Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΣΥ δὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν χρηστὸς καὶ ἀληθής, μακρόθυμος καὶ ἐν ἐλέει διοικῶν τὰ πάντα. | 1 Συ όμως ο Θεός μας είσαι αγαθός, αληθής, μακρόθυμος, κυβερνάς και κατευθύνεις τα πάντα μέ την άπειρον ευσπλαγχνιάν σου. | 1 Σὺ ὅμως, ὦ Θεέ μας, εἶσαι γεμᾶτος καλωσύνην καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐχθρούς σου καὶ ἀληθινός, μένων πάντοτε πιστὸς εἰς τοὺς λόγους σου καὶ εἰς τὰς ὑποσχέσεις σου, μακρόθυμος καὶ ὑπομονητικὸς ἔναντι τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ μὲ ἔλεος διοικεῖς καὶ κυβερνᾷς τὰ πάντα. |
2 καὶ γὰρ ἐὰν ἁμάρτωμεν, σοί ἐσμεν, εἰδότες σου τὸ κράτος· οὐχ ἁμαρτησόμεθα δέ, εἰδότες ὅτι σοὶ λελογίσμεθα. | 2 Δια τούτο, και αν παρασυρθώμεν εις αμαρτίας, είμεθα ιδικοί σου, διότι αναγνωρίζομεν την παντοδυναμίαν σου, συναισθανόμενοι δε και γνωρίζοντες καλά ότι ανήκομεν εις σέ, δεν θα αμαρτήσωμεν. | 2 Καὶ διοικεῖς τὰ πάντα καὶ ὅλους ἡμᾶς μὲ ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνίαν, διότι, καὶ ἐὰν ἁμαρτήσωμεν, δὲν παύομεν ἀπὸ τοῦ νὰ εἴμεθα ἰδικοί σου, ἀναγνωρίζοντες τὸ μεγαλεῖον σου καὶ τὴν κυριαρχίαν σου. Δὲν θὰ ἁμαρτήσωμεν ὅμως, διότι γνωρίζομεν ὅτι ἔχομεν ὑπολογισθῇ εἰς τὸν ἀριθμὸν ἐκείνων, ποὺ ἀνήκουν εἰς Σέ. |
3 τὸ γὰρ ἐπίστασθαί σε ὁλόκληρος δικαιοσύνη, καὶ εἰδέναι τὸ κράτος σου ρίζα ἀθανασίας. | 3 Διότι το να έχη κανείς επίγνωσιν σου του αληθινού Θεού είναι όλαι ομού αι αρεταί, όπως επίσης και το να αναγνωρίζη την παντοδύναμον κυριαρχίαν σου είναι η ρίζα της αθανασίας. | 3 Ἀσφαλίζει δὲ ἠμᾶς ἡ γνῶσις αὐτὴ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, διότι τὸ νὰ Σὲ γνωρίζῃ κανεὶς θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς, αὖτο εἶναι ἡ πλήρης ἀρετὴ καὶ τελειότης, καὶ τὸ νὰ αἰσθάνεται κανεὶς βαθιὰ τὴν δύναμιν καὶ κυριαρχίαν σου, ἐπειδὴ συνοδεύεται τοῦτο καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιον φόβον σου, ἀποτελεῖ τὴν βάσιν καὶ τὴν ρίζαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν φυτρώνει ἡ ἀθανασία. |
4 οὔτε γὰρ ἐπλάνησεν ἡμᾶς ἀνθρώπων κακότεχνος ἐπίνοια, οὐδὲ σκιαγράφων πόνος ἄκαρπος, εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι διηλλαγμένοις, | 4 Δεν μας έχει παραπλανήσει η επινόησις της κακής ειδωλολατρικής τέχνης ούτε ο μάταιος κόπος των ειδωλολατρών ζωγράφων, ούτε κανένα πράγμα μολυσμένον, που έχει κατασκευασθή με διάφορα χρώματα. | 4 Καὶ εἴμεθα ἰδικοί σου, διότι δὲν μᾶς ἐπλάνησεν ἡ μετὰ τέχνης τὰ κακὰ καὶ ὀλέθρια εἴδωλα ἐργαζομένη τῶν ἀνθρώπων ἐπινόησις, οὔτε τῶν ζωγράφων ὁ μάταιος καὶ χωρὶς καρπὸν κόπος, εἰκὼν προσώπου μὲ διηλλαγμένα καὶ διάφορα χρώματα βαμμένη. |
5 ὧν ὄψις ἄφροσιν εἰς ὄνειδος ἔρχεται, ποθεῖ τε νεκρᾶς εἰκόνος εἶδος ἄπνουν. | 5 Η μορφή αυτών των αντικειμένων οδηγεί τους ασυνέτους εις καταισχύνην. Διότι ο ειδωλολάτρης αισθάνεται κάποιον χαράν δι' ένα πράγμα, που είναι νεκρόν, δια μίαν εικόνα που δεν έχει πνοήν. | 5 Τούτων τῶν εἰκόνων καὶ γλυπτῶν εἰδώλων ἡ θέα προκαλεῖ εἰς τοὺς ἀνοήτους ἐπιθυμίας καὶ πάθη ἐπαίσχυντα, καὶ ὁ καθένας των ποθεῖ καὶ λατρεύει τὴν ἄψυχον καὶ χωρὶς πνοὴν μορφὴν τῆς νεκρᾶς εἰκόνος. |
6 κακῶν ἐρασταὶ ἄξιοί τε τοιούτων ἐλπίδων, καὶ οἱ δρῶντες καὶ οἱ ποθοῦντες καὶ οἱ σεβόμενοι. | 6 Επιθυμηταί κακών, άξιοι τοιούτων μωρών ελπίδων, είναι τόσον εκείνοι, οι οποίοι κατασκευάζουν τα είδωλα, όσον επίσης και εκείνοι, οι οποίοι τα αγαπούν και τα σέβονται. | 6 Εἶναι τῶν κακῶν ἐρασταὶ καὶ ἄξιοι τοιούτων ματαίων καὶ χωρὶς κανὲν περιεχόμενον καὶ βάσιν ἐλπίδων, καὶ αὐτοὶ ποὺ κατασκευάζουν τὰ εἴδωλα αὐτὰ καὶ τὰς εἰκόνας, καὶ αὐτοὶ ποὺ τὰ ποθοῦν καὶ τὰ ἐπιθυμοῦν, καὶ αὐτοὶ ποὺ τὰ σέβονται καὶ τὰ λατρεύουν. |
7 Καὶ γὰρ κεραμεὺς ἁπαλὴν γῆν θλίβων ἐπίμοχθον πλάσσει πρὸς ὑπηρεσίαν ἡμῶν ἓν ἕκαστον· ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἀνεπλάσατο τά τε τῶν καθαρῶν ἔργων δοῦλα σκεύη τά τε ἐναντία, πάνθ᾿ ὁμοίως· τούτων δὲ ἑκατέρου τίς ἑκάστῳ ἐστὶν ἡ χρῆσις, κριτὴς ὁ πηλουργός· | 7 Ο κεραμοποιός ζυμώνει τον μαλακόν πηλόν με κόπον και κατασκευάζει κάθε δοχείον προς χρήσιν μας. Από τον αυτόν πηλόν κατεσκεύασε κατάλληλα δοχεία δια την εξυπηρέτησιν των καθαρών έργων μας, όπως και αντιθέτως άλλα δι' ακαθάρτους χρήσεις· όλα με τον αυτόν τρόπον κατεργαζόμενος. Δια την χρήσιν όμως του καθενός από αυτά θα κρίνη ο κεραμοποιός. | 7 Ὅτι δὲ καὶ κακῶν ἐρασταὶ καὶ ματαίων ἐλπίδων ἄξιοι εἶναι οἱ τοιοῦτοι, ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν ἑπομένων. Ὁ ἀγγειοπλάστης καὶ κεραμοποιὸς δηλαδή, ποὺ ζυμώνει μαλακὸν χῶμα κατεργαζόμενον μὲ πολὺν κόπον, πλάττει ἀπὸ αὐτὸ διάφορα σκεύη, τὸ καθένα πρὸς ἐξυπηρέτησίν μας. Ἀλλ’ ἀπὸ τὸν ἴδιον πηλὸν κατεσκεύασε καὶ τὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα χρησιμεύουν διὰ καθαρὰ ἔργα, καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐναντία πρὸς αὐτά, ἤτοι τὰ δι’ ἔργα ἀκάθαρτα προοριζόμενα, ὅλα μὲ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ μὲ τὸν αὐτὸν κόπον καὶ τέχνην. Ποία δὲ θὰ εἶναι ἡ χρῆσις ἑνὸς ἑκάστου ἀπὸ τὰ δύο εἴδη τῶν ἀγγείων, κριτὴς θὰ εἶναι αὐτός, ποὺ κατεργάζεται τὸν πηλόν. |
8 καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῦ αὐτοῦ πλάσσει πηλοῦ, ὃς πρὸ μικροῦ γῆς γεννηθεὶς μετ᾿ ὀλίγον πορεύεται ἐξ ἧς ἐλήφθη, τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χρέος. | 8 Ετσι και ο ειδωλολάτρης αγαλματοποιός αυτός, ο οποίος εγεννήθη από την γην. Επειτα δε από ολίγον θα επανέλθη εις την γην, από την οποίαν ελήφθη, όταν φθάση η στιγμή να πληρώση και αυτός το κοινόν χρέος της ζωής του· ο κακώς, λοιπόν, μοχθών αυτός ειδωλολάτρης, πλάσσει από τον ίδιον πηλόν ένα μάταιον και ανύπαρκτον θεόν. | 8 Καὶ καταβάλλων ὁ ἀγγειοπλάστης οὗτος ἀξιοκατάκριτον καὶ πρὸς κακὸν σκοπὸν κόπον, πλάττει ψευδῆ καὶ μάταιον θέον ἀπὸ τὸν ἴδιον πηλὸν αὐτός, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ἐγεννήθη πρὸ ὀλίγου χρόνου ἀπὸ χῶμα, μετ' ὀλίγον δὲ πηγαίνει πάλιν εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐλήφθη, ὅταν θὰ τοῦ ἀπαιτηθῇ νὰ ἐπιστρέψῃ τὴν ζωήν, ἡ ὁποία τοῦ ἐδανείσθη καὶ τὴν χρεωστεῖ. |
9 ἀλλ᾿ ἔστιν αὐτῷ φροντὶς οὐχ ὅτι μέλλει κάμνειν, ἀλλ᾿ ὅτι βραχυτελῆ βίον ἔχει, ἀλλ᾿ ἀντερείδεται μέν χρυσουργοῖς καὶ ἀργυροχόοις, χαλκοπλάστας τε μιμεῖται καὶ δόξαν ἡγεῖται ὅτι κίβδηλα πλάσσει. | 9 Δεν σκέπτεται δε αυτός, ότι καταταλαιπωρείται έτσι εργαζόμενος και ότι πρόκειται να αποθάνη, ούτε ότι ο βίος του είναι βραχύς, αλλά συναγωνίζεται εις κατασκευήν ειδώλων τους χρυσοχόους και αργυροχόους, μιμείται τους χαλκουργούς και θεωρεί δόξαν του, ότι κατασκευάζει αγάλματα ψευδών θεών. | 9 Ἀλλ' αὐτὸς δὲν ἔχει ἔννοιαν καὶ φροντίδα, ὅτι μέλλει νὰ καταβληθῇ καὶ νὰ ἀποθάνῃ, οὐδὲ ὅτι ἔχει ζωὴν μὲ σύντομον τέλος, ἀλλὰ συναγωνίζεται μὲ τοὺς κατεργαζομένους τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον χρυσοχόους, καὶ μὲ τὴν κατεργασίαν τοῦ πηλοῦ αὐτὸς μιμεῖται τοὺς χαλκουργοὺς καὶ θεωρεῖ τιμὴν καὶ δόξαν του τὸ νὰ πλάττῃ κίβδηλα καὶ ψευδῆ. |
10 σποδὸς ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ γῆς εὐτελεστέρα ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ, πηλοῦ τε ἀτιμότερος ὁ βίος αὐτοῦ, | 10 Στάκτη είναι η καρδία του. Μηδαμινωτέρα από το χώμα η ελπίς του. Αθλιεστέρα η ζωή του από την λάσπην. | 10 Ἡ καρδία του εἶναι στάχτη καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιμένῃ κανεὶς ἀπὸ αὐτὴν θερμὸν καὶ ζωντανόν τι αἴσθημα, καὶ ἡ ἐλπίδα του, ποὺ στηρίζεται εἰς τὰ ἄψυχα καὶ πήλινα εἴδωλα, εἶναι πιὸ πρόστυχη καὶ χωρὶς ἀξίαν ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ἡ δὲ ζωή του ἔχει ὀλιγωτέραν τιμὴν καὶ ἀξίαν ἀπὸ τὴν λάσπην. |
11 ὅτι ἠγνόησε τὸν πλάσαντα αὐτὸν καὶ τὸν ἐμπνεύσαντα αὐτῷ ψυχὴν ἐνεργοῦσαν καὶ ἐμφυσήσαντα πνεῦμα ζωτικόν· | 11 Διότι παρεμέρισε και ηγνόησε τον πλάστην του και Θεόν, ο οποίος έπνευσεν εις αυτόν ψυχήν δραστηρίαν και ενεφύσησεν εις αυτόν πνεύμα ζωής. | 11 Καὶ κατέληξεν εἰς αὐτὸ τὸ κατάντημα, διότι δὲν ἠθέλησε νὰ γνωρίσῃ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἔπλασε καὶ ἐνέπνευσεν εἰς αὐτὸν ψυχήν, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καὶ εἶναι γεμάτη δρᾶσιν, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐνεφύσησεν πνοὴν ζωῆς. |
12 ἀλλ᾿ ἐλογίσαντο παίγνιον εἶναι τὴν ζωὴν ἡμῶν καὶ τὸν βίον πανηγυρισμὸν ἐπικερδῆ· δεῖν γάρ φησιν ὅθεν δή, κἂν ἐκ κακοῦ, πορίζειν. | 12 Αλλά εθεώρησε σαν ένα παιγνίδι την ζωήν μας, και τον βίον σαν μια επικερδή πανήγυριν. Κατι τέτοιοι λέγουν, ότι πρέπει από οπουδήποτε και με οποιοδήποτε μέσον να κερδίζουν, έστω και δια του κακού. | 12 Ἀλλ' οἱ ἄνθρωποι τοῦ τύπου αὐτοῦ ἐφαντάσθησαν ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι ἕνα μάταιον καὶ ὀλίγης διαρκείας παιγνίδιον καὶ ὁ βίος μία ἐμποροπανήγυρις, ἐπιφέρουσα ὑλικὰ κέρδη· διότι λέγουν ὅτι πρέπει νὰ κερδίζῃ κανεὶς μὲ ὁποιονδήποτε μέσον, ἀκόμη καὶ μὲ τὸ κακόν. |
13 οὗτος γὰρ παρὰ πάντας οἶδεν ὅτι ἁμαρτάνει, ὕλης γεώδους εὔθραυστα σκεύη καὶ γλυπτὰ δημιουργῶν. | 13 Ο πηλουργός αυτός κατασκευαστής των ειδώλων γνωρίζει περισσότερον παντός άλλου ότι αμαρτάνει, διότι κατασκευάζει πρόστυχα, εύθραυστα οικιακά σκεύη από την λάσπην και αγάλματα ψευδών θεών. | 13 Εἶναι δὲ αἰσχροκερδὴς καὶ ἀξιοκατάκριτος ἀπατεὼν ὁ κατασκευαστὴς τῶν εἰδώλων, διότι αὐτὸς γνωρίζει περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ὅτι ἁμαρτάνει. Τὸ γνωρίζει δέ, διότι ἀπὸ τὴν αὐτὴν χωματένιαν ὕλην κατασκευάζει καὶ εὔθραυστα ἀγγεῖα καὶ γλυπτὰ εἴδωλα. Ξεύρει λοιπὸν ὅτι τὰ εἴδωλα ἔχουν τὴν αὐτὴν ἀξίαν πρὸς τὰ ἄλλα ἀγγεῖα, καὶ ὅμως αὐτὸς τὰ πωλεῖ ὡς θεούς. |
14 πάντες δ᾿ ἀφρονέστατοι καὶ τάλαντες ὑπὲρ ψυχὴν νηπίου οἱ ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ σου καταδυναστεύσαντες αὐτόν, | 14 Ολοι αυτοί είναι αφρονέστατοι και αθλιέστεροι και από την ψυχήν νηπίου ακόμη, εχθροί του λαού σου, οι οποίοι καταδυναστεύουν και εκμεταλλεύονται αυτόν. | 14 Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ φαντάζονται τὸν βίον παιγνίδι καὶ ἐμποροπανήγυριν αἰσχροκερδείας, εἶναι ἀπὸ ὅλους οἱ περισσότερον ἄφρονες καὶ δυστυχεῖς καὶ ταλαίπωροι, πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ζωὴν τοῦ νηπίου, ποὺ οὔτε νὰ φροντίσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του οὔτε νὰ σκεφθῇ κἀν ἠμπορεῖ. Οἱ αἰσχροκερδεῖς αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐχθροὶ τοῦ λαοῦ σου, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐκμεταλλεύονται καὶ τὸν κατατυραννοῦν. |
15 ὅτι καὶ πάντα εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἐλογίσαντο θεούς, οἷς οὔτε ὀμμάτων χρῆσις εἰς ὅρασιν οὔτε ρῖνες εἰς συνολκὴν ἀέρος οὔτε ὦτα ἀκούειν οὔτε δάκτυλοι χειρῶν εἰς ψηλάφησιν, καὶ οἱ πόδες αὐτῶν ἀργοὶ πρὸς ἐπίβασιν. | 15 Διότι εθεώρησαν ως θεούς όλα των εθνών τα είδωλα, τα οποία ούτε εφθαλμούς έχουν δια να βλέπουν, ούτε ρίνας δια να αναπνέουν τον αέρα, ούτε αυτιά δια να ακούουν, ούτε δάκτυλα χειρών δια να ψηλαφούν. Οι δε πόδες των είναι ακίνητοι, ανίκανοι να βαδίσουν. | 15 Ἐκμεταλλεύονται δὲ αἰσχρῶς καὶ τυραννικῶς τὸν λαόν, διότι ἐθεώρησαν ὅλα τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ὡς θεοὺς καὶ πωλοῦν ὡς θεοὺς τὰ πήλινα αὐτὰ κατασκευάσματα, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχουν οὔτε χρησιμοποίησις ματιῶν διὰ νὰ βλέπουν, οὔτε μύτες πρὸς εἰσπνοὴν ἀέρος, οὔτε αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούουν, οὔτε δάκτυλα χεριῶν διὰ νὰ ψηλαφοῦν, οἱ δὲ πόδες των εἶναι ἀργοὶ καὶ ἀκίνητοι διὰ νὰ βαδίζουν. |
16 ἄθρωπος γὰρ ἐποίησεν αὐτούς, καὶ τὸ πνεῦμα δεδανεισμένος ἔπλασεν αὐτούς· οὐδεὶς γὰρ αὐτῷ ὅμοιον ἄνθρωπος ἰσχύει πλάσαι Θεόν. | 16 Διότι άνθρωπος είναι εκείνος, που τα κατασκεύασεν. Ανθρωπος, που έχει λάβει ως δάνειον εκ μέρους του Θεού το πνεύμα, έπλασσεν αυτούς τους ειδωλικούς θεούς. Διότι κανείς άνθρωπος δεν είναι ικανός να τεχνουργήση ένα θεόν, ο οποίος να του ομοιάζη. | 16 Καὶ δὲν ἠμποροῦν τὰ εἴδωλα οὔτε νὰ ἴδουν οὔτε νὰ ἀκούσουν οὔτε νὰ ψηλαφήσουν οὔτε νὰ βαδίσουν διότι ἄνθρωπος κατεσκεύασε τοὺς ψευδοθεοὺς αὐτούς, καὶ ὁ τεχνίτης ποὺ τοὺς ἔπλασεν, εἶχε δανεισμένον τὸ πνεῦμα, ποὺ τὸν ἐζωοποιοῦσε νὰ ἐργάζεται· πράγματι δὲ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει τὴν δύναμη νὰ πλάσῃ θεὸν ὅμοιον πρὸς τὸν πραγματικὸν Θεόν. |
17 θνητὸς δὲ ὢν νεκρὸν ἐργάζεται χερσὶν ἀνόμοις· κρείττων γάρ ἐστι τῶν σεβασμάτων αὐτοῦ, ὧν αὐτὸς μὲν ἔζησεν, ἐκεῖνα δὲ οὐδέποτε. | 17 Θνητός ων ο άνθρωπος νεκρόν είδωλον κατεσκεύασεν, έργον των παρανόμων χειρών του. Αυτός εις την πραγματικότητα είναι ανώτερος από τα είδωλα, τα οποία σέβεται, διότι αυτός έζησε κάποτε, εκείνα όμως ποτέ δεν έζησαν. | 17 Καὶ δὲν ἠμπορεῖ ὁ τεχνίτης νὰ φτιάσῃ ἄλλον θεὸν ὅμοιον πρὸς τὸν ἀληθινόν, διότι εἶναι θνητὸς καὶ μὲ τὰ παράνομα καὶ ἁμαρτωλὰ χέρια του κατασκευάζει, ἔργον νεκρὸν καὶ χωρὶς ζωήν. Διότι αὐτὸς εἶναι καλύτερος καὶ ἀνώτερος ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα σέβεται καὶ λατρεύει. Ἀποδεικνύεται δὲ τοῦτο ἐκ τοῦ ὅτι αὐτὸ μὲν ἔζησε καὶ ἔγινε κατασκευαστής των, ἐκεῖνα ὅμως οὐδέποτε ἔζησαν. |
18 καὶ τὰ ζῷα δὲ τὰ ἔχθιστα σέβονται· ἀνοίᾳ γὰρ συγκρινόμενα τῶν ἄλλων ἐστὶ χείρονα· | 18 Οι ειδωλολάτραι Αιγύπτιοι φθάνουν μέχρι του σημείου να σέβωνται ως θεούς και μερικά από τα πλέον απαίσια ζώα, τα οποία συγκρινόμενα προς τα άλλα ζώα είναι χειρότερα και ανοητότερα. | 18 Σέβονται δὲ ὡς θεοὺς τὰ πιὸ ἐχθρικὰ καὶ μισητὰ εἰς τὸν ἄνθρωπον ζῶα, ὅπως τοὺς κροκοδείλους καὶ τὰ φίδια. Εἶναι δὲ ταῦτα μισητά, διότι ὡς πρὸς τὴν νοημοσύνην, ἡ ὁποία θὰ ἐμετρίαζε τὴν σκληρότητα καὶ κακίαν των, συγκρινόμενα πρὸς ἄλλα ζῶα εἶναι ἀνοητότερα καὶ χειρότερα ἀπὸ αὐτά. |
19 οὐδ᾿ ὅσον ἐπιποθῆσαι ὡς ἐν ζῴων ὄψει καλὰ τυγχάνει, ἐκπέφευγε δὲ καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ ἔπαινον καὶ τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ. | 19 Αυτά δε είναι τόσον αποκρουστικά εις την όψιν, ώστε να μη εμπνέουν κανένα ευάρεστον συναίσθημα, όπως συμβαίνει με άλλα ωραία ζώα. Αυτά δεν έχουν εκ μέρους του Θεού ούτε έπαινον ούτε ευλογίαν. | 19 Οὔτε κατὰ τὴν ὄψιν καὶ θέαν αὐτῶν συμβαίνει νὰ εἶναι καλὰ καὶ συμπαθητικὰ ὡς ζῶα τόσον, ὥστε νὰ ἐπιποθῇ καὶ να εὐχαριστῆται κανεὶς νὰ τὰ βλέπῃ. Ἔχουν δὲ στερηθῇ καὶ τὸν ἔπαινον τοῦ Θεοῦ, ὅταν παρουσιάσθη εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του ἡ δημιουργία καλὴ λίαν, καὶ τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ, ὅπως ὁ ὄφις, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς καὶ κατηράσθη. |