Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΑΒΑΙΩΝ Δ' - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Προσέτι καὶ ἐπὶ τὸν αἰκισμὸν ἐποτρύνοντες, ὡς μὴ μόνον τῶν ἀλγηδόνων περιφρονῆσαι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τῶν τῆς τῶν ἀδελφῶν φιλαδελφίας παθῶν κρατῆσαι. 1 Και οχι μόνον αυτό· αλλά και τους παρότρυναν εις μαρτύριον, ώστε οχι μόνον να περιφρονήσουν αυτό και τας αλγηδόνας, άλλα και να κυριαρχήσουν· και επί του συναισθήματος της στοργς προς τους αδελφούς. 1
2 ὦ βασιλέως λογισμοὶ βασιλικώτεροι καὶ ἐλευθέρων ἐλευθερώτεροι. 2 ω σκέψεις, βασιλικώτεραι από σκέψεις Βασιλέως και πλέον ελεύθεραι από ελευθέρους ανθρώπους! 2
3 ὦ ἱερᾶς καὶ εὐαρμόστου περὶ τῆς εὐσεβείας τῶν ἑπτὰ ἀδελφῶν συμφωνίας. 3 Ω ιερά και ευάρμοστος συμφωνία περί ευσεβείας των επτά αδελφών! 3
4 οὐδεὶς ἐκ τῶν ἑπτὰ μειρακίων ἐδειλίασεν οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ὤκνησεν, 4 Κανείς από τους επτά μικρούς νέους δεν εδείλιασεν, ούτε εδίστασε προ του θανάτου. 4
5 ἀλλὰ πάντες ὥσπερ ἐπ' ἀθανασίας ὁδὸν τρέχοντες, ἐπὶ τὸν διὰ τῶν βασάνων θάνατον ἔσπευδον. 5 Αλλά όλοι, ωσάν να έτρεχαν επάνω εις την οδόν της αθανασίας, έσπευδαν προς τον μαρτυρικόν θάνατον. 5
6 καθάπερ γὰρ χεῖρες καὶ πόδες συμφώνως τοῖς τῆς ψυχῆς ἀφηγήμασιν κινοῦνται, οὕτως οἱ ἱεροὶ μείρακες ἐκεῖνοι ὡς ὑπὸ ψυχῆς μιᾶς τῆς ἀθανάτου τῆς εὐσεβείας κινούμενοι πρὸς τὸν ὑπὲρ αὐτῆς συνεφώνησαν θάνατον. 6 Οπως τα χέρια και τα πόδια κινούνται σύμφωνε με τα παρορμήματα της ψυχής, έτσι και οι ιεροί εκείνοι νέοι, ωσάν να εκινούντο από μίαν ψυχήν, από ένα κοινόν φρόνημα της αθανάτου πίστεως, απεδέχθησαν όλοι αμοφώνως τον προς χάριν αυτής θάνατον. 6
7 ὦ πανάγιε συμφώνων ἀδελφῶν ἑβδομάς· καθάπερ γὰρ ἑπτὰ τῆς κοσμοποιΐας ἡμέραι περὶ τὴν εὐσέβειαν, 7 Ω παναγία επτάς ομοφώνων αδελφών! Οπως αναφέρονται εις την πίστιν μας επτά ημέραι της δημιουργίας, 7
8 οὕτως περὶ τὴν ἑβδομάδα χορεύοντες οἱ μείρακες ἐκύκλουν τὸν τῶν βασάνων φόβον καταλύοντες. 8 έτσι και οι νέοι εχόρευαν γύρω από την επτάδα κύκλειον χορόν και απεδίωκον τον φόδον των βασάνων! 8
9 νῦν ἡμεῖς ἀκούοντες τὴν θλῖψιν τῶν νεανιῶν ἐκείνων φρίττομεν· οἱ δὲ οὐ μόνον ὁρῶντες, ἀλλ' οὐδὲ μόνον ἀκούοντες τὸν παραχρῆμα ἀπειλῆς λόγον, ἀλλὰ καὶ πάσχοντες ἐνεκαρτέρουν, καὶ τοῦτο ταῖς διὰ πυρὸς ὀδύναις· 9 Ημείς ακούοντες τώρα το φρικτόν μαρτύριον των νέων εκείνων αισθανόμεθα φρίκην. Εκείνοι όμως εδείκνυον εγκαρτέρησιν όχι μόνον βλέποντες, όχι μόνον ακούοντες την διαταγήν, που την στιγμήν εκείνην τους απειλούσε, αλλά και υποφέροντες αυτήν και μάλιστα τας οδύνας του πυρός, 9
10 ὧν τί ἂν γένοιτο ἐπαλγέστερον; ὀξεῖα γὰρ καὶ σύντομος ἡ τοῦ πυρὸς οὖσα δύναμις ταχέως διέλυε τά σώματα. - 10 από τας οποίας τι άλλο αλγεινότερον ημπορεί να γίνη; Διότι η δύναμις του πυρός, όπως είναι σφόδρα και σύντομος, διέλυε ταχέως τα σώματα. 10
11 Καὶ μὴ θαυμαστὸν ἡγεῖσθε, εἰ ὁ λογισμὸς περιεκράτησε τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἐν ταῖς βασάνοις, ὅπου γε καὶ γυναικὸς νοῦς πολυτροπωτέρων ὑπερεφρόνησεν ἀλγηδόνων· 11 Και μη θεωρείτε άξιον θαυμασμού, εάν ο λογισμός εστήριξε τους άνδρας εκείνους εν τω μέσω των μαρτυρίων, όπου και γυναικός καρδία περιεφρόνησε ποικιλωτέρους πόνους. 11
12 ἡ μήτηρ γὰρ τῶν ἑπτὰ νεανίσκων ἐκείνων ὑπήνεγκε τὰς ἐφ' ἑνὶ ἑκάστῳ τῶν τέκνων στρέβλας. 12 Η μητέρα, δηλαδή, των επτά εκείνων νέων υπέφερε τας στρεβλώσεις, που εφηρμόζοντο στο καθένα από τα τέκνα της. 12
13 θεωρεῖτε δὲ πῶς πολύπλοκός ἐστιν ἡ τῆς φιλοτεκνίας στοργὴ ἕλκουσα πάντα πρὸς τὴν τῶν σπλάγχνων συμπάθειαν, 13 Βλέπετε, λοιπόν, πόσον πολυμερής είναι η προς τα τέκνα φιλοστοργία, η χρησιμοποιούσα τα πάντα από συμπάθειαν προς τους καρπούς των σπλάγχνων. 13
14 ὅπου γε καὶ τὰ ἄλογα ζῷα ὁμοίαν τὴν εἰς τὰ ἐξ αὐτῶν γεννώμενα συμπάθειαν καὶ στοργὴν ἔχει τοῖς ἀνθρώποις. 14 Ετσι και τα άλογα ζώα έχουν αγάπην και στοργήν προς τα τέκνα των ομοίαν προς την των ανθρώπων. 14
15 καὶ γὰρ τῶν πετεινῶν τὰ μὲν ἥμερα κατὰ τὰς οἰκίας ὀροφοιτοῦντα προασπίζει τῶν νεοσσῶν, 15 Εκ των πτηνών π. χ. τα ήμερα, που ζουν εις τας κατοικίας των ανθρώπων, υπερασπίζονται τους νεοσσούς των. 15
16 τὰ δὲ κατὰ τὰς κορυφὰς ὀρέων καὶ φαράγγων ἀπορρῶγας καὶ δένδρων ὀπὰς καὶ τὰς τούτων ἄκρας ἐννοσσοποιησάμενα ἀποτίκτει καὶ τὸν προσιόντα κωλύει· 16 Οσα δε ζουν εις τας κορυφάς των ορέων, εις τας σχισμάς των βράχων, εις των δένδρων τας οπάς η τας κορυφάς, κάμνουν εκεί τας φωλεάς των. Γεννούν και εμποδίζουν, όποιον θέλει να πλησίαση εκεί. 16
17 εἰ δὲ καὶ μὴ δύναιντο κωλύειν, περιϊπτάμενα κυκλόθεν αὐτῶν ἀλγοῦντα τῇ στοργῇ, ἀνακαλούμενα τῇ ἰδίᾳ φωνῇ, καθ' ὃν δύναται τρόπον βοηθεῖ τοῖς τέκνοις. 17 Αν δε τύχη και δεν ημπορούν να τον εμποδίσουν, πετούν γύρω-γύρω από τα μικρά των υποφέροντα εξ αιτίας της στοργής των. Τα καλούν με τας φωνάς των και βοηθούν τα τέκνα των με οποιονδήποτε τρόπον ημπορούν. 17
18 καὶ τί δεῖ τὴν διὰ τῶν ἀλόγων ζῴων ἐπιδεικνύναι τὴν πρὸς τὰ τέκνα συμπάθειαν; 18 Και τι χρειάζεται να παρουσιάζωμεν την προς τα τέκνα συμπάθειαν των αλόγων ζώων; 18
19 ὅπου γε καὶ μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρὸν ἐπαμύνονται τοὺς προσιόντας καὶ καθάπερ σιδήρῳ τῷ κέντρῳ πλήσσουσι τοὺς προσιόντας τῇ νοσσιᾷ αὐτῶν καὶ ἐπαμύνουσιν ἕως θανάτου; 19 Οταν και αι μέλισσαι κατά την εποχήν της κατασκευής των κηρήθρων αποκρούουν τους πλησιάζοντας, και σαν με σιδερένιο όπλον, με το κεντρί των, κτυπούν τους προσερχομένους εις την κυψέλην των και αμύνονται μέχρι θανάτου; 19
20 ἀλλ' οὐχὶ τὴν τοῦ ῾Αβραὰμ ὁμόψυχον τῶν νεανιῶν μητέρα μετεκίνησε συμπάθεια τῶν τέκνων. 20 Την ισόψυχον προς τον Αβραάμ μητέρα των νέων δεν εκλόνισεν η προς τα τέκνα αγάπη, ώστε να καμφθή προ του μαρτυρίου των. 20