Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Τοῦτον τὸν τρόπον ἀντιρρητορεύσαντα ταῖς τοῦ τυράννου παρηγορίαις, παραστάντες οἱ δορυφόροι πικρῶς ἔσυραν ἐπὶ τὰ βασανιστήρια τὸν ᾿Ελεάζαρον. | 1 Ετσι απήντησεν εις τας δολίας προτροπάς του τυράννου ο Ελεάζαρος. Και αφού τον επλησίασαν οι στρατιώται, τον έσυραν βαναύσως εις τα βασανιστήρια. | 1 |
2 καὶ πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιὸν ἐγκοσμούμενον τῇ περὶ τὴν εὐσέβειαν εὐσχημοσύνῃ· | 2 Και πρώτον μεν αφήρεσαν τα ενδύματα του γέροντος αυτού, ο οποίος εκοσμείτο με το ευπρεπές ένδυμα της ευσεβείας. | 2 |
3 ἔπειτα περιαγκωνίσαντες ἑκατέρωθεν μάστιξι κατῄκιζον· | 3 Επειτα, αφού του έδεσαν τους αγκώνας εκατέρωθεν, τον εχτυπούσαν δυνατά με μάστιγας. | 3 |
4 πείσθητι ταῖς τοῦ βασιλέως ἐντολαῖς, ἑτέρωθεν κήρυκος ἐπιβοῶντος. | 4 Από το άλλο μέρος ο κήρυξ εφώναζεν· “υπάκουσε εις τας εντολάς του βασιλέως”. | 4 |
5 ὁ δὲ μεγαλόφρων καὶ εὐγενὴς ὡς ἀληθῶς ᾿Ελεάζαρος, ὥσπερ ἐν ὀνείρῳ βασανιζόμενος κατ' οὐδένα τρόπον μετετρέπετο, | 5 Ο μεγαλόψυχος όμως και αληθινά γενναίος Ελεάζαρος, σαν να εβασανίζετο μέσα σε όνειρον, κατ' ουδένα τρόπον εκάμπετο. | 5 |
6 ἀλλὰ ὑψηλοὺς ἀνατείνας εἰς τὸν οὐρανὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπεξαίνετο ταῖς μάστιξι τὰς σάρκας ὁ γέρων καὶ κατερρεῖτο τῷ αἵματι | 6 Αλλά ύψωσεν ο γέρων θαρραλέους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, καθ' ον χρόνον κατεξεσχίζοντο αι σάρκες με τας μάστιγας, κατερραντίζετο με το αίμα, | 6 |
7 καὶ τὰ πλευρὰ κατετιτρώσκετο, καὶ πίπτων εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ τοῦ μηκέτι φέρειν τὸ σῶμα τὰς ἀλγηδόνας, ὀρθὸν εἶχε καὶ ἀκλινῆ τὸν λογισμόν. | 7 εγέμιζε πληγάς εις τα πλευρά και, ενώ κατέπιπτεν στο έδαφος εκ του γεγονότος, ότι δεν αντείχε πλέον το σώμα στους πόνους, διετήρει το φρόνημα ορθόν και αλύγιστον. | 7 |
8 Λὰξ γέ τοι τῶν πικρῶν τις δορυφόρων εἰς τοὺς κενεῶνας ἐναλλόμενος ἔτυπτεν, ὅπως ἐξανίσταιτο πίπτων. | 8 Με ορμήν τότε αποπηδών κάποιος από τους σκληρούς στρατιώτας τον εκτύπα με λακτίσματα εις τας λαγόνας, δια να σηκώνεται μετά την πτώσιν. | 8 |
9 ὁ δὲ ὑπέμεινε τοὺς πόνους καὶ περιεφρόνει τῆς ἀνάγκης | 9 Εκείνος υπέμεινε τους πόνους· καταφρονούσε την βίαν | 9 |
10 καὶ διεκαρτέρει τοὺς αἰκισμούς, καὶ καθάπερ γενναῖος ἀθλητὴς τυπτόμενος ἐνίκα τοὺς βασανίζοντας ὁ γέρων· | 10 και υπέφερε καρτερικώς τας κακοποιήσεις και ως εάν αυτός ο γέρων ήτο ρωμαλέος αθλητής, που εκτυπάτο, κατανικούσεν εκείνους, που τον εβασάνιζαν. | 10 |
11 ἱδρῶν γέ τοι τὸ πρόσωπον καὶ ἐπασθμαίνων σφοδρῶς καὶ ὑπ' αὐτῶν τῶν βασανιζόντων ἐθαυμάζετο ἐπὶ τῇ εὐψυχίᾳ. - | 11 Με ιδρωμένον το πρόσωπον και εντόνως ασθμαίνων εθαυμάζετο και από αυτούς ακόμη τους βασανιστάς του δια την γενναιότητά του. | 11 |
12 ῞Οθεν τὰ μὲν ἐλεοῦντες τὰ τοῦ γήρως αὐτοῦ, | 12 Δια τούτο αφ' ενός μεν από ευσπλαγχνίαν προς το γήρας του, | 12 |
13 τὰ δὲ ἐν συμπαθείᾳ τῆς συνηθείας ὄντες, τὰ δὲ ἐν θαυμασμῷ τῆς καρτερίας προσιόντες αὐτῷ τινὲς τῶν τοῦ βασιλέως ἔλεγον· | 13 αφ' ετέρου δε από συμπάθειαν λόγω της οικειότητος αλλά και από θαυμασμόν λόγω της καρτερίας του, αφού τον επλησίασαν μερικοί από τους συμβούλους του βασιλέως του ελεγαν· | 13 |
14 τί τοῖς κακοῖς τούτοις σεαυτὸν ἀλογίστως ἀπόλεις, ᾿Ελεάζαρε; | 14 “διατί χάνεις απερισκέπτως την ζωήν σου εξ αιτίας των δεινών αυτών, ω 'Ελεαζαρε; | 14 |
15 ἡμεῖς μέν τοι τῶν ὑψημένων σοι βρωμάτων παραθήσομεν, σὺ δὲ ὑποκρινόμενος τῶν ὑείων ἀπογεύεσθαι, σώθητι. - | 15 Ημείς θα σου παραθέσωμεν από τα μαγειρευμένα δια σε κρέατα και συ υποκρινόμενος ότι δοκιμάζστο χοιρινόν σώσε τον εαυτόν σου”. | 15 |
16 Καὶ ὁ ᾿Ελεάζαρος, ὥσπερ πικρότερον διὰ τῆς συμβουλίας αἰκισθείς, ἀνεβόησε· | 16 Και ο Ελεαζαρος, ωσάν να είχε κακοποιηθή οδυνηρότερα από την συμβουλή αυτήν, εκραύγασεν· | 16 |
17 μὴ οὕτως κακῶς φρονήσαιμεν οἱ ῾Αβραὰμ παῖδες ὥστε μαλακοψυχήσαντας ἀπρεπὲς ἡμῖν δρᾶμα ὑποκρίνασθαι. | 17 “ας μη τυφλωθώμεν τόσον πολύ ημείς τα τέκνα του Αβραάμ, ώστε από δειλίαν και μικροψυχίαν να υποκριθώμεν και να παίξωμεν θέατρον, που δεν αρμόζει εις ημάς. | 17 |
18 καὶ γὰρ ἀλόγιστον, εἰ πρὸς ἀλήθειαν ζήσαντες τὸν μέχρι γήρως βίον καὶ τὴν ἐπ' αὐτῷ δόξαν νομίμως φυλάξαντες, | 18 Διότι είναι απερίσκεπτον και παράλογον, αφού εζήσαμεν την ζωήν μας σύμφωνα προς την αλήθειαν μέχρι της γεροντικής ηλικίας και διετηρήσαμεν δια τούτο νομίμως την υπόληψίν μας, | 18 |
19 νῦν μεταβαλοίμεθα καὶ αὐτοὶ μὲν ἡμεῖς γενοίμεθα τοῖς νέοις ἀσεβείας τύπος, ἵνα παράδειγμα γενώμεθα τῆς μιαροφαγίας. | 19 να αλλάξωμεν τώρα συμπεριφαράν και ημείς οι ίδιοι να γίνωμεν πρότυπα ασεβείας δια τους νέους, με το να δώσωμεν το παράδειγμα της βρώσεως μολυσμένων κρεάτων. | 19 |
20 αἰσχρὸν δὲ εἰ ἐπιβιώσωμεν ὀλίγον χρόνον καὶ τοῦτον καταγελώμενοι πρὸς ἁπάντων ἐπὶ δειλίᾳ, | 20 Είναι δε εντροπή να ζήσωμεν επί ολίγον ακομή ύστερα από αυτά και μάλιστα εμπαιζόμενοι από όλους δια την δειλίαν μας, | 20 |
21 καὶ ὑπὸ μὲν τοῦ τυράννου καταφρονηθῶμεν ὡς ἄνανδροι, τὸν δὲ θεῖον ἡμῶν νόμον μέχρι θανάτου μὴ προασπίσαιμεν. | 21 και ως άνανδροι να καταφρονηθώμεν από τον τύραννον και να μη υπερασπισώμεν τον θείον νόμον μας μέχρι θανάτου. | 21 |
22 πρός ταῦτα ὑμεῖς μέν, ᾦ ῾Αβραὰμ παῖδες, εὐγενῶς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας τελευτᾶτε. | 22 Δι' αυτούς τους λόγους, τέκνα του Αβραάμ, γενναίως να αποθνήσκετε προ χάριν της ευσεβούς πίστεως σας. | 22 |
23 οἱ δὲ τοῦ τυράννου δορυφόροι, τί μέλλετε; - | 23 Σεις δέ, στρατιώται του τυράννου, διατί βραδύνετε;” | 23 |
24 Πρὸς τὰς ἀνάγκας οὕτως μεγαλοφρονοῦντα αὐτὸν ἰδόντες καὶ μηδὲ πρὸς τὸν οἰκτριρμὸν αὐτῶν μεταβαλλόμενον ἐπὶ τὸ πῦρ αὐτὸν ἤγαγον. | 24 Οταν τον είδαν να επιδεικνύη τόσην μεγαλοψυχίαν προ το βασανιστηρίων και να μη κάμπτεται, ακόμη και μετά την εκδήλωσιν της ευσπλαγχνίας προ αυτόν, τον ωδήγησαν στο πυρ. | 24 |
25 ἔνθα διὰ κακοτέχνων ὀργάνων καταφλέγοντες αὐτὸν ὑπέρριπτον καὶ δυσώδεις χυλοὺς εἰς τοὺς μυκτῆρας αὐτοῦ κατέχεον. | 25 Τον έρριπτον ολίγον κατ' ολίγον εις αυτό κατακαίοντες αυτόν με όργανα κατασκευασθέντα με πολλήν κακότητα· έχυναν δε στους ρώθωνάς του και βρωμερά υγρά. | 25 |
26 ὁ δὲ μέχρι τῶν ὀστέων ἤδη κατακεκαυμένος καὶ μέλλων λιποθυμεῖν ἀνέτεινε τά ὄμματα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπεν· | 26 Ο δε 'Ελεαζαρος, ενώ αι φλόγες είχαν πλέον φθάσει μέχρι και των όστών του και θα ελιποθυμούσε από στιγμή σε στιγμή, ύψωσε τα μάτια προς τον Θεόν και είπε· | 26 |
27 σὺ οἶσθα, Θεέ, παρόν μοι σῴζεσθαι, βασάνοις καυστικαῖς ἀποθνήσκω διὰ τὸν νόμον. | 27 “Σι Θεέ μου, γνωρίζεις ότι, ενώ ημπορούσα να σωθώ, αποθνήσκω χάριν του Νομου σου με το βασανιστήριον του πυρός. | 27 |
28 τοιγαροῦν ἵλεως γενοῦ τῷ ἔθνει σου ἀρκεσθεὶς τῇ ἡμετέρᾳ ὑπὲρ αὐτῶν δίκῃ. | 28 Δια τούτο, λοιπόν, γίνε σπλαγχνικός στο έθνος σου, αρκεσθείς εις την ιδικήν μας χάριν αυτών τιμωρίαν. | 28 |
29 καθάρσιον αὐτῶν ποίησον τὸ ἐμὸν αἷμα καὶ ἀντίψυχον αὐτῶν λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν. | 29 Καμε ιδικόν των καθαρτήριον το αίμα μου και σαν αντίτιμον της ζωής των πάρε την ιδικήν μου ζωήν”. | 29 |
30 καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ ἱερὸς ἀνὴρ εὐγενῶς ταῖς βασάνοις ἐναπέθανε | 30 Οταν είπε τα λόγια αυτά ο άγιος άνθρωπος, εξεψύχησε γενναίως εν μέσω των βασανιστηρίων. | 30 |
31 καὶ μέχρι τῶν τοῦ θανάτου βασάνων ἀντέστη τῷ λογισμῷ διὰ τὸν νόμον. - ῾Ομολογουμένως οὖν δεσπότης ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός. | 31 Και εις αυτά τα θανάσιμα βασανιστήρια αντεστάθη χάριν του Νομου με την δύναμιν του ευσεβούς λογισμού. -Είναι, λοιπόν, αναντιρρήτως κύριος των παθών ο ευσεβής λογισμός. | 31 |
32 εἰ γὰρ τὰ πάθη τοῦ λογισμοῦ κεκρατήκει, τούτοις ἂν ἀπέδομεν τὴν τῆς ἐπικρατείας μαρτυρίαν· | 32 Διότι, εάν τα πάθη είχαν κυριαρχήσει επάνω στον λογισμόν, τότε θα είμεθα υποχρεωμένοι να ομολογήσωμεν και να μαρτυρήσωμεν την κυριαρχιαν των αυτήν. | 32 |
33 νυνὶ δὲ τοῦ λογισμοῦ τὰ πάθη νικήσαντος, αὐτῷ προσηκόντως τὴν τῆς ἡγεμονίας προσνέμομεν ἐξουσίαν. | 33 Τωρα όμως, αφού ο λογισμός ενίκησε τα πάθη, εις αυτόν απονέμομεν, όπως αρμόζει, την εξουσίαν να ηγεμονεύη. | 33 |
34 καὶ δίκαιόν ἐστιν ὁμολογεῖν ἡμᾶς τὸ κράτος εἶναι τοῦ λογισμοῦ. ὅπου γε καὶ τῶν ἔξωθεν ἀλγηδόνων ἐπικρατεῖ, | 34 Και είναι δίκαιον να ομολογώμεν, ότι η δύναμις ανήκει στον ευσεβή λογισμόν, αφού κυριαρχεί και επί των προκαλουμένων από εξωτερικάς αιτίας πόνων. | 34 |
35 ἐπεὶ καὶ γελοῖον· καὶ οὐ μόνον τῶν ἀλγηδόνων ἐπιδείκνυμι κεκρατηκέναι τὸν λογισμόν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἡδονῶν κρατεῖν, καὶ μηδὲν αὐταῖς ὑπείκειν. | 35 Το αντίθέτον θα ήτο γελοίον. Και δεν αποδεικνύουν μόνον ότι ο λογισμός έχει κυριαρχήσει επάνω στους πόνους, αλλ' ότι κυριαρχεί και επί των ηδονών και ότι δεν υποχωρεί καθόλου εις αυτάς. | 35 |