Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένον νεφέλην, καὶ ἡ ἶρις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός, 1 Και είδα άλλον άγγελον ισχυρόν να κατεβαίνη από τον ουρανόν. Και όπως ο Υιός του ανθρώπου, είχε και αυτός ολόγυρά του σύννεφον και το ουράνιον τόξον επάνω εις την κεφαλήν του, και το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και ακτινοβολούσεν ως ο ήλιος, και τα πόδια του ήσαν σαν στύλοι πυρός, 1 Καὶ εἶδα ἄλλον ἄγγελον δυνατόν, ποὺ κατέβαινεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Δι’ αὐτὸ ὅπως ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καὶ ὁ ἄγγελος αὐτὸς εἶχε τριγύρω του σύννεφον καὶ τὸ οὐράνιον τόξον ὑπῆρχεν ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν του, καὶ τὸ πρόσωπόν του ἦτο λαμπρὸν σὰν τὸν ἥλιον καὶ τὰ πόδια του σὰν στῦλοι ἀπὸ φωτιά.
2 καὶ ἔχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ βιβλίον ἀνεῳγμένον. καὶ ἔθηκε τὸν πόδα αὐτοῦ τὸν δεξιὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ εὐώνυμον ἐπὶ τῆς γῆς, 2 και εκρατούσεν εις τα χέρια του βιβλίον ανοιγμένον. Και έβαλε το ένα του πόδι, το δεξιόν, επάνω εις την θάλασσαν, το δε αριστερόν επάνω εις την γην. 2 Καὶ εἶχεν εἰς τὸ χέρι του μικρὸν βιβλίον ἀνοιγμένον. Καὶ ἔβαλε τὸ δεξιό του πόδι ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, τὸ ἀριστερόν του δὲ ἐπάνω εἰς τὴν ξηράν.
3 καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ ὥσπερ λέων μυκᾶται. καὶ ὅτε ἔκραξεν, ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ τὰς ἑαυτῶν φωνάς. 3 Και έκραξε με βροντερήν φωνήν, σαν τον λέοντα που βρυχάται. Και όταν έκραξε, ωμίλησαν οι επτά έγγελοι με τας ισχυράς φωνάς των, που ήσαν ωσάν βρονταί. 3 Καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνήν, σὰν λεοντάρι ποὺ μουγκρίζει. Καὶ ὅταν ἐφώναξεν, ἑπτὰ ἄλλοι ἄγγελοι ὡμίλησαν μὲ τὰς φωνάς των, ποὺ ἦσαν δυναταὶ σὰν βρονταί.
4 Καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, ἔμελλον γράφειν· καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· Σφράγισον ἃ ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, καὶ μὴ αὐτὰ γράψῃς. 4 Και όταν ελάλησαν οι επτά αυτοί μεγαλόφωνοι άγγελοι, ετοιμαζόμουν εγώ να γράψω τους λόγους των. Και ήκουσα τότε φωνήν από τον ουρανόν να λέγη· “σφράγισε και κρύψε αυτά, που είπαν οι επτά μεγαλόφωνοι άγγελοι και μη τα γράψης”. 4 Καὶ ὅταν ὡμίλησαν οἱ ἑπτὰ βροντόφωνοι ἄγγελοι, ἐγὼ ἐκατάλαβα τί εἶπαν καὶ ἐτοιμαζόμην να γράψω τοὺς λόγους των. Καὶ τότε ἤκουσα φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἡ ὁποία ἔλεγε· Σφράγισε καὶ ἀπόκρυψε αὐτά, ποὺ εἶπον οἱ ἑπτὰ βροντόφωνοι ἄγγελοι καὶ μὴ τὰ γράψῃς.
5 Καὶ ὁ ἄγγελος, ὃν εἶδον ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν δεξιὰν εἰς τὸν οὐρανὸν 5 Και ο άγγελος ο ισχυρός και μέγας, τον οποίον είδα να στέκεται επάνω εις την θάλασσαν και επάνω εις την γην, ύψωσε προς τον ουρανόν το δέξι του χέρι 5 Καὶ ὁ δυνατὸς ἄγγελος, τὸν ὁποῖον εἶδα νὰ στέκεται ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἰς τὴν ξηράν, ἐσήκωσεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ δεξιόν του χέρι,
6 καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, ὅτι χρόνος οὐκέτι ἔσται, 6 και με τον επίσημον αυτόν τρόπον ωρκίσθη εις Εκείνον, τον αιώνιον και αναλλοίωτον, που ζη στους αιώνας των αιώνων, στον Θεόν, ο οποίος έκτισε τον ουρανόν και όσα υπάρχουν εις αυτόν και την γην και όσα υπάρχουν εις αυτήν και την θάλασσαν και όσα υπάρχουν εις αυτήν. Ωρκίσθη και επισήμως διεβεβαίωσεν, ότι δεν υπολείπεται πλέον καιρός (δια την πραγματοποίησιν της τελικής βουλής του Θεού περί του κόσμου). 6 καὶ ὡρκίσθη εἰς τὸν Θεόν, ποὺ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτόν, καὶ τὴν γῆν καὶ ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν, καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν. Καὶ ἔτσι ἐβεβαίωσεν ἐνόρκως, ὅτι δὲν ὑπολείπεται πλέον καιρός,
7 ἀλλ’ ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς φωνῆς τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν μέλλῃ σαλπίζειν, καὶ ἐτελέσθη τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐηγγέλισε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς προφήτας. 7 Αλλά κατά τας ημέρας, που θα ακουσθή η φωνή του εβδόμου αγγέλου, όταν αυτός θα σαλπίση, θα εκτελεσθή η μυστηριώδης τελική βουλή του Θεού περί του κόσμου, όπως ο ίδιος ο Θεός, σαν εξαιρετικώς χαρμόσυνον αγγελίαν, την προείπεν στους δούλους του, τους προφήτας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. 7 ἀλλὰ πολὺ σύντομα κατὰ τὰς ἡμέρας, ποὺ θὰ ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν θὰ σαλπίσῃ τὸ ἕβδομον σάλπισμα, θὰ ἀρχίσῃ νὰ πραγματοποιῆται τὸ μυστηριῶδες τελικὸν σχέδιον τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ Θεὸς τὸ προεῖπε καὶ μὲ αὐτὸ ἐχαροποίησε τοὺς δούλους του τοὺς προφήτας τόσον τῆς Παλαιᾶς, ὅσον καὶ τῆς Νέας Διαθήκης.
8 Καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ’ ἐμοῦ καὶ λέγουσα· Ὕπαγε λάβε τὸ βιβλιδάριον τὸ ἀνεῳγμένον ἐν τῇ χειρὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ ἑστῶτος ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. 8 Και η φωνή, την οποίαν προηγουμένως ήκουσα από τον ουρανόν, ελάλησε πάλιν προς εμέ και είπε· “πήγαινε, πάρε το βιβλιαράκι το ανοιγμένον, που είναι στο χέρι του αγγέλου, ο οποίος στέκεται επάνω εις την θάλασσαν και επάνω εις την γην”. 8 Καὶ ἡ φωνή, τὴν ὁποίαν ἤκουσα προτήτερα ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μοῦ ὡμίλησε πάλιν καὶ μοῦ εἶπε· Πήγαινε καὶ πάρε τὸ βιβλιαράκι τὸ ἀνοικτόν, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος στέκεται ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς.
9 καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον, λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ βιβλιδάριον. καὶ λέγει μοι· Λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ’ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι. 9 Και επήγα προς τον άγγελον και του είπα· να μου δώση το βιβλιαράκι. Και εκείνος μου είπε· “πάρε το και φάγε το ολόκληρο (Κατενόησε καλά, αφομοίωσε και βάλε μέσα στον νουν και την καρδιά σου την προφητείαν, που περιέχει το βιβλιαράκι). Και θα σου πικράνη την κοιλίαν, αλλά στο στόμα σου θα είναι γλυκό σαν το μέλι”. (Θα είναι γλυκό και ευχάριστον το άγγελμα της προσεχούς ολοκληρώσεως του θείου σχεδίου και της βεβαίας απολυτρώσεως, θα γεννά όμως και το αίσθημα της πικρίας και της θλίψεως εξ αιτίας των δοκιμασιών, που θα το συνοδεύουν). 9 Καὶ ἐπῆγα πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ τοῦ εἶπα νὰ μοῦ δώσῃ τὸ βιβλιαράκι. Καὶ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· Πάρε το καὶ κατάφαγέ το. Τὴν προφητείαν δηλαδή, ποὺ περιέχει τὸ βιβλιαράκι αὐτό, κατανόησέ την, μάθε την καλὰ καὶ χώνεψέ την. Καὶ θὰ πικράνῃ τὴν κοιλίαν σου, ἀλλ’ εἰς τὸ στόμα σου θὰ εἶναι γλυκειὰ σὰν τὸ μέλι. Θὰ σὲ χαροποιήσῃ δηλαδὴ πολὺ τὸ εὐφρόσυνον γεγονός, ποὺ προαναγγέλλεται ἀπὸ τὴν προφητείαν αὐτήν, ἀλλὰ γεμᾶτος πικρίαν θὰ εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ θὰ ὁδηγήσῃ εἰς τὴν τελικὴν πραγματοποίησιν καὶ στερέωσίν του.
10 καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό, καὶ ἦν ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ κοιλία μου. 10 Και επήρα το βιβλίον από το χέρι του αγγέλου και το κατέφαγα. Και ήτο πράγματι στο στόμα γλυκό σαν μέλι. Οταν όμως το έφαγα, εγέμισε πικρίαν η κοιλία μου. 10 Καὶ ἐπῆρα τὸ βιβλίον ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου καὶ τὸ κατέφαγα. Καὶ ἦτο εἰς τὸ στόμα μου σὰν μέλι γλυκό, καὶ ὅταν τὸ ἔφαγα, ἐγέμισε πικρίαν ἡ κοιλία μου.
11 καὶ λέγουσί μοι· Δεῖ σε πάλιν προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς καὶ ἔθνεσι καὶ γλώσσαις καὶ βασιλεῦσι πολλοῖς. 11 Και μου είπαν τότε ο ισχυρός άγγελος και οι άλλοι επτά· “τώρα που κατενόησες πλέον την προφητείαν, πρέπει να την αναγγείλης πάλιν στους λαούς και εις τα έθνη και εις τας γλώσσας της οικουμένης και εις πολλούς βασιλείς”. 11 Καὶ μοῦ εἶπαν τότε· Τώρα ποὺ ἔνοιωσες καὶ ἐχώνεψες τὴν προφητείαν αὐτήν, πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ νὰ προφητεύσῃς πάλιν εἰς λαοὺς καὶ εἰς ἔθνη καὶ εἰς ξενογλώσσους καὶ εἰς βασιλεῖς πολλούς.