Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ΙΗ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΟΙΣ δὲ ὁσίοις σου μέγιστον ἦν φῶς· ὧν φωνὴν μὲν ἀκούοντες, μορφὴν δὲ οὐχ ὁρῶντες, ὅτι μὲν οὐ κἀκεῖνοι ἐπεπόνθεισαν, ἐμακάριζον, 1 Ομως στους εκλεκτούς σου, Κυριε, εις τους Ισραηλίτας, υπήρχε πλουσιώτατον το φως. Οι Αιγύπτιοι ήκουαν τας φωνάς των Ισραηλιτών, χωρίς όμως να βλέπουν τα πρόσωπά των, και τους εμακάριζαν, διότι δεν υπέφεραν από τας συμφοράς, από τας οποίας αυτοί έπασχον. 1 Τοὐναντίον εἰς τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς Σὲ Ἰσραηλίτας, καίτοι κατῴκουν εἰς Γεσέμ, ἥτις ἦτο ἐπαρχία τῆς αὐτῆς ὑπὸ τὸ σκότος διατελούσης χώρας τῆς Αἰγύπτου, ὑπῆρχε μέγα καὶ ἄπλετον φῶς. Καὶ τούτων μὲν τὴν φωνὴν ἀκούοντες οἱ Αἰγύπτιοι, μὴ βλέποντες δὲ λόγῳ τοῦ πυκνοῦ σκότους τὴν μορφὴν καὶ τὰ πρόσωπά των, τοὺς ἐκαλοτύχιζαν καὶ τοὺς ἐθεώρουν εὐτυχεῖς, διότι δὲν εἶχαν πάθει καὶ ἐκεῖνοι τὰ ἴδια μὲ αὐτούς.
2 ὅτι δὲ οὐ βλάπτουσι προηδικημένοι, ηὐχαρίστουν καὶ τοῦ διενεχθῆναι χάριν ἐδέοντο. 2 Κατά βάθος δε οι Αιγύπτιοι τους ευγνωμονούσαν, διότι οι Ισραηλίται, αν και προηγουμένως είχαν αδικηθή, δεν εσκέφθησαν να τους βλάψουν. Τους παρακαλούσαν δε οι Αιγύπτιοι να τους συγχωρήσουν δια την προηγουμένην εχθρικήν συμπεριφοράν απέναντί των. 2 Τοὺς ηὐχαρίστουν δέ, διότι, καίτοι ἦσαν ἀδικημένοι προτήτερα ἀπὸ τὰς καταπιέσεις των, δὲν τοὺς ἔβλαπτον καὶ δὲν τοὺς ἐξεδικοῦντο τώρα, καὶ ἐζήτουν παρακλητικῶς χάριν καὶ συγχώρησιν διὰ τὰς κατὰ τὸ παρελθὸν ἀδικίας.
3 ἀνθ᾿ ὧν πυριφλεγῆ στῦλον, ὁδηγὸν μὲν ἀγνώστου ὁδοιπορίας, ἥλιον δὲ ἀβλαβῆ φιλοτίμου ξενιτείας παρέσχες. 3 Αντί δέ, Κυριε, του τριημέρου σκότους, που έστειλες κατά των Αιγυπτίων, εδωκες στους Ισραηλίτας ένα στύλον πυρός να τους οδηγή στον άγνωστον δρόμον των και ήλιον καθόλου ενοχλητικόν κατά το διάστημα της ενδόξου δια μέσου αγνώστου ερήμου πορείας των. 3 Ἀντὶ τῶν κακῶν δὲ καὶ τῶν τιμωριῶν τούτων, τὰ ὁποῖα ὑφίσταντο οἱ Αἰγύπτιοι, ἔδωκες εἰς τοὺς ἀφωσιωμένους σου Ἰσραηλίτας ἀφ' ἑνὸς μὲν πυρίνην στήλην ὡς ὁδηγὸν κατὰ τὴν ἄγνωστον εἰς αὐτοὺς ὁδοιπορίαν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἥλιον, ὁ ὁποῖος δὲν τοὺς ἐνωχλοῦσε οὔτε ἐπροξενοῦσε εἰς αὐτοὺς βλάβην τινὰ κατὰ τὴν τιμημένην μετανάστευσίν των διὰ μέσου ἐρήμου καὶ ξένης χώρας.
4 ἄξιοι μὲν γὰρ ἐκεῖνοι στερηθῆναι φωτὸς καὶ φυλακισθῆναι ἐν σκότει, οἱ κατακλείστους φυλάξαντες τοὺς υἱούς σου, δι᾿ ὧν ἤμελλε τὸ ἄφθαρτον νόμου φῶς τῷ αἰῶνι δίδοσθαι. 4 Και οι μεν Αιγύπτιοι εκείνοι ήσαν άξιοι να στερηθούν από το φως και να φυλακισθούν μέσα στο σκοτάδι· αυτοί οι οποίοι εκράτησαν κατάκλειστα τα παιδιά σου, δια των οποίων επρόκειτο να μεταδοθή εις όλον τον κόσμον το αιώνιον φως του Νομου σου. 4 Καὶ ἐγίνετο ἡ διαφορετικὴ αὕτη μεταχείρισις, διότι ἦσαν ἄξιοι μὲν νὰ στερηθοῦν τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ τοῦ ἡλίου καὶ νὰ φυλακισθοῦν εἰς τὸ σκότος ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐφύλαξαν κατακλεισμένους τοὺς υἱούς σου, τοὺς Ἰσραηλίτας, διὰ τῶν ὁποίων ἐπρόκειτο εἰς τὸ μέλλον νὰ διαδοθῇ τὸ ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον φῶς τοῦ Νόμου εἰς τὸν κόσμον.
5 Βουλευσαμένους δ᾿ αὐτοὺς τὰ τῶν ὁσίων ἀποκτεῖναι νήπια καὶ ἑνὸς ἐκτεθέντος τέκνου καὶ σωθέντος, εἰς ἔλεγχον τὸ αὐτῶν ἀφείλω πλῆθος τέκνων καὶ ὁμοθυμαδὸν ἀπώλεσας ἐν ὕδατι σφοδρῷ. 5 Επειδή δε εκείνοι απεφάσισαν και εφόνευαν τα γεννώμενα άρρενα παιδιά των ευσεβών Ισραηλιτών, ένα δε μόνον από αυτά εξετέθη και εσώθη από τον θάνατον, προς τιμωρίαν των εξησφάλισες πλήθος τέκνων των, και όλους αυτούς μαζή κατεπόντισες στους όγκους των υδάτων της Ερυθράς θαλάσσης. 5 Ὅταν δὲ αὐτοὶ συνέλαβον τὸ σχέδιον καὶ ἀπεφάσισαν να φονεύσουν τὰ νήπια τῶν ἀφωσιωμένων εἰς Σὲ Ἰσραηλιτῶν - ὁπότε συνέβη νὰ ἐκτεθῇ εἰς τὰ νερὰ τοῦ Νείλου ἐν παιδίον καὶ διὰ τῆς προστασίας σου ἐσώθη - εἰς ἔλεγχον καὶ τιμωρίαν των τοὺς ἀφήρεσες τὸ πλῆθος τῶν τέκνων των καὶ ἐν συνεχείᾳ ὅλους αὐτοὺς μαζὶ τοὺς ἐξηφάνισες καὶ τοὺς ἐξωλόθρευσες εἰς τὸ ὁρμητικὸν ὕδωρ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.
6 ἐκείνη ἡ νὺξ προεγνώσθη πατράσιν ἡμῶν, ἵνα ἀσφαλῶς εἰδότες οἷς ἐπίστευσαν ὅρκοις ἐπευθυμήσωσι. 6 Η τρομερά δε εκείνη νύκτα του θανάτου των Αιγυπτίων πρωτοτόκων προανηγγέλθη στους πατέρας μας, δια να έχουν αυτοί θάρρος και ευθυμίαν, γνωρίζοντες καλώς εις ποίας σπουδαιοτάτας ενόρκους υποσχέσστου Θεού είχαν πιστεύσει. 6 Ἐκείνη ἡ νύκτα τῆς θανατώσεως τοῦ πλήθους τῶν τέκνων τῶν Αἰγυπτίων εἶχε γίνει διὰ τοῦ Μωϋσέως ἐκ προτέρου γνωστὴ εἰς τοὺς πατέρας μας, ἵνα, ἀφοῦ γνωρίσουν καὶ πληροφορηθοῦν ἀσφαλῶς ὁποῖαι καὶ πόσον ἀξιόπιστοι εἶναι αἱ ἔνορκοι ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰς ὁποίας ἐπίστευσαν, ἀναθαρρήσουν καὶ χαροποιηθοῦν.
7 προσεδέχθη δὲ ὑπὸ λαοῦ σου σωτηρία μὲν δικαίων, ἐχθρῶν δὲ ἀπώλεια· 7 Ετσι δε κατά την νύκτα εκείνην επερίμενεν ο λαός σου και είδε αφ' ενός μεν την σωτηρίαν των δικαίων, αφ' ετέρου δε την απώλειαν των εχθρών σου. 7 Πράγματι δὲ ἀνεμένετο μετὰ πεποιθήσεως ὑπὸ τοῦ λαοῦ σου ἡ σωτηρία μὲν τῶν δικαίων, ἡ καταστροφὴ δὲ καὶ ἡ ἀπώλεια τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι κατεπίεζον αὐτούς.
8 ᾧ γὰρ ἐτιμωρήσω τοὺς ὑπεναντίους, τοῦτο ἡμᾶς προσκαλεσάμενος ἐδόξασας. 8 Δια του μέσου δε εκείνου, του ύδατος, με το οποίον ετιμώρησες τους εχθρούς, με το αυτό νερό μας εκάλεσες κοντά σου και μας εσκάπασες με δόξαν. 8 Τοῦτο δὲ καὶ ἐπραγματοποιήθη, διότι μὲ τὴν ἰδίαν ἐνέργειάν του ὀλοθρευτοῦ ἀγγέλου, μὲ τὴν ὁποίαν ἐτιμώρησες τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀντιθέτους, μὲ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς, ἀφοῦ μᾶς προσεκάλεσες νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς ὅσα μᾶς παρήγγειλες διὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ νὰ τεθῶμεν ὑπὸ τὴν προστασίαν σου, μᾶς ἔσωσες καὶ μᾶς ἐδόξασες.
9 κρυφῆ γὰρ ἐθυσίαζον ὅσιοι παῖδες ἀγαθῶν καὶ τὸν τῆς θειότητος νόμον ἐν ὁμονοίᾳ διέθεντο τῶν αὐτῶν ὁμοίως καὶ ἀγαθῶν καὶ κινδύνων μεταλήψεσθαι τοὺς ἁγίους, πατέρων ἤδη προαναμέλποντες αἴνους. 9 Κρυφίως από τους Αιγυπτίους οι ευσεβείς, τέκνα ευσεβών γονέων, προσέφεραν εις σε θυσίαν τον πασχάλιον αμνόν, και με πλήρη ομοφωνίαν και συγκατάθεσιν εδέχθησαν την θείαν εντολήν, να μετέχουν όλοι οι άγιοι αυτοί Ισραηλίται στους κοινούς κινδύνους και εις τα κοινά αγαθά ψάλλοντες εκ των προτέρων, με βεβαιότητα δια την σωτηρίαν των, τους ύμνους των Πατέρων. 9 Συνεμορφώθημεν δὲ πρὸς τὰς παραγγελίας σου, διότι κρυφίως εἰς τὰ σπίτια των τὰ εὐλαβῆ παιδιὰ τῶν ἀγαθῶν πατριαρχῶν ἐθυσίαζον τὸν πασχάλιον ἀμνὸν καὶ ἀπὸ συμφώνου συνυπεσχέθησαν καὶ καθιέρωσαν ὡς θείας Διαθήκης νόμον νὰ συμμετέχουν εἰς τὸ μέλλον ὅλοι οἱ ἀνήκοντες εἰς τὸν Θεὸν ἅγιοι καὶ ἀφιερωμένοι Ἰσραηλῖται ἐξ ἴσου καὶ εἰς τὰ ἀγαθά, καθὼς καὶ εἰς τὰ προκαλοῦντα κινδύνους κακά. Καὶ καθιέρωσαν οὕτω τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα, ψάλλοντες προκαταβολικῶς καὶ προτοῦ νὰ ἐπακολουθήσουν τὰ γεγονότα τῆς σωτηρίας τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, ὕμνους καὶ δοξολογίας τῶν πατέρων των.
10 ἀντήχει δ᾿ ἀσύμφωνος ἐχθρῶν βοή, καὶ οἰκτρὰ διεφέρετο θρηνουμένων παίδων· 10 Και καθ' ον χρόνον αυτοί υμνολογούσαν τον Θεόν, αντηχούσαν εξ αντιθέτου αι παράφωνοι κραυγαί και η βοή των Αιγυπτίων, πανάθλιος δε και φρικτός διεχύνετο ο θρήνος δια τα θανατωθέντα πρωτότοκά των. 10 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἔψαλλον τοὺς ὕμνους τούτους, ἀντηχοῦσε θλιβερὰ καὶ ἀσύμφωνος πρὸς τὸν χαρμόσυνον τῶν Ἰσραηλιτῶν ὕμνον ἡ βοὴ τῶν ἐχθρῶν, καὶ διεσκορπίζετο φερομένη πανταχοῦ ἡ προκαλοῦσα λύπην καὶ οἶκτον κραυγὴ ἡ ἐκ τῶν θρηνουμένων πρωτοτόκων παιδιῶν.
11 ὁμοίᾳ δὲ δίκῃ δοῦλος ἅμα δεσπότῃ κολασθεὶς καὶ δημότης βασιλεῖ τὰ αὐτὰ πάσχων, 11 Με την αυτήν ποινήν ετιμωρήθη τότε και ο δούλος και ο κύριος τα ίδια έπαθε και ο άνθρωπος του λαού και ο βασιλεύς. 11 Ἀντηχοῦσε δὲ παντοῦ ἡ θρηνώδης αὐτὴ κραυγή, διότι μὲ τὴν αὐτὴν ἀδυσώπητον ποινὴν ἐτιμωρήθη συγχρόνως ὁ δοῦλος καὶ ὁ κύριος, καὶ τὰ ἴδια ἔπαθε καὶ ὁ ἁπλοῦς δημότης μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα.
12 ὁμοθυμαδὸν δὲ πάντες ἐν ἑνὶ ὀνόματι θανάτου νεκροὺς εἶχον ἀναριθμήτους· οὐδὲ γὰρ πρὸς τὸ θάψαι οἱ ζῶντες ἦσαν ἱκανοί, ἐπεὶ πρὸς μίαν ροπὴν ἡ ἐντιμοτέρα γένεσις αὐτῶν διέφθαρτο. 12 Ολοι μαζή με το αυτό είδος του θανάτου είχαν αναριθμήτους νεκρούς. Δεν επαρκούσαν δε οι ζώντες να θάπτουν τους νεκρούς, διότι εις μίαν και μόνην στιγμήν είχε καταστροφή η εκλεκτή γενεά των πρωτοτόκων των. 12 Ὅλοι δὲ μαζὶ μὲ ἐν καὶ τὸ αὐτὸ εἶδος θανάτου εἶχον ἀναριθμήτους νεκρούς, δὲν ἦτο δὲ εὔκολον να ἀριθμηθοῦν οὗτοι, διότι οἱ ζωντανοὶ δὲν ἐπρόφθαναν νὰ θάπτουν, ἐπειδὴ μέσα εἰς χρονικὸν διάστημα τόσον ὀλίγον, ὅσον διαρκεῖ ἡ ταλάντευσις πλάστιγγος, ἡ πιὸ νεαρὰ καὶ ἀξίζουσα γενεὰ των ἐξωλοθρεύθη.
13 πάντα γὰρ ἀπιστοῦντες διὰ τὰς φαρμακείας ἐπὶ τῷ τῶν πρωτοτόκων ὀλέθρῳ, ὡμολόγησαν Θεοῦ υἱὸν λαὸν εἶναι. 13 Οι Αιγύπτιοι μετά τον θάνατον των πρωτοτόκων των, απαρνηθέντες πλέον την πίστιν εις τας μαγείας των μάγων ωμολόγησαν, ότι οι Ισραηλίται είναι υιοί του Θεού. 13 Καὶ ἔπαθαν τὸ κακὸν αὐτό, διότι, ἐνῷ ἠπίστουν εἰς ὅλα τὰ ἐξ οὐρανοῦ θαύματα, στηριζόμενοι εἰς τὰς μαγείας τῶν μάγων των, ὅταν ἐξωλοθρεύθησαν οἱ πρωτοτόκοι των, μόλις τότε ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ.
14 ἡσύχου γὰρ σιγῆς περιεχούσης τὰ πάντα καὶ νυκτὸς ἐν ἰδίῳ τάχει μεσαζούσης, 14 Ενῷ δε απόλυτος σιγή εσκέπαζε τα πάντα και η νύκτα εν τη ταχεία πορεία του χρόνου ευρίσκετο στο μέσον, στο μεσονύκτιον, 14 Πραγματικῶς δὲ ἡ συμφορά, αἰφνιδιαστικῶς ἐπελθούσα, ἦτο συγκλονιστική. Διότι, ἐνῷ βαθεῖα καὶ ἥσυχος σιωπὴ ἐσκέπαζε καὶ περιεκάλυπτε τὰ πάντα καὶ ἡ νὺξ μὲ τὴν συνήθη τῆς ταχύτητα ἔφθανεν εἰς τὸ μέσον αὐτῆς,
15 ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ᾿ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλειῶν ἀπότομος πολεμιστὴς εἰς μέσον τῆς ὀλεθρίας ἥλατο γῆς, 15 αίφνης ο παντοδύναμος λόγος σου επήδησεν από τους ουρανούς και από τους βασιλικούς σου θρόνους, ωσάν άγριος πολεμιστής, στο μέσον της προοριζομένης προς όλεθρον χώρας. 15 ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἐφώρμησεν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἐκ τῶν βασιλικῶν σοῦ θρόνων ὡς ἀσυγκράτητος καὶ ἀπότομος πολεμιστὴς εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ ὑποστῇ τὸν ὄλεθρον.
16 ξίφος ὀξὺ τὴν ἀνυπόκριτον ἐπιταγήν σου φέρων, καὶ στὰς ἐπλήρωσε τὰ πάντα θανάτου· καὶ οὐρανοῦ μὲν ἥπτετο, βεβήκει δ᾿ ἐπὶ γῆς. 16 Κρατών δε ωσάν ακονισμένον οξύ ξίφος την αμετάκλητον διαταγήν σου, εστάθη όρθιος και εγέμισε τα πάντα με τον θάνατον. Γιγας ακατανίκητος ήγγιζε μεν τον ουρανόν, επατούσε δε επάνω εις την γην. 16 Ὥρμησεν ὡς ἀπότομος πολεμιστής, φέρων σὰν ξίφος κοπτερὸν καὶ ὀξὺ τὴν ἀνυπόκριτον καὶ φανερὰν διαταγήν σου, καὶ ἀφοῦ ἐστάθη, ἐγέμισεν ὅλα ἀπὸ θάνατον. Καὶ ἤγγιζε μὲν τὸν οὐρανόν, περιεπάτει ὅμως ἐπὶ τῆς γῆς.
17 τότε παραχρῆμα φαντασίαι μὲν ὀνείρων δεινῶς ἐξετάραξαν αὐτούς, φόβοι δὲ ἐπέστησαν ἀδόκητοι, 17 Ενῷ δε εκείνοι εκοιμώντο, φαντάσματα ονείρων τους ετάραξαν κατά τρόπον φοβερόν, αναπάντεχοι δε φόβοι έπεσαν επάνω των και τους εκυρίευσαν. 17 Τότε εὐθὺς ἀμέσως φαντάσματα τρομερῶν ὀνείρων τοὺς κατετάραξαν, ἀπροσδόκητοι δὲ φόβοι τοὺς ἐκυρίευσαν.
18 καὶ ἄλλος ἀλλαχῇ ριφεὶς ἡμίθνητος δι᾿ ἣν ἔθνησκεν αἰτίαν ἐνεφάνιζεν· 18 Αλλος δε εδώ και άλλος εκεί έπιπτεν ημιθανής και με την τραγικήν του κατάστασιν εμαρτυρούσε την αιτίαν, δια την οποίαν απέθνησκε. 18 Καὶ ἐνῷ ἐπεφτεν ἄλλος εἰς ἄλλο μέρος μισοπεθαμένος, ἐφανέρωνε τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἐπέθαινε.
19 οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῦτο προεμήνυσαν, ἵνα μὴ ἀγνοοῦντες δι᾿ ὃ κακῶς πάσχουσιν ἀπόλωνται. 19 Διότι τα τρομερά όνειρα, που τους είχαν καταταράξει, αυτά το ανήγγειλαν· την αιτίαν δηλαδή του θανατικού, ώστε να μη αποθάνουν, χωρίς να γνωρίζουν, δια ποίαν αιτίαν είχαν κτυπηθή τόσον σκληρώς. 19 Καὶ τὴν ἐφανέρωνε, διότι τὰ ὄνειρα, ποὺ τοὺς ἐθορύβησαν καὶ τοὺς ἐτρόμαξαν, προανήγγειλαν ταύτην εἰς αὐτούς, διὰ νὰ μὴ ἐξολοθρευθοῦν καὶ ἀποθάνουν, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὑπέφερον τὰ δεινὰ ταῦτα.
20 ῞Ηψατο δὲ καὶ δικαίων πεῖρα θανάτου, καὶ θραῦσις ἐν ἐρήμῳ ἐγένετο πλήθους. ἀλλ᾿ οὐκ ἐπὶ πολὺ ἔμεινεν ἡ ὀργή· 20 Βεβαίως η πικρά δοκιμασία του θανάτου ήγγισε και τους δικαίους. Θραύσις πολυαρίθμων Ισραηλιτών έγινεν εκεί εις την έρημον. Αλλά δεν διήρκεσεν επί πολύ η οργή η ιδική σου. 20 Ἤγγισε δὲ καὶ τοὺς δικαίους, τοὺς Ἰσραηλίτας δηλαδή, ἡ δοκιμασία τοῦ θανάτου καὶ ἔγινε θραῦσις καὶ φθορὰ πλήθους Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν ἔρημον, δὲν παρέμεινεν ὅμως ἐπὶ πολὺν χρόνον ἡ ὀργή.
21 σπεύσας γὰρ ἀνὴρ ἄμεμπτος προεμάχησε τὸ τῆς ἰδίας λειτουργίας ὅπλον, προσευχὴν καὶ θυμιάματος ἐξιλασμὸν κομίσας, ἀντέστη τῷ θυμῷ καὶ πέρας ἐπέθηκε τῇ συμφορᾷ, δεικνὺς ὅτι σός ἐστι θεράπων. 21 Διότι ένας ανήρ άμεμπτος, σπεύδων εις σωτηρίαν των Ισραηλιτών, έλαβεν όπλον από την ιδικήν σου υπηρεσίαν, ηνωνίσθη υπέρ των Ισραηλιτών και προσέφερε προς εξιλέωσίν των προσευχήν και θυμίαμα. Κατ' αυτόν τον τρόπον αντεστάθη εις την θείαν οργήν και έθεσε τέρμα εις την συμφοράν του λαού. Εδειξε δε ετσι εις όλους, ότι είναι ιδικός σου υπηρέτης. 21 Καὶ δὲν διήρκεσε πολὺ ἡ ὀργή, διότι σπεύσας ἄνθρωπος ἐλεύθερος ἀπὸ μομφὴν καὶ κατηγορίαν, ὁ Ἀαρὼν δηλαδή, ἐπολέμησε πρὸς ὑπεράσπισίν των, χρησιμοποιήσας καὶ προβαλὼν τὸ ὅπλον τοῦ ἀρχιερατικοῦ του λειτουργήματος, δηλαδὴ τὴν προσευχὴν καὶ τὸν ἐξιλασμὸν τοῦ θυμιάματος. Οὕτω δὲ ἀντεστάθη εἰς τὸν θυμόν σου καὶ ἔβαλε τέλος εἰς τὴν συμφοράν, ἀποδεικνύων ὅτι εἶναι ἰδικός σου δοῦλος καὶ δι’ αὐτὸ τὸν εἰσήκουσες.
22 ἐνίκησε δὲ τὸν ὄχλον οὐκ ἰσχύϊ τοῦ σώματος, οὐχ ὅπλων ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ λόγῳ τὸν κολάζοντα ὑπέταξεν, ὅρκους πατέρων καὶ διαθήκας ὑπομνήσας. 22 Αυτός δε κατενίκησε την αναταραχήν του όχλου οχι με την σωματικήν του δύναμιν ούτε με την χρήσιν των όπλων· αλλά με την δύναμιν της προσευχής του εξηυμένισε τον τιμωρόν Θεόν υπενθυμίσας εις αυτόν τους όρκους και τας διαθήκας, που είχε κάμει με τους προγόνους των. 22 Κατενίκησε δὲ τὴν σύγχυσιν καὶ τὴν ταραχήν, τὴν ὁποίαν προεκάλει ἡ θεία ὀργή, ὄχι μὲ δύναμιν τοῦ σώματος, οὔτε μὲ τὴν χρησιμοποίησιν καὶ ἐνέργειαν ὅπλων, ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου καὶ τῆς προσευχῆς κατεπράϋνε καὶ ἐσταμάτησε τὸν τιμωροῦντα τοὺς Ἰσραηλίτας, ὑπενθυμίσας εἰς Αὐτὸν τὰς ἐνόρκους ὑποσχέσεις καὶ τὰς διαθήκας, τὰς ὁποίας εἶχε κάμει πρὸς τοὺς πατέρας.
23 σωρηδὸν γὰρ ἤδη πεπτωκότων ἐπ᾿ ἀλλήλων νεκρῶν, μεταξὺ στάς, ἀνέκοψε τὴν ὀργὴν καὶ διέσχισε τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν. 23 Ενῷ δηλαδή οι νεκροί έπιπταν σωρηδόν ο ένας επάνω στον άλλον, παρενετέθη αυτός όρθιος και έφραξε στον εξολοθρευτήν άγγελον τον δρόμον του προς τους ζωντανούς. 23 Πράγματι δὲ ἐσταμάτησε τὸν τιμωροῦντα, διότι καθ’ ὂν χρόνον εἶχον ἤδη πέσει κατὰ σωροὺς οἱ νεκροὶ ὁ ἕνας ἐπάνω εἰς τὸν ἄλλον, ἀφοῦ παρενέβη εἰς τὸ μέσον ὁ Ἀαρών, ἐσταμάτησε τὴν ὀργὴν καὶ διέκοψε τὸν δρόμον, ποὺ ὠδηγοῦσε τὸν ὀλοθρευτὴν ἄγγελον εἰς τοὺς ζωντανούς, οἱ ὁποῖοι ἐπρόκειτο καὶ αὐτοὶ να θανατωθοῦν.
24 ἐπὶ γὰρ ποδήρους ἐνδύματος ἦν ὅλος ὁ κόσμος, καὶ πατέρων δόξαι ἐπὶ τετραστίχου λίθου γλυφῆς, καὶ μεγαλωσύνη σου ἐπὶ διαδήματος κεφαλῆς αὐτοῦ. 24 Επάνω στον ποδήρη χιτώνα του υπήρχεν όλος ο στολισμός. Τα δε ένδοξα ονόματα των Πατέρων ήσαν χαραγμένα επάνω εις πολυτίμους λίθους, τακτοποιημένους εις τέσσαρας στίχους. Και το μεγαλείον σου έλαμπεν επάνω στο διάδημα της κεφαλής του. 24 Ἠμπόρεσε δὲ νὰ σταματήσῃ τὴν ὀργήν, διότι ὁλόκληρος ὁ κόσμος, σύμφωνα μὲ τὴν συμβολικὴν ἐξήγησιν τῆς ἑβραϊκῆς παραδόσεως, ἀναπαριστάνετο διὰ τοῦ ἀρχιερατικοῦ του ἐνδύματος, ποὺ ἔφθανε μέχρι τῶν ποδῶν καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἐνδόξων πατέρων ἦσαν ἐπὶ σκαλίσματος πολυτίμων λίθων εἰς τέσσαρας σειράς (αἱ ὁποῖαι ἀπετέλουν τὸ ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ ἀρχιερέως λογεῖον) καὶ τὸ μεγαλεῖον σου ἦτο χαραγμένον εἰς τὸ διάδημα τῆς κεφαλῆς του.
25 τούτοις εἶξεν ὁ ὀλοθρεύων, ταῦτα δὲ ἐφοβήθησαν· ἦν γὰρ μόνη ἡ πεῖρα τῆς ὀργῆς ἱκανή. 25 Εμπρός εις τα ιερά αυτά διάσημα υπεχώρησεν ο εξολοθρευτής άγγελος. Αυτά του ενέπνευσαν φόβον. Αλλωστε η δοκιμασία, την οποίαν έστειλεν η δικαία θεία οργή σου, ήτο πλέον αρκετή δια τους Ισραηλίτας. 25 Εἰς αὐτὰ τὰ ἱερὰ σύμβολα καὶ ἄμφια ὑπεχώρησεν ὁ ἐξολοθρευτὴς ἄγγελος· τὰ συντελεσθέντα δὲ κατὰ τὴν θραῦσιν ταύτην ἐφοβήθησαν οἱ Ἰσραηλῖται· διότι καὶ μόνη ἡ μερικὴ αὐτὴ δοκιμὴ τῆς ὀργῆς σου ἦτο ἀρκετὴ νὰ συνετίσῃ αὐτούς.