Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΔΙΑΤΕΙΝΕΙ δὲ ἀπὸ πέρατος εἰς πέρας εὐρώστως καὶ διοικεῖ τὰ πάντα χρηστῶς. | 1 Η θεία σοφία επεκτείνει μετά δυνάμεως την κυριαρχίαν της από το ένα άκρον του κόσμου έως το άλλο, και διοικεί τα πάντα με ευεργετικήν καλωσύνην και αγαθότητα. | 1 Εκτείνει τὴν ἐπίδρασίν της μετὰ δυνάμεως ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου τῆς οἰκουμένης μέχρι τοῦ ἄλλου καὶ κυβερνᾷ τὰ σύμπαντα εὐεργετικῶς καὶ μὲ καλωσύνην, |
2 Ταύτην ἐφίλησα καὶ ἐξεζήτησα ἐκ νεότητός μου καὶ ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς. | 2 Αυτήν εγώ ηγάπησα με όλην μου την δύναμιν. Την ανεζήτησα από αυτά ακόμα τα νεανικά μου χρόνια. Επεθύμησα να την λάβω σύζυγόν μου. Εγινα εραστής του κάλλους της. | 2 Αὐτὴν θερμῶς ἠγάπησα καὶ μετὰ πόθου τὴν ἐζήτησα ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῆς νεότητός μου καὶ ἐπεθύμησα νὰ τὴν πάρω σύζυγόν μου καὶ ἔγινα ἐραστὴν τῆς καλλονῆς της. |
3 εὐγένειαν δοξάζει συμβίωσιν Θεοῦ ἔχουσα, καὶ ὁ πάντων δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν· | 3 Η αιωνία συμβίωσίς της μετά του Θεού κάμνει να ακτινοβολή η ευγένεια της καταγωγής της. Ο Κυριος και Δεσπότης του σύμπαντος την έχει αγαπήσει προαιωνίως και την αγαπά πάντοτε. | 3 Δοξάζει καὶ τιμᾷ τὴν εὐγενῆ καταγωγήν της συζῶσα μετὰ τοῦ Θεοῦ ἀχωρίστως, καὶ ὁ δεσπότης τῶν ὅλων τὴν ἠγάπησε. |
4 μύστις γὰρ ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιστήμης καὶ αἱρετὶς τῶν ἔργων αὐτοῦ. | 4 Αυτή κατέχει πλήρως εις βάθος και πλάτος την άπειρον γνώσιν του Θεού και χειραγωγεί προς αυτήν τους ανθρώπους. Αυτή επιλέγει τα έργα, τα οποία ο Θεός δημιουργεί. | 4 Τὴν ἠγάπησε δέ, διότι εἶναι μεμυημένη εἰς τὴν παγγνωσίαν καὶ πανσοφίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ κατὰ τὴν δημιουργίαν, ἐξ ὅλων τῶν σχεδίων τῆς ἀπείρου διανοίας του, ἐξέλεξε τὰ καλῶς λίαν γενόμενα ἔργα αὐτοῦ. |
5 εἰ δὲ πλοῦτός ἐστιν ἐπιθυμητὸν κτῆμα ἐν βίῳ, τί σοφίας πλουσιώτερον τῆς τὰ πάντα ἐργαζομένης; | 5 Εάν ο πλούτος είναι δια τον βίον πολύ επιθυμητόν αγαθόν, πόσω μάλλον η σοφία είναι τιμιώτερον και πολύ περισσότερον επιθυμητόν αγαθόν, η σοφία η οποία κατεργάζεται πάντα τα αγαθά; | 5 Πόσον δὲ πολύτιμος εἶναι ἡ Σοφία, καταφαίνεται ἐκ τῆς συγκρίσεως αὐτῆς πρὸς ὅλα τὰ θεωρούμενα ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀγαθά. Οὕτως, ἐὰν ὁ πλοῦτος εἶναι ἀπόκτημα ἐπιθυμήτον κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωήν, τὶ ὑπάρχει ἄλλο πλουσιώτερον ἀπὸ τὴν Σοφίαν, ἡ ὁποία κατορθώνει ὅλα; |
6 εἰ δὲ φρόνησις ἐργάζεται, τίς αὐτῆς τῶν ὄντων μᾶλλόν ἐστι τεχνῖτις; | 6 Εάν η διάνοια και η σύνεσις των ανθρώπων εργάζεται αγαθά, πόσω μάλλον η σοφία του Θεού είναι η τεχνίτις, που κατεργάζεται όλα γενικώς τα καλά έργα; | 6 Ἐὰν δὲ ἡ σύνεσις καὶ ἀνθρωπίνη εὐφυΐα κάμνῃ ἔργα θαυμαστά, ποῖον ἀπὸ τὰ δημιουργήματα εἶναι περισσότερον ἀπὸ αὐτὴν ἐπιδέξιον καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ εἶναι καλύτερος ἀπὸ αὐτὴν κατασκευαστὴς καὶ δημιουργός; |
7 καὶ εἰ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ τις, οἱ πόνοι ταύτης εἰσὶν ἀρεταί· σωφροσύνην γὰρ καὶ φρόνησιν ἐκδιδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις. | 7 Εάν δε κανείς επιθυμή την κατά το δυνατόν δικαιοσύνην, την αρετήν, ας σκεφθή ότι οι καρποί της σοφίας είναι ακριβώς αι αρεταί. Διότι αυτή διδάσκει την σωφροσύνην και την σύνεσιν, την δικαιοσύνην και την ανδρείαν, αρετάς από τας οποίας δεν υπάρχει τίποτε άλλο χρησιμώτερον στον βίον των ανθρώπων. | 7 Καὶ ἐὰν κανεὶς ἀγαπᾷ τὴν δικαιοσύνην καὶ ἠθικὴν τελειότητα, ἂς μὴ λησμονῇ ὅτι οἰ κόποι της καὶ τὰ κατορθώματα τῶν προσπαθειῶν καὶ ἐνεργειῶν της εἶναι αἱ ἀρεταί· διότι αὕτη διδάσκει τελείως τὴν ἐγκράτειαν καὶ σύνεσιν, τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἀπτόητον γενναιότητα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κανὲν ἄλλο δὲν εἶναι χρησιμώτερον εἰς τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων. |
8 εἰ δὲ καὶ πολυπειρίαν ποθεῖ τις, οἶδε τὰ ἀρχαῖα καὶ τὰ μέλλοντα εἰκάζειν, ἐπίσταται στροφὰς λόγων καὶ λύσεις αἰνιγμάτων, σημεῖα καὶ τέρατα προγινώσκει καὶ ἐκβάσεις καιρῶν καὶ χρόνων. | 8 Επιθυμεί κανείς πολλήν γνώσιν και πείραν; Ας σκεφθή, ότι η σοφία γνωρίζει τα αρχαία, προβλέπει και προαναγγέλλει τα μέλλοντα, κάτεχε καλώς τους πολυπλόκους και δυσνοήτους λόγους, τας λύσεις των γριφωδών φράσεων. Γνωρίζει ακριβώς και προαναγγέλλει μεγάλα και μικρά, θαυμαστά πάντοτε, γεγονότα. Οπως επίσης διαδοχάς εποχών και χρόνων. | 8 Ἐὰν δὲ κανεὶς ποθῇ πλουσίαν πεῖραν καὶ μάθησιν, ἂς ἔχῃ ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ Σοφία γνωρίζει τὰ ὁσονδήποτε παλαιά, συμπεραίνει δὲ καὶ αὐτὸ τὸ μέλλον· γνωρίζει τοὺς μετ’ εὐστροφίας περιπεπλεγμένους λόγους καὶ τὰς λύσεις καὶ τῶν δυσκολωτέρων αἰνιγμάτων γνωρίζει, προτοῦ συμβοῦν, τὰ σημεῖα καὶ τὰ καταπληκτικὰ θαύματα καὶ ποίαν ἔκβασιν καὶ πῶς θὰ συμβοῦν τὰ γεγονότα τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν χρόνων. |
9 ἔκρινα τοίνυν ταύτην ἀγαγέσθαι πρὸς συμβίωσιν, εἰδὼς ὅτι ἔσται μοι σύμβουλος ἀγαθῶν καὶ παραίνεσις φροντίδων καὶ λύπης. | 9 Εκρινα, λοιπόν, εγώ ορθόν και απεφάσισα αυτήν να πάρω ως σύντροφον της ζωής μου, δια να ζήσω μαζή της όλον μου τον βίον, διότι γνωρίζω καλά ότι αυτή θα είναι πολύτιμος σύμβουλός μου εις κάθε καλόν, όπως επίσης θαρραλέα προτροπή και παρηγορία εις τας φροντίδας και τας λύπας της ζωής. | 9 Μετὰ σκέψιν λοιπὸν ὥριμον ἀπεφάσισα νὰ πάρω τὴν Σοφίαν μαζί μου σύντροφον τῆς ζωῆς μου, διὰ νὰ συζῶ μετ’ αὐτῆς, διότι ἐγνώρισα ὅτι θὰ μοῦ εἶναι σύμβουλος ἀγαθῶν ἔργων, ἐνίσχυσις δὲ καὶ παρηγορία εἰς τὰς φροντίδας καὶ λύπας μου. |
10 ἕξω δι᾿ αὐτὴν δόξαν ἐν ὄχλοις καὶ τιμὴν παρὰ πρεσβυτέροις ὁ νέος· | 10 Χαρις εις αυτήν και δια μέσου αυτής θα αποκτήσω δόξαν μεταξύ του λαού, εκτίμησιν δε και υπόληψιν μεταξύ των πρεσβυτέρων από αυτήν ακόμη την νεότητά μου. | 10 Παίρνοντας δὲ αὐτὴν σύζυγόν μου θὰ ἔχω ἐξ αἰτίας τῆς δόξαν καὶ ἐκτίμησιν εἰς τὸν πολὺν λαὸν καὶ τιμὴν μεταξὺ τῶν γεροντοτέρων ἐγὼ ὁ νέος. |
11 ὀξὺς εὑρεθήσομαι ἐν κρίσει καὶ ἐν ὄψει δυναστῶν θαυμασθήσομαι· | 11 Χαρις εις αυτήν θα αποκτήσω οξύτητα διανοίας και ευθύτητα κρίσεως εις τας δίκας, ενώπιον δε των μεγάλων της γης θα είμαι αξιοθαύμαστος. | 11 Χάρις εἰς αὐτὴν θὰ εὑρεθῶ μὲ ὀξεῖαν ἀντίληψιν καὶ εὐθεῖαν κρίσιν κατὰ τὰς διαφόρους δίκας καὶ θὰ θαυμάζωμαι ἐπὶ παρουσία προσώπων ἰσχυρῶν καὶ θαυμαστῶν. |
12 σιγῶντά με περιμενοῦσι καὶ φθεγγομένῳ προσέξουσι καὶ λαλοῦντος ἐπί πλεῖον χεῖρα ἐπιθήσουσιν ἐπὶ στόμα αὐτῶν. | 12 Οταν σιωπώ, θα με περιμένουν να ομιλήσω· και όταν εγώ θα ομιλώ, θα με προσέχουν. Και όταν παρατείνω την ομιλίαν μου επί πολύ, εκείνοι θα θέτουν το χέοι των στο στόμα των, δηλούντες ότι πρέπει όλοι να σιωπήσουν, δια να με ακούσουν. | 12 Καθ’ ὃν χρόνον θὰ σιωπῶ, θὰ μὲ περιμένουν νὰ ὁμιλήσω, καὶ ὅταν θὰ ὁμιλῶ, θὰ μὲ ἀκούουν προσεκτικά, ἐὰν δὲ παρατείνω τὸν λόγον μου πέραν τοῦ συνήθους ὁρίου, θὰ βάζουν μετὰ προδήλου ἐνδιαφέροντος τὸ χέρι εἰς τὸ στόμα των ἐπιβάλλοντες ἡσυχίαν εἰς πάντα τυχὸν ἀνυπόμονον. |
13 ἕξω δι᾿ αὐτὴν ἀθανασίαν καὶ μνήμην αἰώνιον τοῖς μετ᾿ ἐμὲ ἀπολείψω. | 13 Χαρις εις αυτήν θα αποκτήσω την αθανασίαν και θα αφήσω αιωνίαν μνήμην εις εκείνους, οι οποίοι θα ελθουν υστέρα από εμέ. | 13 Θὰ ἀποκτήσω ἐξ αἰτίας αὐτῆς τὴν ἀθανασίαν εἰς τὸν μέλλοντα βίον, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν θ’ ἀφήσω αἰωνίαν ἀνάμνησιν εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ ζήσουν μετ' ἐμέ. |
14 διοικήσω λαούς, καὶ ἔθνη ὑποταγήσεταί μοι· | 14 Από αυτήν φωτιζόμενος και χειραγωγούμενος θα διοικήσω λαούς, έθνη δε ξένα θα υποταχθούν εις εμέ. | 14 Θὰ διοικήσω καλῶς λαούς, καὶ ἔθνη θὰ ὑποταχθοῦν ἀγογγύστως εἰς ἐμέ. |
15 φοβηθήσονταί με ἀκούσαντες τύραννοι φρικτοί, ἐν πλήθει φανοῦμαι ἀγαθὸς καὶ ἐν πολέμῳ ἀνδρεῖος. | 15 Φοβεροί δε και σκληροί τύραννοι θα με φοβούνται, και μόνον το όνομά μου όταν ακούουν. Μεταξύ του λαού θα είμαι και θα φαίνομαι ευμενής και ευεργετικός, εις δε τους πολέμους ανδρείος. | 15 Θὰ μὲ φοβοῦνται δὲ τύραννοι φρικτοὶ καὶ τρομεροί, ὅταν ἀκούσουν ἁπλῶς καὶ μόνον τὸ ὄνομά μου, θὰ φανῶ δὲ καλὸς καὶ ἀγαθὸς εἰς τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ κατὰ τὸν πόλεμον θὰ δειχθῶ ἀνδρεῖος. |
16 εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αὐτῇ· οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφή αὐτῆς, οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς, ἀλλὰ εὐφροσύνην καὶ χαράν. | 16 Οταν επιστρέφω στον οίκον μου, θα αναπαύωμαι ειρηνικός και χαρούμενος πλησίον της. Διότι η συναναστροφή με την σοφίαν δεν έχει καμμίαν πικρίαν, και η συμβίωσις με αυτήν δεν προκαλεί καμμίαν λύπην και θλίψιν. Αλλά, τουναντίον, φέρει ευφροσύνην και χαράν. | 16 Ἀφοῦ δὲ μετὰ τὰς ἀπασχολήσεις τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματός μου εἰσέλθω εἰς τὸ σπίτι μου, θὰ ἀναπαυθῶ πλησίον της καὶ θὰ ἡσυχάσω, διότι ἡ μετ' αὐτῆς συναναστροφὴ δεv προκαλεῖ πικρίαν καὶ ἡ ζωὴ μαζὶ μὲ αὐτὴν δὲν προξενεῖ κανένα πόνον, ἀλλὰ τοὐναντίον δίδει εὐφροσύνην καὶ χαράν. |
17 ταῦτα λογισάμενος ἐν ἐμαυτῷ καὶ φροντίσας ἐν καρδίᾳ μου ὅτι ἐστιν ἀθανασία ἐν συγγενείᾳ σοφίας | 17 Αυτά εσκέφθην επανειλημμένως από μέσα μου, και με σοβαρότητα τα εμελέτησα με την διάνοιαν και την καρδίαν μου, ότι δηλαδή εις την μετά της σοφίας ένωσιν και συμβίωσιν υπάρχει η αθανασία, | 17 Τὰ πλεονεκτήματα καὶ προσόντα ταῦτα τῆς Σοφίας συλλογισθεὶς μέσα μου καὶ μετὰ φροντίδος πολλῆς καὶ ἀπορροφήσεως τοῦ ἐσωτερικοῦ μου σκεφθείς, ὅτι ἡ ἀθανασία συγγενεύει καὶ ἔχει σχέσιν στενὴν μὲ τὴν Σοφίαν, |
18 καὶ ἐν φιλίᾳ αὐτῆς τέρψις ἀγαθὴ καὶ ἐν πόνοις χειρῶν αὐτῆς πλοῦτος ἀνεκλιπὴς καὶ ἐν συγγυμνασίᾳ ὁμιλίας αὐτῆς φρόνησις καὶ εὔκλεια ἐν κοινωνίᾳ λόγων αὐτῆς, περιῄειν ζητῶν ὅπως λάβω αὐτὴν εἰς ἐμαυτόν. | 18 εις την φιλίαν της η αγνή τέρψις, στους κόπους των χειρών της ανεξάντλητος ο πλούτος, εις την καλλιέργειαν των μετ' αυτής σχέσεων υπάρχει η σύνεσις, δόξα δε εις την συμμετοχήν και αποδοχήν των λόγων της. Ταύτα, λοιπόν, αφού εσκέφθην εγύριζα και αναζητούσα αυτήν, δια να λάβω ως σύζυγόν μου εις όλον το διάστημα της ζωής μου. | 18 καὶ ὅτι εἰς τὴν μετ’ αὐτῆς φιλίαν ἐνυπάρχει ἀγαθὴ καὶ ἅγια εὐφροσύνη καὶ εὐτυχία, πλοῦτος δὲ ἀνεξάντλητος καὶ ἄφθαρτος εἰς τὰ ἔργα καὶ τοὺς κόπους τῶν χειρῶν της· σκεφθεὶς ἐπίσης ὅτι μεταδίδεται φρόνησις καὶ σύνεσις ἐκ τῆς πνευματικῆς γυμνασίας, εἰς τὴν ὁποίαν ὑποβάλλεται κανεὶς κατὰ τὴν μετ’ αὐτῆς συναναστροφὴν καὶ συνομιλίαν, καὶ ὅτι ὑπάρχει καὶ δόξα εἰς τήν, ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν διδασκαλίαν της, ἐγύριζα παντοῦ ζητῶν νὰ ἀνεύρω αὐτήν, ὅπως τὴν λάβω ὡς ἀχώριστον σύντροφόν μου. |
19 παῖς δὲ ἤμην εὐφυὴς ψυχῆς τε ἔλαχον ἀγαθῆς, | 19 Από αυτής ακόμη της παιδικής μου ηλικίας ήμην ευφυής, έλαβα δε ως δώρον από τον Θεόν ψυχήν αγαθήν· | 19 Ἤμουν δὲ νέος εὐφυὴς καὶ ἔλαβον ὡς θεῖον λαχνὸν ψυχὴν μὲ ἀγαθὰς κλίσεις. |
20 μᾶλλον δὲ ἀγαθὸς ὢν ἦλθον εἰς σῶμα ἀμίαντον. | 20 μάλλον δέ, επειδή ακριβώς ήμουν αγαθός, ήλθα εις σώμα άρτιον και ακηλίδωτον. | 20 Ἢ διὰ νὰ ἐκφρασθῶ καλύτερον ἐπειδὴ εἶχα διαθέσεις καὶ κλίσεις ἀγαθάς, ἦλθον εἰς σῶμα σχετικῶς καθαρόν, ἀρτιμελὲς καὶ ἐλεύθερον μολύσματός τινος. |
21 γνοὺς δὲ ὅτι οὐκ ἄλλως ἔσομαι ἐγκρατής, ἐὰν μὴ ὁ Θεὸς δῷ -καὶ τοῦτο δ᾿ ἦν φρονήσεως τὸ εἰδέναι τίνος ἡ χάρις- ἐνέτυχον τῷ Κυρίῳ καὶ ἐδεήθην αὐτοῦ καὶ εἶπον ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου. | 21 Επειδή δε εγνώρισα καλά, ότι δεν είναι δυνατόν κατ' άλλον τρόπον να αποκτήση κανείς την σοφίαν, εάν ο Θεός δεν του την δώση- και αυτό είναι τεκμήριον συνέσεως, το να γνωρίζης από ποιόν προέρχεται αυτή η δωρεά,- επλησίασα τον Κυριον και τον παρεκάλεσα με όλην μου την καρδίαν και είπα· | 21 Ἐπειδὴ δὲ ἐκαταλαβα ὅτι δὲν θὰ γίνω κάτοχος τῆς Σοφίας, ἐὰν δὲν μοῦ τὴν δώσῃ ὁ Θεός· καὶ αὐτὸ δέ, δηλαδὴ τὸ νὰ καταλάβω ἀπὸ ποῖον παρέχεται τὸ χάρισμα τῆς Σοφίας, ἦτο σημεῖον καὶ φωτισμὸς Σοφίας, ἀπηυθύνθην εἰς τὸν Κύριον καὶ τὸν παρεκάλεσα ταπεινῶς καὶ εἶπα πρὸς Αὐτὸν μὲ ὅλην μου τὴν καρδιά. |