Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:41
Δύση: 17:15
Σελ. 0 ημ.
365-1
16ος χρόνος, 6162η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΑΒΑΙΩΝ Δ' - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ως δὲ καὶ οὗτος ταῖς βασάνοις καταικισθεὶς ἐναπέθανεν, ὁ πέμπτος παρεπήδησε λέγων· 1 Αμέσως μόλις και αυτός απέθανεν εν μέσω σκληρότατου βασανισμού, ώρμησεν ο πέμπτος στον χώρον του μαρτυρίου λέγων· 1
2 οὐ μέλλω, τύραννε, πρὸς τὸν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς βασανισμὸν παραιτεῖσθαι, 2 “δεν πρόκειται, τύρανε, να παραιτηθώ από τον, χάριν της αρετής, βασανισμόν. 2
3 αὐτὸς δ' ἀπ' ἐμαυτοῦ παρῆλθον, ὅπως κἀμὲ κατακτείνας περὶ πλειόνων ἀδικημάτων ὀφειλήσῃς τῇ οὐρανίῳ δίκῃ τιμωρίαν. 3 Ηλθον έδω ο ίδιος αυτοπροαιρέτως, δια να φονεύσης και εμέ και να γίνης έτσι ένοχος τιμωρίας από την θείαν δίκην δια περισσότερα αδικήματα. 3
4 ᾦ μισάρετε καὶ μισάνθρωπε, τί δράσαντας ἡμᾶς τοῦτον πορθεῖς τὸν τρόπον; 4 Εχθρέ της αρετής και τα ανθρώπων, τι επράξαμεν και μας φονεύεις κατ' αυτόν τον τρόπον; 4
5 ἢ κακόν σοι δοκεῖ ὅτι τὸν πάντων κτίστην εὐσεβοῦμεν καὶ κατὰ τὸν ἐνάρετον αὐτοῦ ζῶμεν νόμον; 5 Θεωρείς κακόν ότι αποδίδομεν λατρείαν στον κτίστην των όλων και ρυθμίζομεν την ζωη μας σύμφωνα με τον ηθικόν νόμον του; 5
6 ἀλλὰ ταῦτα τιμῶν, οὐ βασάνων ἐστὶν ἄξια. 6 Τούτο όμως είναι άξιον τιμής και όχι βασανισμών. 6
7 εἴπερ ᾐσθάνου ἀνθρώπου πόθον καὶ ἐλπίδα εἶχες παρὰ Θεῷ σωτηρίου· 7 Εάν είχες ανθρώπινα αισθήματα, θα είχες πόθον και ελπίδαν εύρης σωτηρίαν εκ μέρους του Θεού. 7
8 νυνὶ δὲ ἀλλότριος ὢν Θεοῦ πολεμεῖς τοὺς εὐσεβοῦντας εἰς τὸν Θεόν. 8 Συ όμως είσαι εχθρός του Θεού και πολεμείς τους αποδίδοντας εις αυτόν σεβασμόν”. 8
9 τοιαῦτα δὲ λέγοντα οἱ δορυφόροι δήσαντες αὐτὸν εἷλκον ἐπὶ τὸν καταπέλτην, 9 Ενῷ ωμιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπον, οι στρατιώται τον έδεσαν και το έσυραν προς τον καταπέλτην. 9
10 ἐφ' ὃν δήσαντες αὐτὸν ἐπὶ τὰ γόνατα καὶ ταῦτα ποδάγραις σιδηραῖς ἐφαρμόσαντες τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ περὶ τροχιαῖον σφῆνα κατέκαμψαν, περὶ ὃν ὅλος περὶ τὸν τροχὸν σκορπίου τρόπον ἀνακλώμενος ἐξεμελίζετο. 10 Αφού τον έδεσαν επάνω εις αυτόν, τον ηνάγκασαν να κάμψη τα γόνατα προσαρμόζοντες τους πόδας του εις σιδηράς ποδάγρας. Ελύγισαν δε και την μέσην του γύρω από τον άξονα του τροχού. Αυτό λυγισμένος γύρω από τον άξονα κατ' τον τρόπον του σκορπιού, ησθάνθη να αποκόπτωνται τα μέλη του. 10
11 κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον καὶ τὸ πνεῦμα στενοχωρούμενος καὶ τὸ σῶμα ἀγχόμενος, 11 Εις αυτήν την οδυνηράν και αγχώδη τόσον δια το πνεύμα όσον και δια το σώμα θέσιν είχε την δύναμιν να λέγη· 11
12 καλάς, ἔλεγεν, ἄκων, ᾦ τύραννε, χάριτας ἡμῖν χαρίζῃ διὰ γενναιοτέρων πόνων ἐπιδείξασθαι παρέχων τὴν εἰς τὸν νόμον ἡμῶν καρτερίαν. - 12 “χωρίς να θέλης, τύραννε, μας προσφέρης ωραίαν εκδούλευσιν, διότι παρέχεις εις ημάς ευκαιρίαν να δείξωμεν την καρτερίαν και την αφοσίωσίν μας στον Νομον μας δια μέσου πονών ισχυροτέρων”. 12
13 Τελευτήσαντος δὲ καὶ τούτου, ὁ ἕκτος ἤγετο μειρακίσκος, ὃς πυνθανομένου τοῦ τυράννου εἰ βούλοιτο φαγὼν ἀπολύεσθαι, ὁ δὲ ἔφη· 13 Επειτα από το τέλος και τούτου εφέρετο ο έκτος νεανίσκος, ο οποίος εις ερώτησιν του τυράννου, αν ήθελε να φάγη και ελευθερωθή απήντησεν· 13
14 ἐγὼ τῇ μὲν ἡλικίᾳ τῶν ἀδελφῶν μού εἰμι νεώτερος, τῇ δὲ διανοίᾳ ἡλικιώτης· 14 “ως προς τη ηλικίαν είμαι βεβαίως εγώ νεώτερος από τους αδελφούς μου, κατά τας πεποιθήσεις όμως είμαι συνηλικιώτης των. 14
15 εἰς τὰ αὐτὰ γὰρ καὶ γεννηθέντες καὶ τραφέντες, ὑπὲρ τῶν αὐτῶν καὶ ἀποθνήσκειν ὀφείλομεν ὁμοίως· 15 Και αφού εγεννήθημεν και ανετράφημεν με τας αυτάς αρχάς, προς χάριν αυτών των αρχών οφείλομεν εξ ίσου και να αποθάνωμεν. 15
16 ὥστε εἰ σοὶ δοκεῖ βασανίζειν μὴ μιαροφαγοῦντα, βασάνιζε. 16 Ωστε αν θεωρής καλό να με βασανίζης, επειδή δεν τρώγω ακάθαρτα, βασάνιζέ με”. 16
17 ταῦτα αὐτὸν εἰπόντα παρῆγον ἐπὶ τὸν τροχόν, 17 Οταν είπεν αυτούς τους λόγους, τον οδήγησαν στο τροχόν 17
18 ἐφ' οὗ κατατεινόμενος ἐκμελῶς καὶ ἐκσπονδυλιζόμενος ὑπεκαίετο. 18 και επάνω εις αυτόν τον ετέντωσαν μέχρι εξαρθρώσεως των μελών και αποσπάσεως των σπονδύλων, ενώ συγχρόνως εκαίετο από το κάτωθεν αυτού πυρ 18
19 καὶ ὀβελίσκους δὲ ὀξεῖς πυρώσαντες, τοῖς νώτοις προσέφερον καὶ τὰ πλευρὰ διαπείραντες αὐτοῦ τὰ σπλάγχνα διέκαιον. 19 Αφού δε επύρωσαν και σούβλες αιχμηρές έκαιον τα νώτα του και διαπεράσαντες τας πλευράς του με αυτάς κατέκαια τα σπλάγχνα του. 19
20 ὁ δὲ βασανιζόμενος, ὦ ἱεροπρεποῦς ἀγῶνος, ἔλεγεν, ἐφ' ὃν διὰ τὴν εὐσέβειαν εἰς γυμνασίαν πόνων ἀδελφοὶ τοσοῦτοι κληθέντες οὐκ ἐνικήθημεν. 20 Εν τω μέσω ο των βασάνων του έλεγεν· “ω ιερώτατε αγών, εις αυτόν δια την πίστιν μας πόσο αδελφοί εκλήθημεν να δοκιμασθώμεν εις τους πόνους και δεν ενικήθημεν! 20
21 ἀνίκητος γάρ ἐστιν, ὦ τύραννε, ἡ εὐσεβὴς ἐπιστήμη. 21 Διότι είναι ανίκητον, τύραννε, το ευσεβές φρόνημα. 21
22 καλοκἀγαθίᾳ καθωπλισμένος τεθνήξομαι μὲν κἀγὼ μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου, 22 Ωπλισμένος με την αρετήν θα αποθάνω και εγώ μαζή με τους αδελφούς μου. 22
23 σὺ δέ, ὦ τύραννε, μέγαν σοὶ προσλαβὼν καὶ αὐτὸς τιμωρόν, καινουργὲ τῶν βασάνων καὶ πολέμιε τῶν ἀληθῶς εὐσεβούντων 23 Συ όμως, τύραννε, εφευρέτα βασανιστηρίων και εχθρέ των γνησίων πιστών, θα αποθάνης επισύρων συ ο ίδιος δια τον εαυτόν σου μέγαν τιμωρόν. 23
24 ἓξ μειράκια καταλελύκαμέν σου τὴν τυραννίδα· 24 Εξ μικροί νέοι έχομεν καταλύσει και εξευτελίσει την τυραννιικήν εξουσίαν σου. 24
25 τὸ γὰρ μὴ δυνηθῆναί σε μεταπεῖσαι τὸν λογισμὸν ἡμῶν μήτε βιάσασθαι πρὸς τὴν μιαροφαγίαν οὐ κατάλυσίς ἐστί σου; 25 Διότι το γεγονός ότι δεν ημπόρεσες να μεταπείσης τον λογισμόν μας και να μας αναγκάσης εις την γεύσιν των ακαθάρτων τροφών δεν αποτελεί τούτο κατάλυσιν της εξουσίας σου; 25
26 τὸ πῦρ σου ψυχρὸν ἡμῖν, καὶ ἄπονοι οἱ καταπέλται, καὶ ἀδύνατος ἡ βία σου. 26 Το πυρ, που άναψες εναντίον μας, είναι δροσερόν δι' ημάς, ανώδυνοι είναι οι καταπέλται σου, ανίσχυρη η βία σου. 26
27 οὐ γὰρ τυράννου, ἀλλὰ θείου νόμου προεστήκασιν ἡμῶν οἱ δορυφόροι· διὰ τοῦτο ἀνίκητον ἔχομεν τὸν λογισμόν. 27 Δεν μας απειλούν οι δορυφόροι του τυράννου, διότι παραστέκουν κοντά μας οι δορυφόροι του θείου Νομου. Δια τούτο έχομεν ανικητον το φρόνημα”. 27