Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ἀτεκνία μετὰ ἀρετῆς· ἀθανασία γάρ ἐστιν ἐν μνήμῃ αὐτῆς, ὅτι καὶ παρὰ Θεῷ γινώσκεται καὶ παρὰ ἀνθρώποις· | 1 Από την πολυτεκνίαν των ασεβών προτιμοτέρα είναι η ατεκνία μετά αρετής. Διότι η μνήμη της αρετής παραμένει αθάνατος, αναγνωρίζεται ως καλή και επαινετή εκ μέρους Θεού και ανθρώπων. | 1 Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ λεχθέντα εἶναι προτιμότερον νὰ μὴ ἔχῃ κανεὶς παιδιά, ἀρκεῖ νὰ συνοδεύεται ἡ ἀτεκνία αὐτὴ μὲ ἀρετήν· διότι τὸ μνημόσυνον καὶ ἡ ἐνθύμησις τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀθάνατα· ἐπειδὴ ἀναγνωρίζεται καὶ ἐκτιμᾶται αὕτη καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. |
2 παροῦσάν τε μιμοῦνται αὐτὴν καὶ ποθοῦσιν ἀπελθοῦσαν· καὶ ἐν τῷ αἰῶνι στεφανηφοροῦσα πομπεύει τὸν τῶν ἀμιάντων ἄθλων ἀγῶνα νικήσασα. | 2 Οι άνθρωποι, όταν την βλέπουν εν τω προσώπω και τω βίω του εναρέτου, την μιμούνται. Οταν δε ο ενάρετος εκδημήση, επιθυμούν να ευρίσκετο πλησίον των πάντοτε. Ο ενάρετος, στεφανωμένος με δόξαν εις την αιωνίαν ζωήν, θριαμβεύει, διότι ενίκησε και κατώρθωσεν άθλους στον αγώνα της αρετής χωρίς κανένα ψεγάδι. | 2 Καὶ ὅταν εἶναι αὕτη παροῦσα καὶ ζῇ ἀκόμη ὁ ἀσκῶν αὐτὴν δίκαιος, τὴν τιμοῦν καὶ τὴν μιμοῦνται, ὅταν δὲ μὲ τὸν θάνατον τοῦ δικαίου ἀπέλθῃ, τὴν ποθοῦν καὶ τὴν ἐνθυμοῦνται μετὰ τιμῆς καὶ εὐλαβείας. Καὶ στεφανωμένη λοιπὸν αἰωνίως ἡ ἀρετὴ θριαμβεύει ἐν μεγαλοπρεπεῖ πομπῇ, διότι ἐνίκησεν εἰς τὸν ἔνδοξον ἀγῶνα τῶν μεγάλων κατορθωμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι καθαρὰ παντὸς ματαίου καὶ ἐγωϊστικοῦ μολύσματος. |
3 πολύγονον δὲ ἀσεβῶν πλῆθος οὐ χρησιμεύσει, καὶ ἐκ νόθων μοσχευμάτων οὐ δώσει ρίζαν εἰς βάθος, οὐδὲ ἀσφαλῆ βάσιν ἑδράσει· | 3 Η πολυτεκνία των ασεβών και το πλήθος των απογόνων των εις τίποτε δεν χρησιμεύει. Οι νόθοι υιοί δεν θα ριζώσουν εις βάθος. Δεν θα θεμελιωθούν εις ασφαλή βάσιν· θα εξαφανισθούν. | 3 Ἐνῷ δὲ ὁ ἐνάρετος, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι ἄτεκνος, μνημονεύεται τιμημένος εἰς τὸν αἰῶνα, ὅλως τοὐναντίον τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβῶν, ὁσονδήποτε πολύτεκνον καὶ ἂν εἶναι, δὲν θὰ εὐδοκιμήσῃ οὔτε θὰ ἀποβῇ χρήσιμον, καὶ ἀπὸ τὰ νόθα βλαστάρια δὲν θὰ δοθῇ ρίζα, ποὺ θὰ προχωρήσῃ εἰς μεγάλο βάθος, ὥστε ἡ γενεὰ τῆς ἀνομίας νὰ μὴ ξερριζωθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαφανισθῇ εἰς τὸ τέλος, οὔτε τὸ πλῆθος τῶν ἀπογόνων θὰ ἐγκαθιδρυθοῦν εἰς ἀσφαλῆ καὶ στερεὰν βάσιν καὶ εἰς θεμέλιον βαθὺ καὶ ἀσάλευτον. |
4 κἂν γὰρ ἐν κλάδοις πρὸς καιρὸν ἀναθάλῃ, ἐπισφαλῶς βεβηκότα ὑπὸ ἀνέμου σαλευθήσεται καὶ ὑπὸ βίας ἀνέμων ἐκριζωθήσεται. | 4 Αλλά και αν μερικοί κλάδοι των προς καιρόν αναθάλουν και βλαστήσουν, επειδή το όλον δένδρον δεν έχει ριζώσει βαθειά και δεν στηρίζεται εις ασφαλή θεμέλια, θα συγκλονίζεται από τον άνεμον, και στο τέλος από την ισχυράν πνοήν των ανέμων θα ξερριζωθή. | 4 Ναί, δὲν θὰ ριζοβολήσουν βαθιά· διότι καὶ ἐὰν τὰ πολυπληθῆ αὐτὰ βλαστήματα τῶν ἀσεβῶν πετάξουν προσκαίρους κλάδους, ζωηροὺς καὶ ἀνθισμένους, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ριζωμένα, ἀλλ’ εἶναι ἐπισφαλὲς καὶ ἀδύνατον τὸ θεμέλιον καὶ ἡ βάσις των, θὰ σαλευθοῦν καὶ θὰ μετακινηθοῦν ἀπὸ τὸν ἄνεμον καὶ ἀπὸ τὴν ὁρμὴν καὶ τὴν βίαν ἀνέμων πολλῶν καὶ ἰσχυρῶν θὰ ἐκριζωθοῦν. |
5 περικλασθήσονται κλῶνες ἀτέλεστοι, καὶ ὁ καρπὸς αὐτῶν ἄχρηστος, ἄωρος εἰς βρῶσιν καὶ εἰς οὐθὲν ἐπιτήδειος· | 5 Ασχημάτιστα και άκαρπα θα σπάσουν τα κλωνάρια των. Αλλά και αν προλάβουν να δέσουν καρπόν, αυτός θα είναι άχρηστος, άωρος προς βρώσιν και ακατάλληλος δι' οιανδήποτε χρήσιν. | 5 Θὰ τσακισθοῦν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τὰ κλωνάρια, προτοῦ νὰ ἀναπτυχθοῦν τελείως, καὶ ὁ καρπός των θὰ εἶναι ἄχρηστος, ἄγουρος διὰ νὰ φαγωθῇ καὶ εἰς τίποτε χρήσιμος καὶ κατάλληλος. |
6 ἐκ γὰρ ἀνόμων ὕπνων τέκνα γεννώμενα μάρτυρές εἰσι πονηρίας κατὰ γονέων ἐν ἐξετασμῷ αὐτῶν. | 6 Τα τέκνα, τα οποία γεννώνται από παρανόμους νυκτερινάς συναντήσεις ασεβών γονέων, θα είναι μάρτυρες κατηγορίας εναντίον της πονηρίας των γονέων των κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα κριθούν αυτοί. | 6 Καὶ θὰ πέσῃ ἄγουρος καὶ ὅλως ἄχρηστος ὁ καρπὸς τῶν κλάδων αὐτῶν, διότι τὰ παιδιὰ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ ὕπνους καὶ σχέσεις παρανόμους, αὐτὰ θὰ εἶναι μάρτυρες τῆς πονηρίας καὶ κακοηθείας τῶν γονέων των, ὅταν θὰ γίνῃ ἐξέτασις καὶ ἀνάκρισις αὐτῶν διὰ τὰ ἐγκλήματά των. |
7 Δίκαιος δὲ ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· | 7 Ο δίκαιος όμως, και εάν ακόμη συμβή να αποθάνη πρόωρα, θα εισελθη εις την αιωνίαν ανάπαυσιν. | 7 Προκειμένου ὅμως περὶ τοῦ δικαίου, τὰ συμβησόμενα θὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἐὰν τὸν προλάβῃ καὶ τὸν καταφθάσῃ παράκαιρα ὁ θάνατος, θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν ἀνάπαυσιν καὶ θὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς μόχθους καὶ τὰς δοκιμασίας τοῦ παρόντος βίου. |
8 γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται· | 8 Τιμημένον και ένδοξον γήρας δεν είναι το πολυχρόνιον, ούτε προσμετράται η αξία του ανθρώπου σύμφωνα με τον αριθμόν των ετών του. | 8 Τὸ ἐὰν δὲν ἐπρόφθασε νὰ γηράσῃ καὶ δὲν ἐλευκάνθησαν αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἀπὸ τὰ πολλὰ ἔτη τῆς ζωῆς, δὲν ἔχει καμμίαν σημασίαν. Διότι τὰ γηρατεῖα δὲν τὰ κάνουν τιμημένα καὶ ἀξιοσέβαστὰ τὰ πολλὰ χρόνια, οὔτε μετροῦνται τὰ τιμημένα χρόνια μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν χρόνων, ποὺ θὰ ζήσῃ κανείς. Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κανεὶς νέος καὶ συγχρόνως νὰ εἶναι σεβαστὸς καὶ τιμημένος περισσότερον ἀπὸ ἕνα ὑπέργηρον, καθὼς δὲν εἶναι ἀδύνατον ἕνας ὑπέργηρος νὰ εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν πλέον ἐπιπόλαιον νέον. |
9 πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. | 9 Λευκά και τιμημένα άσπρα μαλλιά δια τον άνθρωπον είναι οχι τα πολλά έτη, αλλά η σύνεσις. Και δεν είναι καθ' εαυτήν σεβαστή γεροντική ηλικία, αλλά εκείνη που έχει ως χαρακτηριστικόν της γνώρισμα τον άγιον και ακηλίδωτον βίον. | 9 Ἡ σύνεσις καὶ ἡ φρονιμάδα προσελκύει τὸν σεβασμὸν τῶν τιμημένων γηρατειῶν καὶ τῶν λευκῶν μαλλιῶν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἡ δὲ ἡλικία τοῦ γήρατος τότε εἶναι τιμημένη καὶ ἀξιοσέβαστός, ὅταν τὴν συνοδεύη ζωὴ χωρὶς κανὲν ἠθικὸν στίγμα. |
10 εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη· | 10 Ο δίκαιος, επειδή έγινεν ευάρεστος στον Θεόν, ηγαπήθη από αυτόν και ενώ εζούσε μεταξύ των αμαρτωλών, χωρίς να παρασυρθή εις την αμαρτίαν, μετετέθη εις την άλλην ζωήν. | 10 Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν τὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς ἀρετὴν δὲν καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπον σεβαστὸν καὶ μακάριον, τί σημασίαν ἔχει ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ δικαίου καὶ ἐναρέτου διὰ τὴν εὐτυχίαν αὐτοῦ; Αὐτός, ἐπειδὴ ἔγινεν εὐάρεστος εἰς τὸν Θεόν, ἠγαπήθη ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ἐπειδὴ ἔζη μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, διὰ τοῦ ἐπελθόντος θανάτου δὲν ἐξηφανίσθη, ἀλλ’ ἁπλῶς μετετέθη ἀπὸ τὸ ἄθλιον τῶν ἁμαρτωλῶν περιβάλλον εἰς τὸν τόπον τῆς ἀναπαύσεως. |
11 ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ· | 11 Ηρπάγη από τον Θεόν, δια να μη του αλλάξη η κακία την σύνεσιν και δια να μη εξαπατήση και αποπλανήση την ψυχήν του η δολιότης της αμαρτίας. | 11 Τὸν ἐπῆρε πρόωρα καὶ μὲ αἰφνίδιον θάνατον ὁ Θεός, ἀσφαλίζων αὐτὸν ἀπὸ τὸν κίνδυνον τοῦ νὰ ἀλλάξῃ τὴν σύνεσίν του καὶ τὴν φρονιμάδα του ἡ κακία καὶ ἁμαρτία, ἢ μήπως ἢ πονηρία καὶ τὰ ψεύτικα θέλγητρα δελεάσουν καὶ ἐξαπατήσουν τὴν ψυχήν του. |
12 βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ρεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. | 12 Διότι η έλξις και η μαγεία της φαυλότητας επισκοτίζει την ορθοφροσύνην και τον καλόν βίον. Ρεμβασμοί δε του νου εις αμαρτωλάς περιοχάς βλάπτουν και διαστρέφουν την αθώαν και άκακον καρδίαν. | 12 Ὑπάρχει δὲ πάντοτε καὶ διὰ τοὺς ἐναρέτους ὁ κίνδυνος αὐτός, διότι ἡ ζηλοτυπία καὶ τὸ βάσκανον μάτι τῆς κακοηθείας καὶ ἑξαχρειώσεως τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων ἐπιζητεῖ νὰ ἀμαυρώνῃ καὶ νὰ μουντζουρώνῃ τὴν λάμψιν τῶν καλῶν καὶ ἐναρέτων ἔργων, καὶ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ εὐχαρίστησιν σκέπτονται καὶ σχεδιάζουν οἱ ὑπὸ τῆς διεφθαρμένης ἐπιθυμίας αἰχμαλωτισμένοι ρεμβάζοντες εἰς αὐτό, εἶναι πῶς νὰ μεταστρέψουν καὶ νὰ μεταλλάξουν καὶ τὴν ἀπονήρευτον διάνοιαν, ποὺ δὲν σκέπτεται τὸ κακόν. |
13 τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς, | 13 Ο δίκαιος, τελειοποιηθείς εις μικρόν χρονικόν διάστημα, είναι ωσάν να συνεπλήρωσε πολλά χρόνια εναρέτου ζωής. | 13 Ὁ δὲ ἀναρπαγεὶς πρόωρα, μὲ τὸ νὰ γίνῃ τέλειος εἰς ὀλίγον χρονικὸν διάστημα, ἐγέμισε μὲ τὴν ἀρετὴν καὶ ἁγιότητά του πολλὰ χρόνια ζωῆς. |
14 ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, | 14 Ετσι δε η ψυχή του έγινεν ευάρεστος στον Κυριον. Δια τούτο έσπευσε και έφυγε σύντομα ανάμεσα από τας πονηρίας των ανθρώπων. Οι ασεβείς όμως άνθρωποι, όταν είδαν την πρόωρον εκδημίαν του, δεν κατενόησαν την αιτίαν της, δεν έβαλαν στο μυαλό των τον σκοπόν, δια τον οποίον ανηρπάγη ο δίκαιος. | 14 Ἐπειδὴ δὲ ἡ ψυχή του ἦτο ἀρεστὴ εἰς τὸν Κύριον, δι’ αὐτὸ καὶ ἔσπευσε νὰ φύγῃ γρήγορα μέσα ἀπὸ τὴν πονηρίαν. Τὸ πλῆθος ὅμως τῶν μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων εἶδαν τὸν πρόωρον αὐτὸν θάνατον καὶ δὲν ἐκατάλαβαν οὔτε ἔβαλαν μὲ τὸ μυαλό τους, |
15 ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ. | 15 Διότι η αγαθή επίσκεψις του Θεού προς τους εκλεκτούς και αφοσιωμένους εις αυτόν είναι χάρις και έλεος. | 15 ὅτι ὁ Θεὸς παρέχει τὴν χάριν του καὶ τὸ ἔλεός του εἰς ἐκείνους ποὺ ἐξέλεξε, καὶ ὅτι ἐπισκέπτεται μετ’ εὐνοίας τοὺς ὁσίους καὶ ἀφωσιωμένους εἰς αὐτόν. |
16 κατακρινεῖ δὲ δίκαιος καμὼν τοὺς ζῶντας ἀσεβεῖς καὶ νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου· | 16 Ο δίκαιος, ο οποίος εκοπίασεν στον αγώνα της αρετής, θα γίνη κριτής αυτών, που ζουν με ασέβειαν. Και ενάρετος νεότης, που έλαβε σύντομον τέλος, θα κρίνη το αμαρτωλόν γήρας. | 16 Ὁ δίκαιος ὅμως, ποὺ ἀπέθανε πρόωρα, θὰ καταδικάσῃ τοὺς ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καὶ δὲν ἀποθνήσκουν παράκαιρα, καὶ ἡ νεότης ποὺ ἐτελειοποιήθη γρήγορα, θὰ καταδικάσῃ τὸ εἰς πολλὰ ἔτη παραταθὲν γῆρας τοῦ ἀδίκου. |
17 ὄψονται γὰρ τελευτὴν σοφοῦ καὶ οὐ νοήσουσι τί ἐβουλεύσατο περὶ αὐτοῦ καὶ εἰς τί ἠσφαλίσατο αὐτὸν ὁ Κύριος. | 17 Οι ασεβείς όμως θα ίδουν την πρόωρον τελευτήν του κατά Θεόν σοφού και δεν θα κατανοήσουν, τι εσκέφθη δι' αυτόν ο Θεός και πως τον επροστάτευσε, και τον εξησφάλισεν εις την αιωνιότητα ο Κυριος. | 17 Θὰ κριθοῦν δὲ καὶ θὰ καταδικασθοῦν οὗτοι ἀπὸ τὸν δίκαιον, διότι θὰ ἴδουν τὸ τέλος καὶ τὴν πρόωρον τελευτὴν τοῦ ἐναρέτου καὶ κατὰ Θεὸν σοφοῦ καὶ δὲν θὰ καταλάβουν, τί ἐσκέφθη καὶ ἀπεφάσισε δι' αὐτὸν καὶ διατὶ τὸν ἐξησφάλισεν ὁ Κύριος. |
18 ὄψονται καὶ ἐξουθενήσουσιν, αὐτοὺς δὲ ὁ Κύριος ἐκγελάσεται | 18 Θα ίδουν τον πρόωρον θάνατον των δικαίων και θα τους εξουθενώσουν. Ο Κυριος όμως θα γελάση εμπαικτικώς εις βάρος των ασεβών. | 18 Θὰ ἰδουν τὸν δίκαιον ἀποθνήσκοντα καὶ θὰ τὸν περιφρονήσουν διὰ τὸν παράκαιρον θάνατόν του, αὐτοὺς ὅμως θὰ περιγελάσῃ ὄχι ἄνθρωπός τις, ἀλλ' αὐτὸς ὁ Κύριος. |
19 καὶ ἔσονται μετὰ τοῦτο εἰς πτῶμα ἄτιμον καὶ εἰς ὕβριν ἐν νεκροῖς δι᾿ αἰῶνος, ὅτι ρήξει αὐτοὺς ἀφώνους πρηνεῖς καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων καὶ ἕως ἐσχάτου χερσωθήσονται καὶ ἔσονται ἐν ὀδύνῃ, καὶ ἡ μνήμη αὐτῶν ἀπολεῖται. | 19 Επειτα από αυτά πτώμα περιφρονημένον και ακάθαρτον θα καταντήσουν κατά τον θάνατόν των οι ασεβείς. Αιώνιος εμπαιγμός θα είναι αυτοί ανάμεσα στους νεκρούς. Διότι ο Κυριος θα τους συντρίψη. Θα τους ρίψη στο έδαφος πρηνείς και αφώνους, θα τους συγκλονίση εκ θεμελίων. Ερημος και άκαρπος θα μείνη η γενεά των ωσάν το χέρσον έδαφος. Μέσα στον άδην θα ευρίσκωνται εις πόνον και θλίψιν και αυτή ακόμη η ανάμνησίς των θα αφανισθή εις την γην. | 19 Καὶ ὕστερον ἀπὸ αὐτό, ὅταν θὰ ἀποθάνουν καὶ αὐτοί, θὰ γίνουν πτῶμα περιφρονημένον καὶ χωρὶς καμμίαν τιμήν, καὶ μεταξὺ τῶν νεκρῶν αἰωνίως ὑβρισμένοι. Διότι ὁ Θεὸς θὰ τοὺς συντρίψῃ καταρρίπτων αὐτοὺς μὲ τὸ πρόσωπον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χωρὶς νὰ ἠμποροῦν οὔτε τὴν παραμικρὰν φωνὴν νὰ ἐκβάλουν, καὶ θὰ τοὺς τινάξῃ δυνατὰ ἀπὸ τὰ βάθη καὶ θεμέλιά τους καὶ θὰ γίνουν σὰν χέρσος καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἐρημωμένος καὶ κατάξηρος τόπος καὶ θὰ εἶναι βυθισμένοι εἰς τὸν πόνον καὶ τὴν ὀδύνην, καὶ τὸ ὄνομά των θὰ σβήσῃ, μέχρι τοῦ νὰ μὴ τοὺς ἐνθυμῆται κανείς. |
20 ἐλεύσονται ἐν συλλογισμῷ ἁμαρτημάτων αὐτῶν δειλοί, καὶ ἐλέγξει αὐτοὺς ἐξεναντίας τὰ ἀνομήματα αὐτῶν. | 20 Εκεί, δειλοί και τρομαγμένοι, θα ενθυμηθούν τα αμαρτήματά των, όταν ο Κυριος ως δικαιοκρίτης ελέγξη ενώπιόν των τας παρανομίας των. | 20 Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς θὰ τοὺς καλέσῃ νὰ λογοδοτήσουν, θὰ ἔλθουν ἐνώπιόν του δειλοὶ καὶ ἔντρομοι, καθὼς θὰ σκέπτωνται τὰ ἁμαρτήματά των, καὶ αἱ παραβάσεις τοῦ θείου νόμου, τὰς ὁποίας ἐν τῇ ἐπιγείῳ ζωῇ τῶν διέπραξαν, θὰ τοὺς ἐλέγξουν καὶ θὰ τοὺς κατακρίνουν κατὰ πρόσωπον ὡς ἄλλοι μάρτυρες κατηγορίας. |