Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Πλοῦν τις πάλιν στελλόμενος καὶ ἄγρια μέλλων διοδεύειν κύματα, τοῦ φέροντος αὐτὸν πλοίου σαθρότερον ξύλον ἐπιβοᾶται. | 1 Εάν πάλιν κανείς πρόκειται να επιχειρήση θαλασσινόν ταξίδι και μέλλει να διασχίση άγρια κύματα, επικαλείται εις βοήθειάν του ένα ξύλινον είδωλον, ασυγκρίτως αδυνατώτερον από το πλοίον, επί του οποίου αυτός επιβαίνει. | 1 Ιδοὺ καὶ ἕτερον παράδειγμα λαμβανόμενον ἀπὸ τὰ διὰ πλοίων ταξίδια. Κάποιος ἄλλος πάλιν, ποὺ ἐτοιμάζεται διὰ θαλάσσιον ταξίδιον καὶ πρόκειται νὰ περάσῃ διὰ μέσου ἀγρίων κυμάτων, ἐπικαλεῖται μετὰ φωνῆς ἰσχυρᾶς ἄγαλμα ἐκ ξύλου, τὸ ὁποῖον εἶναι πιὸ εὔθραυστον καὶ σάπιον ἀπὸ τὸ ξύλον τοῦ πλοίου, τοῦ ὁποῖον τὸν μεταφέρει. |
2 ἐκεῖνο μὲν γὰρ ὄρεξις πορισμῶν ἐπενόησε, τεχνῖτις δὲ σοφίᾳ κατεσκεύασεν· | 2 Του μεν πλοίου το σχέδιον και την κατασκευήν ενέπνευσεν η επιθυμία του κέρδους, η δε τεχνίτρα σοφία το κατεσκεύασεν. | 2 Εἶναι δὲ πιὸ στερεὸν τὸ ξύλινον πλοῖον, διότι αὐτὸ μὲν τὸ ἐφεύρεν ἡ ἐπιθυμία τοῦ πορισμοῦ κέρδους, τὸ κατεσκεύασε δὲ μὲ δεξιότητα καὶ σοφίαν ὁ τεχνίτης. |
3 ἡ δὲ σή, πάτερ, διακυβερνᾷ πρόνοια, ὅτι ἔδωκας καὶ ἐν θαλάσσῃ ὁδὸν καὶ ἐν κύμασι τρίβον ἀσφαλῆ, | 3 Ομως, Πατερ, η ιδική σου πρόνοια κυβερνά και κατευθύνει το πλοίον τούτο, διότι συ είσαι εκείνος, που ήνοιξες λεωφόρους εις την θάλασσαν και ασφαλή δρόμον επάνω εις τα κύματα, | 3 Ἡ Πρόνοιά σου ὅμως, ὦ Πάτερ, κυβερνᾷ διὰ μέσου τῶν κυμάτων τὸ πλοῖον, διότι Σὺ ἔχεις δώσει καὶ εἰς τὴν θάλασσαν δρόμον καὶ ἐπὶ τῶν ταρασσομένων κυμάτων ἀσφαλῆ πορείαν. |
4 δεικνὺς ὅτι δύνασαι ἐκ παντὸς σώζειν, ἵνα κἂν ἄνευ τέχνης τις ἐπιβῇ. | 4 και έτσι δείχνεις ότι συ δύνασαι από κάθε κίνδυνον να σώζης τον άνθρωπον, ώστε αυτός, και αν δεν έχη ναυτικήν πείραν και τέχνην, να ημπορή να επιβιβάζεται στο πλοίον δια το ταξίδι του. | 4 Καὶ δείχνεις ἔτσι ὅτι ἠμπορεῖς ἀπὸ πάντα κίνδυνοι νὰ σώζῃς· ἵνα οὕτω ὑπὸ τὴν προστασίαν σου εἶναι ἀσφαλὴς πᾶς τις, ἔστω καὶ ἂν ἐπιβῇ ἐπὶ τῆς θαλάσσης χωρὶς νὰ ἔχῃ γνῶσιν τῆς ναυτικῆς τέχνης. |
5 θέλεις δὲ μή ἀργὰ εἶναι τὰ τῆς σοφίας σου ἔργα, διὰ τοῦτο καὶ ἐλαχίστῳ ξύλῳ πιστεύουσιν ἄνθρωποι ψυχὰς καὶ διελθόντες κλύδωνα σχεδίᾳ διεσώθησαν. | 5 Δεν θέλεις τα έργα της ιδικής σου σοφίας να είναι άκαρπα και άσκοπα. Δια τούτο και οι άνθρωποι τολμούν, εμπιστευόμενοι την ζωήν των εις ένα μικρότατον ξύλον, να αντικρύζουν με θάρρος και να διασχίζουν την τρικυμίαν, έστω και επί μιας ξυλίνης σχεδίας, και να σώζωνται με αυτήν. | 5 Ἐπειδὴ δὲ θέλεις τὰ ἔργα τῆς σοφίας σου νὰ μὴ μείνουν ἀργά, διὰ τοῦτο ἐφώτισες τοὺς ἀνθρώπους νὰ κατασκευάσουν πλοῖα, καὶ ἐμπιστεύονται τὴν ζωήν των εἰς ξύλον πλοίου ἐλάχιστον ἐν σχέσει πρὸς τὰς θαλάσσας, ποὺ διαπλέουν, καὶ ἀφοῦ διασχίσουν καὶ περάσουν διὰ μέσου τῶν ταρασσομένων κυμάτων, σώζονται μὲ αὐτό. |
6 καὶ ἀρχῆς γὰρ ἀπολλυμένων ὑπερηφάνων γιγάντων, ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου ἐπὶ σχεδίας καταφυγοῦσα ἀπέλιπεν αἰῶνι σπέρμα γενέσεως τῇ σῇ κυβερνηθεῖσα χειρί. | 6 Κατά τας αρχάς του κόσμου, όταν δια του κατακλυσμού κατεστρέφοντο οι υπερήφανοι και αμαρτωλοί γίγαντες, ολίγοι άνθρωποι, που ήσαν έλπίς του κόσμου, ο Νωε και οι περί αυτόν, αφού κατέφυγαν εις την ξυλίνην κιβωτόν, η οποία εκυβερνάτο από το ιδικόν σου χέρι, εσώθησαν και αφήκαν στον κόσμον σπέρμα μιας νέας γενεάς. | 6 Σώζονται, ἐπειδὴ Σὺ τοὺς κυβερνᾷς. Διότι καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου, ἐνῷ κατεστρέφοντο οἱ ὑπερήφανοι γίγαντες, ὁ Νῶε, ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου, ἀφοῦ κατέφυγεν ἐπὶ μεγάλης βάρκας, ἐπὶ τῆς γνωστῆς κιβωτοῦ, διέσωσε καὶ ἀφῆκεν εἰς τὸν κόσμον ἀπογόνους μελλούσης γενεᾶς, διότι ἡ κιβωτὸς αὐτὴ ἐκυβερνήθη ἀπὸ τὴν παντοδύναμον χεῖρα σου. |
7 εὐλόγηται γὰρ ξύλον, δι᾿ οὗ γίνεται δικαιοσύνη· | 7 Διότι είναι ευλογημένον το ξύλον, το οποίον χρησιμοποιείται δι' έργον δίκαιον. | 7 Καὶ ἐκυβερνήθη ἀπὸ Σέ, διότι εἶναι εὐλογημένον τὸ ξύλον, διὰ τοῦ ὁποίου ἀσκεῖται δικαιοσύνη καὶ ἀρετή. |
8 τὸ χειροποίητον δέ, ἐπικατάρατον αὐτὸν καὶ ὁ ποιήσας αὐτό, ὅτι ὁ μὲν εἰργάζετο, τὸ δὲ φθαρτὸν θεὸς ὠνομάσθη. | 8 Το ξύλινον όμως είδωλον είναι επικατάρατον και αυτό και εκείνος, ο οποίος το κατεσκεύασε. Κατηραμένος ο άνθρωπος, διότι το κατεσκεύασε, κατηραμένον το ξύλινον αυτό είδωλον, διότι, αν και φθαρτόν, ωνομάσθη Θεός! | 8 Τὸ εἴδωλον ὅμως, ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια, εἶναι ἐπικατάρατον καὶ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐποίησε τοῦτο· διότι δὲν ἔμενε μὲν οὗτος ἀργός, ἀλλ' εἰργάσθη διὰ τὴν κατασκευήν του, αὐτὸ ὅμως, ἐνῷ εἶναι φθαρτὸν καὶ ὑπόκειται εἰς σαπίλαν, ὠνομάσθη θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄφθαρτος καὶ αἰώνιος. |
9 ἐν ἴσῳ γὰρ μισητὰ Θεῷ καὶ ὁ ἀσεβῶν καὶ ἡ ἀσέβεια αὐτοῦ· | 9 Είναι εξ ίσου μισητός στον Θεόν ο ασεβής και τα ασεβή αυτού έργα. | 9 Διότι ἐξ ἴσου εἶναι μισητὰ εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτός, ποὺ ἀσεβεῖ κατασκευάζων τὸ εἴδωλον, καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ εἴδωλον, τὸ προϊὸν τῆς ἀσεβείας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκτρέπεται διὰ τῆς ἐργασίας του. |
10 καὶ γὰρ τὸ πραχθὲν σὺν τῷ δράσαντι κολασθήσεται. | 10 Δια τούτο ακριβώς και το κατασκευασθέν αμαρτωλόν έργον θα καταδικασθή μαζή με τον δημιουργόν του. | 10 Εἶναι ἐξ ἴσου μισητὰ καὶ τὰ δύο ταῦτα εἰς τὸν Θεόν. Καὶ δι’ αὐτὸ βεβαίως θὰ τιμωρηθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὸ κατασκευασθὲν εἴδωλον μαζὶ μὲ ἐκεῖνον, ποὺ τὸ κατεσκεύασεν. |
11 διὰ τοῦτο καὶ ἐν εἰδώλοις ἐθνῶν ἐπισκοπὴ ἔσται, ὅτι ἐν κτίσματι Θεοῦ εἰς βδέλυγμα ἐγενήθησαν καὶ εἰς σκάνδαλα ψυχαῖς ἀνθρώπων καὶ εἰς παγίδα ποσὶν ἀφρόνων. | 11 Δια τούτο ο Κυριος θα επισκεφθή, δια να τιμωρήση τα είδωλα των ειδωλολατρικών εθνών, διότι ανάμεσα εις τα δημιουργήματα του Θεού ευρέθησαν και τα βδελυρά αυτά είδωλα, σκάνδαλα δια να πίπτουν ψυχαί ανθρώπων και παγίς απωλείας δια τα πόδια των ασυνέτων. | 11 Ἐπειδὴ δὲ εἶναι ἐξ ἴσου μισητὰ εἰς τὸν Θεόν, δι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνικῶν θὰ γίνῃ ἐν ὀργῇ καὶ καταστροφὴ θεία ἐπίσκεψις καὶ κρίσις, διότι ἐν μέσῳ τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἔγιναν ταῦτα σιχαμερὰ καὶ βδελυκτά, ἀλλὰ καὶ αἰτία σκανδάλου εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καὶ παγίδα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια ἀνοήτων ἀνθρώπων, εἰς τὴν ὁποίαν οὖτοι συνελήφθησαν εἰς καταστροφὴν καὶ θάνατον. |
12 ᾿Αρχὴ γὰρ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων, εὕρεσις δὲ αὐτῶν φθορὰ ζωῆς. | 12 Διότι αρχή και αιτία της αποστασίας από τον Θεόν και γενικώς της αμαρτωλότητος είναι η επινόησις των ειδώλων. Η εφεύρεσις αυτών είναι καταστροφή της ζωής των ανθρώπων. | 12 Ἀποτελοῦν δὲ παγίδα θανατηφόρον τὰ εἴδωλα, διότι ἡ ἐπινόησις τῶν εἰδώλων εἶναι αἰτία τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς πρῶτον, εἶτα δὲ καὶ τῆς σωματικῆς πορνείας· ἡ ἐφεύρεσις δὲ αὐτῶν εἶναι διαφθορὰ καὶ κατάρρευσις τῆς ζωῆς. |
13 οὔτε γὰρ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, οὔτε εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται· | 13 Τα είδωλα αυτά και η ειδωλολατρεία γενικώτερον ούτε απ' αρχής υπήρχαν ούτε και στον αιώνα τον άπαντα θα παραμείνουν. | 13 Εἶναι δὲ πράγματι ἐπινόησις καὶ ἐφεύρεσις ἡ εἰδωλολατρία, διότι αὕτη οὔτε ἐξ ἀρχῇς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρχεν, οὔτε θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸ μέλλον αἰωνίως. |
14 κενοδοξίᾳ γὰρ ἀνθρώπων εἰσῆλθεν εἰς κόσμον, καὶ διὰ τοῦτο σύντομον αὐτῶν τέλος ἐπενοήθη. | 14 Λογω του εγωϊσμού και της ματαιοδοξίας των ανθοωπων εισήλθεν η ειδωλολατρεία στον κόσμον και δια τούτο επιφυλάσσεται στους ειδωλολάτρας ένα σύντομον και απότομον τέλος. | 14 Δὲν θὰ ὑπάρχῃ δὲ αἰωνίως ἡ εἰδωλολατρία, διότι ἀπὸ τὴν ματαιοδοξίαν τῶν ἀνθρώπων εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ διὰ τοῦτο ἀπεφασίσθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι σύντομον τὸ τέλος τῶν εἰδώλων. |
15 ἀώρῳ γὰρ πένθει τρυχόμενος πατήρ, τοῦ ταχέως ἀφαιρεθέντος τέκνου εἰκόνα ποιήσας, τὸν τότε νεκρὸν ἄνθρωπον νῦν ὡς Θεὸν ἐτίμησε καὶ παρέδωκε τοῖς ὑποχειρίοις μυστήρια καὶ τελετάς. | 15 Ιδού πως ήρχισεν η ειδωλολατρεία· ένας πατέρας ταλαιπωρούμενος και βασανιζόμενος από τον πρόωρον θάνατον του παιδιού του κατεσκεύασεν εικόνα αυτού του τέκνου του, το οποίον λίαν ενωρίς ανηρπάγη εκ μέσου της οικογενείας του. Τον τότε λοιπόν νεκρόν άνθρωπον τον ετίμησε τώρα ως θεόν, και εθεσμοθέτησε δια τους ανθρώπους, που είχεν υπό την δικαιοδοσίαν του, μυστηριακάς υπέρ εκείνου τελετάς. | 15 Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐκ ματαίων λόγων εἰσῆλθεν ἡ εἰδωλολατρία εἰς τὸν κόσμον· διότι ἕνας πατέρας, ὁ ὁποῖος ἐβασανίζετο ἀπὸ πρόωρον πένθος, ἀφοῦ κατεσκεύασεν εἰκόνα τοῦ παιδιοῦ του, ποὺ τοῦ ἀφαιρέθηκε γρήγορα καὶ παράκαιρα ἀπὸ τὸν θάνατον, τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ποὺ ἦτο πλέον τότε νεκρός, τώρα τὸν ἐτίμησεν ὡς θεὸν καὶ πρὸς τιμὴν καὶ λατρείαν του παρέδωκε καὶ καθώρισεν εἰς τοὺς ἐξαρτωμένους ἀπὸ αὐτὸν δούλους καὶ ὑπεξουσίους νὰ τελοῦν μυστήριο καὶ τελετάς. |
16 εἶτα ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν τὸ ἀσεβὲς ἔθος ὡς νόμος ἐφυλάχθη, καὶ τυράννων ἐπιταγαῖς ἐθρησκεύετο τὰ γλυπτά, | 16 Κατόπιν δέ, καθώς επερνούσε ο καιρός, ενισχύθη και επεκράτησεν αυτή η άσεβής συνήθεια, ετηρήθη ως νόμος και δια βασιλικών διαταγών ελατρεύθησαν έτσι τα είδωλα. | 16 Ἔπειτα, μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ἐνισχύθη καὶ ἐπεκράτησε τὸ ἀσεβὲς αὐτὸ ἔθιμον, ἐφυλάχθη, σὰν νὰ ἦτο νόμος, καὶ σύμφωνα μὲ τὰς διαταγὰς τῶν ματαιοδόξων καὶ ὑπὸ ἰδιοτελῶν κολάκων παρακινουμένων ἀρχόντων τὰ σκαλιστὰ εἴδωλα ἐλατρεύοντο. |
17 οὓς ἐν ὄψει μὴ δυνάμενοι τιμᾶν ἄνθρωποι διὰ τὸ μακρὰν οἰκεῖν, τὴν πόρρωθεν ὄψιν ἀνατυπωσάμενοι, ἐμφανῆ εἰκόνα τοῦ τιμωμένου βασιλέως ἐποίησαν, ἵνα τὸν ἀπόντα ὡς παρόντα κολακεύωσι διὰ τῆς σπουδῆς. | 17 Επειτα οι άνθρωποι θέλουν να τιμήσουν μερικούς προσωπικώς, επειδή όμως εκείνοι κατοικούν μακράν και δεν ημπορούν να τους τιμήσουν, όπως θέλουν, απετύπωσαν την μορφήν των, κατεσκεύασαν φανεράν και θεατήν εις όλους την εικόνα του τιμωμένου βασιλέως και ετσι χάρις στον ζήλον των αυτόν εκολάκευαν τον απόντα με τιμητικήν προσκύνησιν, ως εάν ήτο εκεί παρών. | 17 Ἑτέρα περίπτωσις θεοποιήσεως τῶν βασιλέων ἐκείνων δηλαδή, τοὺς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι δὲν ἠδύναντο νὰ τιμήσουν κατὰ πρόσωπον καὶ ἐπὶ παρουσία των, διότι κατῴκουν μακρὰν καὶ εἰς ἄλλον τόπον, ἀφοῦ ἀπετύπωσαν τὴν μακρόθεν διὰ τῆς φαντασία, θεωμένην ὑπ’ αὐτῶν μορφήν, ἔκαμαν ὁρατὴν καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν των φανερὰν μίαν εἰκόνα τοῦ βασιλέως, τὸν ὁποῖον ἤθελαν νὰ τιμήσουν, ἵνα τοιουτοτρόπως κολακεύσουν καὶ προσκυνήσουν τὸν ἀπόντα βασιλέα μὲ τὴν ἰδίαν σπουδὴν καὶ φροντίδα, ὡς νὰ ἦτο παρών. |
18 εἰς ἐπίτασιν δὲ θρησκείας καὶ τοὺς ἀγνοοῦντας ἡ τοῦ τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία· | 18 Εις ενίσχυσιν δε αυτής της ειδωλολατρικής θρησκείας και προς επέκτασίν της στους αγνοούντας συνετέλεσε και η φιλοδοξία του καλλιτέχνου των ειδώλων. | 18 Πρὸς αὔξησιν δὲ καὶ μεγαλυτέραν ἐνίσχυσιν τῆς δεισιδαιμονίας καὶ πεπλανημένης ταύτης θρησκεία, ὤθησε καὶ παρεκίνησε τοὺς εὑρισκομένους εἰς ἄγνοιαν καὶ τρίτη τις αἰτία. Εἶναι δὲ αὕτη ἡ ματαιοδοξία καὶ φιλοτιμία τοῦ τεχνίτου. |
19 ὁ μὲν γὰρ τάχα τῷ κρατοῦντι βουλόμενος ἀρέσαι, ἐξεβιάσατο τῇ τέχνῃ τὴν ὁμοιότητα ἐπὶ τὸ κάλλιον· | 19 Διότι ο μεν καλλιτέχνης, επιθυμών προφανώς να φανή αρεστός στον βασιλέα, διέθεσε και εξεδαπάνησε όλην αυτού την καλλιτεχνικήν δεξιότητα, δια να κάμη το άγαλμα όσον το δυνατόν ωραιότερον. | 19 Λέγομεν ματαιοδοξίαν τοῦ τεχνίτου, διότι αὐτός, ἐπειδὴ πιθανώτατα ἤθελε νὰ ἀρέσῃ εἰς αὐτόν, ποὺ εἶχε τὴν ἐξουσίαν, κατέβαλε πᾶσαν προσπάθειαν μέχρι τοῦ νὰ ἐκβιάσῃ καὶ ἐξαντλήσῃ ὅλην τὴν δεξιότητα τῆς τέχνης του, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ ὁμοίωμα τῆς εἰκόνος, ὅσον τὸ δυνατὸν ὡραιότερον ἀπὸ τὸ πρωτοτύπον. |
20 τὸ δὲ πλῆθος ἐφελκόμενον διὰ τὸ εὔχαρι τῆς ἐργασίας, τὸν πρὸ ὀλίγου τιμηθέντα ἄνθρωπον νῦν σέβασμα ἐλογίσαντο. | 20 Ο δε λαός ελκυόμενος από το καλλιτεχνικόν αυτό έργον του τεχνίτου παρασύρεται, ώστε να θεωρήση τώρα ως θεόν αυτόν, που προ ολίγου ετίμα ως άνθρωπον. | 20 Τὸ πλῆθος ὅμως τῶν ἀγνοούντων ἀνθρώπων, ἐπειδὴ εἱλκύετο ἀπὸ τὴν χάριν καὶ εὐμορφίαν τοῦ καλλιτεχνήματος, αὐτόν, ὁ ὁποῖος μόλις πρὸ ὀλίγου ἐτιμήθη ὡς ἄνθρωπος, τὸν ἐθεώρησαν τώρα ὡς ἄξιον σεβασμοῦ καὶ λατρείας. |
21 καὶ τοῦτο ἐγένετο τῷ βίῳ εἰς ἔνεδρον, ὅτι ἢ συμφορᾷ ἢ τυραννίδι δουλεύσαντες ἄνθρωποι τὸ ἀκοινώνητον ὄνομα λίθοις καὶ ξύλοις περιέθεσαν. | 21 Αυτό όμως το άγαλμα εγινε δια την ζωήν των ανθρώπων παγίς και σκάνδαλον. Διότι οι άνθρωποι είτε επειδή περιέπεσαν εις κάποιαν συμφοράν, από την οποίαν δεν έβλεπαν λύτρωσιν, είτε διότι εξηναγκάσθησαν από κάποιον τύραννον, απέδωσαν το ανέκφραστον όνομα του Θεού εις λίθους και εις ξύλα. | 21 Καὶ ἡ κατὰ τοὺς τρόπους τούτους εἴσοδος αὕτη τῆς εἰδωλολατρίας εἰς τὸν κόσμον ἔγινε διὰ τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων παγίδα καὶ ἐνέδρα ἀποπλανήσεως, διότι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, ἐπειδὴ κατέστησαν δοῦλοι εἴτε εἰς τὴν συμφορὰν εἴτε εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν τυράννων, περιέβαλον λίθους καὶ ξύλα μὲ τὸ Ὄνομα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπιτρέπεται, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδοθῇ καὶ εἰς ἄλλον τινά. |
22 Εἶτ᾿ οὐκ ἤρκεσε τὸ πλανᾶσθαι περὶ τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ μεγάλῳ ζῶντες ἀγνοίας πολέμῳ τὰ τοσαῦτα κακὰ εἰρήνην προσαγορεύουσιν. | 22 Επειτα, ως εάν δεν ήτο αρκετόν δι' αυτούς να πλανώνται εις την περί του αληθινού Θεού γνώσιν, περιέπεσαν και εις άλλα κακά. Ζώντες εξ αιτίας της αγνοίας των αυτής εις διαρκή πόλεμον με τον εαυτόν των και με τους άλλους, ονομάζουν ειρήνην τας τόσας και τέτοιας συμφοράς των. | 22 Ἔπειτα δὲν ὑπῆρξεν ἀρκετὸν εἰς αὐτοὺς τὸ νὰ πλανῶνται περὶ τὴν γνῶσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔζων καὶ εἰς μεγάλον ἐσωτερικὸν πόλεμον καὶ ἠθικὸν σκοτισμὸν ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνοίας των, εἰς τὰ τόσον πολλὰ κακά, εἰς τὰ ὁποῖα ἐνέπεσαν, ἔδωκαν τὸ ὄνομα τῆς εἰρήνης. |
23 ἢ γὰρ τεκνοφόνους τελετὰς ἢ κρύφια μυστήρια ἢ ἐμμανεῖς ἐξ ἄλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες, | 23 Αυτοί, εκτρεπόμενοι εις αηδείς τελετάς, θυσίας των τέκνων των η εις κρυφάς μυστηριώδεις λατρείας η εις εξάλλους οργιαστικάς ευωχίας ξένων θεοτήτων, | 23 Ὑπῆρξαν δὲ πολὺ μεγάλα τὰ κακὰ ταῦτα. Διότι διεξάγοντες τελετάς, εἰς τὰς ὁποίας ἐθυσίαζον τὰ τέκνα των, ἢ ἀπόκρυφα μυστήρια ἢ μετὰ μανίας παραδιδόμενοι εἰς ἀκόλαστα ὄργια καὶ συμπόσια ἐθίμων καὶ νόμων ξένης προελεύσεως, |
24 οὔτε βίους οὔτε γάμους καθαροὺς ἔτι φυλάσσουσιν, ἕτερος δ᾿ ἕτερον ἢ λοχῶν ἀναιρεῖ ἢ νοθεύων ὀδυνᾷ. | 24 ούτε ζωήν ούτε γάμους καθαρούς κατορθώνουν να διατηρήσουν, αλλά επιβουλεύεται ο ενας τον άλλον είτε φονεύων αυτόν κρυφίως είτε καταδολιευόμενος τον βυθίζει εις οδύνην. | 24 οὔτε τὴν ζωήν των οὔτε τοὺς γάμους των διατηροῦν πλέον καθαρούς, ἀλλὰ παραμονεύων ὁ ἕνας τὸν ἄλλον φονεύει αὐτὸν ἢ τοῦ προκαλεῖ λύπην καὶ στενοχώριαν, ἐξαπατῶν τοῦτον διὰ τῆς μοιχείας. |
25 πάντας δ᾿ ἐπιμὶξ ἔχει αἷμα καὶ φόνος, κλοπὴ καὶ δόλος, φθορά, ἀπιστία, ταραχή, ἐπιορκία, θόρυβος ἀγαθῶν, | 25 Παντες δε και πανταχού οι ειδωλολάτραι φύρδην μίγδην είναι ένοχοι δι' αίματα και φόνους, δια κλοπάς και δολιότητας, δια διαφθοράν και δι' ανειλικρίνειαν, δια ταραχήν και επιορκίαν, δια δημιουργίαν ταραχών εις βάρος των δικαίων και φιλησύχων ανθρώπων, | 25 Εἰς τὸν καθένα τους δὲ ὑπάρχουν μέσα του ὅλα ἀνακατευμένα, τὸ αἷμα καὶ ὁ φόνος, ἡ κλοπὴ καὶ ἡ δολία ἀπάτη, ἡ διαφθορά, ἡ ἀνειλικρίνεια καὶ ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης, ταραχώδης ἀνησυχία, ἐπιορκία, διωγμὸς καὶ ξεσήκωμα ἀνθρώπων φιλησύχων καὶ ἀγαθῶν· |
26 χάριτος ἀμνησία, ψυχῶν μιασμός, γενέσεως ἐναλλαγή, γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀσέλγεια. | 26 δια λησμοσύνην ευεργεσιών, δια μιάσματα ψυχικά και σοδομικάς αμαρτίας, αταξίας γάμων, μοιχείας και ασελγείας. | 26 ἐξ ἀγνωμοσύνης ἐπιλησμοσύνη τῶν εὐεργεσιῶν, μολυσμὸς τῶν ψυχῶν, μεταβολὴ τοῦ φύλου διὰ τῆς παρὰ φύσιν ἀσελγείας, ἀταξία εἰς τοὺς γάμους διὰ τῶν εὐκόλων διαζυγίων καὶ τῆς ἄνευ λόγου διαλύσεως αὐτῶν, μοιχεία καὶ ἀσέλγεια. |
27 ἡ γὰρ τῶν ἀνωνύμων εἰδώλων θρησκεία παντὸς ἀρχὴ κακοῦ καὶ αἰτία καὶ πέρας ἐστίν· | 27 Διότι η θρησκεία των ειδώλων, των οποίων ούτε τα ονόματα δεν πρέπει να αναφέρη κανείς, είναι η πηγή, η αιτία και η ολοκλήρωσις παντός κακού. | 27 Ὑπάρχουν δὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ἀνακατευμένα, διότι ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, τὰ ὁποῖα οὔτε ἔχουν ὄνομα οὔτε ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν θεῖον νόμον νὰ κατονομάζωνται, εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ αἰτία καὶ τὸ τέρμα παντὸς κακοῦ. |
28 ἢ γὰρ εὐφραινόμενοι μεμήνασιν ἢ προφητεύουσι ψευδῆ ἢ ζῶσιν ἀδίκως ἢ ἐπιορκοῦσι ταχέως· | 28 Διότι οι ειδωλολάτραι η κατά τα συμπόσιά των περιπίπτουν και καταλήγουν εις μανίαν, η διδάσκουν και προαναγγέλουν ψευδολογίας, η ζουν αδικούντες ο ενας τον άλλον, η καταπατούν αμέσως τους όρκους, που δίδουν. | 28 Εἶναι δὲ αἰτία παντὸς κακοῦ ἡ εἰδωλολατρία, διότι οἱ εἰδωλολάτραι, ἢ ὅταν εὐφραίνωνται καὶ διασκεδάζουν, ἐκτρέπονται εἰς μανιώδη καὶ τρελλὰ ὄργια, ἢ προφητεύουν ψευδεῖς καὶ ἀπατηλὰς προρρήσεις, ἢ ζοῦν μὲ ἀδικίας εἰς βάρος τῶν πλησίον των καὶ χωρὶς κανένα δισταγμόν, ἀλλὰ μὲ κάθε εὐκολίαν ψευδορκοῦν. |
29 ἀψύχοις γὰρ πεποιθότες εἰδώλοις κακῶς ὀμόσαντες, ἀδικηθῆναι οὐ προσδέχονται. | 29 Ακριβώς διότι πιστεύουν εις τα άψυχα είδωλα δεν φοβούνται, μήπως τιμωρηθούν από αυτά, όταν ορκισθούν ψευδώς. | 29 Ψευδορκοῦν δὲ εὔκολα, διότι, ἐπειδὴ πιστεύουν εἰς ἄψυχα εἴδωλα, δὲν περιμένουν καὶ δὲν φοβοῦνται νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ αὐτά, ἐὰν ὁρκισθοῦν ψευδῶς. |
30 ἀμφότερα δὲ αὐτοὺς μετελεύσεται τὰ δίκαια, ὅτι κακῶς ἐφρόνησαν περὶ Θεοῦ προσχόντες εἰδώλοις καὶ ἀδίκως ὤμοσαν ἐν δόλῳ καταφρονήσαντες ὁσιότητος· | 30 Αλα οπωσδήποτε θα εκσπάση εναντίον των τιμωρία δια τα δύο αυτά κακά. Πρώτον μεν διότι ψευδές φρόνημα περί του Θεού εμόρφωσαν και παρεδέχθησαν, δεύτερον δε διότι ψευδώς ωρκίσθησαν και δια της δολίας αυτής πράξεώς των κατεφρόνησαν την αγιότητα. | 30 Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τὴν ἀπατηλὴν ταύτην ἐλπίδα των, θὰ ἐπακολουθήσῃ εἰς αὐτοὺς ἡ τιμωρία καὶ διὰ τὰ δύο κακὰ καὶ ἁμαρτήματά των, καὶ διότι δηλαδὴ ἐσχημάτισαν ἐσφαλμένον καὶ πεπλανημένον φρόνημα καὶ ἰδέαν περὶ τοῦ Θεοῦ, δίδοντες σημασίαν καὶ προσοχὴν εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ διότι ὡρκίσθησαν ψευδῶς καὶ ἀδίκως, διὰ νὰ ἐξαπατήσουν καὶ δολιευθοῦν τὸν πλησίον των, περιφρονήσαντες τὴν ἱερότητα τοῦ ὅρκου. |
31 οὐ γὰρ ἡ τῶν ὀμνυομένων δύναμις, ἀλλ᾿ ἡ τῶν ἁμαρτανόντων δίκη ἐπεξέρχεται ἀεὶ τὴν τῶν ἀδίκων παράβασιν. | 31 Διότι δεν είναι η δύναμις των ειδώλων, επί των οποίων αυτοί ωρκίσθησαν που θα τους τιμωρήση, άλλα η θεία δίκη, η επιφυλασσομένη εναντίον των αμαρτωλών και η οποία πάντοτε επέρχεται εναντίον των ασεβών δια τας παραβάσεις των. | 31 Ἀποτελεῖ δὲ περιφρόνησιν ἱερῶν καὶ ἡ ψευδορκία αὐτή, παρὰ τὸ ὅτι ὁ ὅρκος δίδεται εἰς ψευδεῖς θεούς, διότι οὐχὶ ἡ δύναμις τῶν εἰδώλων, εἰς τὰ ὁποῖα ὡρκίσθησάν οἱ ψεύδορκοι οὗτοι, ἀλλ’ ἡ δικαία τιμωρία ἐπιπίπτει καὶ ἐπέρχεται ἀδυσωπήτως πάντοτε κατὰ τῆς παραβάσεως τῶν ἀδίκων καὶ ἀσεβῶν. |