Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εἶδον ἐπὶ τὴν δεξιὰν τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά. 1 Και είδα εις την δεξιάν απλωμένην χείρα του Θεού, ο οποίος εκάθητο επάνω στον θρόνον, βιβλίον γραμμένον και εις τας δύο σελίδας του κάθε φύλλου του, κατεσφραγισμένον με επτά σφραγίδας. 1 Καὶ εἶδον εἰς τὴν δεξιὰν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὸν θρόνον, βιβλίον γραμμένον καὶ εἰς τὰς δύο σελίδας τῶν φύλλων του, σφραγισμένον μὲ ἑπτὰ σφραγῖδας.
2 καὶ εἶδον ἄγγελον ἰσχυρὸν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλῃ· Τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ λῦσαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ; 2 Και είδα ένα δυνατόν άγγελον να διαλαλή με μεγάλην φωνήν· “ποιός είναι ικανός να αποσφραγίση το βιβλίον τούτο και να εννοήση το περιεχόμενον αυτού και να εκτελέση τα μυστηριώδη σχέδια του Θεού, που είναι γραμμένα εις αυτό;” 2 Καὶ εἶδον ἄγγελον δυνατόν, ποὺ διεκήρυττε μὲ μεγάλην φωνήν· Ποῖος εἶναι ἄξιος νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον καὶ νὰ λύσῃ τὰς σφραγῖδας του; Ποῖος θὰ ἠμπορέσῃ νὰ κατανοήσῃ τὸ περιεχόμενον τοῦ βιβλίου, ποὺ περιέχει τὰ περὶ τοῦ κόσμου σωτηριώδη σχέδια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ γίνῃ ἐκτελεστὴς τῶν σχεδίων τούτων;
3 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπὶ τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. 3 Και κανείς, ούτε από τους αγγέλους και τους αγίους του ουρανού, ούτε από τους ανθρώπους της γης, ούτε από τους νεκρούς και τας υποχθονίους δυνάμεις, ημπόρεσε να κατανοήση το βιβλίον, ούτε καν και να ατενίζη αυτό. 3 Καὶ δὲν ἠμποροῦσε κανεὶς οὔτε ἀπὸ τοὺς ἐν οὐρανῷ Ἀγγέλους καὶ ἁγίους, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ γῆ ἀνθρώπους, οὔτε ἀπὸ τὰς ὑποκάτω τῆς γῆς ὑποχθονίους δυνάμεις νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον, ἀλλ’ οὐδὲ κἂν νὰ ἀτενίσῃ αὐτό.
4 καὶ ἐγὼ ἔκλαιον πολὺ, ὅτι οὐδεὶς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. 4 Και εγώ έκλαια, έκλαια πολύ, διότι δεν ευρέθη κανείς ικανός να κατανοήση το περιεχόμενον του βιβλίου, ούτε καν και να ατενίση αυτό. 4 Καὶ ἐγὼ ἔκλαιον πολύ, ἐπειδὴ δὲν εὑρέθη κανεὶς ἄξιος οὔτε νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον οὔτε νὰ ἀτενίσῃ αὐτό.
5 καὶ εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· Μὴ κλαῖε· ἰδοὺ ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ ῥίζα Δαυίδ, ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ τὰς ἑπτὰ σφραγῖδας αὐτοῦ. 5 Και ένας από τους πρεσβυτέρους μου λέγει· “μη κλαίης· ιδού ενίκησε ισχυρός σαν λέων αυτός που κατάγεται από την φυλήν Ιούδα, ο απόγονος του Δαυίδ κατά το ανθρώπινον, ο Ιησούς Χριστός, ώστε να ανοίξη το βιβλίον και να λύση τας επτά σφραγίδας του”. 5 Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν, μοῦ εἶπε· Μὴ κλαίῃς· ἰδοὺ ἐνίκησε διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου καὶ ἔλαβε δύναμιν ὁ λέων, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, ὁ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διὰ νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον καὶ τὰς ἑπτὰ σφραγῖδας του.
6 Καὶ εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον, ἔχον κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς ἑπτά, ἃ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ ἀποστελλόμενα εἰς πᾶσαν τὴν γῆν. 6 Και είδα στο μέσον του θρόνου του Θεού και των τεσσάρων ζώων και στο μέσον των πρεσβυτέρων, που εκπροσωπούν την Εκκλησίαν, να στέκεται γεμάτο ζωήν ένα Αρνίον, που εφαίνετο σαν σφαγμένο, διότι είχε σημάδια της σφαγής του. Και αυτό είχε επτά κέρατα (σύμβολα της βασιλικής εξουσίας και δυνάμεώς του) και επτά μάτια, που συμβολίζουν τα αναρίθμητα χαρίσματα του Πνεύματος του Θεού, που αποστέλλονται στους πιστούς όλης της γης. (Το αρνίον ήτο ο Ιησούς Χριστός, που εσφάγη επί του σταυρού και ετάφη και ανεστήθη και εδοξάσθη στον θρόνον του Πατρός και έλαβε και ως άνθρωπος βασιλικήν εξουσίαν και στέλλει το Πνεύμα το Αγιον με τα ανεκτίμητά του χαρίσματα προς τους ανθρώπους). 6 Καὶ εἶδον εἰς τὸ μέσον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ εἰς τὸ μέσον τῶν πρεσβυτέρων νὰ στέκεται ἕνα ἀρνίον ζωντανόν, ποὺ ἔφερε τὰ σημάδια τῆς ἱλαστηρίου σφαγῆς του, μετὰ τὴν ὁποίαν ἐζωντάνευσε πάλιν. Τὸ ἀρνίον αὐτὸ εἶχε κέρατα ἑπτὰ καὶ μάτια ἑπτά, τὰ ὁποῖα εἶναι τὸ σύνολον τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποστέλλονται εἰς ὅλην τὴν γῆν. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐθυσιάσθη δι’ ἡμᾶς, εἶναι δύναμις καὶ σοφία Θεοῦ, καὶ στέλλει αὐτὸς εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους τὸν Παράκλητον καὶ τὰς δωρεάς του.
7 καὶ ἦλθε καὶ εἴληφεν ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου. 7 Και ήλθε και επήρε το κατεσφραγισμένο βιβλίον από το δέξι χέρι εκείνου, που εκάθητο στον ένδοξον θρόνον. 7 Καὶ ἦλθε τὸ Ἀρνίον καὶ ἔλαβε θριαμβευτικῶς τὸ βιβλίον ἀπὸ τὴν δεξιὰν χεῖρα Ἐκείνου, ποὺ ἐκάθητο εἰς τὸν θρόνον.
8 καὶ ὅτε ἔλαβε τὸ βιβλίον, τὰ τέσσαρα ζῷα καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, ἔχοντες ἕκαστος κιθάραν καὶ φιάλας χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων· 8 Και όταν επήρε το βιβλίον, τα τέσσαρα ζώα και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι (κατανοήσαντες πλέον ότι αυτό ήτο άξιον να ανοίξη το βιβλίον) έπεσαν εις προσκύνησιν εμπρός στο Αρνίον. Και είχε ο κάθε πρεσβύτερος κιθάραν, δια να ψάλλη ύμνους δοξολογίας, και φιάλες χρυσές, γεμάτες από ευώδη θυμιάματα, τα οποία είναι αι προσευχαί των Χριστιανών. 8 Καὶ ὅταν ἔλαβε τὸ βιβλίον καὶ κατέδειξε μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, ὅτι θὰ ἀπεσφράγιζε καὶ θὰ ἤνοιγεν αὐτό, τότε τὰ τέσσαρα ζῶα καὶ οἱ εἰκοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἀρνίον. Ὁ καθένας δὲ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους εἶχε κιθάραν καὶ φιάλες χρυσὲς γεμᾶτες ἀπὸ θυμιάματα, τὰ ὁποῖα εἶναι αἱ προσευχαὶ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν.
9 καὶ ἄδουσιν ᾠδὴν καινὴν λέγοντες· Ἄξιος εἶ λαβεῖν τὸ βιβλίον καὶ ἀνοῖξαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους, 9 Και ψάλλουν οι πρεσβύτεροι νέαν δοξολογίαν, λέγοντες προς το Αρνίον· “άξιος είσαι συ να πάρης το βιβλίον, να ανοίξης τας σφραγίδας του, να το εννοήσης και να το ερμηνεύσης, διότι εσφάγης επάνω στον σταυρόν και με το τίμιον αίμα σου μας εξηγόρασες από την δουλείαν της αμαρτίας και του πονηρού, δια να μας παραδώσης στον Θεόν, ως λυτρωμένα τέκνα του, όλους όσοι, επίστευσαν εις σε, από κάθε φυλήν και γλώσσαν και λαόν και έθνος. 9 Καὶ ψάλλουν οἱ πρεσβύτεροι ὕμνον νέον λέγοντες: Εἶσαι ἄξιος νὰ παραλάβῃς τὸ βιβλίον καὶ νὰ ἀνοίξῃς τὰς σφραγῖδας του, διότι ἐσφάγῃς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ μὲ τὸ αἷμα σου μᾶς ἐξηγόρασες, διὰ νὰ μᾶς κάμῃς κτῆμα τοῦ Θεοῦ ὅσους ἐπίστευσαν ἀπὸ κάθε φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαὸν καὶ ἔθνος.
10 καὶ ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, καὶ βασιλεύσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς. 10 Και κατέστησες αυτούς βασιλείς και ιερείς προς δόξαν του Θεού και θα βασιλεύσουν μαζή του εις την αγωνιζομένην επί της γης και εις την θριαμβεύουσαν εν ουρανοίς Εκκλησίαν του”. 10 Καὶ τοὺς ἔκαμες βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ μας καὶ θὰ γίνουν συμμέτοχοι τῆς βασιλείας του ἐπὶ τῆς γῆς κληρονομοῦντες τὰ αἰώνια ἀγαθά.
11 καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἀγγέλων πολλῶν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων, 11 Και είδα και ήκουσα ισχυροτάτην φωνήν πολλών αγγέλων ολόγυρα από τον θρόνον του Θεού και την φωνήν των τεσσάρων ζώων και των εικόσι τεσσάρων πρεσβυτέρων· και ήτο αναρίθμητον το πλήθος αυτό, μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων. 11 Καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀγγέλων πολλῶν γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν φωνὴν τῶν ζῶων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ ἦτο ἀνυπολόγιστος ὁ ἀριθμός των, μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων.
12 λέγοντες φωνῇ μεγάλῃ· Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν. 12 Και έλεγαν με φωνήν μεγάλην· “έξιον είναι το Αρνίον, που έχει σφαγή, να λάβη την δύναμιν και τον πλούτον και την σοφίαν και την ισχύν και την τιμήν και την δόξαν και την ευλογίαν”. 12 Καὶ ἔλεγαν μὲ φωνὴν μεγάλην· Εἶναι ἄξιον τὸ Ἀρνίον, ποὺ ἔχει σφαγή, νὰ λάβῃ ὅλην τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν.
13 καὶ πᾶν κτίσμα ὃ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐστί, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα, ἤκουσα λέγοντας· Τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ ἡ εὐλογία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 13 Και κάθε κτίσμα, που είναι επάνω στον ουρανόν και κάτω εις την γην και υποκάτω από την γην και επάνω εις την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις τας περιοχάς αυτάς, ήκουσα να λέγουν όλοι μαζή, άγγελοι και άνθρωποι, ηνωμένος ο ουράνιος και επίγειος κόσμος· “στον Θεόν, που κάθεται επί του θρόνου, και στο Αρνίον, τον ενανθρωπήσαντα Λογον του Θεού, ανήκει το κάθε εγκώμιον και η τιμή και η δόξα και η εξουσία στους αιώνας των αιώνων”. 13 Καὶ κάθε κτίσμα, ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κάτω ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ἐπ’ αὐτῶν, ἤκουσα νὰ λέγουν ὅλοι μαζὶ ὡς μία Ἐκκλησία, ὁ οὐράνιος καὶ ὁ ἐπίγειος κόσμος τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων· Εἰς τὸν Θεόν, ποὺ κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ εἰς τὸ Ἀρνίον, τὸν Θεάνθρωπον Λυτρωτήν, ἀνήκει ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
14 καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα ἔλεγον· Ἀμήν· καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν καὶ προσεκύνησαν. 14 Και τα τέσσαρα ζώα έλεγαν· “αμήν”. Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και επροσκύνησαν. 14 Καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα ἔλεγον· Ἀμήν. Καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν καὶ ἐπροσκύνησαν.