Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΠΟΝ γὰρ ἐν ἑαυτοῖς λογισάμενοι οὐκ ὀρθῶς· ὀλίγος ἐστὶ καὶ λυπηρὸς ὁ βίος ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τελευτῇ ἀνθρώπου, καὶ οὐκ ἐγνώσθη ὁ ἀναλύσας ἐξ ᾅδου. 1 Οι ασεβείς, εσφαλμένως εσκέφθησαν και είπαν από μέσα των· “βραχεία, γεμάτη λύπες και κόπους είναι η ζωή μας. Δεν υπάρχει δε ελπίς, ότι θα ζήσωμεν πέραν από τον τάφον. Αλλωστε κανείς δεν επανήλθεν από τον άδην, δια να γνωστοποίηση εις ημάς τα εκεί. 1 Εἶναι δὲ ἄξιοι τῆς μερίδος τοῦ θανάτου, διότι εἶπαν μέσα τους συλλογισθέντες καὶ κρίναντες οὐχὶ ὀρθῶς· ὀλίγη καὶ γεμάτη λῦπες εἶναι ἡ ζωή μας καὶ δὲν ὑπάρχει θεραπεία καὶ ἐπανόρθωσις, ὅταν ἔλθῃ ἡ τελευτὴ καὶ ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ δὲν ἔγινε ποτὲ γνωστὸς κανείς, ποὺ νὰ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὸν Ἅδην.
2 ὅτι αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν, καὶ μετὰ τοῦτο ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες· ὅτι καπνὸς ἡ πνοὴ ἐν ρισὶν ἡμῶν, καὶ ὁ λόγος σπινθὴρ ἐν κινήσει καρδίας ἡμῶν, 2 Αυτομάτως και τυχαίως εγεννήθημεν στον κόσμον. Μετά δε τον θάνατον θα επανέλθωμεν εις τέτοιαν κατάστασιν, ως εάν ποτέ δεν υπήρξαμεν. Καπνός, που διαλύεται, είναι η πνοή των ρωθώνων μας· ο δε λόγος μας σαν σπινθήρ, ο οποίος προέρχεται από τας επιθυμίας και τας κινήσεις της καρδίας μας 2 Δὲν ὑπάρχει δὲ θεραπεία, ὅταν ἐπέλθῃ ὁ θάνατος, διότι ἐγεννήθημεν τυχαίως ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μετὰ τὴν ζωὴν αὐτὴν θὰ εἴμεθα σὰν νὰ μὴ ὑπήρξαμεν ποτέ. Διότι ἡ ἀναπνοή, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τοὺς μυκτῆρας μας, εἶναι σὰν καπνός, ποὺ διαλύεται καὶ χάνεται· καὶ τὸ λογικόν μας εἶναι σὰν σπίθα, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν κίνησιν τῆς καρδίας μας, καὶ ὅταν αὐτὴ σταματήσῃ μὲ τὸν θάνατον, σβήνει τότε διαπαντός.
3 οὗ σβεσθέντος τέφρα ἀποβήσεται τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα διαχυθήσεται ὡς χαῦνος ἀήρ. 3 Οταν δε ο λόγος μας σβήση και λήξη η ζωή μας, το σώμα μας θα γίνη στάκτη. Και αυτό, που λέγομεν πνεύμα, θα διαλυθή ωσάν κούφιος άνεμος. 3 Ὅταν δὲ σβήσῃ ἡ σπίθα αὐτή, τὸ σῶμα μας θὰ καταντήσῃ στάχτη καὶ ἡ ψυχὴ θὰ διαλυθῇ καὶ θὰ σκορπισθῇ σὰν ἀέρας λεπτὸς καὶ ἐλαφρός.
4 καὶ τὸ ὄνομα ἡμῶν ἐπιλησθήσεται ἐν χρόνῳ, καὶ οὐθεὶς μνημονεύσει τῶν ἔργων ἡμῶν· καὶ παρελεύσεται ὁ βίος ἡμῶν ὡς ἴχνη νεφέλης καὶ ὡς ὁμίχλη διασκεδασθήσεται διωχθεῖσα ὑπὸ ἀκτίνων ἡλίου καὶ ὑπὸ θερμότητος αὐτοῦ βαρυνθεῖσα. 4 Το όνομα μας, καθώς θα παρέρχεται ο χρόνος, θα λησμονηθή και κανείς δεν θα ενθυμήται τα έργα μας. Η ζωη μας θα περάση σαν το σύννεφο, που δεν αφήνει ίχνη, σαν την ομίχλην που διασκορπίζεται, διωκομένη από τας αχτίνας του ηλίου και διαλυομένη από την θερμότητα αυτού. 4 Καὶ τὸ ὄνομά μας θὰ ξεχασθῇ μὲ τὸν καιρὸν καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἐνθυμῆται τὰ ἔργα μας καὶ τὴν δρᾶσιν μας· καὶ θὰ περάσῃ ἡ ζωή μας σὰν ἀραιὸ σύννεφο ποὺ διαλύεται, καὶ θὰ σκορπίσῃ σὰν ὀμίχλη, ποὺ τὴν ἔδιωξαν αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἀπὸ τὴν θερμότητά του ἐπύκνωσε καὶ ἀπὸ τὸ βάρος της κατέπεσεν εἰς τὴν γῆν.
5 σκιᾶς γὰρ πάροδος ὁ βίος ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν ἀναποδισμὸς τῆς τελευτῆς ἡμῶν, ὅτι κατεσφραγίσθη, καὶ οὐδείς ἀναστρέφει. 5 Σαν σκια περνά ο βίος μας και καμμία επιστροφή δεν υπάρχει από τον θάνατον, διότι η ζωή ετερματίσθη και εσφραγίσθη οριστικώς, και κανείς δεν επιστρέφει έπειτα από τον θάνατον εις αυτήν. 5 Ναί· θὰ ἑξαφανισθῇ ἡ ζωή μας διαπαντός, διότι ὁμοιάζει σὰν πέρασμα σκιᾶς, καὶ δὲν ὑπάρχει ἀναποδογύρισμα τῆς τελευτῇς καὶ τοῦ θανάτου μας, ὥστε νὰ ξαναζήσωμεν ἐκ νέου, διότι ἡ τελευτή μας ἐσφραγίσθη ὁριστικῶς καὶ κανεὶς δὲν γυρίζει πάλιν εἰς τὴν ζωήν.
6 δεῦτε οὖν καὶ ἀπολαύσωμεν τῶν ὄντων ἀγαθῶν καὶ χρησώμεθα τῇ κτίσει ὡς ἐν νεότητι σπουδαίως. 6 Εμπρός, λοιπόν, ας απολαύσωμεν τα αγαθά, που υπάρχουν γύρω μας, όσον ημπορούμεν περισσότερον, και σαν με νεανικήν ορμήν ας χαρώμεν τον κόσμον. 6 Ἀφοῦ λοιπὸν κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίσῃ εἰς τὴν ζωήν, ἐλᾶτε καὶ ἂς ἀπολαύσωμεν τὰ ὑπάρχοντα εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ἀγαθὰ καὶ ἂς χρησιμοποιήσωμεν μετὰ σπουδῆς καὶ χωρὶς ἀργοπορίαν τὰ κτίσματα, ὅπως εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς νεότητός μας.
7 οἴνου πολυτελοῦς καὶ μύρων πλησθῶμεν, καὶ μὴ παροδευσάτω ἡμᾶς ἄνθος ἀέρος. 7 Ας μεθύσωμεν από τον πλέον ακριβόν οίνον, ας λουσθώμεν με αρώματα και ας μη αφήσωμεν να περάση, χωρίς να το απολαύσωμεν, κανένα από τα άνθη της ανοίξεως. 7 Ἂς χορτάσωμεν ἀκριβὸ καὶ ἐκλεκτὸ κρασί· ἂς ἀπολαύσωμεν ἀφθόνως ἀρώματα καὶ ἂς μὴ μᾶς ξεφύγῃ κανὲν ἄνθος τῆς ἀνοίξεως.
8 στεψώμεθα ρόδων κάλυξι πρὶν ἢ μαρανθῆναι. 8 Ας στεφανώσωμεν το κεφάλι μας με τριαντάφυλλα πριν η αυτά μαρανθούν. 8 Ἂς στεφανωθῶμεν μὲ μπουμπούκια ἀπὸ τριαντάφυλλα, προτοῦ νὰ μαραθοῦν ταῦτα.
9 μηδεὶς ἡμῶν ἄμοιρος ἔστω τῆς ἡμετέρας ἀγερωγίας, πανταχῆ καταλίπωμεν σύμβολα τῆς εὐφροσύνης, ὅτι αὕτη ἡ μερὶς ἡμῶν καὶ ὁ κλῆρος οὗτος. 9 Κανείς από ημάς ας μη μείνη αμέτοχος από τας μεγαλοπρεπείς απολαύσεις μας. Πανταχού δε ας αφήσωμεν τα ίχνη των διασκεδάσεων, διότι αυτή η ευφροσύνη και διασκέδασίς μας είναι το μερίδιόν μας και η κληρονομία μας επάνω εις την γην. 9 Ἂς μὴ ὑπάρξῃ κανεὶς ἀπὸ μᾶς, ποὺ δὲν θὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ἀγέρωχον καὶ ὀργιαστικὴν ἀπόλαυσίν μας, ἂς ἀφήσωμεν δὲ εἰς κάθε μέρος σημάδια τῶν ἀπολαύσεων καὶ διασκεδάσεών μας, διότι αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι τὸ μερίδιον καὶ ἡ κληρονομία, ποὺ ἔχομεν νὰ ἀπολαύσωμεν εἰς τὴν ζωήν μας.
10 καταδυναστεύσωμεν πένητα δίκαιον, μὴ φεισώμεθα χήρας, μηδὲ πρεσβύτου ἐντραπῶμεν πολιὰς πολυχρονίους. 10 Ας καταπιέσωμεν και ας εκμεταλλευθώμεν τον πτωχόν δίκαιον. Ας μη λυπηθώμεν την αδύνατη χήρα, ας μη εντραπώμεν τα πολυχρόνια άσπρα μαλλιά του γέροντος. 10 Ἂς καταπιέσωμεν καὶ ἂς κατατυραννήσωμεν τὸν πτωχόν, ἔστω καὶ ἂν εἶναι δίκαιος, ἂς μὴ λυπηθῶμεν τὴν χήραν καὶ ἂς μὴ ἐπιδείξωμεν ἐντροπὴν καὶ σεβασμὸν εἰς τοῦ ἠλικιωμένου γέροντος τὰ κατάλευκα ἀπὸ τὰ πολλὰ χρόνια μαλλιά.
11 ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς νόμος τῆς δικαιοσύνης, τὸ γὰρ ἀσθενὲς ἄχρηστον ἐλέγχεται. 11 Η δύναμίς μας ας είναι δι' ημάς ο νόμος της δικαιοσύνης μας, διότι η αδυναμία αποδεικνύεται επάνω εις τα πράγματα άχρηστος και επιβλαβής. 11 Ἂς εἶναι δὲ ἡ δύναμίς μας αὐτὴ καὶ μόνη νόμος δικαιοσύνης, ὥστε νὰ ἰσχύῃ δι’ ἡμᾶς τὸ δίκαιον τοῦ ἰσχυροτέρου, διότι τὸ ἀσθενὲς καὶ ἀδύνατον ἀποδεικνύεται ἀνωφελὲς καὶ ἄχρηστον.
12 ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν· 12 Ας στήσωμεν ενέδρας και παγίδας, δια να συλλάβωμεν τον δίκαιον, διότι δεν ημπορούμεν να τον χρησιμοποιήσωμεν, όπως θέλομεν. Εναντιώνεται εις τα έργα μας, μας κατακρίνει με δριμύτητα ως παραβάτας του θείου νόμου. Μας δυσφημίζει χαρακτηρίζων ως εσφαλμένην την αγωγήν μας και την νοοτροπίαν μας. 12 Ἂς στήσωμεν δὲ ἐνέδρας καὶ παγίδας εἰς τὸν δίκαιον, διότι μᾶς εἶναι δυσκολομεταχείριστος καὶ δὲν συμφωνεῖ μαζί μας, οὔτε εἶναι εὔκολον νὰ γίνῃ ὄργανόν μας καὶ συνεργάτης μας καὶ ἐναντιοῦται εἰς τὰ ἔργα μας, γινόμενος ἐμπόδιον εἰς αὐτά, καὶ μᾶς κατηγορεῖ, ἀποδίδων εἰς ἡμᾶς ἁμαρτήματα καὶ παραβάσεις τοῦ νόμου, καὶ μᾶς δυσφημεῖ δι’ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα διαπράττομεν παραβαίνοντες τὴν παιδαγωγίαν, τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν καὶ ἀπὸ τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας μας παρεδόθη.
13 ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει· 13 Αυτοπροβάλλεται, ως εάν αυτός και μόνος έχη γνώσιν του Θεού και του θείου θελήματος, και ονομάζει τον εαυτόν του τέκνον και δούλον του Κυρίου. 13 Ἰσχυρίζεται καυχώμενος, ὅτι ἔχει γνῶσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ὀνομάζει τὸν ἑαυτόν του δοῦλον καὶ τέκνον τοῦ Κυρίου.
14 ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν κα`βλεπόμενος, 14 Εχει γίνει καθημερινός έλεγχός μας, της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς μας. Είναι βαρύς και ανυπόφορος και που τον βλέπομεν μόνον. 14 Μᾶς ἔγινεν ἔλεγχος τῶν σκέψεών μας καὶ τῶν σχεδίων μας· καὶ μόνον δὲ νὰ τὸν βλέπωμεν, μᾶς εἶναι βαρὺς καὶ ἀνυπόφορος.
15 ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ· 15 Διότι η ζωή του δεν είναι ομοία με την ζωήν των άλλων ανθρώπων. Διαφορετικοί οι δρόμοι και οι τρόποι του βίου του. 15 Καὶ μᾶς εἶναι τόσον ἐνοχλητικός, διότι ἡ ζωή του δὲν ὁμοιάζει πρὸς τὴν ζωὴν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ οἱ τρόποι τῆς συμπεριφορᾶς του εἶναι διαφορετικοὶ καὶ παράδοξοι.
16 εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν· μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καὶ ἀλαζονεύεται πατέρα Θεόν. 16 Εχομεν θεωρηθή από αυτόν ως κίβδηλα νομίσματα και απομακρύνεται από τους δρόμους της ζωής μας, σαν από ακαθαρσίας. Θεωρεί μακαρίαν την ζωήν και την τελευτήν των δικαίων ανθρώπων και αλαζονεύεται λέγων, ότι έχει πατέρα τον Θεόν. 16 Ὡς κίβδηλον καὶ ἄνευ ἀξίας νόμισμα ἐλογαριάσθημεν ὑπ’ αὐτοῦ, καὶ στέκει μακρὰν ἀπὸ τοὺς τρόπους ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς μας, ὅπως ἀκριβῶς φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὰς ἀκαθαρσίας. Μακαρίζει καὶ καλοτυχίζει τὸ τέλος καὶ τὸν θάνατον τῶν δικαίων καὶ κομπάζει καυχώμενος, ὅτι ἔχει πατέρα τὸν Θεόν.
17 ἴδωμεν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ· 17 Λοιπόν, ας τον υποβάλωμεν εις δοκιμασίας και ας ίδωμεν, εάν αι διακηρύξστου αυταί εκφράζουν τας αληθινάς πεποιθήσστου. Ας θέσωμεν εις δοκιμασίαν μέχρι και θανάτου την ζωήν του. 17 Ἂς ἴδωμεν ἐὰν τὰ λόγια του εἶναι ἀληθινὰ καὶ ἂς βεβαιωθῶμεν διὰ τῆς πείρας καὶ ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα τὰ ὅσα θὰ τοῦ συμβοῦν κατὰ τὸ τέλος του.
18 εἰ γάρ ἐστιν ὁ δίκαιος υἱὸς Θεοῦ, ἀντιλήψεται αὐτοῦ καὶ ρύσεται αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἀνθεστηκότων. 18 Διότι, εάν ο δίκαιος αυτός είναι, όπως ισχυρίζεται, υιός του Θεού, τότε ο Κυριος θα τον προστατεύση και θα τον γλυτώση από τα χέρια των θανασίμων εχθρών του. 18 θὰ βεβαιωθῶμεν δὲ ἀπὸ τὰ τελευταῖα του περὶ τῆς ἀληθείας τῶν ἰσχυρισμῶν του, διότι, ἐὰν πράγματι ὁ δίκαιος εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήσῃ καὶ ὑπερασπιζόμενος αὐτὸν θὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων, ποὺ ἀνθίστανται κατ' αὐτοῦ καὶ τὸν ἐχθρεύονται.
19 ὕβρει καὶ βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τὴν ἐπικείκειαν αὐτοῦ καὶ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ· 19 Θα τον υβρίσωμεν, θα τον εξευτελίσωμεν, θα τον υποβάλωμεν εις βασανισμούς, δια να ίδωμεν την ηρεμίαν και μακροθυμίαν του, δια να ελέγξωμεν την ανεξικακίαν του. 19 Μὲ ὕβρεις καὶ μὲ βασανιστήρια ἂς τὸν ἐξετάσωμεν, διὰ νὰ γνωρίσωμεν ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα τὴν πραότητα καὶ ἐπιείκειάν του καὶ νὰ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν του.
20 θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν, ἔσται γὰρ αὐτοῦ ἐπισκοπὴ ἐκ λόγων αὐτοῦ. 20 Ας τον καταδικάσωμεν και ας τον εκτελέσωμεν με σκληρόν και εξευτελιστικόν θάνατον και τότε θα ίδωμεν, αν πράγματι θα τον επισκεφθή και θα τον προστατεύση ο Θεός, όπως αυτός ισχυρίζεται”. 20 Ἂς τὸν καταδικάσωμεν εἰς θάνατον ἄσχημον καὶ ἀτιμωτικόν, διότι σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους του θὰ τοῦ ἔλθῃ τότε βοήθεια καὶ ἐπίσκεψις ἀπὸ τὸν Θεόν.
21 Ταῦτα ἐλογίσαντο, καὶ ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν, 21 Αυτά τα πονηρά εσκέφθησαν οι ασεβείς και επλανήθησαν, διότι τους έχει τυφλώσει πλέον εξ ολοκλήρου η κακία των. 21 Αὐτὰ ἐσυλλογίσθηκαν καὶ ἔβαλαν μὲ τὸν νοῦν τους οἱ ἀσεβεῖς, ἐπλανήθησαν ὅμως, διότι τοὺς ἀπετύφλωσεν ἡ κακία των.
22 καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ, οὐδὲ μισθὸν ἤλπισαν ὁσιότητος, οὐδὲ ἔκριναν γέρας ψυχῶν ἀμώμων. 22 Δεν εγνώρισαν τα μυστήρια του Θεού, την δικαιοσύνην και την πρόνοιάν του, δεν επίστευσαν εις την δικαίαν ανταμοιβήν, που περιμένει τους οσίους. Δεν είχαν φωτισμένην την κρίσιν, δια να εννοήσουν τα βραβεία του Θεού εις τας ψυχάς των δικαίων. 22 Καὶ δὲν ἀντελήφθησαν, ἀλλ' ἠγνόησαν ὁλοτελῶς τὴν εἰς ὅλας τὰς περιπτώσεις τῆς ζωῆς τῶν δικαίων ἐκδηλουμένην ἀόρατον καὶ μυστηριώδη προστασίαν τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἤλπισαν ποτὲ αὐτοὶ τὴν ἀνταμοιβήν, ἥτις ἐπιφυλάσσεται εἰς τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς τὸν Θεόν, οὔτε ἐξετίμησαν τὰ βραβεία καὶ τὴν δόξαν τῶν ἀμέμπτων καὶ ἁγίων ψυχῶν μετὰ θάνατον.
23 ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν· 23 Ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον άφθαρτον και αθάνατον. Τον έπλασε σύμφωνα με την ιδικήν του εικόνα. 23 Δὲν ἐξετίμησαν δὲ τὴν μετὰ θάνατον δόξαν τῶν δικαίων, διότι ἠγνόησαν ὅτι ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον διὰ νὰ παραμένῃ ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, καὶ ἐποίησεν αὐτὸν εἰκόνα τῆς αἰωνιότητός του.
24 φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον, 24 Αλλά εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου εισήλθε και εκυριάρχησεν ο θάνατος στον κόσμον. 24 Ἀλλ’ ἕνεκα φθόνου τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἐζηλοτύπησε τὴν θείαν εἰκόνα καὶ εὐτυχίαν τῶν πρωτοπλάστων καὶ δὲν ἠνέχθη αὐτήν, εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον ὁ θάνατος ὁ πνευματικὸς καὶ σωματικὸς διὰ τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, εἰς τὴν ὁποίαν παρέσυρεν οὗτος τὸ προγονικὸν ζεῦγος.
25 πειράζουσι δὲ αὐτὸν οἱ τῆς ἐκείνου μερίδος ὄντες. 25 Και οι ασεβείς, οι οποίοι ανήκουν εις την παράταξιν του διαβόλου, πειράζουν σήμερον και θέτουν υπό δοκιμασίαν τον δίκαιον. 25 Λαμβάνουν δὲ πεῖραν τοῦ θανάτου, δοκιμάζοντες ἀνεπανορθώτως τὸν πνευματικὸν ιδίᾳ θάνατον, ὅσοι ἀνήκουν εἰς τὴν μερίδα τοῦ διαβόλου.