Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΑΒΑΙΩΝ Δ' - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Προκαθίσας γέ τοι μετὰ τῶν συνέδρων ὁ τύραννος ᾿Αντίοχος ἐπί τινος ὑψηλοῦ τόπου καὶ τῶν στρατευμάτων αὐτῷ ἐνόπλων κυκλόθεν παρεστηκότων, παρεκέλευε τοῖς δορυφόροις 1 Εγκατασταθείς, λοιπόν, ο τύραννος Αντίοχος εις τόπον υψηλόν και λαβών την πρώτην θέσιν μεταξύ των συμβούλων του, περιστοιχιζόμενος δε από τα ένοπλα στρατεύματά του, έδωκεν εντολήν στους σωματοφύλακάς του, 1
2 ἕνα ἕκαστον τῶν ῾Εβραίων ἐπισπᾶσθαι, καὶ κρεῶν ὑείων καὶ εἰδωλοθύτων ἀναγκάζειν ἀπογεύεσθαι· 2 να τραβούν ενός εκάστου Ιουδαίου το δέρμα δια να εξαφανίσουν την περιτομήν των, και να τους αναγκάζουν να γεύωνται κρέατα χοιρινά και κρέατα από εκείνα, που προσεφέρθησαν θυσία εις τα είδωλα. 2
3 εἰ δέ τινες μὴ θελήσειαν μιαροφαγῆσαι, τούτους τροχισθέντας ἀναιρεθῆναι. 3 Εάν δε μερικοί δεν ήθελαν να φάγουν τροφήν μολυσμένην, να φονεύωνται μέ τον βασανιστικόν τροχόν. 3
4 πολλῶν δὲ συναρπασθέντων εἷς πρῶτος ἐκ τῆς ἀγέλης ῾Εβραῖος ὀνόματι ᾿Ελεάζαρος, τὸ γένος ἱερεύς, τὴν ἐπιστήμην νομικός, καὶ τὴν ἡλικίαν προήκων καὶ πολλοῖς τῶν περὶ τὸν τύραννον διὰ τὴν ἡλικίαν γνώριμος, παρήχθη πλησίον αὐτοῦ. - 4 Αφού δε πολλοί συνηρπάσθησαν βιαίως και υπεχώρησαν, ωδηγήθη προς αυτόν κάποιος Εβραίος, πρώτος από το πλήθος, ονόματι Ελεάζαρος, ιερατικού γένους, νομικός ως προς την επιστήμην, και προχωρημένος εις την ηλικίαν, λόγω δε της ηλικίας του γνωστός εις πολλούς από εκείνους, που περιεστοίχιζαν τον τύραννον. 4
5 Καὶ αὐτὸν ἰδὼν ὁ ᾿Αντίοχος ἔφη· 5 Οταν τον αντίκρυσεν ο Αντίοχος του ειπέ· 5
6 ἐγὼ πρὶν ἄρξασθαι τῶν κατὰ σοῦ βασάνων, ὦ πρεσβῦτα, συμβουλεύσαιμ' ἄν σοι ταῦτα, ὅπως ἀπογευσάμενος τῶν ὑείων σώζοιο· αἰδοῦμαι γάρ σου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πολιάν, ἣν μετὰ τοσοῦτον ἔχων χρόνον οὐ μοι δοκεῖς φιλοσοφεῖν τῇ ᾿Ιουδαίων χρώμενος θρησκείᾳ. 6 “εγώ, γέροντα, πριν αρχίσουν εναντίον σου τα βασανιστήρια, θα ήθελα να σου δώσω την εξής συμβουλήν· Να γευθής το χοιρινόν κρέας και να σωθής. Σέβομαι την ηλικίαν σου και τα άσπρα σου μαλλιά, τα οποία, καίτοι από τόσου χρόνου τα έχεις, δεν μου φαίνεται, ότι φιλοσοφείς ορθώς, αφού δέχεσαι την Ιουδαϊκήν θρησκείαν. 6
7 διατί γὰρ τῆς φύσεως κεχαρισμένης καλλίστην τὴν τοῦδε τοῦ ζώου σαρκοφαγίαν βδελύττῃ; 7 Διατί, σε παρακαλώ, ενώ αυτή αύτη η φύσις μας έχει χαρίσει την γευστικωτάτην τροφήν του ζώου αυτού, συ την αποστρέφεσαι μετά βδελυγμίας; 7
8 καὶ γὰρ ἀνόητον τοῦτο δοκεῖ, τὸ μὴ ἀπολαύειν τῶν χωρὶς ὀνείδους ἡδέων, καὶ ἄδικον ἀποστρέφεσθαι τὰς τῆς φύσεως χάριτας. 8 Τούτο βεβαίως θεωρείται ανόητον, το να μη απολαμβανη, δηλαδή, κανείς κάτι ευχάριστον, που δεν του προσάπτει εντροπήν, αλλά είναι και άδικον, να δείχνη αποστροφήν προς τας δωρεάς της φύσεως. 8
9 σὺ δέ μοι καὶ ἀνοητότερον ποιήσειν δοκεῖς, εἰ κενοδοξῶν περὶ τὸ ἀληθὲς ἔτι κἀμοῦ καταφρονήσεις ἐπὶ τῇ ἰδίᾳ τιμωρίᾳ. 9 Αλλά συ, νομίζω, ότι θα κάμης κάτι περισσότερον ανόητον, εάν υπερηφανευόμενος ότι κατέχεις, τάχα, την αλήθειαν, περιφρονήσης ακόμη και εμέ, με συνέπειαν να τιμωρηθής. 9
10 οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν 10 Δεν θα εξυπνήσης από την μωρολόγον θρησκείαν σας; 10
11 καὶ ἀποσκεδάσεις τῶν λογισμῶν σου τὸν λῆρον καὶ ἄξιον τῆς ἡλικίας ἀναλαβὼν νοῦν φιλοσοφήσεις τὴν τοῦ συμφέροντος ἀλήθειαν 11 Δεν θα πετάξης μακράν τους ανοήτους συλλογισμούς σου; Δεν θα σκεφθής το αληθινόν συμφέρον σου δεικνύων σύνεσιν και νουν άξιον της ηλικίας σου, 11
12 καὶ προσκυνήσας μου τὴν φιλάνθρωπον παρηγορίαν οἰκτειρήσεις τὸ σεαυτοῦ γῆρας; 12 και δεν θα λυπηθής τα γηρατεία σου, ώστε να αποδεχθής και υποταχθής εις την φιλάνθρωπον αυτήν προτροπήν μου; 12
13 καὶ γὰρ ἐνθυμήθητι, ὡς εἰ καί τίς ἐστι τῆσδε τῆς ὑμῶν θρησκείας ἐποπτικὴ δύναμις, συγγνωμονήσει ἄν σοι ἐπὶ πάσῃ τῇ δι' ἀνάγκην γινομένῃ παρανομίᾳ. - 13 Στοχάσου ότι, και αν υπάρχη επιτέλους κάποια δύναμις, του εποπτεύει την τήρησιν των υπό της θρησκείας σας διδασκομένων, αυτή θα σε συγχωρήση, διότι παρανομείς εξαναγκαζόμενος”. 13
14 Τοῦτον τὸν τρόπον ἐπὶ τὴν ἔκθεσμον σαρκοφαγίαν ἐποτρύνοντος τοῦ τυράννου, λόγον ᾔτησεν ὁ ᾿Ελεάζαρος 14 Επειτα από μίαν τέτοιαν προτροπήν του τυράννου προς παράνομον κρεωφαγίαν, εζήτησε τον λόγον ο Ελεάζαρος. 14
15 καὶ λαβὼν τοῦ λέγειν ἐξουσίαν ἤρξατο δημηγορεῖν οὕτως· 15 Και αφού έλαβε την άδειαν ήρχισε να ομιλή ενώπιόν των ως εξής· 15
16 ἡμεῖς, ᾿Αντίοχε, θείῳ πεπεισμένοι νόμῳ πολιτεύεσθαι οὐδεμίαν ἀνάγκην βιαιοτέραν εἶναι νομίζομεν τῆς πρὸς τὸν νόμον ἡμῶν εὐπειθείας· 16 “Ημείς, Αντίοχε, είμεθα πεπεισμένοι, ότι πρέπει να ζώμεν σύμφωνα προς τον θείον νόμον. Και δεν νομίζομεν ότι υπάρχει κανείς εξωτερικός καταναγκασμός ισχυρότερος από την πρόθυμον υποταγήν μας στον θείον νόμον. 16
17 διὸ δὴ κατ' οὐδένα τρόπον παρανομεῖν ἀξιοῦμεν. 17 Δια τούτο κατ' ουδένα τρόπον δεν κρίνομεν άξιον, να παραβαίνωμεν τον Νομον. 17
18 καίτοι εἰ κατὰ ἀλήθειαν μὴ ἦν ὁ νόμος ἡμῶν, ὡς σὺ ὑπολαμβάνεις, θεῖος, (ἄλλως δὲ νομίζομεν αὐτὸν εἶναι θεῖον) οὐδὲ οὕτως ἐξὸν ἡμῖν ἦν τὴν ἐπὶ τῇ εὐσεβείᾳ δόξαν ἀκυρῶσαι. 18 Και αν ακόμη δεν ήτο πράγματι θείος ο ιδικός μας νόμος, όπως συ νομίζεις, και εκ πλάνης, τάχα, ημείς νομίζομεν ότι είναι θείος, και πάλιν δεν θα είχομεν την εξουσίαν να παραβώμεν και να ακυρώσωμεν την πίστιν μας αυτήν περί ευσεβείας. 18
19 μὴ μικρὰν οὖν εἶναι νομίσῃς ταύτην, εἰ μιαροφαγήσαιμεν, ἁμαρτίαν· 19 Μη νομίσης, λοιπόν, ότι εάν γευθώμεν μολυσμένην τροφήν, είναι τούτο μικρά αμαρτία. 19
20 τὸ γὰρ ἐν μικροῖς καὶ ἐν μεγάλοις παρανομεῖν ἰσοδύναμόν ἐστιν, 20 Διότι το να παρανομή κανείς είτε εις μικρά είτε εις μεγάλα, είναι το ίδιον. 20
21 δι' ἑκατέρου γὰρ ὡς ὁμοίως ὁ νόμος ὑπερηφανεῖται. 21 Και εις τας δύο περιπτώσεις ομοίως περιφρονείται ο Νομος. 21
22 χλευάζεις δὲ ἡμῶν τὴν φιλοσοφίαν, ὥσπερ οὐ μετὰ εὐλογιστίας ἐν αὐτῇ βιούντων· 22 Ειρωνεύεσαι δε την φιλοσοφίαν μας, επειδή σύμφωνα με αυτήν δεν ζώμεν τάχα με ορθοψροσύνην. 22
23 σωφροσύνην τε γὰρ ἡμᾶς ἐκδιδάσκει ὥστε πασῶν τῶν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν κρατεῖν καὶ ἀνδρείαν ἐξασκεῖν, ὥστε πάντα πόνον ἑκουσίως ὑπομένειν 23 Αλλά αυτή η φιλοσοφία μας διδάσκει την σωφροσύνην, ώστε να κυριαρχώμεν επάνω εις όλας τας ηδονάς και επιθυμίας, και να ασκώμεν την ανδρείαν, ώστε να υπομένωμεν θεληματικά κάθε ταλαιπωρίαν. 23
24 καὶ δικαιοσύνην παιδεύει ὥστε διὰ πάντων τῶν ἠθῶν ἰσονομεῖν καὶ εὐσέβειαν ἐκδιδάσκει, ὥστε μόνον τὸν ὄντα Θεὸν σέβειν μεγαλοπρεπῶς. 24 Μας εξασκεί επίσης εις πράξεις δικαιοσύνης, ώστε η όλη συμπεριφορά μας να είναι απονομή του δικαίου. Μας διδάσκει ακόμη την ευσέβειαν, ώστε εις μόνον τον αληθινόν Θεόν να αποδίδωμεν μεγαλοπρεπή λατρείαν. 24
25 διὸ οὐ μιαροφαγοῦμεν· πιστεύοντες γὰρ Θεοῦ καθεστάναι τὸν νόμον οἴδαμεν ὅτι κατὰ φύσιν ἡμῖν συμπαθεῖ νομοθετῶν ὁ τοῦ κόσμου κτίστης· 25 Δια τούτο δεν τρώγομεν τροφάς μιαράς. Διότι πιστεύομεν, ότι ο νόμος έχει θεσπισθή από τον Θεόν και γνωρίζομεν ότι νομοθετών ο κτίστης του κόσμου τρέφει κατά φυσικόν λόγον συμπάθειαν προς ημάς 25
26 καὶ τὰ μὲν οἰκειωθησόμενα ἡμῶν ταῖς ψυχαῖς ἐπέτρεψεν ἐσθίειν. τὰ δὲ ἐναντιωθησόμενα ἐκώλυσε σαρκοφαγεῖν. 26 και επέτρεψε να τρώγωμεν, όσα πρόκειται να ωφελήσουν τας ψυχάς μας, απηγόρευσεν όμως να δοκιμάζωμεν το κρέας, όσων πρόκειται να μας βλάψη 26
27 τυραννικὸν δὲ οὐ μόνον ἀναγκάζειν ἡμᾶς παρανομεῖν, ἀλλὰ καὶ ἐσθίειν, ὅπως τῇ ἐχθίστῃ ἡμῶν μιαροφαγίᾳ ταύτῃ ἔτι ἐγγελάσῃς. 27 Τυραννική αυθαιρεσία δεν είναι μόνον να μας αναγκάζης να παρανομούμεν, αλλά και να τρώγωμεν απηγορευμένα κρέατα, με τον σκοπόν να γελάσης εξευτελιστικώς εις βάρος μας εξ αιτίας της μισητοτάτης εις ημάς αυτής βρώσεως των μιαρών. 27
28 ἀλλ' οὐ γελάσεις κατ' ἐμοῦ τοῦτον τὸν γέλωτα, οὔτε τοὺς ἱεροὺς τῶν προγόνων περὶ τοῦ φυλάξαι τὸν νόμον ὅρκους οὐ παρήσω, 28 Αλλά βεβαίως δεν θα γελάσης εις βάρος μου τον ειρωνικόν αυτόν γέλωτα, ούτε εγώ θα παραβώ τους ιερούς όρκους των προγόνων μου, τους αναφερομένους, εις την τήρησιν του Νομου, 28
29 οὐδ' ἂν ἐκκόψειάς μου τὰ ὄμματα καὶ τὰ σπλάγχνα μου τήξειας. 29 ακόμη και αν μου βγάλης τα μάτια και λυώσης τα σπλάγχνα μου. 29
30 οὐχ οὕτως εἰμὶ γέρων ἐγὼ καὶ ἄνανδρος ὥστε μοι διὰ τὴν εὐσέβειαν μὴ νεάζειν τὸν λογισμόν. 30 Δεν είμαι τόσον γέρων και άνανδρος, ώστε να μη έχω ακμαίον το φρόνημά μου. 30
31 πρὸς ταῦτα τροχοὺς εὐτρέπιζε καὶ τὸ πῦρ ἐκφύσα σφοδρότερον. 31 Δια τούτο ετοίμαζε τους τροχούς και αναρρίπιζε το πυρ, ώστε να γίνη ισχυρότερον. 31
32 οὐχ οὕτως οἰκτείρομαι τὸ ἐμαυτοῦ γῆρας ὥστε με δι' ἐμαυτοῦ τὸν πάτριον καταλῦσαι νόμον. 32 Δεν αγαπώ και δεν λυπούμαι τόσον πολύ το γήρας μου, ώστε να καταπατήσω εγώ ο ίδιος τον Νομον των πατέρων μου. 32
33 οὐ ψεύσομαί σε, παιδευτὰ νόμε, οὐδὲ φεύξομαί σε οὐδ' ἐξομοῦμαί σε, φίλη ἐγκράτεια, 33 Δεν θα σε διαψεύσω, ω νόμε διδάσκαλε. Δεν θα σε εγκαταλείψω, αγαπητή εγκράτεια, ούτε θα καταπατήσω τον όρκον, που έχω δώσει δια σέ! 33
34 οὐδὲ καταισχυνῶ σε, φιλόσοφε λόγε, οὐδὲ ἐξαρνήσομαί σε, ἱερωσύνη τιμία καὶ νομοθεσίας ἐπιστήμη· 34 Δεν θα σε εξευτελίσω, φιλόσοφε λογισμέ, ούτε θα σας αρνηθώ, σεμνή ιερωσύνη και επιστήμη της νομοθεσίας! 34
35 οὐδὲ μιανεῖς μου τὸ σεμνὸν γήρως στόμα οὐδὲ νομίμου βίου ἡλικίαν. 35 Συ δέ, στόμα μου, δεν θα μολύνης την σεμνήν γεροντικήν μου ηλικίαν, ούτε και το τέλος μιας ζωής αφιερωμένης στον θείον νόμον. 35
36 ἁγνὸν δέ με οἱ πατέρες προσδέξονται μὴ φοβηθέντα σου τὰς μέχρι θανάτου ἀνάγκας. 36 Αγνόν θα με δεχθούν οι πατέρες, διότι δεν θα έχω φοβηθή τα θανάσιμα βασανιστήριά σου. 36
37 ἀσεβῶν μὲν γὰρ τυραννήσεις, τῶν δὲ ἐμῶν περὶ τῆς εὐσεβείας λογισμῶν οὔτε διὰ λόγων δεσπόσεις οὔτε δι' ἔργων. 37 Συ, Αντίοχε, θα βασιλεύσης επάνω εις ασεβείς· δεν θα κατευθύνης όμως συ τας ιδικάς μου πεποιθήσεις περί ευσεβείας ούτε με τας απειλάς ούτε με τα βάσανα”. 37