Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Μετὰ τοῦτο εἶδον τέσσαρας ἀγγέλους ἑστῶτας ἐπὶ τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς, κρατοῦντας τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τῆς γῆς, ἵνα μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον. 1 Υστερα από το άνοιγμα της έκτης σφραγίδος και πριν ανοιχθή η εβδόμη σφραγίς, είδα τέσσαρας αγαθούς αγγέλους να στέκωνται εις τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και να κρατούν τους τέσσαρας ανέμους της γης, δια να μη φυσά άνεμος επάνω εις την γην, ούτε επάνω εις την θάλασσαν, ούτε εις κανένα δένδρον (δια να προληφθούν έτσι καταστροφαί και επικρατήση ηρεμία). 1 Ύστερα ἀπὸ αὐτὸ εἶδα τέσσαρας ἀγγέλους νὰ στέκωνται εἰς τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς καὶ εἰς τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, καὶ νὰ κρατοῦν τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τῆς γῆς, διὰ νὰ μὴ φυσᾷ ἄνεμος εἰς τὴν γῆν, οὔτε εἰς τὴν θάλασσαν, οὔτε εἰς κάθε δένδρον, ἀλλὰ νὰ ἐπικρατῆ παντοῦ ἡσυχία καὶ γαλήνη.
2 καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου, ἔχοντα σφραγῖδα Θεοῦ ζῶντος, καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ τοῖς τέσσαρσιν ἀγγέλοις, οἷς ἐδόθη αὐτοῖς ἀδικῆσαι τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, 2 Και είδα άλλον άγγελον να ανεβαίνη από την ανατολήν του ηλίου (από την περιοχήν δηλαδή του παραδείσου, του φωτός και της ζωής). Αυτός είχε την σφραγίδα του Θεού, ο οποίος είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, και εφώναξε στους τέσσαρας αγγέλους, στους οποίους είχε δοθή άδεια και εξουσία να εξαπολύσουν τους ανέμους και να προξενήσουν καταστροφάς εις την γην και την θάλασσαν, 2 Καὶ εἶδα ἄλλον ἄγγελον νὰ ἀναβαίνῃ ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ Παραδείσου καὶ τοῦ φωτός. Καὶ ὁ ἄγγελος αὐτὸς εἶχε σφραγῖδα τοῦ ζῶντος καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν εἰς τοὺς τέσσαρας ἀγγέλους, ποὺ συνεκράτουν μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης τοὺς τέσσαρας ἀνέμους, ἀλλὰ τοὺς εἶχε δοθῆ ἐξουσία καὶ ἄδεια νὰ τοὺς ἑξαπολύσουν, διὰ νὰ φέρουν καταστροφὰς εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν.
3 λέγων· Μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ δένδρα ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 3 και τους είπε· “περιμένετε, μη εξαπολύσετε ακόμη καταστροφήν εις την γην, ούτε εις την θάλασσαν, ούτε εις τα δένδρα, μέχρις ότου σφραγίσωμεν με την σφραγίδα του ζώντος Θεού και σημαδέψωμεν επάνω εις τα μέτωπά των τους πιστούς δούλους του Θεού μας, ώστε να μη επέλθουν εναντίον αυτών αι καταστροφαί”. 3 Καὶ τοὺς εἶπε· Μὴ προκαλέσετε ζημίας καὶ καταστροφὰς εἰς τὴν γῆν οὔτε εἰς τὴν θάλασσαν οὔτε εἰς τὰ δένδρα, μέχρις ὅτου σφραγίσωμεν καὶ σημαδεύσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ μας εἰς τὰ μέτωπά των, ὥστε νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὰς συμφορᾶς, ποὺ πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ ἑξαπολυθοῦν.
4 Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων· ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ· 4 Και ήκουσα τον αριθμόν των εσφαγισμένων· ήσαν εκατόν σαράντα τέσσαρες χιλιάδες σφραγισμένοι από όλας τας φυλάς των απογόνων του Ισραήλ. 4 Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν σφραγισμένων. Ἦσαν ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες σφραγισμένοι ἀπὸ κάθε φυλὴν τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ.
5 ἐκ φυλῆς Ἰούδα δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι, ἐκ φυλῆς Ρουβὴν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Γὰδ δώδεκα χιλιάδες, 5 Από την φυλήν του Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από την φυλήν Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Γαδ δώδεκα χιλιάδες, 5 Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν φυλὴν Ἰούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, ἀπὸ τὴν φυλὴν Ρουβὴν δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν Γὰδ δώδεκα χιλιάδες,
6 ἐκ φυλῆς Ἀσὴρ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Νεφθαλεὶμ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες, 6 από την φυλήν Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Μανασσή δώδεκα χιλιάδες, 6 ἀπὸ τὴν φυλὴν Ἀσὴρ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν Νεφθαλεὶμ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες,
7 ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Λευῒ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰσσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, 7 από την φυλήν Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Λευί δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, 7 ἀπὸ τὴν φυλὴν Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν Λευϊ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν Ἰσσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,
8 ἐκ φυλῆς Ζαβουλὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰωσὴφ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι. 8 από την φυλήν Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, και από την φυλήν Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι. (Οι σφραγισμένοι αυτοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ συμβολίζουν τους Εβραίους, που δια μέσου των αιώνων θα πιστεύσουν στον Χριστόν και των οποίων ο αριθμός θα είναι μεγάλος). 8 ἀπὸ τὴν φυλὴν Ζαβουλὼν δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν Ἰωσὴφ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι. Αὐτοὶ ὅλοι ἐσημαδεύθησαν καὶ ἐξεχωρίσθησαν διὰ μέλλουσαν ἀποστολήν, προωρισμένοι νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ὡς πιστοὶ νὰ λάβουν μέρος εἰς τοὺς μέλλοντας ἀγῶνας.
9 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν· 9 Επειτα από αυτά είδα, και ιδού πολύς λαός, τον οποίον κανείς δεν ημπορούσε να αριθμήση. Και ο απροσμέτρητος αυτός λαός προήρχετο από κάθε έθνος και από όλας τας φυλάς και τους λαούς και τας γλώσσας της οικουμένης. Και όλοι αυτοί (που αποτελούν την ένδοξον και θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν των ουρανών) εστέκοντο σαν οικείοι και φίλοι του Θεού εμπρός στον θρόνον του Θεού και εμπρός στο Αρνίον και εφορούσαν λευκάς στολάς (σύμβολον της νίκης κατά της αμαρτίας και της νέας, καθαράς και φωτεινής ζωής) και εκρατούσαν εις τα χέρια των φοίνικας (σύμβολα του θριάμβου των και της αιωνίας πλησίον του Θεού ζωής). 9 Ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ εἶδα καὶ ἰδοὺ πλῆθος λαοῦ πολύ, τὸ ὁποῖον κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ ἀριθμήσῃ. Καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς ὁ ἀναρίθμητος ἦτο ἀπὸ κάθε ἔθνος καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς φυλὰς καὶ τοὺς λαοὺς καὶ τὰς γλώσσας καὶ ἐστέκοντο ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἀρνίον, καὶ ἐφοροῦσαν λευκὰ ἐνδύματα καὶ ἐκρατοῦσαν εἰς τὰς χεῖρας των φοίνικας, σύμβολα τῆς νίκης των κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς νέας ἁγίας ζωῆς, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσῆλθον.
10 καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· Ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ. 10 Και κράζουν με μεγάλην την φωνήν, λέγοντες· “η σωτηρία μας οφείλεται στον Θεόν μας, που κάθεται επάνω στον θρόνον και στο Αρνίον, που εθυσιάσθη δια την λύτρωσίν μας”. 10 Καὶ ἔλεγαν: Ἡ σωτηρία ἡμῶν, ποὺ ἀποτελοῦμεν τὴν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν, ὀφείλεται ὄχι εἰς ἡμᾶς, ἀλλὰ εἰς τὸν Θεόν μας, ποὺ κάθηται ἐπάνω εἰς τὸν θρόνον, καὶ εἰς τὴν ἀπολυτρωτικὴν θυσίαν τοῦ Ἀρνίου.
11 καὶ πάντες οἱ ἄγγελοι εἱστήκεισαν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων, καὶ ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ θρόνου ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ 11 Και όλοι οι άγγελοι εστέκοντο ολόγυρα από τον θρόνον του Θεού και γύρω από τους πρεσβυτέρους και από τα τέσσαρα ζώα. Και έπεσαν κατά πρόσωπον πρηνείς εμπρός στον θρόνον και επροσκύνησαν τον Θεόν 11 Καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐστέκοντο τριγύρω ἀπὸ τὸν θρόνον καὶ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, ποὺ ἀντεπροσώπευαν ὅλους τοὺς Ἁγίους, καὶ γύρω ἀπὸ τὰ τέσσαρα ζῷα. Καὶ ἔπεσαν ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον μὲ τὰ πρόσωπά των κάτω καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Θεὸν
12 λέγοντες· Ἀμήν· ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. 12 λέγοντες· “πράγματι η σωτηρία όλων προέρχεται από αυτόν· πλήρης και απόλυτος η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και η ισχύς ανήκει στον Θεόν μας στους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν”. 12 λέγοντες· Ἀληθῶς, ὅλος ὁ ὕμνος καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν μας εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
13 Καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγων μοι· Οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τὰς στολὰς τὰς λευκὰς τίνες εἰσὶ καὶ πόθεν ἦλθον; 13 Και ένας από τους πρεσβυτέρους (εκφράζων ιδικήν μου απορίαν) απεκρίθη και μου είπε· “αυτοί, που φορούν τας λευκάς στολάς, ποίοι είναι και από που ήλθαν;” 13 Καὶ ἀπεκρίθη εἰς τὴν ἀπορίαν, ποὺ μοῦ ἐγεννήθη, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ μοῦ εἶπεν· Αὐτοί, ποὺ φοροῦν τὰ λευκὰ ἐνδύματα, ποῖοι εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ ἦλθαν;
14 καὶ εἴρηκα αὐτῷ· Κύριέ μου, σὺ οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· Οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. 14 Και είπα εις αυτόν· “κύριέ μου, συ το γνωρίζεις αυτό”. Και εκείνος μου είπε· “αυτοί είναι οι πιστοί και ατρόμητοι μάρτυρες, που έρχονται από την θλίψην την μεγάλην του διωγμού και όλων των διωγμών, που θα γίνουν δια μέσου των αιώνων. Και έπλυναν τας στολάς των και τας ελεύκαναν με το αίμα του Αρνίου (Η νίκη των κατά της αμαρτίας, η καθαριότης και αγιότης της ζωής των και ο θησαυρός των αρετών των οφείλεται εις την λυτρωτικήν θυσίαν του Χριστού). 14 Καὶ εἶπα πρὸς αὐτόν· Κύριέ μου, σὺ γνωρίζεις, ποῖοι εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ ἦλθαν. Καὶ μοῦ εἶπεν· Αὐτοὶ εἶναι οἱ πιστοὶ καὶ μάρτυρες, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν θλῖψιν τὴν μεγάλην, ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ ὅλους τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰς θλίψεις, ποὺ θὰ συμβοῦν εἰς πάσας τὰς μέχρι τῆς συντελείας γενεάς. Καὶ ἔπλυναν αὐτοὶ τὰ ἐνδύματά των καὶ τὰ ἐλεύκαναν μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀρνίου. Ἡ ἁγιότης των καὶ ἡ καθαρότης των προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπολυτρωτικὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ.
15 διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ’ αὐτούς. 15 Δια τούτο ευρίσκονται τώρα ως υιοί του Θεού εμπρός στον θρόνον του Θεού και λατρεύουν αυτόν ημέραν και νύκτα στον επουράνιον ναόν. Και αυτός που κάθεται επάνω στον ένδοξον θρόνον, θα κατοικήση ανάμεσα των (διότι ευαρεστείται και επαναπαύεται εις αυτούς). 15 Διότι δὲ ἐκαθαρίσθησαν καὶ ἡγιάσθησαν διὰ τῆς θυσίας τοῦ Ἀρνίου, δι’ αὐτὸ καὶ εἶναι τώρα ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουν αὐτὸν ἀκατάπαυστα νύκτα καὶ ἡμέραν εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς ναόν του. Καὶ αὐτός, ποὺ κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου, θὰ κατασκηνώσῃ εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ τοὺς κάμῃ κατοικίαν του.
16 οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδ’ οὐ μὴ πέσῃ ἐπ’ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα, 16 Και δεν θα πεινάσουν πλέον και δεν θα διψάσουν πλέον και δεν θα πέση επάνω τους καυστικός ο ήλιος, ούτε κανένα άλλο καύμα (Δεν θα δοκιμάσουν ποτέ πλέον καμμίαν θλίψιν, δεν θα στερηθούν από τίποτε, αλλά θα χορτάσουν από την χαράν και την δόξαν και την μακαριότητα του Θεού). 16 Δὲν θὰ πεινάσουν πλέον, οὔτε θὰ διψάσουν πλέον, οὔτε θὰ πέσῃ ἐπάνω τοὺς καυστικὸς ὁ ἥλιος, οὔτε οἰαδήποτε ζέστη. Δὲν θὰ δοκιμάσουν δηλαδὴ εἰς τὸ ἑξῆς καμμίαν στέρησιν ἢ στενοχωρίαν ἢ θλῖψιν.
17 ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμαίνει αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 17 Διότι το Αρνίον, ο Θεάνθρωπος λυτρωτής και ποιμήν που είναι στο μέσον του θρόνου του Θεού, θα τους ποιμαίνη με στοργήν και αγάπην και θα τους οδηγήση εις τας ανεξαντλήτους πηγάς των υδάτων, που έχουν ζωήν και δίδουν ζωήν. Και θα εξαλείψη ο Θεός από τα μάτια των κάθε δάκρυ και κάθε θλίψι (Διότι θα τους έχη δώσει την αιωνίαν μακαριότητα και χαράν της βασιλείας των ουρανών). 17 Διότι τὸ Ἀρνίον, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μέσον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, θὰ τοὺς ποιμάνῃ ὡς ἄλλα πρόβατα λογικὰ καὶ θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς πηγὰς νερῶν, ποὺ εἶναι γεμᾶτα ζωήν. Καὶ θὰ ἑξαλείψῃ ἀπὸ τὰ μάτια τους κάθε δάκρυον. Ἔτσι ἡ ζωή τους θὰ εἶναι ἄλυπος καὶ πλήρης πνευματικῶν ἀναπαύσεων καὶ ἀπολαύσεων.