Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, | 1 Και ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε· και είδα ένα αστέρι να έχη πέσει από τον ουρανόν εις την γην, τον σατανάν τον επαναστάτην εναντίον του Θεού, και εδόθη εις αυτόν το κλειδί και του παρεχωρήθη η άδεια να ανοίξη το πηγάδι της κατασκότεινης αβύσσου. | 1 Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε. Καὶ εἶδα τὸν σατανᾶν σὰν ἄλλον ἀστέρα νὰ ἔχῃ πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη εἰς αὐτὸν τὸ κλειδὶ καὶ ἡ ἄδεια να ἀνοίξῃ τὸ πηγάδι τοῦ σκοτεινοῦ τόπου, εἰς τὸν ὁποῖον ἦσαν κλειδωμένοι οἱ δαίμονες. |
2 καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος. | 2 Και ήνοιξε πράγματι το πηγάδι της φρικτής αβύσσου και αναρίθμητον πλήθος πονηρών πνευμάτων, που ήσαν εκεί φυλακισμένα, ξεπετάχθησαν και ανέβηκαν σαν πυκνός καπνός καιομένης καμίνου και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αέρας από τον καπνόν του πηγαδιού. | 2 Καὶ ἤνοιξε τὸ πηγάδι τῆς ἀβύσσου. Καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πηγάδι πλῆθος πολὺ πνευμάτων πονηρῶν, ποὺ ἦτο σὰν καπνὸς μεγάλης καμίνου, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀέρας ἀπὸ τὸν καπνὸν τοῦ πηγαδιοῦ. Τόσον πολλοὶ καὶ πυκνοὶ εἰς πλῆθος ἦσαν οἱ ἐξορμήσαντες ἀπὸ τὴν ἄβυσσον δαίμονες. |
3 καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἐξουσία ὡς ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι τῆς γῆς· | 3 Και από τον καπνόν αυτών, των δαιμονικών πνευμάτων, εξεχώρισαν και εβγήκαν προς τα διάφορα μέρη της γης ακρίδες, κακοποιά δηλαδή πνεύματα, και παρεχωρήθη εις αυτά τυραννική και κακοποιός εξουσία, σαν αυτήν που έχουν οι σκορπιοί εις την γην, να βασανίζουν τους ανθρώπους με τα δηλητηριώδη κεντριά των. | 3 Καὶ ὅταν τὸ σύννεφον αὐτοῦ τοῦ καπνοῦ ἤρχισε νὰ ἀπλώνῃ, ἐβγῆκαν εἰς τὴν γῆν ἀκρίδες, ὄχι αἰσθηταὶ καὶ ὑλικαί, καὶ τοὺς ἐδόθη κατὰ θείαν παραχώρησιν ἐξουσία κακοποιός, σὰν αὐτὴ ποὺ ἔχουν οἱ σκορπιοὶ τῆς γῆς, φύσεως ὅμως πνευματικῆς, ὅπως πνευματικὰ ὄντα ἦσαν καὶ αἱ ἀκρίδες αὐταί. |
4 καὶ ἐρρέθη αὐταῖς ἵνα μὴ ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρὸν οὐδὲ πᾶν δένδρον, εἰ μὴ τοὺς ἀνθρώπους οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. | 4 Και ελέχθη εις αυτά να μη βλάψουν το χορτάρι της γης, ούτε κάθε πράσινον φυτόν ούτε κανένα δένδρον, παρά μόνον τους ανθρώπους, που δεν έχουν εις τα μέτωπα των την σφραγίδα του Θεού. | 4 Καὶ ἐλέχθη εἰς αὐτὰς νὰ μὴ βλάψουν τὸν χόρτον τῆς γῆς, οὔτε κάθε πράσινον φυτόν, οὔτε κάθε δένδρον, παρὰ μόνον τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν εἰς τὰ μέτωπά των τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ. |
5 καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἵνα μὴ ἀποκτείνωσιν αὐτούς, ἀλλ’ ἵνα βασανισθῶσι μῆνας πέντε· καὶ ὁ βασανισμὸς αὐτῶν ὡς βασανισμὸς σκορπίου, ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον. | 5 Και εδόθη εις αυτά η διαταγή να μη φονεύσουν τους ανθρώπους, αλλά να τους βασανίσουν επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, που συμβολίζεται με τον αριθμόν των πέντε μηνών. Και ο ψυχικός και σωματικός αυτός βασανισμός και πόνος θα είναι σαν τον φρικτόν πόνον, που φέρνει ο σκορπιός, όταν κεντρίση τον άνθρωπον. | 5 Καὶ δὲν ἐδόθη εἰς αὐτὰς ἡ ἄδεια νὰ τοὺς φονεύσουν, ἀλλὰ μόνον νὰ τοὺς βασανίσουν μήνας πέντε, δηλαδὴ εἰς περιωρισμένον χρονικὸν διάστημα. Καὶ ὁ βασανισμὸς καὶ ἡ ψυχικὴ ταλαιπωρία καὶ ὀδύνη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν θὰ εἶναι σὰν τὸν σωματικὸν πόνον, ποὺ προκαλεῖ ὁ σκορπιός, ὅταν κτυπήσῃ ἄνθρωπον μὲ τὸ δηλητηριῶδες κεντρί του. |
6 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ’ αὐτῶν ὁ θάνατος. | 6 Και κατά τας ημέρας εκείνας οι άνθρωποι, εξ αιτίας των φρικτών ψυχικών και σωματικών οδυνών και εκ του γεγονότος ότι δεν θα έχουν ελπίδα θεραπείας, θα ζητήσουν επάνω εις την απόγνωσίν των τον θάνατον και δεν θα τον εύρουν, και θα επιθυμήσουν να πεθάνουν, και ο θάνατος θα φεύγη από αυτούς. | 6 Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας θὰ ζητήσουν λόγῳ τῆς ψυχικῆς των ἀγωνίας καὶ ἀπογνώσεως οἱ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ δὲν θὰ τὸν εὕρουν καὶ θὰ ἐπιθυμήσουν νὰ ἀποθάνουν καὶ θὰ φύγῃ ἀπὸ αὐτοὺς ὁ θάνατος. Τοῦτο δὲν ἀποκλείει, ὅτι θὰ αὐτοκτονήσουν ἀρκετοί. |
7 καὶ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀκρίδων ὅμοια ἵπποις ἡτοιμασμένοις εἰς πόλεμον, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ὡς στέφανοι ὅμοιοι χρυσίῳ, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὡς πρόσωπα ἀνθρώπων, | 7 Και αι μορφαί των δαιμονικών αυτών ακρίδων είναι και τρομακτικαί και δελεαστικαί. Ομοιάζουν με άλογα ετοιμασμένα δια τον πόλεμον. Και επάνω εις τα κεφάλια των έχουν στεφάνους σαν από χρυσάφι, και τα πρόσωπά των είναι σαν πρόσωπα ανθρώπων. | 7 Καί ἡ φοβερὰ μορφὴ τῶν δαιμονικῶν καὶ κακοποιῶν αὐτῶν ὄντων καὶ ὁ τρομερὸς πνευματικὸς ὁπλισμός των εἶναι ὅχι μόνον τρομακτικὰ καὶ ἐπιβλητικά, ἀλλὰ καὶ δελεαστικά. Ὁμοιάζουν πρὸς ἄλογα ποὺ ἔχουν ἐτοιμασθῇ διὰ πόλεμον, καὶ ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν σὰν στέφανοι ποὺ ὁμοιάζουν μὲ χρυσίον, καὶ τὰ πρόσωπά των εἶναι σὰν πρόσωπα ἀνθρώπων. |
8 καὶ εἶχον τρίχας ὡς τρίχας γυναικῶν, καὶ οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὡς λεόντων ἦσαν, | 8 Και είχαν τρίχας, σαν τρίχας γυναικών· και τα δόντια των ήσαν σαν δόντια λεόντων (δια να συμβολίζουν την θηριωδίαν των και το καταστρεπτικόν των έργον). | 8 Καὶ εἶχαν τρίχας σὰν τρίχας γυναικῶν. Καὶ τὰ δόντια των ἦσαν σὰν δόντια λεόντων. |
9 καὶ εἶχον θώρακας ὡς θώρακας σιδηροῦς, καὶ ἡ φωνὴ τῶν πτερύγων αὐτῶν ὡς φωνὴ ἁρμάτων ἵππων πολλῶν τρεχόντων εἰς πόλεμον. | 9 Και είχαν στήθη σαν σιδερένιους θώρακας. Και ο θόρυβος από τις πτέρυγές των, σαν θόρυβος και βοή πολλών αρμάτων, που τα σέρνουν ίπποι και τρέχουν εις την μάχην. | 9 Καὶ εἶχαν στήθη, ποὺ ὠμοιάζαν πρὸς σιδερένιους θώρακας καὶ ὁ κρότος τῶν πτερῶν των σὰν κρότος πολλῶν πολεμικῶν ἁμαξῶν μὲ πολλὰ ἄλογα, ποὺ τρέχουν διὰ νὰ λάβουν μέρος εἰς μάχην. |
10 καὶ ἔχουσιν οὐρὰς ὁμοίας σκορπίοις καὶ κέντρα, καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν ἐξουσίαν ἔχουσι τοῦ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους μῆνας πέντε. | 10 Και έχουν ουρές, σαν τις ουρές των σκορπιών, και κεντριά εις τις ουρές των. Και τους παρεχωρήθη η άδεια να βασανίζουν με τις δηλητηριώδεις ουρές των τους ανθρώπους επί πέντε μήνες, εις περιωρισμένον δηλαδή χρονικόν διάστημα. | 10 Καὶ ἔχουν οὐρὰς ὁμοίας πρὸς τὰς οὐρὰς καὶ τὰ κεντριὰ τῶν σκορπιῶν. Καὶ εἰς τὰς φαρμακερὰς οὐράς των ἐδόθη κατὰ θείαν παραχώρησιν ἡ ἄδεια νὰ βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους ἐπὶ μήνας πέντε, δηλαδὴ εἰς περιωρισμένον χρονικὸν διάστημα. |
11 ἔχουσι βασιλέα ἐπ’ αὐτῶν τὸν ἄγγελον τῆς ἀβύσσου· ὄνομα αὐτῷ Ἑβραϊστὶ Ἀβαδδὼν, ἐν δὲ τῇ Ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων. | 11 Εχουν δε βασιλέα και αρχηγόν της πονηράς παρατάξεώς των τον άγγελον της αβύσσου. Το όνομα αυτού εις την Εβραϊκήν είναι Αβαδδών, εις δε την Ελληνικήν ονομάζεται Απολλύων, δηλαδή εξολοθρευτής. | 11 Ἔχουν δὲ βασιλέα καὶ ἀρχηγὸν ἐπὶ κεφαλῆς των τὸν πονηρὸν ἄγγελον τῆς ἀβύσσου, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι Ἀβαδδὼν εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, εἰς τὴν ἑλληνικὴν δὲ γλῶσσαν σημαίνει τὸ ὅνομα αὐτὸ Ἀπολλύων, καταστροφεύς. |
12 Ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν· ἰδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῦτα. | 12 Και αφού τα δαιμονικά αυτά πνεύματα εβασάνιζαν φρικτά τους ανθρώπους κατά τους πέντε αυτούς μήνας, η πρώτη ουαί, δηλαδή η πρώτη πληγή, επέρασε. Ιδού έρχονται δύο ακόμη ουαί, δύο πληγαί, ύστερα από αυτά. | 12 Μετὰ τὴν δρᾶσιν τῶν δαιμονικῶν αὐτῶν ὄντων, ἡ βασανιστικὴ πληγὴ ἡ πρώτη, ποὺ λέγεται πρώτη οὐαί, ἐπέρασεν. Ἰδοὺ ἔρχονται ὕστερα ἀκόμη δύο οὐαί. |
13 Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ ἤκουσα φωνὴν μίαν ἐκ τῶν τεσσάρων κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ χρυσοῦ τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, | 13 Και ο εκτός άγγελος, εσάλπισε. Και ήκουσα μίαν φωνήν, που έβγαινε από τα τέσσαρα κέρατα του χρυσού θυσιαστηρίου, το οποίον ευρίσκεται ενώπιον του Θεού, | 13 Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε. Καὶ ἤκουσα μίαν φωνήν, ποὺ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ τέσσαρα κέρατα τοῦ χρυσοῦ θυσιαστηρίου, ποὺ εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, |
14 λέγοντος τῷ ἕκτῳ ἀγγέλῳ· Ὁ ἔχων τὴν σάλπιγγα, λῦσον τοὺς τέσσαρας ἀγγέλους τοὺς δεδεμένους ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ μεγάλῳ Εὐφράτῃ. | 14 να λέγη στον έκτον άγγελον· “συ που έχεις την σάλπιγγα, λύσε τους τέσσαρας αγγέλους, που είναι δεμένοι κοντά στον μεγάλον ποταμόν, τον Ευφράτην”. | 14 νὰ λέγῃ εἱς τὸν ἕκτον ἄγγελον· Σύ, ποὺ ἔχεις τὴν σάλπιγγα, λύσε τοὺς τέσσαρας κακοποιοὺς ἀγγέλους, ποὺ εἶναι δεμένοι πλησίον τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου. |
15 καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι οἱ ἡτοιμασμένοι εἰς τὴν ὥραν καὶ εἰς τὴν ἡμέραν καὶ μῆνα καὶ ἐνιαυτόν, ἵνα ἀποκτείνωσι τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων. | 15 Και ελύθησαν οι τέσσαρες άγγελοι, οι οποίοι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού ήσαν προετοιμασμένοι δια την ωρισμένην ώραν και ημέραν και τον μήνα και το έτος, ως εκδικητικά όργανα της θείας δικαιοσύνης, δια να φονεύσουν το ένα τρίτον των ανθρώπων. | 15 Καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ εἶχαν προετοιμασθῇ διὰ νὰ δράσουν εἰς ὡρισμένην ὤραν καὶ ἡμέραν καὶ μῆνα καὶ ἔτος καὶ διὰ νὰ φονεύσουν τὸ ἓν τρίτον τῶν ἀνθρώπων. |
16 καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατευμάτων τοῦ ἵππου δύο μυριάδες μυριάδων· ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν. | 16 Και τα στρατεύματα των αποτελούντο από αναρίθμητον ιππικόν. Ηκουσα, ότι ο αριθμός των ήτο δύο μυριάδες μυριάδων, δηλαδή διακόσια εκατομμύρια. | 16 Καὶ εἶδα ἀναρίθμητον πλῆθος ἰππικοῦ. Καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατευμάτων τοῦ ἰππικοῦ ποὺ ἐξεχύθη ἦσαν δύο μυριάδες μυριάδων, διακόσια ἑκατομμύρια δηλαδή. Ἠτο ἀδύνατον νὰ τοὺς μετρήσω, ἀλλ’ ἤκουσα τὸν ἀριθμόν τους. |
17 καὶ οὕτως εἶδον τοὺς ἵππους ἐν τῇ ὁράσει καὶ τοὺς καθημένους ἐπ’ αὐτῶν, ἔχοντας θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ θειώδεις· καὶ αἱ κεφαλαὶ τῶν ἵππων ὡς κεφαλαὶ λεόντων, καὶ ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν ἐκπορεύεται πῦρ καὶ καπνὸς καὶ θεῖον. | 17 Και έτσι είδα εις την οπτασίαν αυτήν τα αναρίθμητα άλογα και τους πολεμιστάς, που εκάθηντο επάνω εις αυτά και οι οποίοι είχαν πυρίνους θώρακας, ενώ από τα στόματα των ίππων έβγαινε καπνός, που είχε σαν χρώμα υακίνθου και ήταν καπνός θειαφιού. Αι δε κεφαλαί των ίππων ήσαν σαν κεφαλαί λεόντων και από τα στόματα αυτών βγαίνει προς τα έξω με ορμή φωτιά και καπνός και θειάφι (Τα αναρίθμητα αυτά κακοποιά στρατεύματα συμβολίζουν τους τρομερούς βαρβάρους επιδρομείς, που θα επήρχοντο με καταστρεπτικήν μανίαν εναντίον διαφόρων λαών). | 17 Καὶ τὰ στρατεύματα αὐτά, ποὺ σημαίνουν καταστρεπτικὰς εἰσβολὰς καὶ ἐπιδρομὰς βαρβάρων, διευθύνονται ἀοράτως ἀπὸ τὰς ὠργανωμένας σατανικὰς δυνάμεις. Καὶ ἔτσι εἶδα εἰς αὐτὴν τὴν δρᾶσιν καὶ ὀπτασίαν τὰ ἄλογα καὶ τοὺς ἱππεῖς, ποὺ ἐκάθηντο ἐπ’ αὐτῶν. Καὶ εἶχαν θώρακας πυρίνους καὶ ἡ φλόγα, ποὺ ἔβγαινεν ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ἀλόγων, εἶχε χρῶμα ὑακίνθου καὶ ὁ καπνὸς ἦτο καπνὸς θειαφιοῦ. Καὶ αἱ κεφαλαὶ τῶν ἀλόγων ἦσαν σὰν κεφαλαὶ λεόντων. Καὶ ἀπὸ τὰ στόματά τους ἔβγαινε φωτιὰ καὶ καπνὸς καὶ θειάφι. |
18 ἀπὸ τῶν τριῶν πληγῶν τούτων ἀπεκτάνθησαν τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων, ἐκ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ καπνοῦ καὶ τοῦ θείου τοῦ ἐκπορευομένου ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν. | 18 Και από τας τρεις αυτάς πληγάς, από την φωτιά, τον καπνό και το θειάφι, που έβγαινε από τα στόματα των βαρβάρων επιδρομέων, εφονεύθησαν το εν τρίτον εκ των ανθρώπων. | 18 Καὶ ἀπὸ τὰς τρεῖς αὐτὰς πληγάς, ἀπὸ τὴ φωτιὰ δηλαδὴ καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸν καὶ τὸ θειάφι, ποὺ ἔβγαινεν ἀπὸ τὰ στόματά τους, ἐφονεύθησαν τὸ ἓν τρίτον τῶν ἀνθρώπων. |
19 ἡ γὰρ ἐξουσία τῶν ἵππων ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἐστι καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν· αἱ γὰρ οὐραὶ αὐτῶν ὅμοιαι ὄφεσιν, ἔχουσαι κεφαλάς, καὶ ἐν αὐταῖς ἀδικοῦσι. | 19 Διότι η καταστρεπτική δύναμις των ίπππων αυτών υπήρχε στο στόμα των, αλλά και εις τας ουράς των. Διότι αι ουραί των ωμοίαζον με φείδια, που είχαν κεφάλια, και με το δηλητήριον αυτών εβασάνιζαν και έβλαπταν τους ανθρώπους. | 19 Καὶ ἔφεραν τὴν καταστροφὴν αὐτήν, διότι ἡ φθοροποιὸς δύναμις τῶν ἀλόγων αὐτῶν ἦτο ὅχι μόνον εἰς τὸ στόμα των, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς οὐράς των. Διότι αἱ οὐραί των ἦσαν ὅμοιαι πρὸς φίδια, ποὺ εἶχαν κεφαλὰς καὶ μὲ τὸ δηλητήριον τοὺς ἔβλαπταν. |
20 καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, οἳ οὐκ ἀπεκτάνθησαν ἐν ταῖς πληγαῖς ταύταις, οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν, ἵνα μὴ προσκυνήσωσι τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χαλκᾶ καὶ τὰ λίθινα καὶ τὰ ξύλινα, ἃ οὔτε βλέπειν δύναται οὔτε ἀκούειν οὔτε περιπατεῖν, | 20 Και εν τούτοις παρά την σκληράν αυτήν τιμωρίαν, οι υπόλοιποι από τους αμαρτωλούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν εφονεύθησαν από τα θανατηφόρα κτυπήματα των ίππων, δεν συνησθάνθησαν την ενόχην των και δεν μετενόησαν και δεν απηρνήθησαν την λατρείαν των ειδώλων, που τα κατεσκεύαζαν οι ίδιοι με τα χέρια των, ώστε να μη προσκυνήσουν πλέον τα δαιμόνια και τα χρυσά και τα αργυρά και τα χαλκά και τα λίθινα και τα ξύλινα είδωλα και τα οποία ούτε να βλέπουν ημπορούν, ούτε ν' ακούουν, ούτε να περιπατούν. | 20 Καὶ ὅμως παρὰ τὴν αὐστηρὰν ταύτην παιδαγωγικὴν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσοι δὲν ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὰ κτυπήματα καὶ τοὺς τραυματισμοὺς αὐτῶν τῶν ἀλόγων, δὲν μετενόησαν ἀπὸ τὴν λατρείαν τῶν θεῶν, ποὺ ἔφτιαναν μὲ τὰ χέρια των, ὥστε νὰ μὴ προσκυνήσουν εἰς τὸ μέλλον τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χάλκινα καὶ τὰ λιθαρένια καὶ τὰ ξύλινα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν τὴν δύναμιν οὔτε νὰ βλέπουν, οὔτε νὰ ἀκούουν, οὔτε νὰ περιπατοῦν, ἀλλ’ εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα καὶ νεκρά. |
21 καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν φόνων αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν φαρμακειῶν αὐτῶν οὔτε ἐκ τῆς πορνείας αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων αὐτῶν. | 21 Και δεν μετενόησαν οι άνθρωποι αυτοί και δεν ξέκοψαν από τους φόνους των, ούτε από τας μαγείας των, ούτε από τας πορνείας των, ούτε από τας κλοπάς των. (Εμειναν σκληροί και αμετανόητοι μέσα εις την διαστροφήν και φαυλότητά των). | 21 Καὶ δεν μετενόησαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ δὲν ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τοὺς φόνους των, οὔτε ἀπὸ τὰς μαγείας των, οὔτε ἀπὸ τὴν πορνείαν των, οὔτε ἀπὸ τὰς κλοπάς των. Καὶ ἐὰν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔφεραν τὸ ὅνομα τοῦ Χριστιανοῦ, εἰς τὸ βάθος των ἔμειναν εἰδωλολάτραι, ἔχοντες ὡς εἴδωλόν των τὸ χρῆμα, τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμον. |