὰ χέρια σας. |
12 καὶ ἐξαπέστειλε προτέραν ὑμῶν τὴν σφηκιάν, καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου ὑμῶν, δώδεκα βασιλεῖς τῶν ᾿Αμορραίων, οὐκ ἐν τῇ ρομφαίᾳ σου οὐδὲ ἐν τῷ τόξῳ σου. | 12 Εξαπέλυσεν εμπρός από σας σμήνη από σφήκας και εξεδίωξεν αυτούς από τα μάτια σας και τους δώδεκα βασιλείς των Αμορραίων. Με την δύναμιν του Κυρίου κατετροπώθησαν αυτοί και όχι με το ιδικόν σου σπαθί και το τόξον σου. | 12 Καθὼς δὲ ἐπροχωρούσατε, ἔστειλεν ὁ Κύριος πρὶν ἀπὸ σᾶς τὶς σφῆκες, καὶ ἔδιωξε τοὺς ἐχθρούς σας αὐτοὺς ἀπὸ τὸν δρόμον σας, τοὺς δώδεκα βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων. Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ κατόρθωσες σύ, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, μὲ τὸ σπαθί σου οὔτε μὲ τὸ πολεμικόν σου τόξον· τὰ κατόρθωσες μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου. |
13 καὶ ἔδωκεν ὑμῖν γῆν, ἐφ' ἣν οὐκ ἐκοπιάσατε ἐπ᾿ αὐτῆς, καὶ πόλεις, ἃς οὐκ ᾠκοδομήκατε, καὶ κατῳκίσθητε ἐν αὐταῖς· καὶ ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας, οὓς οὐκ ἐφυτεύσατε ὑμεῖς, ἔδεσθε. | 13 Και έδωκεν ο Κυριος εις σας την χώραν, δια την οποίαν δεν εκοπιάσατε, και πόλεις τας οποίας δεν εκτίσατε σεις και εγκατεστάθητε εις αυτάς. Σας έδωσεν αμπελώνας και ελαιώνας τους οποίους δεν εφυτεύσατε σεις, αλλά των οποίων απολαμβάνετε τους καρπούς. | 13 Ὁ Κύριος σᾶς ἔδωκε χώραν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐκοπιάσατε διὰ νὰ καλλιεργήσετε· σᾶς ἔδωκε πόλεις, τὶς ὁποῖες δὲν ἐμοχθήσατε, διὰ νὰ κτίσετε, ἀλλὰ τὶς εὑρήκατε ἔτοιμες καὶ ἑκατοικήσατε εἰς αὐτές· σᾶς ἔδωκεν ἀκόμη ἀμπελῶνες καὶ ἐλαιῶνες, τοὺς ὁποίους δὲν ἐμοχθήσατε νὰ φυτέψετε καὶ νὰ κλαδέψετε, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὅμως τρυγάτε καρποὺς ἕτοιμους καὶ τρώγετε». |
14 καὶ νῦν φοβήθητε Κύριον, καὶ λατρεύσατε αὐτῷ ἐν εὐθύτητι καὶ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ περιέλεσθε τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους, οἷς ἐλάτρευσαν οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ λατρεύσατε Κυρίῳ. | 14 Και τώρα να φοβηθήτε τον Κυριον και να λατρεύσετε αυτόν με ειλικρίνειαν και με αρετήν. Αφαιρέσατε και πετάξατε από την χώραν σας τους ξένους θεούς, τους οποίους κάποτε είχαν λατρεύσει οι προπάτορές σας όταν ευρίσκοντο πέραν από τον ποταμόν τον Ευφράτην και εις την Αίγυπτον και λατρεύσατε τον Κυριον. | 14 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἐσυνέχισε: «Τώρα λοιπὸν εὐλαβηθῆτε μὲ βαθὺν σεβασμὸν καὶ ἅγιον φόβον τὸν Κύριον καὶ λατρεύσετέ τον μὲ εἰλικρίνειαν, πιστότητα, ἀλήθειαν καὶ ἀρετήν. Σηκώσατε καὶ ἀφαιρέσατε τοὺς ξένους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους εἶχαν λατρεύσει οἱ πρόγονοί μας εἰς τὴν χώραν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ, καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ λατρεύσατε τὸν Κύριον. |
15 εἰ δὲ μὴ ἀρέσκει ὑμῖν λατρεύειν Κυρίῳ, ἐκλέξασθε ὑμῖν αὐτοῖς σήμερον, τίνι λατρεύσητε, εἴτε τοῖς θεοῖς τῶν πατέρων ὑμῶν, τοῖς ἐν τῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ, εἴτε τοῖς θεοῖς τῶν ᾿Αμορραίων, ἐν οἷς ὑμεῖς κατοικεῖτε ἐπὶ τῆς γῆς αὐτῶν· ἐγὼ δὲ καὶ ἡ οἰκία μου λατρεύσομεν Κυρίῳ, ὅτι ἅγιός ἐστι. | 15 Εάν όμως δεν σας αρέση να λατρεύετε τον Κυριον, εκλέξατε σεις δια τον εαυτόν σας σήμερον, ποίον θεόν θέλετε να λατρεύσετε, είτε τους θεούς των προγόνων σας που ήσαν πέραν από τον Ευφράτην, είτε τους θεούς των Αμορραίων μεταξύ των οποίων και εις την γην των οποίων κατοικείτε. Σεις κάμετε ο,τι σας αρέσει. Εγώ όμως και η οικογένειά μου θα λατρεύσωμεν τον Κυριον διότι αυτός είναι ο Αγιος”. | 15 Ἐὰν ὅμως δὲν σᾶς ἀρέσῃ καὶ δὲν ἐπιθυμῆτε νὰ λατρεύετε τὸν Κύριον, τότε διαλέξατε σήμερα σεῖς ποῖον θέλετε νὰ λατρεύσετε. Λατρεύσατε εἴτε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς τῶν προγόνων σας, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη, εἴτε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς τῶν Ἀμορραίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ εἰς τὴν χώραν τῶν ὁποίων κατοικεῖτε. Εἶσθε ἐλεύθεροι νὰ διαλέξετε. Ἐγὼ ὅμως καὶ ἡ οἰκογένειά μου θὰ λατρεύσωμεν τὸν Κύριον, διότι εἶναι ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ἀπολύτως Ἅγιος». |
16 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ λαὸς εἶπε· μὴ γένοιτο ἡμῖν καταλιπεῖν Κύριον, ὥστε λατρεύειν θεοῖς ἑτέροις. | 16 Ολος τότε ο λαός απεκρίθη και είπε· “μη γένοιτο να εγκαταλείψωμεν τον Κυριον και να λατρεύσωμεν άλλους θεούς. | 16 Ὁ λαὸς ἀπάντησε τότε καὶ εἶπε: «Μὴ γένοιτο ἐμεῖς νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὸν Κύριον, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ νὰ λατρεύσωμεν ἄλλους, ψευδεῖς θεούς. |
17 Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν, αὐτὸς Θεός ἐστιν· αὐτὸς ἀνήγαγεν ἡμᾶς καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐξ Αἰγύπτου καὶ διεφύλαξεν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐπορεύθημεν ἐν αὐτῇ, καί ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, οὓς παρήλθομεν δι' αὐτῶν. | 17 Κυριος ο Θεός μας αυτός είναι ο αληθινός Θεός. Αυτός ανεβίβασεν ελευθέρους ημάς και τους πατέρας μας από την Αίγυπτον και μας έφερεν έως έδω. Αυτός μας διεφύλαξεν εις όλον τον δρόμον τον οποίον εβαδίσαμεν εις την έρημον και δια μέσου όλων των εθνών, από τα οποία επεράσαμεν. | 17 Κύριος ὁ Θεός μας, αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός· αὐτὸς ὠδήγησε καὶ ἀνέβασεν ἠμᾶς καὶ τοὺς προπάτοράς μας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ μᾶς ἐπροστάτευσε καθ' ὅλην τὴν μακρὰν πορείαν μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημον, ποὺ ἐβαδίσαμεν, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐπεράσαμεν. |
18 καὶ ἐξέβαλε Κύριος τὸν ᾿Αμορραῖον καὶ πάντα τὰ ἔθνη τὰ κατοικοῦντα τὴν γῆν ἀπὸ προσώπου ἡμῶν. ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς λατρεύσομεν Κυρίῳ· οὗτος γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐστι. | 18 Ο Κυριος εξεδίωξεν από εμπρός μας τους Αμορραίους και όλα τα ειδωλολατρικά έθνη τα οποία κατοικούσαν την χώραν αυτήν. Δι' αυτό, όχι μόνον συ, αλλά και ημείς θα λατρεύσωμεν τον Κυριον διότι αυτός είναι ο Θεός μας”. | 18 Καὶ καθὼς ἐπροχωρούσαμε εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ὁ Κύριος ἔδιωξε τοὺς Ἀμορραίους καὶ ὅλους τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς, ποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ἀπὸ τὸν δρόμον μας. Δι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς θὰ λατρεύσωμεν τὸν Κύριον· διότι αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος Θεός μας». |
19 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς πρὸς τὸν λαόν· οὐ μὴ δύνησθε λατρεύειν Κυρίῳ, ὅτι ὁ Θεὸς ἅγιός ἐστι, καὶ ζηλώσας οὗτος οὐκ ἀνήσει τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν καὶ τὰ ἀνομήματα ὑμῶν· | 19 Είπεν ο Ιησούς προς τον ισραηλιτικόν λαόν· “σκεφθήτε όμως τούτο· ότι δεν θα ημπορήτε να λατρεύετε τον αληθινόν Θέον, συγχρόνως δε να λατρεύετε και άλλους θεούς, διότι ο Κυριος είναι ο Θεός ο Αγιος· ζηλοτυπεί εάν λατρεύσετε άλλους θεούς και δεν θα ανεχθή τας αμαρτίας σας και τας παρανομίας σας. | 19 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν: «Προσέξετε πολύ· σκεφθῆτε καλά· δὲν ἠμπορεῖτε νὰ λατρεύετε καὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὸν μόνον ἀληθινὸν Κύριον, διότι ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι ὁ ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ἀπολύτως Ἅγιος. Ὁ ἕνας καὶ μόνος Θεός, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι «ζηλωτῆς, θὰ ζηλοτυπήσῃ διὰ τὴν λατρείαν, ποὺ θὰ προσφέρετε εἰς ἄλλους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, καὶ δὲν θὰ ἀνεχθῇ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὶς παραβάσεις σας. |
20 ἡνίκα ἂν ἐγκαταλίπητε Κύριον καὶ λατρεύσητε θεοῖς ἑτέροις, καὶ ἐπελθὼν κακώσει ὑμᾶς καὶ ἐξαναλώσει ὑμᾶς ἀνθ' ὧν εὖ ἐποίησεν ὑμᾶς. | 20 Οταν δηλαδή εγκαταλείψετε τον Κυριον και λατρεύσετε άλλους θεούς θα επέλθη με οργήν εναντίον σας, θα σας τιμωρήση με αυστηρότητα και εάν επιμένετε εις την ειδωλολατρείαν σας θα σας καταστρέψη δια την αχαριστίαν που θα δείξετε εις αυτόν απέναντι των ευεργεσιών που σας έχει κάμει”. | 20 Ὅταν δηλαδὴ ἐγκαταλείψετε τὸν Κύριον καὶ λατρεύσετε ἄλλους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, θὰ στραφῇ ἐναντίον σας καὶ θὰ σᾶς τιμωρήσῃ σκληρὰ καὶ θὰ σᾶς καταστρέψῃ καὶ θὰ σᾶς ἐκμηδενίσῃ, ὕστερα ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες εὐεργεσίες ποὺ σᾶς ἔκαμε». |
21 καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς ᾿Ιησοῦν· οὐχί, ἀλλὰ Κυρίῳ λατρεύσομεν. | 21 Είπε δε ο λαός στον Ιησούν· “οχι, αυτό δεν θα γίνη ποτέ. Δεν θα λατρεύσωμεν άλλους θεούς αλλά τον Κυριον θα λατρεύσωμεν”. | 21 Καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπάντησε εἰς τὸν Ἰησοῦν: «Ὄχι! ποτὲ δὲν θὰ λατρεύσωμεν εἰδωλολατρικοὺς θεούς· θὰ λατρεύσωμεν τὸν Κύριον, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν». |
22 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς πρὸς τὸν λαόν· μάρτυρες ὑμεῖς καθ' ὑμῶν, ὅτι ὑμεῖς ἐξελέξασθε Κυρίῳ λατρεύειν αὐτῷ. | 22 Είπε τότε προς τον λαόν ο Ιησούς· “σεις εις περίπτωσιν αλλαξοπιστίας σας είσθε μάρτυρες εναντίον του εαυτού σας, διότι σεις εξελέξατε τον Κυριον ως Θεόν σας και ωμολογήσατε ότι αυτόν μόνον θα λατρεύετε. | 22 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν: «Σεῖς εἶσθε μάρτυρες ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ σας διὰ τὴν τυχὸν ἀθέτησιν τῆς ὑποσχέσεώς σας καὶ τὴν τυχὸν ἀποστασίαν σας· διότι σεῖς μόνοι σας, μὲ τὴν ἐλευθέραν θέλησίν σας, ἐδιαλέξατε τὸν Κύριον, διὰ νὰ τὸν λατρεύετε. |
23 καὶ νῦν περιέλεσθε τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους τοὺς ἐν ὑμῖν καὶ εὐθύνατε τὴν καρδίαν ὑμῶν πρὸς Κύριον Θεὸν ᾿Ισραήλ. | 23 Και τώρα αφαιρέσατε από ανάμεσά σας και πετάξατε τους ξένους θεούς, κατευθύνατε και δώσατε την καρδίαν σας προς τον Κυριον και Θεόν του Ισραήλ”. | 23 Τώρα λοιπὸν ἀφαιρέσετε, ἀπομακρύνετε, διώξετε τοὺς ξένους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ποὺ εὑρίσκονται μεταξύ σας, καὶ στρέψατε μὲ προθυμίαν, δώσατε καὶ ὑποτάξατε μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ σταθερότητα τὴν καρδίαν σας εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ». |
24 καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς ᾿Ιησοῦν· Κυρίῳ λατρεύσομεν καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκουσόμεθα. | 24 Είπε πάλιν ο λαός προς τον Ιησούν· “τον Κυριον θα λατρεύσωμεν και εις τας εντολάς αυτού θα υπακούωμεν”. | 24 Καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπάντησε εἰς τὸν Ἰησοῦν: «Τὸν Κύριον, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, θὰ λατρεύσωμεν καὶ εἰς τὴν φωνὴν τὴν ἰδικήν Του, εἰς τὶς ἐντολὲς τὶς ἰδικές Του, θὰ ὑπακούσωμεν». |
25 καὶ διέθετο ᾿Ιησοῦς διαθήκην πρὸς τὸν λαὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ νόμον καὶ κρίσιν ἐν Σηλὼ ἐνώπιον τῆς σκηνῆς τοῦ Θεοῦ ᾿Ισραήλ. | 25 Ετσι δε συνήψε και έκλεισε συμφωνίαν κατά την ημέραν εκείνην ο Ιησούς με τον λαόν και έδωκε προς αυτόν τον νόμον και τας διατάξεις εις Σηλώ ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου του Θεού του Ισραήλ. | 25 Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε συμφωνίαν μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν λαὸν νόμους καὶ διατάξεις εἰς τὴν Σηλώ, ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
26 καὶ ἔγραψε τὰ ρήματα ταῦτα εἰς βιβλίον νόμων τοῦ Θεοῦ· καὶ ἔλαβε λίθον μέγαν καὶ ἔστησεν αὐτὸν ᾿Ιησοῦς ὑπὸ τὴν τερέμινθον ἀπέναντι Κυρίου. | 26 Εγραψε δε τα λόγια αυτά στο βιβλίον των Νομων του Θεού. Επειτα επήρεν ένα μεγάλον λίθον και έστησεν αυτόν όρθιον κάτω από ένα δένδρον τερέβινθον που ευρίσκετο απέναντι της Σκηνής του Μαρτυρίου. | 26 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔγραψα τὶς ἐντολὲς αὐτὲς εἰς τὸ βιβλίον τῶν Νόμων τοῦ Θεοῦ. Κατόπιν ἐπῆρε μιὰ μεγάλη πέτρα καὶ τὴν ἔστησε ὄρθια κάτω ἀπὸ μίαν τερεμινθιάν, ποὺ εὑρίσκετο ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. |
27 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς πρὸς τὸν λαόν· ἰδοὺ ὁ λίθος οὗτος ἔσται ἐν ὑμῖν εἰς μαρτύριον, ὅτι αὐτὸς ἀκήκοε πάντα τὰ λεχθέντα αὐτῷ ὑπὸ Κυρίου, ὅ,τι ἐλάλησε πρὸς ὑμᾶς σήμερον· καὶ οὗτος ἔσται ἐν ὑμῖν εἰς μαρτύριον ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ἡνίκα ἂν ψεύσησθε Κυρίῳ τῷ Θεῷ μου. | 27 Και είπεν ο Ιησούς προς τον ισραηλιτικόν λαόν· “ιδού, αυτός ο λίθος θα είναι μεταξύ σας μάρτυς, διότι και αυτός ήκουσε όλους τους λόγους τους οποίους είπεν ο Κυριος ενώπιόν του όλα όσα είπε προς σας σήμερον. Αυτός ο λίθος θα είναι μεταξύ σας μάρτυς μέχρι τας τελευταίας εκείνας ημέρας, κατά τας οποίας θα είχατε τυχόν ψευσθή ενώπιον του Θεού και θα είχατε στραφή προς ειδωλολατρικούς θεούς”. | 27 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν λαόν: «Νά· ἡ πέτρα αὐτὴ θὰ εἶναι μεταξύ σας μάρτυρας· διότι ἔχει ἀκούσει καὶ αὐτὴ ὅλα τὰ λόγια, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς σᾶς, παρουσίᾳ αὐτῆς τῆς πέτρας, ὅλα ὅσα εἶπε σήμερα πρὸς σᾶς. Ἡ ὀρθία αὐτὴ πέτρα θὰ εἶναι μάρτυρας μεταξύ σας κατὰ τὶς τελευταῖες ἐκεῖνες ἡμέρες, εἰς περίπτωσιν ποὺ θὰ ἀθετήσετε ὡς ψεῦσται τὶς ὑποσχέσεις σας πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ θὰ λατρεύσετε ἄλλους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς». |
28 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιησοῦς τὸν λαόν, καὶ ἐπορεύθησαν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. | 28 Απέλυσε τότε ο Ιησούς τον λαόν. Εκείνοι δε επορεύθησαν ο καθένας στον τόπον του. | 28 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς ἀπέλυσε τὸν λαὸν καὶ ὁ λαὸς ἔφυγε καὶ ἐπῆγε καθένας εἰς τὸν τόπον, ποὺ τοῦ ἐδόθη ὡς κληρονομία. |
29 καὶ ἐλάτρευσεν ᾿Ισραὴλ τῷ Κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας ᾿Ιησοῦ καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῶν πρεσβυτέρων, ὅσοι ἐφείλκυσαν τὸν χρόνον μετὰ ᾿Ιησοῦ καὶ ὅσοι εἴδοσαν πάντα τὰ ἔργα Κυρίου, ὅσα ἐποίησε τῷ ᾿Ισραήλ. | 29 Οι Ισραηλίται ελάτρευσαν πράγματι τον Κυριον καθ' όλον τον χρόνον που εζούσεν ο Ιησούς του Ναυη, όλον τον χρόνον που εζούσαν ακόμη οι πρεσβύτεροι εκείνοι όσοι συνέζησαν με τον Ιησούν και είχον ίδει όλα τα θαυμαστά έργα, τα οποία ο Κυριος είχε κάμει δια τον ισραηλιτικόν λαόν. | 29 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐλάτρευσαν τὸν Κύριον καθ' ὅλον τὸν χρόνον, ποὺ ἔζησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ καθ' ὅλην τὴν διαρκειαν τῆς ζωῆς τῶν πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ οἱ ὁποῖοι εἶδαν μὲ τὰ μάτια των καὶ ἔζησαν ὅλες τὶς εὐεργεσίες καὶ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, ὅσα ἔκαμε χάριν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
30 Καὶ ἐγένετο μετ' ἐκεῖνα καὶ ἀπέθανεν ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ δοῦλος Κυρίου ἑκατὸν δέκα ἐτῶν. | 30 Επειτα δε από τα γεγονότα αυτά απέθανεν ο δούλος του Κυρίου ο Ιησούς, υιός του Ναυη, εις ηλικίαν εκατόν δέκα ετών. | 30 Μετὰ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω γεγονότα ἀπέθανεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, ὁ πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος ὑπηρέτης τοῦ Κυρίου· ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν ἑκατὸν δέκα ἐτῶν. |
31 καὶ ἔθαψαν αὐτὸν πρὸς τοῖς ὁρίοις τοῦ κλήρου αὐτοῦ ἐν Θαμνασασὰχ ἐν τῷ ὄρει τῷ ᾿Εφραὶμ ἀπὸ βορρᾶ τοῦ ὄρους Γαάς· ἐκεῖ ἔθηκαν μετ' αὐτοῦ εἰς τό μνῆμα, εἰς ὃ ἔθαψαν αὐτὸν ἐκεῖ, τὰς μαχαίρας τὰς πετρίνας, ἐν αἷς περιέτεμε τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐν Γαλγάλοις, ὅτε ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου, καθὰ συνέταξεν αὐτοῖς Κύριος, καὶ ἐκεῖ εἰσιν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. | 31 Εθαψαν αυτόν εις την περιοχήν, την οποίαν είχε λάβει ως μερίδιόν του, εις Θαανασασάχ στο όρος Εφραίμ, βορείως από το όρος Γαάς. Εκεί οι Ισραηλίται, στο μνήμα στο οποίον τον έθαψαν, έθεσαν μαζή του και τας πετρίνας μαχαίρας, με τας οποίας είχε περιτάμει τους Ισραηλίτας εις Γαλγαλα, όπως διέταξεν ο Θεός, όταν έβγαλεν αυτούς ελευθέρους από την Αίγυπτον. Εκεί δε είναι αι πέτριναι αυταί μάχαιραι μέχρι της σημερινής ημέρας. | 31 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται τὸν ἔθαψαν εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ ἔλαβεν ὡς κληρονομίαν, εἰς Θαμνασαράχ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Ἐφραίμ, εἰς τὰ βόρεια τοῦ ὄρους Γαάς. Ἐκεῖ ἔβαλαν (οἱ Ἰσραηλῖται) μαζί του εἰς τὸ μνῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον τὸν ἔθαψαν, τὰ μαχαίρια τὰ πέτρινα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε κάμει τὴν περιτομὴν εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες εἰς τὰ Γάλγαλα, ὅταν τοὺς ὠδήγησεν ἔξω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅπως τοὺς διέταξεν ὁ Κύριος. Ἐκεῖ εὑρίσκονται τὰ πέτρινα αὐτὰ μαχαίρια μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονταί οἱ γραμμὲς αὐτές. |
32 καὶ τὰ ὀστᾶ ᾿Ιωσὴφ ἀνήγαγον οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐξ Αἰγύπτου καὶ κατώρυξαν ἐν Σικίμοις, ἐν τῇ μερίδι τοῦ ἀγροῦ, οὗ ἐκτήσατο ᾿Ιακὼβ παρὰ τῶν ᾿Αμορραίων τῶν κατοικούντων ἐν Σικίμοις ἀμνάδων ἑκατὸν καὶ ἔδωκεν αὐτὴν ᾿Ιωσὴφ ἐν μερίδι. | 32 Τα δε οστά του Ιωσήφ τα οποία οι Ισραηλίται είχον μεταφέρει από την Αίγυπτον, τα έθαψαν εις την Συχέμ εις ένα σημείον του αγρού, τον οποίον είχεν αγοράσει ο Ιακώβ αντί εκατόν αμνάδων από τους Αμορραίους που κατοικούσαν εις Συχέμ, και τον οποίον έδωκεν στους απογόνους του Ιωσήφ ως κληρονομίαν και ιδιοκτησίαν των. | 32 Καὶ τὰ ὀστὰ τοῦ Ἰωσήφ, τὰ ὁποῖα οἰ Ἰσραηλῖται ἔφεραν μαζί τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, τὰ ἔθαψαν (καὶ αὐτά) εἰς τὴν Συχέμ, εἰς τὸ κομμάτι τοῦ χωραφιοῦ, τὸ ὁποῖον ὁ Ἰακὼβ ἀγόρασε ἀπὸ τοὺς Ἀμορραίους, ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Συχέμ, ἀντὶ ἑκατὸν ἀμνάδων. Τὸ κόμματι αὐτὸ τοῦ χωραφιοῦ τὸ εἶχε δώσει ὁ Ἰακὼβ ὡς κληρονομίαν καὶ ἰδιοκτησίαν εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰωσήφ. |
33 καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ᾿Ελεάζαρ υἱὸς ᾿Ααρὼν ὁ ἀρχιερεὺς ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη ἐν Γαβαὰρ Φινεὲς τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει ᾿Εφραίμ. ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ λαβόντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ περιεφέροσαν ἐν ἑαυτοῖς, καὶ Φινεὲς ἱεράτευσεν ἀντὶ ᾿Ελεάζαρ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἕως ἀπέθανε καὶ κατωρύγη ἐν Γαβαὰρ τῇ ἑαυτοῦ. οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀπήλθοσαν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτῶν καὶ εἰς τὴν ἑαυτῶν πόλιν. καὶ ἐσέβοντο οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὴν ᾿Αστάρτην καὶ ᾿Ασταρὼθ καὶ τοὺς θεοὺς τῶν ἐθνῶν τῶν κύκλῳ αὐτῶν· καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς χεῖρας ᾿Εγλὼμ τῷ βασιλεῖ Μωάβ, καὶ ἐκυρίευσεν αὐτῶν ἔτη δεκαοκτώ. | 33 Μετά ταύτα και ο Ελεάζαρ ο αρχιερεύς, ο υιός του Ααρών, απέθανε και ετάφη εις Γαβαάρ, πόλιν του υιού του Φινεές, την οποίαν είχε δώσει προς αυτόν στο όρος Εφραίμ. Κατά την ημέραν εκείνην της τελευτής του αρχιερέως έλαβον οι Ισραηλίται και περιέφερον ανά μέσον αυτών μετά κατανύξεως την Κιβωτόν της Διαθήκης. Ο Φινεές αρχιεράτευσεν αντί του πατρός του Ελεάζαρ, μέχρις ότου απέθανε και ετάφη εις την πόλιν του Γαβαάρ. Οι δε Ισραηλίται απήλθον έκαστος εις τας περιοχάς των και τας πόλεις των. Αλλά μετ' ολίγον οι Ισραηλίται ήρχισαν να λατρεύουν την Αστάρτην και Ασταρώθ και τους θεούς των κύκλω ειδωλολατρικών εθνών. Δι' αυτό δε ο Κυριος παρέδωκεν αυτούς εις τα χέρια Εγλώμ βασιλέως της Μωάβ, ο οποίος και κατεδούλωσεν αυτούς επί δέκα οκτώ έτη. | 33 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἀπέθανε καὶ ὁ Ἐλεάζαρ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀαρών, ὁ ἀρχιερεύς, καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Γαβαάρ, πόλιν τοῦ υἱοῦ τοῦ Φινεές, τὴν ὁποίαν εἶχε δώσει εἰς αὐτὸν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραίμ. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἀφοῦ ἔλαβαν οἱ Ἰσραηλῖται τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης, ἔκαμαν περιφορὰν καὶ λιτανείαν μεταξύ των. Ὁ Φινεὲς ἔγινεν ἀρχιερεὺς ἀντὶ τοῦ πατέρα του Ἐλεάζαρ, μέχρις ὅτου ἀπέθανε καὶ ἐτάφη εἰς τὴν ἰδιαιτέραν του πόλιν, τὴν Γαβαάρ. Οἱ δὲ Ἰσραηλῖται ἐπῆγαν ὁ καθένας εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ τοῦ ἐδόθη ὡς κληρονομία καὶ ἰδιοκτησία, καὶ εἰς τὴν πόλιν του. (Δυστυχῶς ὅμως) οἱ Ἰσραηλῖται ἄρχισαν (ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον καιρόν) νὰ λατρεύουν τὴν Ἀστάρτην καὶ τὴν Ἀσταρὼθ καὶ τοὺς ἄλλους εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς τῶν ἐθνῶν, ποὺ ἑκατοικοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ. Δι' αὐτὸ ὁ Κύριος παρέδωκε τοὺς Ἰσραηλίτες εἰς τὰ χέρια τοῦ Ἐγλώμ, βασιλιᾶ τῶν Μωαβιτῶν. Ὁ Ἐγλὼμ ὑπέταξε τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ ἔγινε κύριος των ἐπὶ δεκαοκτῶ χρόνια. |