Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΥΩΔΩΣΕ τὰ ἔργα αὐτῶν ἐν χειρὶ προφήτου ἁγίου. 1 Η σοφία του Θεού κατευώδωσε τα έργα των Ισραηλιτν δια του αγίου προφήτου, του Μωϋσέως. 1 Έδωκεν ἐπιτυχίαν καὶ καλὴν ἔκβασιν εἰς τὰ ἔργα τῶν Ἑβραίων διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῆς καθοδηγίας ἑνὸς ἁγίου Προφήτου, τοῦ Μωϋσέως.
2 διώδευσαν ἔρημον ἀοίκητον καὶ ἐν ἀβάτοις ἔπηξαν σκηνάς· 2 Διεπέρασαν χάρις εις αυτήν την ακατοίκητον έρημον και έστησαν τας σκηνάς των εις χώρας αδιαβάτους και απροσπελάστους. 2 Ἐβάδισαν οὖτοι διὰ μέσου ἐρήμου, ποὺ δὲν ἑκατοικεῖτο, καὶ ἔστησαν τὰς σκηνάς των εἰς μέρη ἀπάτητα.
3 ἀντέστησαν πολεμίοις καὶ ἠμύναντο ἐχθρούς. 3 Αντεστάθησαν εναντίον πολεμίων και απέκρουσαν τους εχθρούς των. 3 Ἀντεστάθησαν εἰς τοὺς πολεμίους των, τοὺς Ἀμαληκίτας καὶ Χαναναίους, καὶ ἀντέταξαν ἐπιτυχῆ ἄμυναν κατ' ἐχθρῶν ποὺ τοὺς ἐπετέθησαν, ὅπως οἱ Ἀμορραῖοι καὶ Μαδιανῖται.
4 ἐδίψησαν καὶ ἐπεκαλέσαντό σε, καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐκ πέτρας ἀκροτόμου ὕδωρ καὶ ἴαμα δίψης ἐκ λίθου σκληροῦ. 4 Εδίψησαν, επεκαλέσθησαν δε την σοφίαν και εδόθη εις αυτούς νερό από απότομον βράχον, και έτσι έσβησαν την δίψαν των με νερό, το οποίον ανέβλυσεν από σκληρόν βράχον. 4 Ἐδίψασαν εἰς τὴν Ραφιδεὶν καὶ εἰς Κάδης καὶ Σὲ ἐπεκαλέσθησαν, καὶ ἐδόθη εἰς αὐτοὺς νερὸ ἀπὸ ἀπότομον καὶ κατάξερον πέτραν καὶ θεραπεία τῆς δίψας των ἀπὸ βράχον σκληρόν.
5 δι᾿ ὧν γὰρ ἐκολάσθησαν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν, διὰ τούτων αὐτοὶ ἀποροῦντες εὐεργετήθησαν. 5 Δια του ύδατος, δια του μέσου δηλαδή εκείνου με το οποίον ετιμωρήθησαν οι εχθροί των οι Αιγύπτιοι, με το ίδιο οι Ισροηλίται, όταν το εστερήθησαν, ευεργετήθησαν από τον Θεόν. 5 Ἐδείχθη οὕτω καὶ εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν ἡ θαυμαστὴ οἰκονομία τῆς Σοφίας. Διότι διὰ τῶν ὑδάτων, ποὺ ἐτιμωρήθησαν καὶ ἐπνίγησαν οἱ ἐχθροί των, διὰ τούτων αὐτοί, ὅταν εὑρέθησαν εἰς ἀπορίαν καὶ ἐσχάτην ἀνάγκην, εὐηργετήθησαν.
6 ἀντὶ μὲν πηγῆς ἀεννάου ποταμοῦ αἵματι λυθρώδει ταραχθέντος 6 Ενῷ δηλαδή τα ύδατα του αστειρεύτου ποταμού, του Νείλου, ανετάραξες και έγιναν θολά από αίμα ακάθαρτον εις τιμωρίαν των Αιγυπτίων 6 Καὶ ἀντὶ τῆς πηγῆς τοῦ ἀδιακόπως τρέχοντος ποταμοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν πρώτην ἐπαχθεῖσαν διὰ τοῦ Μωϋσέως πληγὴν ἐταράχθη καὶ ἐθόλωσε μετατραπεὶς εἰς ἀκάθαρτον αἷμα
7 εἰς ἔλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος, ἔδωκας αὐτοῖς δαψιλὲς ὕδωρ ἀνελπίστως, 7 δια το νηπιοκτόνον διάταγμα του Φαραώ, συ ο ίδιος έδωκες στους Ισραηλίτας, παρά πάσαν ελπίδα, άφθονον δροσερόν ύδωρ. 7 πρὸς ἔλεγχον καὶ τιμωρίαν τοῦ διατάγματος, τὸ ὁποῖον ἐξέδωκεν ὁ Φαραώ, νὰ ρίπτωνται εἰς τὸν ποταμὸν καὶ φονεύωνται ἐκεῖ τὰ νήπια τῶν Ἑβραίων, ἔδωκες Σὺ εἰς τοὺς Ἑβραίους ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου κατὰ τρόπον ἀνέλπιστον ἄφθονο νερό.
8 δείξας διὰ τοῦ τότε δίψους πῶς τοὺς ὑπεναντίους ἐκόλασας. 8 Και έτσι έδειξες εις αυτούς δια της δίψης, με την οποίαν επί ολίγας ώρας εταλαιπωρήθησαν, πως και πόσον ετιμώρησες τους εχθρούς των, τους Αιγυπτίους. 8 Καὶ ἔδειξας μὲ τὴν δίψαν ἐκείνην, ποὺ ἐδοκίμασαν μὲν οἱ Αἰγύπτιοι ἐν μέσῳ τῆς ἀστειρεύτου πηγῆς τοῦ Νείλου, ἔσβησαν δὲ μὲ ἄφθονον νερὸν μέσα εἰς τὴν ἔρημον οἱ Ἑβραῖοι, πῶς ἐτιμώρησες τοὺς ἐχθρούς σου.
9 ὅτε γὰρ ἐπειράσθησαν, καί περ ἐν ἐλέει παιδευόμενοι, ἔγνωσαν πῶς ἐν ὀργῇ κρινόμενοι ἀσεβεῖς ἐβασανίζοντο· 9 Διότι όταν οι Ισραηλίται εταλαιπωρήθησαν από την δίψαν, αν και αυτό ήτο παιδαγωγία δια του θείου ελέους, έμαθαν πόσον εβασανίζοντο οι ασεβείς εκείνοι, όταν ετιμωρούντο με την οργήν του Θεού δια δίψης. 9 Καὶ ἔδειξας τοῦτο εἰς τοὺς Ἑβραίους, διότι, ὅταν καὶ αὐτοὶ ἐδοκιμάσθησαν μὲ τὴν δίψαν εἰς τὴν ἔρημον, ἂν καὶ διὰ τοὺς γογγυσμούς των τότε ἐπαιδαγωγήθησαν μὲ ἔλεος καὶ ἐτιμωρήθησαν μὲ εὐσπλαγχνίαν, ἀνεγνώρισαν, πῶς οἱ ἀσεβεῖς ἐβασανίσθησαν τότε, ὅταν τιμωρούμενοι μὲ θυμὸν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐστεροῦντο τὸ νερὸν τοῦ Νείλου, ποὺ εἶχε μετατραπῇ εἰς αἷμα.
10 τούτους μὲν γὰρ ὡς πατὴρ νουθετῶν ἐδοκίμασας, ἐκείνους δὲ ὡς ἀπότομος βασιλεὺς καταδικάζων ἐξήτασας. 10 Διότι τους μεν Ισραηλίτας ωσάν πατήρ παιδαγωγών και συμβουλεύων τους ετιμώρησας εις διόρθωσιν, εκείνους όμως, τους Αιγυπτίους, τους έκρινες και τους ετιμώρησες ως βασιλεύς δίκαιος και αυστηρός. 10 Καὶ ἐπῆραν μάθημα σωτήριον τότε οἱ Ἑβραῖοι εἰς τὴν ἔρημον. Διότι ἔκαμαν τὴν σύγκρισιν καὶ ἐκατάλαβαν, ὅτι αὐτοὺς μέν, σὰν πατέρας ποὺ συμβουλεύει τὰ τέκνα του, τοὺς ἐδοκίμασες διὰ προσκαίρου δίψης, ἐνῷ ἐκείνους εἰς τὴν Αἴγυπτον, σὰν βασιλεὺς αὐστηρὸς καὶ ἀπότομος, ποὺ καταδικάζει τὸν ἔνοχον, τοὺς ἐζήτησες λογαριασμὸν καὶ τοὺς ἐτιμώρησες.
11 καὶ ἀπόντες δὲ καὶ παρόντες ὁμοίως ἐτρύχοντο· 11 Ολοι οι Αιγύπτιοι, παρόντες και απόντες, κατά τον ίδιον τρόπον εβασανίζοντο. 11 Καὶ εἴτε ἦσαν οἱ Αἰγύπτιοι ἀπόντες, ἔξω ἀπὸ τὰς πόλεις των καταδιώκοντες τοὺς Ἑβραίους καὶ πλησιάζοντες τούτους παρὰ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, εἴτε ἦσαν παρόντες εἰς τὸν τόπον των, ὅταν ἐπεφέροντο κατ’ αὐτῶν αἱ πληγαί, κατὰ τὸν αὐτὸν αὐστηρὸν τρόπον ὑπέφεραν καὶ ἐτιμωροῦντο.
12 διπλῆ γὰρ αὐτοὺς ἔλαβε λύπη· καὶ στεναγμὸς μνημῶν τῶν παρελθόντων. 12 Διότι διπλή λύπη τους είχε καταλάβει κατά την εποχήν εκείνην. Εστέναζαν αφ' ενός μεν ενθυμούμενοι τας παρελθούσας θλίψεις, 12 Καὶ ἐβασανίζοντο, διότι διπλῆ λύπη κατέλαβαν αὐτούς· μία διὰ τὰ περασμένα βάσανα, τὰ ὁποῖα ἐνθυμούμενοι ἐστέναζον,
13 ὅτε γὰρ ἤκουσαν διὰ τῶν ἰδίων κολάσεων εὐεργετουμένους αὐτούς, ᾔσθοντο τοῦ Κυρίου· 13 αφ' ετέρου δέ, όταν ήκουαν ότι οι Ισραηλίται ευηργετούντο, δια των ιδίων μέσων, δια των οποίων αυτοί εβασανίζοντο. Τοτε ησθάνθησαν ότι ο Κυριος ήτο βοηθός των Ισραηλιτών, τιμωρός δε αυτών των ιδίων. 13 καὶ δευτέραν ἕνεκα φθόνου καὶ ζηλοτυπίας πρὸς τοὺς Ἑβραίους. Διότι, ὅταν ἤκουσαν ὅτι διὰ τῶν αὐτῶν τιμωριῶν, τὰς ὁποίας αὐτοὶ ὑφίσταντο, οἱ Ἑβραῖοι εὐηργετοῦντο, τότε ἠσθάνθησαν τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου.
14 ὃν γὰρ ἐν ἐκθέσει πάλαι ριφέντα ἀπεῖπον χλευάζοντες, ἐπὶ τέλει τῶν ἐκβάσεων ἐθαύμασαν, οὐχ ὅμοια δικαίοις διψήσαντες. 14 Εκείνον δε τον Μωϋσήν, τον οποίον άλλοτε οι Αιγύπτιοι είχον γελοιοποιήσει και απορρίψει με χλευασμόν, στο τέλος των θαυμαστών αυτών γεγονότων τον εθαύμασαν, όταν δηλαδή υπέφεραν και αυτοί από την δίψαν άλλα πολύ διαφορετικά παρ' όσον υπέφεραν οι δίκαιοι Ισραηλίται εις την έρημον. 14 ἠσθάνθησαν, δὲ τὴν ἐπέμβασιν τοῦ Κυρίου, διότι ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον εἰς παλαιότερον χρόνον ριφθέντα ἔκθετον εἰς τὸν Νεῖλον μετὰ περιφρονήσεως καὶ χλυασμοῦ ἀπέρριψαν, εἰς τὸ τέλος, ὅταν ἐπῆλθεν ἡ ἔκβασις τῶν γεγονότων, τὸν ἐθαύμαζαν, καθ’ ὃν χρόνον εἶχον διψάσει ἐντελῶς διαφορετικὰ καὶ ὄχι ὅμοια πρὸς τοὺς δικαίους, τοὺς ἀποτελοῦντας τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ.
15 ἀντὶ δὲ λογισμῶν ἀσυνέτων ἀδικίας αὐτῶν, ἐν οἷς πλανηθέντες ἐθρήσκευον ἄλογα ἑρπετὰ καὶ κνώδαλα εὐτελῆ, ἐπαπέστειλας αὐτοῖς πλῆθος ἀλόγων ζώων εἰς ἐκδίκησιν, 15 Εις τιμωρίαν δε των ασυνέτων και αμαρτωλών λογισμών των, από τους οποίους πλανηθέντες επίστευσαν και ελάτρευσαν ως θεούς άλογα, ερπετά και ευτελή ζώα, έστειλες εναντίον αυτών πλήθος από άλογα ζώα, βατράχους, σκνίπες και ακρίδες, 15 Πρὸς τιμωρίαν δὲ τῶν ἀφρόνων καὶ ἀνοήτων συλλογισμῶν τῆς κακίας των καὶ τῆς κατὰ τῆς ἀληθείας ἀδικίας των, μὲ τοὺς ὁποίους ἀνοήτους συλλογισμοὺς ἐπλανήθησαν καὶ ἐλάτρευον ὡς θεοὺς ἑρπετά, κροκοδείλους καὶ φίδια καὶ σαύρας, καὶ παντὸς εἴδους συρόμενα εἰς τὴν γῆν, ποὺ στεροῦνται λογικοῦ, καθὼς καὶ τιποτένια κτήνη καὶ ζωΰφια, τοὺς ἀπέστειλας πρὸς τιμωρίαν καὶ ἐκδίκησιν πλῆθος ἀλόγων ζώων, ὅπως βατράχους καὶ ἀκρίδας καὶ κώνωπας καὶ μυίγας,
16 ἵνα γνῶσιν ὅτι δι᾿ ὧν τις ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται. 16 δια να μάθουν ότι με εκείνα δια των οποίων κανείς αμαρτάνει, με τα ίδια και τιμωρείται. 16 διὰ νὰ μάθουν ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα, ὅτι μὲ ἐκεῖνα ποὺ καθένας ἁμαρτάνει, μὲ αὐτὰ καὶ τιμωρεῖται.
17 οὐ γὰρ ἠπόρει ἡ παντοδύναμός σου χεὶρ καὶ κτίσασα τὸν κόσμον ἐξ ἀμόρφου ὕλης ἐπιπέμψαι αὐτοῖς πλῆθος ἄρκων ἢ θρασεῖς λέοντας 17 Δεν ήτο βέβαια δύσκολον εις την παντοδύναμον δεξιάν σου, η οποία εδημιούργησε και διεμόρφωσε τον κόσμον από την άμορφον πρωταρχικήν ύλην, να στείλης εναντίον αυτών πλήθος άρκτων η αγρίους λέοντας 17 Ἐτιμωρήθησαν λοιπὸν καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ τιποτένια καὶ ἀξιοκαταφρόνητὰ αὐτὰ ζῶα, ποὺ ἐλάτρευαν ὡς θεούς. Διότι δὲν ἦτο δύσκολον εἰς τὴν παντοδύναμον χεῖρα σου, ποὺ ἔκτισε τὸν κόσμον ἀπὸ ἄμορφον καὶ ἀσχημάτιστον ὕλην, ἀντὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ εὐτελῶν ζώων νὰ στείλῃς κατ' αὐτῶν πλῆθος ἀπὸ ἀρκοῦδες ἢ ἀγρίους καὶ φοβεροὺς λέοντας
18 ἢ νεοκτίστους θυμοῦ πλήρεις θῆρας ἀγνώστους ἤτοι πυρπνόον φυσῶντας ἆσθμα ἢ βρόμους λικμωμένους καπνοῦ ἢ δεινοὺς ἀπ᾿ ὀμμάτων σπινθῆρας ἀστράπτοντας, 18 η νεοδημιούργητα άγνωστα έως τότε θηρία, τα οποία να βγάζουν ως αναπνοήν φωτιά η να εκπνέουν δυσώδη καπνόν η να εκτοξεύουν από τα μάτια των φοβερούς απαστράπτοντας σπινθήρας· 18 ἢ νεόκτιστα καὶ νεοδημιούργητα θηρία, γεμᾶτα ἀπὸ θυμόν, ἄγνωστα, διὰ πρώτην φορὰν ἐμφανιζόμενα, τὰ ὁποῖα ἣ νὰ φυσοῦν ἀναπνοὴν πυρίνην ἢ νὰ ἐκχύνουν μὲ βοὴν βρωμερὸν καπνὸν ἢ νὰ ἐκσφενδονίζουν καὶ νὰ ἀπαστράπτουν ἀπὸ τὰ μάτια τῶν φοβερὰς σπίθας.
19 ὧν οὐ μόνον ἡ βλάβη ἠδύνατο συνεκτρῖψαι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἡ ὄψις ἐκφοβήσασα διολέσαι. 19 φοβερά θηρία, τα οποία θα ηδύναντο, όχι μόνον να καταστρέψουν τους ασεβείς με φοβεράν φθοράν και βλάβην, άλλα και με μονήν την φοβεράν όψιν των θα ηδύναντο να τους εκφοβίσουν και να τους εξολοθρεύσουν. 19 Τῶν θηρίων δὲ αὐτῶν ὄχι μόνον ἡ βλάβη, ποὺ θὰ ἦσαν ἱκανὰ νὰ ἐπιφέρουν, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ τοὺς ἑξαφανίσῃ καὶ συντρίψῃ, ἀλλὰ καὶ μόνη ἡ ὄψις των καὶ ἡ φοβερὰ θέα των νὰ τοὺς προκαλέσῃ τὸν θάνατον.
20 καὶ χωρὶς δὲ τούτων, ἑνὶ πνεύματι πεσεῖν ἐδύναντο ὑπὸ τῆς δίκης διωχθέντες καὶ λικμηθέντες ὑπὸ πνεύματος δυνάμεώς σου· ἀλλὰ πάντα μέτρῳ καὶ ἀριθμῷ καὶ σταθμῷ διέταξας. 20 Εκτός όμως αυτών θα ημπορούσαν εκείνα τα ζώα με ένα απλούν φύσημα να τους ρίξουν κάτω νεκρούς, διότι τους κατεδίωκεν η θεία δίκη. Και είχαν λιχνισθή και διασκορπισθή από το φύσημα της παντοδυναμίας σου. Δεν έκαμες όμως τίποτε από αυτά, αλλά εκανόνισες τα πάντα με μέτρον, με ρυθμόν, με ακριβές ζύγισμα. 20 Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν ἐπιδρομὴν τῶν θηρίων τούτων, ἦτο δυνατὸν νὰ πέσουν κατὰ γῆς νεκροὶ μὲ ἕνα φύσημα, καταδιωχθέντες ὑπὸ τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ διασκορπισθέντες, ὅπως λιχνίζεται τὸ ἄχυρον ἀπὸ τὸ παντοδύναμον φύσημά σου· ἀλλ’ ὅλα τὰ ἐτακτοποίησας μὲ μέτρον καὶ μὲ ὑπολογισμὸν καὶ μὲ ζύγισμα.
21 τὸ γὰρ μεγάλως ἰσχύειν πάρεστί σοι πάντοτε, καὶ κράτει βραχίονός σου τίς ἀντιστήσεται; 21 Διότι η άπειρος δύναμίς σου ευρίσκεται πάντοτε κοντά σου. Εις δε την κυριαρχίαν της παντοδυνάμου δεξιάς σου ποιός ημπορεί να αντισταθή; 21 Δὲν εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ ὑποβληθῇς εἰς κόπον τινὰ διὰ τὴν τακτοποίησιν αὐτήν. Διότι εἶναι πάντοτε παροῦσα εἰς Σὲ ἡ μεγάλη δύναμις καὶ ἰσχύς σου καὶ δὲν συνανταᾷς ποτὲ καμμίαν δυσκολίαν. Εἰς τὴν κραταιὰν δύναμιν τοῦ βραχίονός σου ποῖος θὰ ἀντισταθῇ;
22 ὅτι ὡς ροπὴ ἐκ πλαστίγγων ὅλος ὁ κόσμος ἐναντίον σου καὶ ὡς ρανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῦσα ἐπὶ γῆν. 22 Διότι όλος ο κόσμος ενώπιόν σου είναι σαν μία απλή κλίσις πλάστιγγας και σαν σταγόνα πρωϊνής δρόσου, η οποία κατεβαίνει εις την γην. 22 Κανεὶς ἀπολύτως δὲν δύναται νὰ σοῦ ἀντισταθῇ. Διότι ὅλος ὁ κόσμος ἐνώπιόν σου εἶναι σὰν τὸ ἐλάχιστον ἐκεῖνο μόριον τῆς ὕλης, ποὺ μόλις προκαλεῖ ἐλαφρὰν ταλάντευσιν τῆς ζυγαριᾶς, καὶ σὰν πρωϊνὴ σταλαγματιὰ δροσιᾶς, ποὺ πέφτει εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ ἐξατμισθῇ εἰς τὴν πρώτην ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου.
23 ἐλεεῖς δὲ πάντας, ὅτι πάντα δύνασαι, καὶ παρορᾷς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν. 23 Συ ελεείς όλους, διότι δύνασαι τα πάντα, παραβλέπεις δε τα αμαρτήματα των ανθρώπων, δια να οδηγήσης αυτούς εις μετάνοιαν. 23 Παρέχεις δὲ τὸ ἔλεός σου εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διότι τὰ πάντα σοῦ εἶναι δυνατά, καὶ παραβλέπεις τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, ὁδηγῶν αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν.
24 ἀγαπᾷς γὰρ τὰ ὄντα πάντα καὶ οὐδὲν βδελύσσῃ, ὧν ἐποίησας· οὐδὲ γὰρ ἂν μισῶν τι κατεσκεύασας. 24 Αγαπάς όλα τα δημιουργήματα και κανένα από εκείνα, τα οποία εδημιούργησες, δεν το αποστρέφεσαι. Διότι ουδέποτε θα εδημιούργεις κάτι, εάν αυτό το εμισούσες. 24 Καὶ εἶσαι τόσον ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος, διότι ἀγαπᾷς ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν, καὶ δὲν ἀποστρέφεσαι οὔτε ἀηδιάζεις κανὲν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐποίησες· διότι, ἐὰν ἐμισοῦσες κάτι, δὲν θὰ τὸ κατεσκεύαζες.
25 πῶς δὲ ἔμεινεν ἄν τι, εἰ μὴ σὺ ἠθέλησας ἢ τὸ μὴ κληθὲν ὑπὸ σοῦ διετηρήθη; 25 Πως δε ήτο δυνατόν να παραμείνη, κάτι υπάρχον, αν συ δεν το ηθέλησες; Η πως θα ήτο δυνατόν να διατηρηθή κάτι, το οποίον συ δεν το έφερες εις ύπαρξιν; 25 Πῶς δὲ θὰ ἐξηκολούθει κάτι νὰ παραμένῃ καὶ νὰ ὑφίσταται, ἐὰν Σὺ δὲν τὸ ἠθέλησες νὰ μένῃ; Ἢ τί, ποὺ δὲν ἐκλήθη ἀπὸ Σὲ εἰς τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν ζωήν, διετηρήθη εἰς αὐτήν;
26 φείδῃ δὲ πάντων, ὅτι σά ἐστι, δέσποτα φιλόψυχε. 26 Σπλαγχνίζεσαι και λυπείσαι τα πάντα, διότι όλα είναι ιδικά σου, Κυριε· ανήκουν εις σέ, ο οποίος αγαπάς τας ψυχάς μας. 26 Ἀλλὰ λυπᾶσαι καὶ λογαριάζεις ὅλα τὰ πλάσματα, διότι εἶναι ὅλα ἰδικά σου, ὦ Δέσποτα, ὅστις ἀγαπᾷς τὰς ψυχάς μας.