Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΔΙΑ τοῦτο δ᾿ ὁμοίων ἐκολάσθησαν ἀξίως καὶ διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν. | 1 Δια τούτο ακριβώς κατά λόγον δικαιοσύνης οι ειδωλολάτραι Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν με όμοια προς τα λατρευόμενα από αυτούς ζώα, από πλήθος δηλαδή μικρών και μεγάλων επιβλαβών και σιχαμερών σκωλήκων και ζώων. | 1 Επειδὴ ἐσκοτίσθησαν τόσον, ὥστε τὰ ἀνοητότερα καὶ μισητότερα ζῶα νὰ λατρεύουν, διὰ τοῦτο διὰ ζώων, ὁμοίων πρὸς αὐτὰ ποὺ ἐλάτρευαν, ἐτιμωρήθησαν ὅπως τοὺς ἤξιζε καὶ ἀπὸ πλῆθος ζωυφίων ἀηδῶν ἐβασανίσθησαν. |
2 ἀνθ᾿ ἧς κολάσεως εὐεργετήσας τὸν λαόν σου, εἰς ἐπιθυμίαν ὀρέξεως ξένην γεῦσιν, τροφὴν ἡτοίμασας ὀρτυγομήτραν, | 2 Αντιθέτως προς την τιμωρίαν αυτήν των ειδωλολατρών, συ, ευεργετών τον λαόν σου, όταν επείνασαν εις την έρημον τους έδωσες παράδοξον τροφήν, ητοίμασες τροφήν δι' αυτούς από ορτύκια. | 2 Ἀντὶ ταύτης τῆς τιμωρίας τῶν εἰδωλολάτρῶν εὐηργέτησας τὸν λαόν σου καὶ διὰ νὰ ἰκανοποιήσῃς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ὀρέξεώς των τοὺς παρεσκεύασες ὡς τροφὴν πλήθη ὀρτυγομήτρας, γεῦσιν ἀσυνηθιστον καὶ ἐκλεκτήν. |
3 ἵνα ἐκεῖνοι μὲν ἐπιθυμοῦντες τροφὴν διὰ τὴν εἰδέ χθειαν τῶν ἐπαπεσταλμένων καὶ τὴν ἀναγκαίαν ὄρεξιν ἀποστρέφωνται, αὐτοὶ δὲ ἐπ᾿ ὀλίγον ἐνδεεῖς γενόμενοι καὶ ξένης μετάσχωσι γεύσεως. | 3 Ενῷ εκείνοι οι ειδωλολάτραι, παρά την πείναν και επιθυμίαν τροφής, που είχαν, βλέποντες τα αηδή αυτά ζώα, που απεστάλησαν εις τιμωρίαν εναντίον των, έχαναν και αυτήν ακόμα την όρεξιν προς τροφήν. Εξ αντιθέτου όμώς οι Ισραηλίται εστερήθησαν επ' ολίγον διάστημα και επείνασαν, έφαγαν όμως κατόπιν θαυματουργικώς δοθείσαν εις αυτούς τροφήν. | 3 Εἰς τρόπον ὥστε εἰς ἐκείνους μέν, δηλαδὴ τοὺς Αἰγυπτίους, ἐνῷ ἐπείνων καὶ ἐπεθύμουν νὰ λάβουν τροφήν, λόγοι τῆς ἀηδίας καὶ τῆς σιχαμάρας, ποὺ τοὺς ἐπροκάλουν οἱ βάτραχοι καὶ τὰ λοιπὰ ζῶα, ποὺ τοὺς εἶχον ἀποσταλῇ ὡς τιμωρία, καὶ ἡ ἀναγκαία διὰ τὴν συντήρησίν των ὄρεξις μετεβάλλετο εἰς ἀποστροφήν, αὐτοὶ δέ, οἱ Ἰσραηλῖται δηλαδή, ἐπ’ ὀλίγον χρόνον εὑρεθέντες εἰς στέρησιν καὶ ἀνάγκην, ἔλαβον μέρος καὶ ἐδοκίμασαν τροφὴν σπανίαν καὶ εὔγευστον. |
4 ἔδει γὰρ ἐκείνοις μὲν ἀπαραίτητον ἔνδειαν ἐπελθεῖν τυραννοῦσι, τούτοις δὲ μόνον δειχθῆναι πῶς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐβασανίζοντο. | 4 Επρεπε κατά λόγον δικαιοσύνης να επέλθη αυτή η στέρησις εναντίον εκείνων, που είχαν τυραννήσει τον λαόν σου, εις δε τους ισραηλίτας να καταδειχθή δια του γεγονότος αυτού, πως οι εχθροί των εβασανίζοντο. | 4 Ἔγινε δὲ αὐτό, διότι εἰς ἐκείνους μέν, οἱ ὁποῖοι ἐτυράννουν καὶ κατεπίεζον τὸν λαόν, ἔπρεπε καὶ ἦτο δίκαιον νὰ ἐπέλθῃ ὡς τιμωρία στέρησις μὴ ἐπιδεχομένη παραίτησιν καὶ μὴ δυναμένη νὰ ἀποφευχθῇ, εἰς τούτους δὲ ἡ προσωρινὴ στέρησις ἐχρειάζετο μόνον διὰ νὰ τοὺς δειχθῇ διὰ τῆς πείρας πῶς ἐβασανίζοντο οἱ ἐχθροί των. |
5 Καὶ γὰρ ὅτε αὐτοῖς δεινὸς ἐπῆλθε θηρίων θυμὸς δήγμασί τε σκολιῶν διεφθείροντο ὄφεων, οὐ μέχρι τέλους ἔμεινεν ἡ ὀργή σου· | 5 Διότι, και όταν επήλθον εναντίον των εξηρεθισμένα φοβερά θηρία, δηλητηριώδη φίδια, και αυτοί εθανατώνοντο με τα δήγματα των ελισσομένων και συστρεφομένων αυτών όφεων, δεν παρέμεινεν η οργή σου μέχρι τέλους εναντίον αυτών. | 5 Προσωριναὶ δὲ καὶ ὀλίγης διαρκείας ἦσαν πάντοτε αἱ τιμωρίαι τοῦ λαοῦ σου. Διότι καὶ ὅταν ἐπέπεσε κατ’ αὐτῶν φοβερὸς θυμὸς καὶ μανία θηρίων θανατηφόρων καὶ μὲ τὰ δαγκώματα φιδιῶν στρεβλῶν καὶ συστρεφομένων ἐξωλοθρεύοντο, πάλιν καὶ τότε δὲν ἔμεινε μέχρι τέλους ἡ ὀργή σου, ὥστε νὰ ἑξαφανισθοῦν. |
6 εἰς νουθεσίαν δὲ πρὸς ὀλίγον ἐταράχθησαν, σύμβουλον ἔχοντες σωτηρίας εἰς ἀνάμνησιν ἐντολῆς νόμου σου· | 6 Συνεταράχθησαν οι Ισραηλίται επί ολίγον διάστημα, αλλά προς νουθεσίαν των, διότι έτσι απέκτησαν ένα σύμβολον, ένα σημείον σωτηρίας, δια να ενθυμούνται τας εντολάς του Νομου σου. | 6 Διὰ νὰ σωφρονισθοῦν δὲ ἐταράχθησαν ἀπὸ τὴν πληγὴν τῶν φιδιῶν δι’ ὀλίγον χρόνον, ἔχοντες ἐν σημεῖον σωτηρίας, τὸν χάλκινον ὄφιν, διὰ νὰ τοὺς ὑπενθυμίζῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου σου. |
7 ὁ γὰρ ἐπιστραφεὶς οὐ διὰ τὸ θεωρούμενον ἐσώζετο, ἀλλὰ διὰ σὲ τὸν πάντων σωτῆρα. | 7 Διότι εκείνος ο οποίος εστρέφετο και έβλεπε το σημείον τούτο, τον χάλκινον όφιν, εσώζετο οχι βέβαια κατά τρόπον μαγικόν, από αυτό καθ' εαυτό του σύμβολον, αλλά από σέ, ο οποίος είσαι ο σωτήρ όλων των ανθρώπων. | 7 Τοὺς ὑπενεθύμιζε δέ, πόσον σωτήριον πρᾶγμα εἶναι ἡ τήρησις κάθε ἐντολῆς σου, διότι καθένας, ποὺ ἔστρεφε τὰ βλέμματά του εἰς τὸν χάλκινον ὄφιν συμμορφούμενος πρὸς τὴν παραγγελίαν σου, ἐσώζετο καὶ ἐθεραπεύετο, ὄχι διὰ τὸ ἄψυχον ἐκεῖνο ὁμοίωμα, ποὺ ἐβλέπετο ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ διὰ Σὲ καὶ τὴν πίστιν καὶ ὑπακοήν του εἰς Σέ, τὸν Σωτῆρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. |
8 καὶ ἐν τούτῳ δὲ ἔπεισας τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, ὅτι σὺ εἶ ὁ ρυόμενος ἐκ παντὸς κακοῦ· | 8 Και με το γεγονός τούτο, όπως και με όλα τα προηγούμενα, έπεισες τους εχθρούς μας, ότι συ είσαι ο μόνος, που ελευθερώνεις και σώζεις από κάθε κακόν τους ανθρώπους. | 8 Καὶ μὲ τὸ θαῦμα σου αὐτὸ ἔπεισες τοὺς ἐχθρούς μας, ὅτι Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ποὺ ἐλευθερώνεις καὶ γλυτώνεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κάθε κακόν. |
9 οὓς μὲν γαρ ἀκρίδων καὶ μυιῶν ἀπέκτεινε δήγματα, καὶ οὐχ εὑρέθη ἴαμα τῇ ψυχῇ αὐτῶν, ὅτι ἄξιοι ἦσαν ὑπὸ τοιούτων κολασθῆναι· | 9 Εκείνους, τους εχθρούς μας, τους εφόνευον τα δήγματα των ακρίδων και των μυιών και δεν ευρέθη καμμία θεραπεία εις περιφρούρησιν της ζωής των, διότι ήσαν άξιοι να τιμωρηθούν από τα σιχαμερά και επικίνδυνα έντομα. | 9 Ὑπῆρξε δὲ τοῦτο ἀπόδειξις πειστική, διότι ἐκείνους μὲν ἐθανάτωναν δαγκώματα ἀκρίδων καὶ μυγῶν, καὶ δὲν εὑρέθη φάρμακον ἰατρείας τῆς ζωῆς των, ἐπειδὴ ἦσαν ἄξιοι νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ τέτοια τιποτένια ἔντομα· |
10 τοὺς δὲ υἱούς σου οὐδὲ ἰοβόλων δρακόντων ἐνίκησαν ὀδόντες, τὸ ἔλεος γάρ σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς. | 10 Τα τέκνα σου όμως, τους Ισραηλίτας, δεν τους κατενίκησαν και δεν τους εξωλόθρευσαν οι οδόντες των φαρμακερών εκείνων και μεγάλων όφεων, διότι το έλεός σου τους επεσκέφθη και τους εθεράπευσεν. | 10 ἐνῷ ἀπ’ ἐναντίας τὰ παιδιά σου, τοὺς Ἰσραηλίτας, οὔτε τὰ δόντια τῶν φαρμακερῶν καὶ φοβερῶν φιδιῶν δὲν ἐνίκησαν, διότι τὸ ἔλεός σου ἦλθε πρὸ αὐτῶν εἰς βοήθειάν των καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς. |
11 εἰς γὰρ ὑπόμνησιν τῶν λογίων σου ἐνεκεντρίζοντο καὶ ὀξέως διεσώζοντο, ἵνα μὴ εἰς βαθεῖαν ἐμπεσόντες λήθην ἀπερίσπαστοι γένωνται τῆς σῆς εὐεργεσίας. | 11 Η αιτία δε και ο σκοπός, που εδαγκώνοντο από τα φίδια και αμέσως εθεραπεύοντο, ήτο να ενθυμούνται τας εντολάς σου και να μη περιπέσουν εις λησμοσύνην των λόγων σου και αποκλεισθούν έτσι από τας ευεργεσίας σου. | 11 Οὕτως ἐτιμωροῦντο πρὸς διόρθωσιν καὶ πατρικὴν παιδαγωγίαν, διότι ἐδαγκάνοντο ἀπὸ τὰ φίδια καὶ δὲν ἀπέθνησκον, ἀλλ’ ἀμέσως ἐθεραπεύοντο, διὰ νὰ ἐνθυμοῦνται τὰ θεῖα σου λόγια, ἐκ φόβου μήπως παρασυρόμενοι εἰς βαθεῖαν ἐπιλησμοσύνην τοῦ νόμου σου γίνουν ἀνάξιοι, ὅπως περισπᾶται καὶ ἐνδιαφέρεται ἡ εὐεργετική σου ἀγαθότης δι’ αὐτούς. |
12 καὶ γὰρ οὔτε βοτάνη οὔτε μάλαγμα ἐθεράπευσεν αὐτούς, ἀλλὰ ὁ σός, Κύριε, λόγος ὁ πάντα ἱώμενος. | 12 Ούτε κανένα θεραπευτικόν χορτάρι ούτε κανένα κατάπλασμα δεν τους εθεράπευσε τότε, αλλά ο ιδικός σου παντοδύναμος λόγος, Κυριε, ο οποίος θεραπεύει τα πάντα. | 12 Πράγματι δὲ οὔτε βότανον οὔτε ἔμπλαστρον ἐθεράπευσεν αὐτούς, ἀλλ’ ὁ λόγος Σου, Κύριε, ὁ ὁποῖος θεραπεύει τὰ πάντα. |
13 σὺ γὰρ ζωῆς καὶ θανάτου ἐξουσίαν ἔχεις καὶ κατάγεις εἰς πύλας ᾅδου καὶ ἀνάγεις. | 13 Διότι συ, Κυριε, έχεις την απόλυτον εξουσίαν της ζωής και του θανάτου και συ κατεβάζεις εις τας πύλας του άδου και ανεβάζεις από έκεί τους ανθρώπους. | 13 Καὶ ἔχει τόσην δύναμιν ὁ λόγος σου, διότι Σὺ ἔχεις ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ κατεβάζεις μέχρις αὐτῶν τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου καὶ ἀνεβάζεις πάλιν ἀπ' ἐκεῖ τοὺς εἰς ἔσχατον κίνδυνον περιελθόντας καὶ μηδεμίαν ἐλπίδα διασώσεως ἔχοντας. |
14 ἄνθρωπος δὲ ἀποκτέννει μὲν τῇ κακίᾳ αὐτοῦ, ἐξελθὸν δὲ πνεῦμα οὐκ ἀναστρέφει οὐδὲ ἀναλύει ψυχὴν παραληφθεῖσαν. | 14 Ο άνθρωπος εν τη κακία αυτού φονεύει τον συνάνθρωπόν του. Η ψυχή δέ, που εξέρχεται από τον φονευθέντα, δεν επιστρέφει. Ο φονεύσας δεν ημπορεί να απελευθερώση την ψυχήν, την οποίαν παρέλαβε πλέον ο άδης. | 14 Ἀντιθέτως ὅμως ὁ ἄνθρωπος φονεύει μὲν ἐν τῇ κακίᾳ του τὸν ὅμοιόν του, ὅταν δὲ διὰ τοῦ φόνου φύγῃ τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν φονευθέντα, δὲν ἐπιστρέφει πάλιν, οὔτε ὁ φονεὺς ἠμπορεῖ νὰ λύσῃ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ ἐπαναφέρῃ ψυχήν, ἡ ὁποία παρελήφθη ἀπὸ τὸν Ἅδην. |
15 Τὴν δὲ σὴν χεῖρα φυγεῖν ἀδύνατόν ἐστιν· | 15 Την ιδικήν σου όμως παντοδύναμον χείρα κανείς δεν ημπορεί να διαφύγη. | 15 Τὴν ἰδικήν σου ὅμως χεῖρα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀσθενής, ὅπως τῶν ἀνθρώπων αἱ χεῖρες, ἀλλ’ εἶναι παντοδύναμος, ἀδύνατον νὰ ξεφύγῃ κανείς. |
16 ἀρνούμενοι γάρ σε εἰδέναι ἀσεβεῖς, ἐν ἰσχύϊ βραχίονός σου ἐμαστιγώθησαν, ξένοις ὑετοῖς καὶ χαλάζαις καὶ ὄμβροις διωκόμενοι ἀπαραιτήτοις καὶ πυρὶ καταναλισκόμενοι. | 16 Οι ασεβείς, οι οποίοι ηρνήθησαν να σε γνωρίσουν και σε αναγνωρίσουν ως Θεόν των, ετιμωρήθησαν με την δύναμιν της παντοδυνάμου δεξιάς σου καταδιωκόμενοι από παράδοξα και ανερμήνευτα νερά, από χαλάζας και βροχάς, γινόμενοι παρανάλωμα και της φωτιάς. | 16 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι ἠρνοῦντο νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἰσχὺν καὶ τὸ μεγαλεῖον σου, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ βραχίονός σου ἐμαστιγώθησαν, καταδιωκόμενοι μὲ ἀσυνήθεις βροχὰς καὶ μὲ χαλάζας καὶ μὲ καταιγίδας, ποὺ ἦτο ἀδύνατον νὰ τὰς ἀποφύγουν, καὶ ἐξαφανιζόμενοι ἀπὸ φωτιάν. |
17 τὸ γὰρ παραδοξότατον, ἐν τῷ πάντα σβεννύντι ὕδατι πλεῖον ἐνήργει τὸ πῦρ, ὑπέρμαχος γὰρ ὁ κόσμος ἐστὶ δικαίων· | 17 Και το εκτάκτως παράδοξον είναι, ότι μέσα στο νερό, όπου τα πάντα σβήνονται, η φωτιά έπαιρνε ακόμη μεγαλυτέραν δραστηριότητα, διότι πράγματι το σύμπαν μάχεται υπέρ των δικαίων. | 17 Πράγματι δὲ ἐξηφανίζοντο ἀπὸ τὴν φωτιάν. Διότι τὸ κατ' ἐξοχὴν παράδοξον καὶ πρωτοφανὲς εἶναι, ὅτι μέσα εἰς τὸ νερό, τὸ ὁποῖον σβήνει τὰ πάντα, περισσότερον ἔκαιε καὶ ἐνεργοῦσεν ἡ φωτιά. Καὶ συνέβαινεν αὐτό, διότι τὰ στοιχεῖα καὶ αἱ δυνάμεις τοῦ φυσικοῦ κόσμου εἶναι ὑπερασπισταὶ μαχόμενοι ὑπὲρ τῶν δικαίων. |
18 ποτὲ μὲν γὰρ ἡμεροῦτο φλόξ, ἵνα μὴ καταφλέξῃ τὰ ἐπ᾿ ἀσεβεῖς ἀπεσταλμένα ζῷα, ἀλλ᾿ αὐτοὶ βλέποντες ἴδωσιν, ὅτι Θεοῦ κρίσει ἐλαύνονται· | 18 Μερικές φορές η φλόγα του πυρός ωλιγόστευε, δια να μη κατακαύση τα ζώα, που εστέλλοντο εις τιμωρίαν των ασεβών, και δια να τους κάμη να εννοήσουν από αυτό το θέαμα ότι η δικαιοσύνη του Θεού ήτο εκείνη, που τους κατεδίωκε και τους ετιμωρούσε. | 18 Καὶ ἄλλοτε μὲν κατεπραύνετο ἡ φωτιά, διὰ να μὴ κατακαύσῃ τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα εἶχον σταλῆ ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν Αἰγυπτίων, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ ἀμυνθοῦν κατ' αὐτῶν ἤναπτον πυρὰς διὰ νὰ τὰ κατακαύσουν. Αὐτὰ ὅμως δὲν κατεκαίοντο, ἵνα βλέποντες οἱ ἀσεβεῖς οὖτοι τοῦτο ἀντιληφθοῦν ὅτι καταδιώκονται ἀπὸ τὴν δικαίαν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ. |
19 ποτὲ δὲ καὶ μεταξὺ ὕδατος ὑπὲρ τὴν πυρὸς δύναμιν φλέγει, ἵνα ἀδίκου γῆς γεννήματα διαφθείρῃ. | 19 Αλλοτε όμώς το πυρ μέσα στο νερό ήναπτε και εδυνάμωνεν ακόμη περισσότερον την φλόγα του, δια να καταστρέψη τα προϊόντα της αδίκου γης. | 19 Ἄλλοτε δὲ πάλιν καὶ ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ τῆς βροχῆς κατέκαιεν ἡ φλόγα μὲ δύναμιν μεγαλυτέραν ἐκείνης, ποὺ ἔχει συνήθως τὸ πῦρ, διὰ νὰ καταστρέψῃ τὰ γεννήματα τῆς ἀδίκου χώρας. |
20 ἀνθ᾿ ὧν ἀγγέλων τροφὴν ἐψώμισας τὸν λαόν σου καὶ ἕτοιμον ἄρτον αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἔπεμψας ἀκοπιάτως πᾶσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα καὶ πρὸς πᾶσαν ἁρμόνιον γεῦσιν· | 20 Ενῷ, λοιπόν, έτσι συ ο δίκαιος Θεός ετιμωρούσες τους ειδωλολάτρας εχθρούς του λαού σου, εξ αντιθέτου επροοτάτευσες και έθρεψες τον λαόν σου με τροφήν αγγέλων, τους έστειλες δηλαδή έτοιμον άρτον από τον ουρανόν, χωρίς αυτοί να κοπιάσουν. Αρτον ικανόν να τους δώση κάθε ευχαρίστησιν και κατάλληλον προς κάθε όρεξιν. | 20 Ἀντὶ δὲ αὐτῶν, μὲ τὰ ὁποῖα ἐτιμωροῦντο οἱ Αἰγύπτιοι, ἔθρεψας τὸν λαόν σου μὲ τροφὴν ἀγγελίαν καὶ τοὺς ἔδωκες ἀπὸ τὸν οὐρανόν, χωρὶς νὰ κοπιάσουν, ἔτοιμο ψωμί, ποὺ εἶχε πᾶσαν δύναμιν γλυκύτητος, ἐταίριαζε δὲ καὶ ἰκανοποιοῦσε κάθε γεῦσιν. |
21 ἡ μὲν γὰρ ὑπόστασίς σου τὴν σὴν γλυκύτητα πρὸς τέκνα ἐνεφάνισε, τῇ δὲ τοῦ προσφερομένου ἐπιθυμίᾳ ὑπηρετῶν πρὸς ὅ τις ἐβούλετο μετεκιρνᾶτο. | 21 Η ουσία και η ωραία γεύσις του παρουσίαζε και εμαρτυρούσε την ιδικήν σου γλυκύτητα προς τα τέκνα σου· η δε ικανότης του να προσαρμόζεται και να ανταποκρίνεται προς την όρεξιν εκείνου, ο οποίος τον έτρωγε, τον εκανε να μεταβάλλεται εις ο,τι ο καθένας επιθυμούσε. | 21 Ἰκανοποιοῦσε δὲ τὸ ψωμὶ αὐτὸ κάθε γεῦσιν, διότι ἡ οὐσία, τὴν ὁποίαν Σὺ τοῦ ἔδιδες, κατεδείκνυε τὴν γλυκύτητα καὶ καλωσύνην σου πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας, τὰ τέκνα σου, ἀνταποκρινόμενον δὲ καὶ ἐξυπηρετοῦν τὴν ἐπιθυμίαν ἑκάστου, εἰς τὸν ὁποῖον προσεφέρετο, μετεβάλλετο εἰς ὅ,τι ὃ καθένας ἤθελε καὶ ἐπεθύμει, προσαρμοζόμενον πρὸς τὴν ὄρεξιν αὐτοῦ. |
22 χιὼν δὲ καὶ κρύσταλλος ὑπέμεινε πῦρ καὶ οὐκ ἐτήκετο, ἵνα γνῶσιν ὅτι τοὺς τῶν ἐχθρῶν καρποὺς κατέφθειρε πῦρ φλεγόμενον ἐν τῇ χαλάζῃ καὶ ἐν τοῖς ὑετοῖς διαστράπτον· | 22 Αυτό το μάννα, που έμοιαζε ωσάν χιόνι και κρύσταλλον, αντείχε εις την φωτιά και δεν έλυωνε, δια να μάθουν οι Ισραηλίται επάνω εις τα πράγματα, ότι η φωτιά κατέστρεψε μόνον των εχθρών τους καρπούς, έκαιεν ανάμεσα εις την χάλαζαν και απήστραπτεν εν μέσω των βροχών. | 22 Τὸ μάννα δέ, ποὺ ὡμοίαζε πρὸς τὸ χιόνι καὶ τὸ κρύσταλλον, ἀντεῖχεν εἰς τὸ πῦρ καὶ δὲν ἔλειωνε, διὰ νὰ καταλάβουν καὶ πληροφορηθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅτι τοὺς καρποὺς τῶν ἐχθρῶν των κατέστρεψε φωτιά, ποὺ ἔκαιε καὶ ἐφούντωνε μέσα εἰς τὸ χαλάζι καὶ ἤστραπτε μέσα εἰς τὴν βροχήν. |
23 τοῦτο πάλιν δ᾿ ἵνα τραφῶσι δίκαιοι, καὶ τῆς ἰδίας ἐπιλελῆσθαι δυνάμεως. | 23 Ως προς δε το μάννα εφαίνετο ότι το πυρ ελησμονούσε και έχανε την καυστικήν του δύναμιν. Τούτο δέ, δια να τραφούν οι δίκαιοι Ισραηλίται. | 23 Τὸ θαυμαστὸν δὲ τοῦτο ἔγινε πάλιν, διὰ να τραφοῦν οἱ δίκαιοι Ἰσραηλῖται, καὶ αὐτὴ ἡ φωτιὰ ἀπέναντι τοῦ μάννα ἐλησμόνησε τὴν καυστικήν της δύναμιν καὶ ἰδιότητα. |
24 ἡ γὰρ κτίσις σοι τῷ ποιήσαντι ὑπηρετοῦσα ἐπιτείνεται εἰς κόλασιν κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ ἀνίεται εἰς εὐεργεσίαν ὑπὲρ τῶν εἰς σὲ πεποιθότων. | 24 Διότι η κτίσις, υπηρετούσα πάντοτε σε τον δημιουργόν της, άλλοτε αυξάνει τας δυνάμεις της, δια να τιμωρηθούν οι ασεβείς, και άλλοτε τας μειώνει, δια να ευεργετηθούν και ωφεληθούν εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν και υπακούουν εις σέ. | 24 Ἐλησμόνησε δὲ ἡ φωτιὰ τὴν ἰδιότητά της, διότι ἡ Κτίσις ὑπηρετοῦσα εἰς Σέ, ὁ Ὁποῖος τὴν ἐδημιούργησες, αὐξάνει τὴν δύναμίν της πρὸς τιμωρίαν τῶν ἀδίκων καὶ χαλαρώνει ταύτην πρὸς εὐεργεσίαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν καὶ στηρίζουν τὴν ἐλπίδα των εἰς Σέ. |
25 διὰ τοῦτο καὶ τότε εἰς πάντα μεταλλευομένη τῇ παντοτρόφῳ σου δωρεᾷ ὑπηρέτει πρὸς τὴν τῶν δεομένων θέλησιν, | 25 Δια τούτο η φύσις μετεβάλλετο τότε και προσηρμόζετο σύμφωνα προς τας διαταγάς, που έδινεν η τους πάντας και τα πάντα διατρέφουσα χάρις σου, ώστε να εξυπηρετή αυτούς, που ευρίσκοντο εις διαφόρους ανάγκας, | 25 Διότι δὲ ἡ Κτίσις Σὲ ὑπηρετεῖ, διὰ τοῦτο καὶ τότε ἡ Κτίσις μεταλλασσομένη καὶ μετασχηματιζομένη κατὰ πάντας τοὺς τρόπους ὑπηρετεῖ εἰς τὴν τὰ πάντα τρέφουσαν δωρεάν σου συμφώνως πρὸς τὴν θέλησιν τῶν ἐχόντων ἀνάγκην. |
26 ἵνα μάθωσιν οἱ υἱοί σου, οὓς ἠγάπησας, Κύριε, ὅτι οὐχ αἱ γενέσεις τῶν καρπῶν τρέφουσιν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ρῆμά σου τοὺς σοὶ πιστεύοντας διατηρεῖ. | 26 δια να μάθουν έτσι τα παιδιά σου, οι Ισραηλίται, τους οποίους ηγάπησες, Κυριε, ότι δεν τρέφει τον άνθρωπον η καρποφορία της γης, αλλά ο ιδικός σου λόγος συντηρεί εκείνους, που πιστεύουν και υπακούουν εις σέ. | 26 Καὶ ἐγίνοντο ὅλα αὐτά, διὰ νὰ μάθουν τὰ παιδιά σου, οἱ Ἰσραηλῖται, τοὺς ὁποίους ἠγάπησας, Κύριε, ὅτι δὲν τρέφουν τὸν ἄνθρωπον ἡ πλουσία παραγωγὴ καὶ ἄφθονος συγκομιδὴ τῶν διαφόρων καρπῶν, ἀλλ' ὁ λόγος σου διατηρεῖ εἰς τὴν ζωὴν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν εἰς Σέ. |
27 τὸ γὰρ ὑπὸ πυρὸς μὴ φθειρόμενον ἁπλῶς ὑπὸ βραχείας ἀκτῖνος ἡλίου θερμαινόμενον ἐτήκετο, | 27 Διότι το μάννα, το οποίον δεν κατεστρέφετο από την φωτιάν, εν τούτοις, όταν εθερμαίνετο μόνον από κάποιον ακτίνα του ηλίου επ' ολίγον χρόνον, διελύετο. | 27 Ἀπόδειξις δὲ τοῦ ὅτι ὁ λόγος σου εἶναι παντοδύναμος, εἶναι τὸ συμβαῖνον μὲ τὸ μάννα. Διότι αὐτό, ποὺ δὲν ἐφθείρετο οὐδὲ κατεστρέφετο ἀπὸ τὴν φωτιάν, ἔλειωνεν, ὅταν ἁπλῶς καὶ μόνον ὑπὸ ὀλίγων ἀκτίνων τοῦ ἡλίου ἐθερμαίνετο. |
28 ὅπως γνωστὸν ᾖ ὅτι δεῖ φθάνειν τὸν ἥλιον ἐπ᾿ εὐχαριστίαν σου καὶ πρὸς ἀνατολὴν φωτὸς ἐντυγχάνειν σοι. | 28 Τούτο δέ, δια να γνωρίσουν και μάθουν οι Ισραηλίται, να προφθάνουν την ανατολήν του ηλίου με ευχαριστίας των προς σε και να έρχωνται εις συνάντησιν και λατρείαν σου κατά την ανατολήν του φωτός. | 28 Ἔλειωναν δὲ τὸ μάννα καὶ ὀλίγαι ἀκόμη ἀκτῖνες, διὰ νὰ καταστῇ γνωστὸν εἰς τοὺς Ἰσμαηλίτας, ποὺ ἔπρεπε να τὸ συλλέγουν προτοῦ νὰ λειώσῃ, ὅτι πρέπει νὰ προλαμβάνουν τὸν ἥλιον καὶ τὴν ἀνατολήν του, διὰ νὰ Σὲ εὐχαριστοῦν καὶ κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ φωτὸς νὰ συνομιλοῦν μαζί Σου διὰ τῆς προσευχῆς. |
29 ἀχαρίστου γὰρ ἐλπὶς ὡς χειμέριος πάχνη τακήσεται καὶ ρυήσεται ὡς ὕδωρ ἄχρηστον. | 29 Διότι η ελπίς του αχαρίστου λυώνει ωσάν την χειμερινήν πάχνην, που θα την κτυπήση ο ήλιος, και διαρρέει και χάνεται σαν το αχρησιμοποίητον ύδωρ. | 29 Πρέπει δὲ οὕτω πῶς νὰ δεικνύουν τὴν πρὸς τὸν Θεὸν εὐγνωμοσύνην των, διότι τοῦ ἀχαρίστου ἡ ἐλπὶς θὰ διαψευσθῇ καὶ θὰ λειώσῃ σὰν τὴν χειμωνιάτικη πάχνη, ἡ ὁποία διαλύεται ἀπὸ τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, καὶ θὰ διαρρεύσῃ σὰν νερὸ ἀνωφελὲς καὶ ἀχρησιμοποίητον. |