Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΑΒΑΙΩΝ Δ' - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ως δὲ καὶ οὗτος μακαρίως ἐναπέθανε καταβληθεὶς εἰς λέβητα, ὁ ἕβδομος παρεγίνετο πάντων νεώτερος. 1 Οταν δε και αυτός έλαβε μακάριον θάνατον ριφθείς εις λέβητα, έφθασεν ο έβδομος, ο νεώτερος από όλους. 1
2 ὃν κατοικτειρήσας ὁ τύραννος, καίπερ δεινῶς ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κακισθείς, ὁρῶν ἤδη τὰ δεσμὰ περικείμενον, 2 Ησθάνθη όμως ο τύραννος δι' αυτόν μεγάλην ευσπλαγχνίαν, μολονότι είχεν υποστή εκ μέρους των αδελφών του φοβερόν εξευτελισμόν. 2
3 πλησιέστερον αὐτὸν μετεπέμψατο καὶ παρηγορεῖν ἐπειρᾶτο λέγων· 3 Και βλέπων αυτόν δεμένον τον εκάλεσε πιο κοντά του και προσπαθούσε να τον πείση λέγων· 3
4 τῆς μὲν τῶν ἀδελφῶν σου ἀπονοίας τὸ τέλος ὁρᾷς· διὰ γὰρ ἀπείθειαν στρεβλωθέντες τεθνήκασι· σὺ δέ, εἰ μὲν μὴ πεισθείης, τάλας βασανισθεὶς καὶ αὐτὸς τεθνήξῃ πρὸ ὥρας. 4 “βλέπεις, ποίον υπήρξε το τέλος της ανοησίας των αδελφών σου. Εξ αιτίας της ανυπακοής των απεθαναν βασανισθέντες. Αλλά και συ, δυστυχισμένε, αν δεν υπακούσης, θα αποθάνης και ο ίδιος, πριν έλθη η ώρα σου, αφού προηγουμένως βασανισθής. 4
5 πεισθεὶς δὲ φίλος ἔσῃ καὶ τῶν ἐπὶ τῆς βασιλείας ἀφηγήσῃ πραγμάτων. 5 Αν όμως υπακούσης, θα γίνης, αγαπητός μου και θα λάβης ηγεμονικόν αξίωμα εις την διοίκησιν του κράτους μου”. 5
6 καὶ ταῦτα παρακαλῶν, τὴν μητέρα τοῦ παιδὸς μετεπέμψατο, ὅπως αὐτὴν ἐλεήσας τοσούτων υἱῶν στερηθεῖσαν παρορμήσειεν ἐπὶ τὴν σωτήριον εὐπείθειαν τὸν περιλειπόμενον. 6 Και ενώ τον συνεβούλευεν έτσι, εκάλεσε την μητέρα του παιδιού με την ελπίδα, ότι αυτή θα λυπηθή τον εαυτόν της, που έχασε τόσα τέκνα, και θα παρορμήση το απομένον εις αυτήν τέκνον να υπακούση, δια να σωθή από τον βασανισμόν. 6
7 ὁ δὲ τῆς μητρὸς τῇ ἑβραΐδι φωνῇ προτρεψαμένης αὐτὸν (ὡς ἐροῦμεν μετὰ μικρὸν ὕστερον), ἀπολύσατέ με, φησίν· 7 Αυτός όμως έπειτα από την προτροπήν, την οποίαν του έκαμε η μητέρα του εις την εβραϊκήν γλώσσαν, (και δια την οποίαν θα ομιλήσωμεν αμέσως κατόπιν), είπε· “λύσατε τα δεσμά μου, 7
8 εἴπω τι τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ φίλοις πᾶσι. 8 διότι έχω να αναφέρω κάτι στον βασιλέα και εις όλους τους φίλους, που είναι κοντά του”. 8
9 καὶ ἐπιχαρέντες ὅ τε βασιλεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μάλιστα ἐπὶ τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ παιδὸς ταχέως ἔλυσαν αὐτόν. 9 Ο βασιλεύς και οι γύρω του εχάρησαν πάρα πολύ δια την δήλωσιν αυτήν του παιδίου και τον έλυσαν αμέσως. 9
10 καὶ δραμὼν ἐπὶ πλησίον τῶν τηγάνων ἔφη· 10 'Αφου τότε αυτός έτρεξε πλησίον εις τα τηγάνια του βασανισμού εφωναξε· 10
11 ἀνόσιε, φησίν, καὶ πάντων τῶν πονηρῶν ἀσεβέστατε τύραννε, οὐκ ᾐδέσθης παρὰ τοῦ Θεοῦ λαβὼν τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν βασιλείαν τοὺς θεράποντας αὐτοῦ κατακτεῖναι καὶ τοὺς εὐσεβείας ἀσκητὰς στρεβλῶσαι; 11 “ανόητε και από όλους τους φαύλους ασεβέστατε τύραννε, δεν ησθάνθης εντροπήν μολονότι έλαβες πάρα του Θεού τα πλούτη και την βασιλείαν, να φονεύσης του υπηρέτας του και να υποβάλης εις μαρτύρια τους τηρητάς της ευσεβείας; 11
12 ἀνθ' ὧν ταμιεύσεταί σε ἡ θεία δίκη πυκνοτέρῳ καὶ αἰωνίῳ πυρὶ καὶ βασάνοις, αἳ εἰς ὅλον τὸν αἰῶνα οὐκ ἀνήσουσί σε. 12 Δια τούτο σε προορίζει η θεία δίκη δια σφοδρότερον πυρ και αιώνιον και δια βασανιστήρια, που δεν θα σε αφήσουν εις όλους τους αιώνας. 12
13 οὐκ ᾐδέσθης ἄνθρωπος ὤν, θηριωδέστατε, τοὺς ὁμοιοπαθεῖς καὶ ἐκ τῶν αὐτῶν γεγονότας στοιχείων γλωττοτομῆσαι καὶ τοῦτον καταικίσας τὸν τρόπον βασανίσαι; 13 Συ, που, ενώ είσαι άνθρωπος, έγινες αγριώτατον θηρίον δεν ησθάνθης εντροπήν να κόψης τη γλώσσαν, να βασανίης και να κακοποιήσης κατ' αυτόν τον τρόπον ανθρώπους ομοίους σου, που έχουν πλασθή με το αυτά υλικά στοιχεία; 13
14 ἀλλ' οἱ μὲν εὐγενῶς ἀποθανόντες ἐπλήρωσαν τὴν εἰς τὸν Θεὸν εὐσέβειαν, 14 Αλλ' εκείνο μεν ωλοκλήρωσαν την ευσέβειαν προς το Θεόν με τον ευγενή θάνατόν των. 14
15 σὺ δὲ κακὸς κακῶς οἰμώξεις τοὺς τῆς ἀρετῆς ἀγωνιστὰς ἀναιτίως ἀποκτείνας. 15 Συ όμως, κακός καθώς είσαι, θα θρηνήση κακώς, διότι εφόνευσες αδίκως τους αδελφούς τους αθλητάς της αρετής”. 15
16 ὅθεν καὶ αὐτὸς ἀποθνήσκειν μέλλων ἔφη· 16 Τέλος ενώ επρόκειτο να αποθάνη και αυτός συνεπλήρωσε· 16
17 οὐκ ἀπαυτομολῶ τῆς τῶν ἀδελφῶν μου ἀριστείας· 17 “δεν θα γίνω λιποτάκτης στον αγώνα, στον οποίον ηρίστευσαν οι αδελφοί μου· 17
18 ἐπικαλοῦμαι δὲ τὸν πατρῷον Θεόν, ὅπως ἵλεως γένηται τῷ γένει μου. 18 παρακαλώ επί πλέον τον Θεόν των πατέρων μου να φανή εύσπλαγχνος στο έθνος μου 18
19 σὲ δὲ καὶ ἐν τῷ νῦν βίῳ καὶ θανόντα τιμωρήσεται. 19 Σε όμως και εις την παρούσαν κα εις την μέλλουσαν ζωήν θα τιμωρήση ο Θεός”. 19
20 καὶ ταῦτα κατευξάμενος, ἑαυτὸν ἔρριψε κατά τῶν τηγάνων, καὶ οὕτως ἀπέδωκε τὴν ψυχήν. 20 Και αφού διετύπωσε τους βαρείς αυτούς λόγους ερρίφθη μόνος του εις τα τηγάνια βασανίσμού και έτσι παρέδωκε την ψυχήν. 20