Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα τὴν κλεῖν τῆς ἀβύσσου καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ. 1 Και είδα άγγελον να κατεβαίνη από τον ουρανόν, να κρατή το κλειδί της αβύσσου του Αδου και να έχη επάνω στο χέρι του μια μεγάλη αλυσίδα. 1 Καὶ εἶδα ἄγγελον νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ κλειδὶ τῆς ἀβύσσου τοῦ Ἅδου καὶ μίαν μεγάλην ἁλυσίδα ριγμένην ἐπάνω εἰς τὸ χέρι του.
2 καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη, 2 Και συνέλαβε τον δράκοντα, τον αρχαίον όφιν, που παρέσυρε εις την αμαρτίαν τους πρωτοπλάστους, και ο οποίος είναι ο διάβολος και ο σατανάς που έχει ως έργον του να συκοφαντή τον Θεόν και να παρασύρη εις την πλάνην την οικουμένην. Και τον έδεσε, δια να μένη αιχμάλωτος και ανίκανος να βλάψη επί ωρισμένην χρονικήν περίοδον, που συμβολίζεται με χίλια έτη. 2 Καὶ συνέλαβε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν παλαιόν, ποὺ ἐξηπάτησε τοὺς πρωτοπλάστους, ὁ ὁποῖος εἶναι διάβολος, ποὺ συκοφαντεῖ καὶ διαβάλλει τὸν Θεὸν καὶ τὸ ἔργον του, καὶ ὁ σατανᾶς, ὁ ἀρχηγὸς τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ παρασύρει εἰς τὴν πλάνην τὴν Οἰκουμένην. Καὶ τὸν ἔδεσεν ἐπὶ χίλια ἔτη, δηλαδὴ ἐπὶ μακρὰν περίοδον ἐτῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα θὰ θριαμβεύσῃ καὶ θ’ ἀποδώσῃ τοὺς καρπούς του τὸ εὐαγγέλιον.
3 καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν ἄβυσσον, καὶ ἔκλεισε καὶ ἐσφράγισε ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μὴ πλανᾷ ἔτι τὰ ἔθνη, ἄχρι τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη· μετὰ ταῦτα δεῖ αὐτὸν λυθῆναι μικρὸν χρόνον. 3 Και τον έρριψεν εις την άβυσσον του Αδου και έκλεισε και εσφράγισε ασφαλώς την σκοτεινήν φυλακήν επάνω από αυτόν, δια να μη παρασύρη πλέον εις τας πλάνας τα έθνη, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα χίλια έτη. Μετά ταύτα πρέπει, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να λυθή και να απολυθή αυτός δι' ολίγον χρόνον. 3 Καὶ τὸν ἔρριψεν εἰς τὸ σκοτεινὸν βάθος τοῦ Ἅδου καὶ ἔκλεισε καὶ ἐσφράγισεν ἀπ’ ἐπάνω του καὶ ἠσφάλισε καλὰ τὴν φυλάκισίν του, διὰ νὰ μὴ πλανήσῃ πλέον τὰ ἔθνη, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν τὰ χρόνια τῆς μακρᾶς περιόδου, ποὺ συμβολίζουν τὰ χίλια ἔτη. Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει αὐτὸς νὰ λυθῇ δι’ ἐν μικρὸν χρονικὸν διάστημα.
4 Καὶ εἶδον θρόνους, καὶ ἐκάθισαν ἐπ’ αὐτούς, καὶ κρῖμα ἐδόθη αὐτοῖς, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ οἵτινες οὐ προσεκύνησαν τὸ θηρίον οὔτε τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔλαβον τὸ χάραγμα ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτῶν· καὶ ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη· 4 Και είδα θρόνους και εκάθισαν επάνω εις αυτούς οι Απόστολοι, όπως τους είχεν υποσχεθή ο Χριστός, και οι άγιοι. Και εδόθη εις αυτούς από τον Θεόν δικαστική εξουσία. Και είδα τας ψυχάς αυτών, που είχαν πελεκηθή με τσεκούρια και θανατωθή με βασανιστικόν τρόπον δια την μαρτυρίαν και την ομολογίαν της πίστεώς των στον Ιησούν και δια τον λόγον του Θεού, και οι οποίοι δεν επροσκύνησαν το θηρίον ούτε την εικόνα αυτού, και δεν εδέχθησαν να πάρουν το χάραγμα της σφραγίδος του επάνω εις τα μέτωπά των και επάνω στο χέρι των. Και αυτοί έζησαν και εβασίλευσαν και εδοξάσθησαν μαζή με τον Χριστόν κατά το διάστημα αυτό, που συμβολίζεται με τα χίλια έτη. 4 Καὶ εἶδα θρόνους καὶ ἐκάθισαν ἐπ’ αὐτῶν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι. Καὶ ἐδόθη εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Θεὸν δικαστικὴ καὶ βασιλικὴ ἐξουσία. Εἶδα καὶ τὰς ψυχὰς αὐτῶν, ποὺ μὲ πελέκεις καὶ ἄλλα βασανιστικὰ ὄργανα ἐθανατώθησαν διὰ τὴν μαρτυρίαν καὶ ὁμολογίαν τῆς πίστεως τοῦ Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν προσεκύνησαν τὸ θηρίον, οὔτε τὸ εἴδωλόν του καὶ δὲν ἔλαβαν τὴν χαραγμένην καὶ ἀνεξάλειπτον σφραγῖδα του ἐπὶ τοῦ μετώπου των καὶ ἐπὶ τῆς χειρός των. Καὶ ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν περίοδον, ποὺ συμβολίζεται ἀπὸ τὰ χίλια ἔτη. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀνεγνωρίσθη Βασιλεὺς καὶ ἐδοξάσθη ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντας εἰς τὴν γῆν κατὰ τὴν περίοδον αὐτήν, ἔτσι θὰ ἀναζήσουν εἰς τὰς καρδίας ὅλων καὶ θὰ δοξασθοῦν καὶ οἱ Μάρτυρες αὐτοί.
5 καὶ οἱ λοιποὶ τῶν νεκρῶν οὐκ ἔζησαν ἕως τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη. αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη. 5 Οι δε υπόλοιποι από τους νεκρούς, οι ασεβείς και αμετανόητοι, δεν ανέζησαν κατά την περίοδον αυτήν, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα χίλια έτη. Αυτή η αναβίωσις των δικαίων δια τα χίλια αυτά έτη, είναι η πρώτη ανάστασις. 5 Καὶ οἱ λοιποὶ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ προτήτερα ἐθαυμάζοντο καὶ ἀπαθανατίζετο τὸ ὅνομά των ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, ἐλησμονήθησαν ὁλότελα καὶ δὲν ἔζησαν εἰς τὴν ἀνάμνησιν κανενός, ἕως ὅτου συμπληρωθῇ ἡ περίοδος, ποὺ συμβολίζεται ἀπὸ τὰ χίλια ἔτη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀποκατάστασις τῆς μνήμης τῶν ἡρώων αὐτῶν καὶ ἡ πρώτη ἀνάστασίς των.
6 μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ’ ἔσονται ἱερεῖς Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ’ αὐτοῦ χίλια ἔτη. 6 Μακάριος και άγιος είναι εκείνος που θα έχη μέρος εις την πνευματικήν αυτήν, την πρώτην ανάστασιν. Επάνω εις αυτούς δεν έχει καμμίαν εξουσίαν ο δεύτερος θάνατος, (ο πλήρης δηλαδή και αιώνιος χωρισμός από τον Θεόν), αλλά θα είναι ιερείς του Χριστού και του Θεού, και θα βασιλεύσουν μαζή με τον Χριστόν επί χίλια έτη. 6 Μακάριος καὶ ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ἔχῃ μέρος εἰς τὴν ἀνάστασιν τὴν πρώτην. Ἐπὶ τῶν προσώπων αὐτῶν δὲν ἔχει ἐξουσίαν ὁ δεύτερος θάνατος, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν πλήρη χωρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἱερεῖς ἀφιερωμένοι εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ θὰ δοξασθοῦν καὶ θὰ βασιλεύσουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν κατὰ τὴν περίοδον, ποὺ συμβολίζεται ἀπὸ τὰ χίλια ἔτη, διότι ὅπως ὁ Χριστὸς θὰ δοξάζεται μὲ βασιλικὰς τιμὰς ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ γῇ, ἔτσι θὰ τιμῶνται καὶ αὐτοί.
7 Καὶ ὅταν τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη, λυθήσεται ὁ Σατανᾶς ἐκ τῆς φυλακῆς αὐτοῦ, 7 Και όταν συμπληρωθή η μακρά περίοδος, που συμβολίζεται με τα χίλια έτη, θα λυθή ο σατανάς από την φυλακήν του· 7 Καὶ ὅταν συμπληρωθῇ ἡ μακρὰ περίοδος, ποὺ συμβολίζεται ἀπὸ τὰ χίλια ἔτη, θὰ λυθῇ ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὴν φυλακήν του,
8 καὶ ἐξελεύσεται πλανῆσαι τὰ ἔθνη τὰ ἐν ταῖς τέσσαρσι γωνίαις τῆς γῆς, τὸν Γὼγ καὶ Μαγώγ, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον, ὧν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. 8 και θα βγη, δια να πλανήση τα άγρια έθνη, τα οποία μακράν από τους πιστούς θα ζουν εις τας τέσσαρας γωνίας της γης, και τα οποία συμβολίζονται από τον Γωγ, τον σκληρόν βασιλέα, και τον Μαγώγ, τον βάρβαρον και άγριον λαόν του. Αυτούς τους αγρίους και αιμοχαρείς, των οποίων ο αριθμός θα είναι σαν την άμμον της θαλάσσης, θα τους συγκεντρώση ο σατανάς, δια να πολεμήσουν εναντίον του Χριστού. 8 καὶ θὰ βγῇ διὰ νὰ πλανήσῃ τὰ ἔθνη, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἐχαλαρώθησαν εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν καὶ εὑρίσκονται εἰς τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς, ἀπομακρυσμένα ἀπὸ τοὺς εἰς τὸ κέντρον αὐτῆς μαζεμένους ζηλωτὰς καὶ ἀφωσιωμένους πιστούς. Αὐτοὶ προεικονίζοντο ἀπὸ τὸν ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Ἰεζεκιὴλ βασιλέα Γὼγ καὶ τὸν λαόν, ποὺ ἐκαλεῖτο Μαγώγ. Αὐτοὺς θὰ βγῇ ὁ σατανᾶς νὰ μαζεύσῃ διὰ νὰ πολεμήσουν κατὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁ ἀριθμός των θὰ εἶναι σὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.
9 καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς, καὶ ἐκύκλευσαν τὴν παρεμβολὴν τῶν ἁγίων καὶ τὴν πόλιν τὴν ἠγαπημένην· καὶ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ κατέφαγεν αὐτούς· 9 Και ανέβησαν, πράγματι, οι λαοί αυτοί και κατέκλυσαν την επιφάνεια της γης και περιεκύκλωσαν την παράταξιν των αγίων και την αγαπημένην πόλιν του Θεού, την νέαν Σιών, την στρατευομένην Εκκλησίαν. Και κατέβηκε φωτιά από τον ουρανόν και τους κατέφαγε. 9 Καὶ ἀνέβησαν τὰ ἔθνη αὐτὰ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς καὶ περιεκύκλωσαν τὸ στράτευμα τῶν Ἁγίων καὶ τὴν ἀγαπημένην πόλιν, τὴν στρατευομένην Ἐκκλησίαν δηλαδή. Καὶ κατέβη φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς κατέφαγε.
10 καὶ ὁ διάβολος ὁ πλανῶν αὐτοὺς ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου, ὅπου καὶ τὸ θηρίον καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, καὶ βασανισθήσονται ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 10 Και ο διάβολος, που τους παραπλανούσε στο ψεύδος και εις την κακίαν, ερρίφθη εις την λίμνην της φωτιάς και του θειαφιού, όπου ήσαν το θηρίον, δηλαδή ο αντίχριστος, και ο ψευδοπροφήτης. Και θα βασανισθούν εκεί ακατάπαυστα ημέραν και νύκτα στους αιώνας των αιώνων. 10 Καὶ ὁ διάβολος, ποὺ τοὺς ἐπλανοῦσεν, ἐρρίφθη εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ θειαφιοῦ, ὅπου ἦσαν καὶ τὸ θηρίον καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, καὶ θὰ βασανισθοῦν ἐκεῖ ἡμέραν καὶ νύκτα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
11 Καὶ εἶδον θρόνον μέγαν λευκὸν καὶ τὸν καθήμενον ἐπ’ αὐτῷ, οὗ ἀπὸ προσώπου ἔφυγεν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός, καὶ τόπος οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς. 11 Και είδα θρόνον μεγάλον, ολόλευκον, και εκείνον, που εκάθητο επάνω εις αυτόν, τον Χριστόν, και από το πρόσωπον του οποίου έφυγε και εχάθηκε η φθαρτή ουσία και το προσωρινόν σχήμα της γης και του ουρανού, και δεν ευρέθη τόπος και τρόπος δια την παλαιάν των υπόστασιν, (διότι ο Χριστός θα αναδημιουργούσε τώρα νέους ουρανούς και νέαν γην). 11 Καὶ ἐπακολουθεῖ τώρα ἡ τελικὴ κρίσις τοῦ κόσμου. Καὶ εἶδα θρόνον μεγάλον λευκόν, συμβολίζοντα μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὸ χρῶμα του τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ἀπαστράπτουσαν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ. Εἶδα καὶ ἐκεῖνον, ποὺ ἐκάθητο ἐπ’ αὐτοῦ, ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ ὁποίου τὸ φθαρτὸν σχῆμα καὶ ἡ μορφὴ τῆς γῆς καὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων ἐχάθη καὶ δὲν εὑρέθη τόπος δι’ αὐτά, διότι νέους οὐρανοὺς καὶ νέαν γῆν περιμένομεν μετὰ τὴν τελικὴν κρίσιν.
12 καὶ εἶδον τοὺς νεκρούς, τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου, καὶ βιβλία ἠνοίχθησαν· καὶ ἄλλο βιβλίον ἠνοίχθη, ὅ ἐστι τῆς ζωῆς· καὶ ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 12 Και είδα τους νεκρούς των αιώνων, τους μεγάλους και τους μικρούς, να στέκωνται εμπρός στον θρόνον του Χριστού. Και είδα ότι ηνοίχθησαν βιβλία, που είχαν γραμμένας τας πράξεις των ανθρώπων. Και άλλο βιβλίο ηνοίχθη, το οποίον είναι το βιβλίον της ζωής, διότι εις αυτό είναι γραμμένοι όσοι θα κληρονομήσουν την αιωνίαν ζωήν. Και από όσα είναι γραμμένα μέσα εις τα βιβλία εκρίθησαν όλοι οι νεκροί, σύμφωνα με τα έργα των. 12 Καὶ εἶδα τοὺς πεθαμένους, τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς, ὅλους ὅσοι ἀφ’ ὅτου ἀνεφάνη ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς ἐπέθαναν, νὰ στέκωνται ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον, καὶ βιβλία, ποὺ κατέγραφαν τὰς πράξεις τῶν κρινομένων, ἠνοίχθησαν. Καὶ ἄλλο βιβλίον ἠνοίχθη, τὸ ὁποῖον εἶναι τῆς ζωῆς, καὶ περιέχει τὰ ὀνόματα τῶν προωρισμένων διὰ τὴν αἰώνιον ζωήν. Καὶ ἐκρίθησαν οἱ πεθαμένοι ἀπὸ ὅσα εἶχαν γραφῆ μέσα εἰς τὰ βιβλία, ἀφ’ ὅτου ὑπῆρχον ἄνθρωποι. Καὶ σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα των.
13 καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 13 Και έδωσεν η θάλασσα τους νεκρούς, που είχαν πνιγή εις αυτήν· και ο θάνατος και ο Αδης έδωσαν, επίσης, όλους τους νεκρούς. Και εκρίθησαν ο καθένας σύμφωνα με τα έργα των. 13 Καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τὰ σώματα τῶν πεθαμένων, ποὺ ἐπνίγησαν εἰς αὐτήν, ἀφ’ ὅτου ὑπῆρχον ἄνθρωποι. Καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς ὅλους, ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἀπέθανον καὶ παρέμειναν εἰς τὸν κοινὸν τόπον τοῦ ᾍδου. Καὶ ἐκρίθησαν ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.
14 καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός· οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερός ἐστιν. 14 Και τότε ο θάνατος και ο Αδης ερρίφθησαν εις την λίμνην του πυρός, (δια να μη εξέλθουν ποτέ πλέον από εκεί. Θα έχουν καταργηθή δια παντός). Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος, ο αιώνιος δηλαδή χωρισμός από τον Θεόν, η φρικτή και ατελείωτος κόλασις. 14 Καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης ἐρρίφθησαν εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς· τὸ ὁποῖον σημαίνει, ὅτι κατηργήθη πλέον διὰ παντὸς ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾍδης· ἡ λίμνη δὲ τῆς φωτιᾶς, ἡ αἰωνία κόλασις εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ χωρισμὸς ὁ αἰώνιος ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ φέρει αἰωνίαν κόλασιν καὶ δυστυχίαν εἰς ἐκείνους, ποὺ καταδικάζονται εἰς αὐτόν.
15 καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός. 15 Και οποίος δεν ευρέθηκε γραμμένος στο βιβλίον της ζωής ερρίφθη εις την λίμνην της φωτιάς. 15 Καὶ ὅποιος δὲν εὑρέθη νὰ εἶναι γραμμένος εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς, ἐρρίφθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς.