Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΟΤΕ στήσεται ἐν παρρησίᾳ πολλῇ ὁ δίκαιος κατὰ πρόσωπον τῶν θλιψάντων αὐτὸν καὶ τῶν ἀθετούντων τοὺς πόνους αὐτοῦ. | 1 Τοτε, κατά την ημέραν εκείνην της κρίσεως, θα σταθή με πολύ θάρρος ο δίκαιος ενώπιον εκείνων, οι οποίοι τον έθλιψαν και κατεπάτησαν τους κόπους του. | 1 Τότε, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης καὶ καθολικῆς πάντων τῶν ἀνθρώπων Κρίσεως, ὁ δίκαιος θὰ σταθῇ ὄρθιος μὲ πολὺ θάρρος καὶ παρρησίαν κατὰ πρόσωπον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν τὸν ἔθλιψαν καὶ δὲν ἐλογάριασαν τοὺς κόπους του, ἀλλὰ κατ’ ἀθέτησιν καὶ παραβίασιν παντὸς δικαίου τοὺς διεσκόρπισαν καὶ τοὺς διήρπασαν. |
2 ἰδόντες ταραχθήσονται φόβῳ δεινῷ καὶ ἐκστήσονται ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τῆς σωτηρίας. | 2 Εκείνοι, όταν θα τον ίδουν, θα ταραχθούν, θα καταληφθούν από δεινόν φόβον, θα καταπλαγούν δια την απροσδόκητον σωτηρίαν του. | 2 Ὅταν δὲ θὰ ἴδουν τὸ ἀπροσδόκητον δι' αὐτοὺς θέαμα τοῦτο, θὰ ταραχθοῦν ἀπὸ φόβον τρομερὸν καὶ θὰ μείνουν ἐκστατικοὶ καὶ καταπληκτοὶ διὰ τὴν τόσον παράδοξον σωτηρίαν τοῦ δικαίου, τὴν ὁποίαν δὲν ἐφαντάζοντο οὔτε ἐπερίμεναν. |
3 ἐροῦσιν ἐν ἑαυτοῖς μετανοοῦντες καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάξονται καὶ ἐροῦσιν· | 3 Μεταμελούμενοι δε δια την ελεεινήν συμπεριφοράν των απέναντι εκείνου και υπό το κράτος μεγάλης ψυχικής αγωνίας ευρισκόμενοι, θα αναστενάξουν και θα πουν. | 3 Καὶ θὰ εἴπουν μέσα των, κυριευμένοι ἀπὸ τύψεις καὶ στενάζοντες λόγῳ τῆς στενοχώριας τῆς ψυχῆς των: Αὐτὸς ἦτο, ποὺ ἐπεριγελούσαμεν κάποτε καὶ τὸν εἴχαμεν ὡς παροιμιῶδες παράδειγμα ἐμπαιγμοῦ καὶ περιφρονήσεως. |
4 οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς γέλωτα καὶ εἰς παραβολὴν ὀνειδισμοῦ οἱ ἄφρονες· τὸν βίον αὐτοῦ ἐλογισάμεθα μανίαν καὶ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ ἄτιμον. | 4 “Αυτός δεν είναι εκείνος, τον οποίον ημείς οι ασύνετοι και μωροί περιεγελούσαμεν και τον είχαμε καταστήσει εμπαικτικήν παροιμίαν; Ενομίσαμεν ότι όλη του η ζωή ήτο μία τρέλλα, και ότι η τελευτή του υπήρξε καταφρονεμένη και άδοξος. | 4 Ἀνόητοι καὶ ἄμυαλοι ποὺ ἤμεθα! Ἐθεωρούσαμεν τὸν τρόπον τῆς ζωῆς του σὰν τρέλλαν καὶ τὸν θάνατόν του ὡς αἶσχος καὶ ἀτιμίαν. |
5 πῶς κατελογίσθη ἐν υἱοῖς Θεοῦ καὶ ἐν ἁγίοις ὁ κλῆρος αὐτοῦ ἐστιν; | 5 Πως όμως τώρα έχει καταταχθή μεταξύ των υιών του Θεού, η δε θέσις του και η κληρονομία του ευρίσκεται μεταξύ των αγίων; | 5 Πῶς τώρα συγκατελέχθη μεταξὺ τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἔλαβε μερίδιον καὶ κληρονομίαν μεταξὺ τῶν ἁγίων; |
6 ἄρα ἐπλανήθημεν ἀπὸ ὁδοῦ ἀληθείας, καὶ τὸ τῆς δικαιοσύνης φῶς οὐκ ἔλαμψεν ἡμῖν, καὶ ὁ ἥλιος οὐκ ἀνέτειλεν ἡμῖν· | 6 Αρα ημείς επλανήθημεν από τον δρόμον της αληθείας, και το φως της θείας δικαιοσύνης δεν έλαμψεν εις ημάς. Ο δε ήλιος της πνευματικής γνώσεως δεν ανέτειλεν δι' ημάς. | 6 Ἐπλανήθημεν λοιπὸν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀληθείας, καὶ τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς, ποὺ θὰ μᾶς ὠδηγεῖ νὰ κρίνωμεν μὲ δικαιοσύνην, δὲν μᾶς ἔρριψε τὴν λάμψιν του, καὶ ὁ ἥλιος τῆς σοφίας καὶ συνέσεως δὲν ἀνέτειλε δι' ἠμᾶς. |
7 ἀνομίας ἐνεπλήσθημεν τρίβοις καὶ ἀπωλείας καὶ διωδεύσαμεν ἐρήμους ἀβάτους, τὴν δὲ ὁδὸν Κυρίου οὐκ ἔγνωμεν. | 7 Εχορτάσαμεν μέσα στους δρόμους της παρανομίας και της απωλείας. Διήλθομεν χώρας ερήμους και αδιαβάτους, αλλά τον δρόμον του Κυρίου δεν τον εγνωρίσαμεν. | 7 Ἐμείναμεν δὲ τυφλοί, διότι ἐχορτάσαμεν καὶ κατὰ κόρον ἀπηλαύσαμεν τοὺς δρόμους τῆς παρανομίας καὶ τῆς ἀπωλείας καὶ ἐβαδίσαμεν εἰς ἐρημιές, ποὺ ἦσαν ἀπάτητοι καὶ χωρὶς δρόμους, τὸν ἀσφαλῆ δὲ δρόμον τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου δὲν ἐγνωρίσαμεν. |
8 τί ὠφέλησεν ἡμᾶς ἡ ὑπερηφανία; καὶ τί πλοῦτος μετὰ ἀλαζονίας συμβέβληται ἡμῖν; | 8 Εις τι, λοιπόν, μας ωφέλησεν η υπερηφάνειά μας; Κατά τι συνέβαλεν εις την ευτυχίαν μας ο πλούτος μετά της αλαζονείας μας; | 8 Τί μᾶς ὠφέλησεν ἡ ὑπερηφάνεια; Καὶ εἰς τί συνέβαλε καὶ ἔχει συντελέσει πρὸς βοήθειαν καὶ εὐτυχίαν μας ὁ πλοῦτος, τὸν ὁποῖον μὲ ἔπαρσιν καὶ καταφρόνησιν τῶν ἄλλων ἀπηλαύσαμεν καὶ κατεκτήσαμεν μὲ ἀλαζονικὴν ἀσυνειδησίαν; |
9 παρῆλθεν ἐκεῖναι πάντα ὡς σκιὰ καὶ ὡς ἀγγελία παρατρέχουσα· | 9 Ως σκια πλέον επέρασαν όλα εκείνα και ως μία φευγαλέα φήμη, η οποία έρχεται, φεύγει και λησμονείται. | 9 Ἐκεῖνα ὅλα δὲν ὑπάρχουν τώρα καὶ ἐπέρασαν, ὅπως χάνεται ἡ σκιὰ καὶ σὰν ἀναγγελία εἰδήσεως, ποὺ ἀκούεται καὶ ἀμέσως φεύγει καὶ διαβαίνει γρήγορα. |
10 ὡς ναῦς διερχομένη κυμαινόμενον ὕδωρ, ἧς διαβάσης οὐκ ἔστιν ἴχνος εὑρεῖν, οὐδὲ ἀτραπὸν τρόπιος αὐτῆς ἐν κύμασιν· | 10 Ωσάν πλοίον, που διέρχεται το κυματίζον νερό της θαλάσσης και του οποίου ίχνος της διαβάσεώς του δεν είναι δυνατόν να ευρεθή ούτε δρόμος από τον οποίον επέρασεν η καρίνα του ανάμεσα από τα κύματα. | 10 Ἐπέρασαν ὅλα σὰν τὸ πλοῖον, ποὺ περνᾷ τὸ ἀναταρασσόμενον νερὸ τῆς τρικυμισμένης θαλάσσης, καὶ τοῦ ὁποίου, ὅταν διαβῇ καὶ περάσῃ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ κανεὶς ἴχνος τῆς διαβάσεώς του, οὔτε τὴν αὐλακιάν, ποὺ σὰν στενωπὸν διήνοιξεν ἡ καρίνα του ἐπὶ τῶν κυμάτων. |
11 ἢ ὡς ὀρνέου διαπτάντος ἀέρα οὐθὲν εὑρίσκεται τεκμήριον πορείας, πληγῇ δὲ ταρσῶν μαστιζόμενον πνεῦμα κοῦφον καὶ σχιζόμενον βίᾳ ροίζου, κινουμένων πτερύγων διωδεύθη, καὶ μετὰ τοῦτο οὐχ εὑρέθη σημεῖον ἐπιβάσεως ἐν αὐτῷ· | 11 Η ωσάν ένα πτηνόν, όταν πετά και διασχίζη τον αέρα, χωρίς να αφήνη κανένα ίχνος της πορείας του. Με τα ισχυρά κινήματα των πτερών του κτυπά τον ελαφρόν άνεμον, σχίζει αυτόν ορμητικώς και με συριγμόν, κινεί τας πτέρυγάς του και διέρχεται δια μέσου αυτού, και έπειτα δεν ευρίσκεται πλέον κανένα σημείον της διαβάσεώς του δια του αέρος. | 11 Ἢ ἐπέρασαν σὰν τὸ πουλί, ποὺ ἐπέταξεν εἰς τὸν ἀέρα καὶ δὲν εὑρίσκεται κανὲν σημεῖον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον νὰ συμπεραίνεται τὸ πέρασμά του, διὰ τοῦ κτυπήματος δέ, τὸ ὁποῖον διὰ τοῦ πεπλατυσμένου κάτω μέρους τῶν ποδῶν του δίδει σὰν διὰ μάστιγος εἰς τὸν ἐλαφρὸν ἀέρα, καὶ ὁ ὁποῖος διασχίζεται μὲ ὁρμὴν προκαλοῦσαν βοὴν καὶ θόρυβον, ἄνοιξε δρόμον καὶ διέτρεξεν αὐτὸν κινώντας τὰ πτερά του, καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ δὲν εὑρέθη σημεῖον τῆς ἐπὶ τοῦ ἀέρος διαβάσεώς του. |
12 ἢ ὡς βέλους βληθέντος ἐπὶ σκοπόν, τμηθεὶς ὁ ἀὴρ εὐθέως εἰς ἑαυτὸν ἀνελύθη ὡς ἀγνοῆσαι τὴν δίοδον αὐτοῦ. | 12 Η ωσάν βέλος, το οποίον εξετοξεύθη εναντίον ωρισμένου στόχου και διέσχισε κατ' ευθείαν γραμμήν τον αέρα, ο οποίος όμως μετά την διάβασιν του βέλους επανέρχεται εις την προτέραν του κατάστασιν, ώστε να είναι άγνωστος η δίοδος του βέλους. | 12 Ἢ ἐπέρασαν, ὅπως γρήγορα περνᾷ ἕνα βέλος, ποὺ ἐρρίφθη εἰς στόχον, καὶ ἀφοῦ ἐσχίσθη ὁ ἀέρας πρὸς στιγμήν, ἀμέσως ἐπανῆλθεν εἰς τὴν προτέραν θέσιν του, ὥστε νὰ μὴ γνωρίζῃ κανεὶς ἀπὸ ποὺ ἐπέρασε τοῦτο. |
13 οὕτως καὶ ἡμεῖς γεννηθέντες ἐξελίπομεν καὶ ἀρετῆς μὲν σημεῖον οὐδὲν ἔσχομεν δεῖξαι, ἐν δὲ τῇ κακίᾳ ἡμῶν κατεδαπανήθημεν. | 13 Ετσι και ημείς· εγεννήθημεν και απεθάνομεν και κανένα σημείον αρετής δεν έχομεν να παρουσιάσωμεν. Κατεδαπανήσαμεν την ζωήν και τας δυνάμεις μας εις την κακίαν μας!” | 13 Ἔτσι καὶ ἠμεῖς, μόλις ἐγεννήθημεν καὶ ἐφάνημεν εἰς τὴν γῆν, ἐξηφανίσθημεν ἀπὸ αὐτήν, καὶ σημεῖον μὲν ἀρετῆς δὲν ἀπεκτήσαμεν κανὲν διὰ νὰ τὸ ἐπιδείξωμεν τώρα, ἐφθείραμεν δὲ τὴν ζωήν μας καὶ κατεξωδεύσαμεν ὅλον τὸν ἑαυτόν μας εἰς τὴν κακίαν μας. |
14 ὅτι ἐλπὶς ἀσεβοῦς ὡς φερόμενος χνοῦς ὑπὸ ἀνέμου καὶ ὡς πάχνη ὑπὸ λαίλαπος διωχθεῖσα λεπτὴ καὶ ὡς καπνὸς ὑπό ἀνέμου διεχύθη καὶ ὡς μνεία καταλύτου μονοημέρου παρώδευσε. | 14 Η έλπίς του ασεβούς προς ευτυχίαν και επιτυχίαν ομοιάζει με το χνούδι, που το παρασύρει ο άνεμος, με την λεπτήν πάχνην, την οποίαν καταδιώκει λαίλαψ· με τον καπνόν που τον διασκορπίζει ο άνεμος. Η μνήμη του ομοιάζει με την ανάμνησιν ενός διαβάτου, ο οποίος δια μίαν μόνην ημέραν κατέλυσεν εις ξενοδοχείον και κατόπιν έφυγεν. | 14 Ναί· ἐπῆγε χαμένη ὅλη ἡ ζωή μας, διότι αὐτό, ποὺ ἐλπίζουν καὶ ἐπιδιώκουν οἱ ἀσεβεῖς, ὁμοιάζει σὰν τὸ χνούδι μερικῶν σπόρων καὶ καρπῶν, ποὺ τὸ παρασύρει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὁ ἀέρας, καὶ σὰν τὴν λεπτὴν πάχνην, ποὺ τὴν διώχνει καὶ τὴν διασκορπίζει ἡ θύελλα, καὶ σὰν τὸν καπνόν, ποὺ διελύθη ἀπὸ τὸν ἄνεμον, καὶ σὰν τὴν ἀνάμνησιν κάποιου, ποὺ μίαν μόνον ἡμέραν τὸν ἐφιλοξενήσαμεν, καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίσωμεν καλά, ἔφυγε σὰν ξένος διαβάτης. |
15 Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ ῾Υψίστῳ. | 15 Οι δίκαιοι όμως ζουν αιωνίως και η δικαία ανταμοιβή των ευρίσκεται εις τα χέρια του Κυρίου. Ο Υψιστος πάντοτε φροντίζει δι' αυτούς εις την παρούσαν και την μέλλουσαν ζωήν. | 15 Ἀπ' ἐναντίας οἰ δίκαιοι ζοῦν αἰώνια, καὶ αἱ ἀμοιβαὶ διὰ τὴν ἀρετήν των εἶναι ἐξησφαλισμέναι καὶ φυλαγμένοι παρὰ τοῦ Κυρίου, ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ὁ Ὕψιστος φροντίζει καὶ προνοεῖ δι' αὐτούς. |
16 διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν. | 16 Δια τούτο και θα λάβουν από τα χέρια του Κυρίου την ένδοξον βασιλείαν των ουρανών, το βασιλικόν διάδημα του αιωνίου κάλλους. Διότι ο Κυριος με την προστατευτικήν δεξιάν του θα τους σκεπάση και με τον ακατανίκητον βραχίονά του θα τους υπερασπίση εναντίον των εχθρών των. | 16 Διότι δὲ αἱ ἀμοιβαί των καὶ ὁ διὰ τὴν ἀρετὴν μισθός των φυλάσσονται ἀπὸ τὸν Κύριον, δι’ αὐτὸ θὰ λάβουν τὴν βασιλείαν τῆς δόξης καὶ μεγαλοπρεπείας καὶ τὸ ἐκπάγλου ὡραιότητος καὶ λαμπρότητος ἡγεμονικὸν στέμμα ἀπὸ αὐτὴν τὴν χεῖρα τοῦ Κυρίου. Θὰ τὸ λάβουν δὲ ἀσφαλῶς, διότι θὰ τοὺς σκεπάσῃ καὶ θὰ τοὺς προφύλαξῃ ἀπὸ κάθε κίνδυνον μὲ τὴν δεξιάν του χεῖρα καὶ θὰ τοὺς ὑπερασπίσῃ μὲ τὸν βραχίονά του κατὰ παντὸς ἐπιτιθεμένου ἐναντίον τῶν ἐχθροῦ. |
17 λήψεται πανοπλίαν τὸν ζῆλον αὐτοῦ καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν· | 17 Ο Κυριος θα λάβη ως πανοπλίαν του την δικαίαν του οργήν και θα χρησιμοποίηση ως όπλα εναντίον των εχθρών του και αυτάς τας δυνάμεις της φύσεως. | 17 Καὶ ὁποίαν ὑπεράσπισιν τῶν δικαίων θὰ κάμῃ! Θὰ πάρῃ ὡς πλήρη ὁπλισμόν του τὴν ζηλοτυπίαν του καὶ τὴν ἐκ ταύτης προκαλουμένην ὀργήν του, καὶ ἐπὶ πλέον θὰ ὁπλίσῃ τὴν ἄψυχον κτίσιν, ἐξεγείρων καὶ αὐτὰ τῆς φύσεως τὰ στοιχεῖα, διὰ να ἀμυνθῇ κατὰ τῶν ἐπιτιθεμένων ἐχθρῶν. |
18 ἐνδύσεται θώρακα δικαιοσύνην καὶ περιθήσεται κόρυθα κρίσιν ἀνυπόκριτον· | 18 Θα ενδυθή ως ακατανίκητον και αδιαπέραστον θώρακα την δικαιοσύνην και θα φορέση ως περικεφαλαίαν την αντικειμενικήν και δικαίον κρίσιν του. | 18 Θὰ ἐνδυθῇ ὡς θώρακα τὴν δικαιοσύνην καὶ θὰ φορέσῃ ὡς περικεφαλαίαν τὴν ἀμερόληπτον καὶ ἐν πᾶσιν ἀλάνθαστον καὶ ἀληθῆ κρίσιν του. |
19 λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα, | 19 Ως ασπίδα ακαταμάχητον θα ενδυθή την αγιότητά του, | 19 Θὰ πάρῃ σὰν ἀσπίδα, οἱονεὶ καλύπτουσαν ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸν καὶ καθιστῶσαν ἑαυτὸν ἀπρόσβλητον καὶ ἀκατανίκητον, τὴν ἁγιότητά του, |
20 ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ρομφαίαν, συνεκπολεμήσει δὲ αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας. | 20 και ως καλοακονισμένην ρομφαίαν θα χρησιμοποίηση την δικαίον οργήν του. Μαζί του δε εναντίον των παραφρόνων αυτών ασεβών ανθρώπων θα πολεμήσουν όλαι αι δυνάμεις της φύσεως. | 20 θὰ τροχίσῃ δὲ σὰν κοπτερὰν σπάθην τὸν ἀδυσώπητον καὶ φοβερὸν θυμόν του, θὰ πολεμήσῃ δὲ μαζί του ἐξοντωτικῶς καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος μὲ τὰ ἀγριεμένα στοιχεῖα του ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν, ποὺ ἐκ τῆς ἀπιστίας των ἔγιναν παράφρονες. |
21 πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου τῶν νεφῶν ἐπί σκοπὸν ἁλοῦνται, | 21 Οι κεραυνοί, σαν εύστοχα αποτελεσματικά βλήματα, θα εκσφενδονισθούν εναντίον των ασεβών, και σαν από καλοτεντωμένον τόξον, ανάμεσα από τα νέφη θα εκσφενδονισθούν και θα πλήξουν τους ασεβείς. | 21 Καὶ θὰ κατευθυνθοῦν κατ’ αὐτῶν μὲ ἀλάνθαστον καὶ ἀκριβῆ σκόπευσιν ἐν εἴδει βλημάτων κεραυνοὶ καὶ σὰν ἀπὸ τόξον καλὰ τεντωμένον εἰς ἡμικύκλιον ἰσχυρὸν θὰ κτυπήσουν ἀπὸ τὰ σύννεφα ἐξοντωτικῶς τὸν στόχον τους. |
22 καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ριφήσονται χάλαζαι. ἀγανακτήσει κατ᾿ αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως. | 22 Ωσάν από σφενδόνην θα εκσφενδονισθή από τον ουρανόν πολλή και μεγάλη χάλαζα, θα αγανακτήση και θα στραφή εναντίον των και αυτό το ύδωρ της θαλάσσης. Οι δε ποταμοί ίμέ αιφνιδίας πλημμύρας θα κατακλύσουν και θα πνίξουν αυτούς. | 22 Καὶ σὰν ἀπὸ ἐκσφενδονιστικὴν λίθων μηχανὴν θὰ ριφθοῦν γεμᾶται θυμὸν κατ’ αὐτῶν χάλαζαι ὀγκώδεις, θὰ ὀργισθῇ δὲ ἐναντίον των καὶ τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης, μετὰ μανίας ὑψούμενον εἰς κύματα μεγάλα καὶ ἀσυγκράτητα, ἀλλὰ καὶ οἱ ποταμοὶ θὰ πλημμυρίσουν ἀπότομα καὶ ξαφνικά. |
23 ἀντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως καὶ ὡς λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς. καὶ ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία, καὶ ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν. | 23 Εναντίον αυτών των ασεβών θα εκσπάση υρμητικός άνεμος· και φοβερά λαίλαψ θα τους λιχνίση και θα τους διασκορπίση προς όλα τα σημεία. Η παρανομία θα ερημώση βέβαια, όλην την γην και η κακουργία των ασεβών θα ανατρέψη θρόνους αρχόντων επί της γης· αλλά αυτό θα είναι το τέλος των ασεβών ανθρώπων. | 23 Θὰ σηκωθῇ δὲ ἀνθιστάμενος κατ' αὐτῶν ἄνεμος δυνατὸς καὶ σὰν ἰσχυρὰ καὶ θυελλώδης πνοὴ ἀέρος θὰ τοὺς λιχνίσῃ, διασκορπίζουσα αὐτοὺς ὡς ἄχυρον. Καὶ ἡ παρανομία των θὰ ἐρημώσῃ ὅλην τὴν γῆν, καὶ ἡ εἰς τὰ κακὰ ἔργα των ἐκδηλουμένη πονηρία των θὰ ἀνατρέψῃ τοὺς θρόνους τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἰσχυρῶν. |