Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΟ γὰρ ἄφθαρτόν σου πνεῦμά ἐστιν ἐν πᾶσι. | 1 Αγαπᾷς, Κυριε, τα πάντα, διότι το αιώνιον άφθαρτον Πνεύμα σου ευρίσκεται εις όλα τα κτίσματα. | 1 Ναί· δείχνεις τὴν συμπάθειάν σου εἰς ὅλα, διότι τὸ ἄφθαρτόν σου Πνεῦμα ὑπάρχει εἰς ὅλα, συντηροῦν καὶ ζωοποιοῦν καὶ ὑποβαστάζον ταῦτα. |
2 διὸ τοὺς παραπίπτοντας κατ᾿ ὀλίγον ἐλέγχεις καὶ ἐν οἷς ἁμαρτάνουσιν ὑπομιμνήσκων νουθετεῖς, ἵνα ἀπαλλαγέντες τῆς κακίας πιστεύσωσιν ἐπὶ σέ, Κύριε. | 2 Δια τούτο τους αμαρτάνοντας τιμωρείς ελαφρώς και με επιείκειαν και δι' εκείνων, με τα οποία αμαρτάνουν, τους υπενθυμίζεις το καθήκον των, τους συμβουλεύεις να απαλλαγούν από την κακότητα και να πιστεύσουν εις σέ, Κυριε. | 2 Δι' αὐτὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παραπλανῶνται καὶ πίπτουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ ὄχι δι’ ἑνὸς καταστρεπτικοῦ κτυπήματος τοὺς τιμωρεῖς καὶ τοὺς σωφρονίζεις καὶ διδάσκεις, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτοὺς διὰ θλίψεων καὶ ἐλέγχων τῆς συνειδήσεως ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα ἁμαρτάνουν, ἵνα, ἀφοῦ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν κακίαν, πιστεύσουν, Κύριε, εἰς Σέ. |
3 καὶ γὰρ τοὺς παλαιοὺς οἰκήτορας τῆς ἁγίας σου γῆς μισήσας | 3 Τους παλαιούς κατοίκους τους- ειδωλολάτρας- της αγίας χώρας σου εμίσησες, Κυριε, | 3 Δι’ αὐτὸ βεβαίως καὶ ἀπεστράφης τοὺς παλαιοὺς κατοίκους τῆς ἁγίας σου γῆς. |
4 ἐπὶ τῷ ἔχθιστα πράσσειν ἔργα φαρμακειῶν καὶ τελετὰς ἀνοσίους | 4 διότι είχαν επιδοθή να πράττουν τα απαίσια έργα της μαγείας και τας ανιέρους τελετάς. | 4 Καὶ τοὺς ἀπεστράφης, διότι ἐνήργουν λίαν μισητὰς ἐνώπιόν Σου πράξεις μαγείας διὰ χρήσεως φαρμακευτικῶν βοτάνων καὶ ἀνιέρους τελετὰς καὶ θυσίας, |
5 τέκνων τε φονέας ἀνελεήμονας καὶ σπλαγχνοφάγων ἀνθρωπίνων σαρκῶν θοῖναν καὶ αἵματος, ἐκ μέσου μύστας θιάσου | 5 Εις τας τελετάς εκείνας αυτοί, σκληροί και ανελεήμονες, εφόνευον τα τέκνα των, παρεκάθηντο ανάμεσα εις οπαδούς ειδωλολατρικών μυστηριακών τελετών, εις συμπόσια κατά τα οποία έτρωγαν σπλάγχνα ανθρώπων, ανθρωπίνας σάρκας και αίμα. | 5 ἦσαν δὲ καὶ ἄσπλαγχνοι φονεῖς τῶν τέκνων των καὶ συνδαιτυμόνες ἀνθρώπων, ποὺ ἔτρωγαν σπλάγχνα τῶν πλησίον των, εἰς δεῖπνον ὅπου παρετίθεντο ἀνθρώπιναι σάρκες καὶ αἷμα, μεμυημένοι καὶ αὐτοὶ ἐκ μέσου εἰδωλολατρικῆς ἀδελφότητος, |
6 καὶ αὐθέντας γονεῖς ψυχῶν ἀβοηθήτων, ἐβουλήθης ἀπολέσαι διὰ χειρῶν πατέρων ἡμῶν, | 6 Οι σκληροί αυτοί γονείς ήσαν φονείς των ανυπεράσπιστων αθώων παιδιών των και συ, λοιπόν, απεφάσισες να εξοντώσης αυτούς με τα χέρια των προγόνων μας. | 6 καὶ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐξουσιαστικῶς καὶ διὰ τῶν ἰδίων των χειρῶν ἐθανάτωναν τὰς ἀνυπερασπίστους ὑπάρξεις τῶν παιδιῶν των, ἠθέλησας νὰ τοὺς καταστρέψῃς μὲ τὰς χεῖρας τῶν προγόνων μας, |
7 ἵνα ἀξίαν ἀποικίαν δέξηται Θεοῦ παίδων ἡ παρὰ σοὶ πασῶν τιμιωτάτη γῆ. | 7 Τούτο δέ, ίνα η τιμιωτάτη ενώπιόν σου αυτή χώρα καθαρθή από το μόλυσμα των ειδωλολατρών και γίνη αξία, να δεχθή τους ανθρώπους σου οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει από την Αίγυπτον. | 7 ὥστε ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην χώραν τιμωμένη καὶ ἀγαπωμένη ὑπὸ Σοῦ γῆ αὕτη τῆς Παλαιστίνης νὰ δεχθῇ ἀνταξίαν μετανάστευσιν καὶ ἀποικίαν ἐκ παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. |
8 ἀλλὰ καὶ τούτων ὡς ἀνθρώπων ἐφείσω ἀπέστειλάς τε προδρόμους τοῦ στρατοπέδου σου σφῆκας, ἵνα αὐτοὺς κατὰ βραχὺ ἐξολοθρεύσωσιν. | 8 Εν τούτοις και αυτούς τους ειδωλολάτρας τους ελυπήθης ως ανθρώπους και έστειλες ως προδρόμους του ισραηλιτικού λαού σφήκας, δια να τους καταστρέψουν ολίγον κατ' ολίγον. | 8 Ἀλλὰ καὶ αὐτούς, τοὺς παλαιοὺς δηλαδὴ κατοίκους τῆς ἀγαπημένης σου χώρας, ἐπειδὴ ἦσαν ἄνθρωποι, τοὺς ἐλυπήθης καὶ ἀπέστειλας ὡς προδρόμους καὶ ἐμπροσθοφυλακὴν τοῦ στρατεύματός σου τὰς σφήκας, διὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσουν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ να δώσουν καιρὸν εἰς τοὺς φρονιμωτέρους νὰ ἐγκαταλίπουν τὴν γῆν, προτοῦ ἀναγκασθοῦν διὰ τοῦ φονικοῦ πολέμου. |
9 οὐκ ἀδυνατῶν ἐν παρατάξει ἀσεβεῖς δικαίοις ὑποχειρίους δοῦναι ἢ θηρίοις δεινοῖς ἢ λόγῳ ἀποτόμῳ ὑφ᾿ ἓν ἐκτρῖψαι, | 9 Τούτο δε οχι, διότι ήτο αδύνατον εις σε δια πολέμου και μάχης να καταστήστης τους ασεβείς αυτούς υποχειρίους στους δικαίους, η να τους παραδώσης εις φοβερά θηρία, η να τους καταστρέψης με μίαν οργίλην διαταγήν σου· | 9 Ἐνήργησας δὲ οὕτως, ὄχι διότι ἀδυνατοῦσες μὲ παράταξιν μάχης νὰ παραδώσῃς τοὺς ἀσεβεῖς ὑπὸ τὰς χεῖρας καὶ τὴν ἐξουσίαν τῶν δικαίων, ἢ εἰς θηρία ἄγρια καὶ φοβερά, ἢ καὶ μὲ ἕνα αὐστηρὸν καὶ ἀπότομον λόγον σου νὰ τοὺς ἑξαφανίσῃς. |
10 κρίνων δὲ κατὰ βραχὺ ἐδίδους τόπον μετανοίας, οὐκ ἀγνοῶν ὅτι πονηρὰ ἡ γένεσις αὐτῶν καὶ ἔμφυτος ἡ κακία αὐτῶν καὶ ὅτι οὐ μὴ ἀλλαγῇ ὁ λογισμὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα. | 10 αλλά, εν τη αγαθότητί σου, έκρινες καλόν ολίγον κατ' ολίγον να τους τιμωρής και παρείχες έτσι καιρόν και τόπον μετανοίας εις αυτούς, αν και εγνώριζες, ότι η γενεά των ήτο πονηρά και διεφθαρμένη. Εμφυτος υπήρχε μέσα των η κακία και ότι δεν επρόκειτο ποτέ να αλλάξη η νοοτροπία των. | 10 Μὲ τὸ νὰ ἐκτελῇς δὲ ὀλίγον κατ' ὀλίγον τὰς μὴ αὐτῶν καταδικαστικὰς ἀποφάσεις σου, τοὺς ἔδιδες εὐκαιρίαν νὰ μετανοήσουν, καίτοι δὲν ἀγνοοῦσες ὅτι ἡ καταγωγή τους ἦταν πονηρὰ καὶ ἡ γενεά τους διαστραμμένη καὶ εἶχαν ἔμφυτον ἀπὸ ἁμαρτωλὴν κληρονομίαν τὴν κακίαν καὶ ὅτι δὲv θὰ μετεβάλλετο, οὔτε θὰ ἤλλασσε ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα ὁ τρόπος τῆς σκέψεως καὶ τοῦ συλλογισμοῦ των. |
11 σπέρμα γὰρ ἦν κατηραμένον ἀπ᾿ ἀρχῆς, οὐδὲ εὐλαβούμενός τινα ἐφ᾿ οἷς ἡμάρτανον ἄδειαν ἐδίδους. | 11 Διότι οι Χαναναίοι ήσαν γενεά κατηραμένη ευθύς εξ αρχής και κανένα εξ αυτών απολύτως δεν εφοβείσο, ώστε υποχωρών να δίδης εις αυτούς την άδειαν δι' εκείνα, τα οποία ημάρταναν. | 11 Καὶ δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀλλάξῃ ποτὲ ἢ νοοτροπία των, διότι ἦτο φυλὴ κατηραμένη ἐξ ἀρχῆς. Σὺ δέ, χωρὶς νὰ φοβῆσαι κανένα καὶ νὰ ἀναγκάζεσαι ἀπὸ οἱονδήποτε, τοὺς ἠνείχεσο καὶ ἔδιδες εἰς αὐτοὺς ἄδειαν καὶ ἀτιμωρησίαν δι’ ὅσα ἡμάρτανον. |
12 τίς γὰρ ἐρεῖ· τί ἐποίησας; ἢ τίς ἀντιστήσεται τῷ κρίματί σου; τίς δὲ ἐγκαλέσει σοι κατὰ ἐθνῶν ἀπολωλότων, ἃ σὺ ἐποίησας; ἢ τίς εἰς κατάστασίν σοι ἐλεύσεται ἔκδικος κατὰ ἀδίκων ἀνθρώπων; | 12 Διότι, ποιός θα πη εις σέ, τι έκαμες; Η ποιός θα αντισταθή και θα φέρη αντίρρησιν εις την δικαίαν σου απόφασιν; Ποιός δέ ποτέ θα σε κατηγορήση δια την καταστροφήν των εθνών, τα οποία συ εδημιούργησες; Η ποιός θα αντιδικήση ενώπιόν σου εις υπεράσπισιν των ασεβών ανθρώπων; | 12 Διότι ποῖος θὰ Σοῦ ζητήσῃ λόγον καὶ θὰ Σοῦ εἴπῃ: Τί ἔκαμες; Ἢποῖος θὰ ἀντισταθῇ κατὰ τῆς κρίσεως καὶ ἀποφάσεώς σου; Ποῖος δὲ θὰ Σὲ κατηγορήσῃ δι’ ἔθνη, ποὺ ἔχουν καταστροφῆ, τὰ ὁποῖα Σὺ ἐδημιούργησες; Ἢ ποῖος θὰ ἔλθῃ νὰ σταθῇ ἐνώπιόν Σου ὡς ὑπερασπιστὴς ἀδίκων ἀνθρώπων; |
13 οὔτε γὰρ Θεός ἐστι πλὴν σοῦ, ᾧ μέλει περὶ πάντων, ἵνα δείξῃς ὅτι οὐκ ἀδίκως ἔκρινας, | 13 Οχι· δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην σου, ο οποίος να φροντίζη περί όλων των πραγμάτων, δια να δείξης εις αυτόν ότι δικαίως και ορθώς έκρινες και εδίκασες. | 13 Κανεὶς ἀπολύτως. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ Σέ, ὁ ὁποῖος νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ νὰ φροντίζῃ δι’ ὅλα, ἵνα ἀποδείξῃς εἰς αὐτόν, ὅτι δὲν ἀπεφάσισες ἄδικα. |
14 οὔτε βασιλεὺς ἢ τύραννος ἀντοφθαλμῆσαι δυνήσεταί σοι περὶ ὧν ἐκόλασας. | 14 Ούτε κανένας βασιλεύς η άρχων θα ημπορέση ποτέ, να σε κυττάξη κατάματα και να υποστηρίξη εκείνους, τους οποίους συ ετιμώρησες. | 14 Οὔτε ὑπάρχει βασιλεὺς ἢ οἱοσδήποτε κυρίαρχος καὶ τύραννος, ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ ἀντιτασσόμενος εἰς Σὲ νὰ Σὲ κυττάξῃ κατάματα καὶ νὰ σοῦ ζητήσῃ λόγον δι' αὐτοὺς ποὺ ἐτιμώρησας. |
15 δίκαιος δὲ ὢν δικαίως τὰ πάντα διέπεις, αὐτὸν τὸν μὴ ὀφείλοντα κολασθῆναι καταδικάσαι ἀλλότριον ἡγούμενος τῆς σῆς δυνάμεως. | 15 Ακριβώς δέ, διότι είσαι ο απολύτως δίκαιος, δικαίως τα πάντα επιβλέπεις και κυβερνάς. Ετσι εκείνον, ο οποίος δεν είναι υπεύθυνος τιμωρίας, τον θεωρείς απηλλαγμένον της ιδικής σου καταδικαστικής δυνάμεως. | 15 Ἀφοῦ δὲ εἶσαι δίκαιος, μὲ ἄκραν δικαιοσύνην τακτοποιεῖς καὶ διευθύνεις ὅλα ἐν γένει, καὶ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν χρεωστεῖ καὶ δὲν εἶναι ὑπόλογος νὰ τιμωρηθῇ, τὸν θεωρεῖς ξένον πρὸς τὴν ἐκδικητικὴν καὶ τιμωρὸν δύναμίν σου. |
16 ἡ γὰρ ἰσχύς σου δικαιοσύνης ἀρχή, καὶ τὸ πάντων σε δεσπόζειν πάντων φείδεσθαι ποιεῖ. | 16 Διότι η δύναμίς σου είναι αρχή και θεμέλιον της δικαιοσύνης. Και το γεγονός ότι συ είσαι ο Κυριος των πάντων, σε κάμνει να λυπήσαι όλους. | 16 Θεωρεῖς δὲ τοῦτον ξένον πρὸς τὴν δύναμίν σου, διότι ἡ δύναμίς σου εἶναι ἀρχὴ καὶ βάσις τῆς δικαιοσύνης σου, καὶ τὸ ὅτι εἶσαι δεσπότης ὅλων καὶ τὰ ὁρίζεις ὅλα, Σὲ κάμνει νὰ λυπῆσαι καὶ νὰ εἶσαι ἐπιεικὴς καὶ συμπαθὴς πρὸς ὅλα. |
17 ἰσχὺν γὰρ ἐνδείκνυσαι ἀπιστούμενος ἐπὶ δυνάμεως τελειότητι καὶ ἐν τοῖς εἰδόσι τὸ θράσος ἐξελέγχεις. | 17 Δεικνύεις όμως την ισχύν σου εις εκείνους, οι οποίοι απιστούν εις την τελειότητα της δυνάμεώς σου. Τιμωρείς δε την θρασύτητα εκείνων, οι οποίοι γνωρίζουν, αλλά αρνούνται, την δύναμίν σου. | 17 Πράγματι δὲ δεικνύεις τὴν δύναμίν σου καὶ ὅταν δὲν Σὲ πιστεύουν, ὅτι ἔχεις τελείαν καὶ ἄπειρον δύναμιν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ γνωρίζουν τὴν ἄπειρον δύναμίν σου, καὶ παρὰ τοῦτο τολμοῦν νὰ Σοῦ ἀνθίστανται, τιμωρεῖς τὴν θρασύτητα καὶ ἀσεβῆ ἀναίδειάν των. |
18 σὺ δὲ δεσπόζων ἰσχύος ἐν ἐπιεικείᾳ κρίνεις καὶ μετὰ πολλῆς φειδοῦς διοικεῖς ἡμᾶς· πάρεστι γάρ σοι, ὅταν θέλῃς, τὸ δύνασθαι. | 18 Συ, ο οποίος δια της απείρου δυνάμεώς σου κυριαρχείς επί πάντων, κρίνεις με επιείκειας, και με πολλήν συμπάθειαν κυβερνάς και κατευθύνεις όλους μας. Διότι είναι παρούσα πάντοτε εις σε η παντοδυναμία, ώστε, όταν θέλης, να την χρησιμοποιής. | 18 Σὺ ὅμως, ἀντιθέτως πρὸς τὴν μωρὰν καὶ ἀσεβῆ θρασύτητά των, ἐπειδὴ δεσπόζεις καὶ κυριαρχεῖς ἐπὶ τῆς δυνάμεώς σου, κρίνεις μὲ ἐπιείκειαν καὶ μᾶς διοικεῖς μὲ πολλὴν συμπάθειαν καὶ ἀγάπην. Αὐτὸ δὲ εἶναι ὁλοφάνερον, διότι εἶναι παρὸν στὸ χέρι σου νὰ κάμῃς χρῆσιν τῆς δυνάμεώς σου, ὅταν θέλῃς, καὶ νὰ ἐξοντώσῃς πάντα ἀσεβῇ. Ἀλλὰ Σὺ μακροθυμεῖς καὶ ἀνέχεσαι. |
19 ᾿Εδίδαξας δέ σου τὸν λαὸν διά τῶν τοιούτων ἔργων, ὅτι δεῖ τὸν δίκαιον εἶναι φιλάνθρωπον· καὶ εὐέλπιδας ἐποίησας τοὺς υἱούς σου ὅτι δίδως ἐπὶ ἁμαρτήμασι μετάνοιαν. | 19 Δια μέσου δε αυτών των έργων σου εδίδαξες τον λαόν σου, ότι πρέπει ο δίκαιος να είναι και φιλάνθρωπος. Εκαμες τα παιδιά σου να έχουν αγαθάς και εις σε στηριγμένας τας ελπίδας των, διότι συ δίδεις καιρόν μετανοίας και παρέχεις άφεσιν εις τα αμαρτήματα των ανθρώπων. | 19 Μὲ τὰ τοιαῦτα τῆς ἐπιεικείας καὶ μακροθυμίας πρὸς τοὺς Χαναναίους ἔργα σου ἐδίδαξες τὸν λαόν σου Ἰσραήλ, ὅτι ὁ δίκαιος πρέπει νὰ εἶναι φιλάνθρωπος, καὶ ἔκαμες τοὺς υἱούς σου Ἰσραηλίτας νὰ εἶναι γεμᾶτοι καλὰς καὶ ἀκλονήτους ἐλπίδας, ὅτι δίδεις μετάνοιαν διὰ τὰ ἁμαρτήματα καὶ περιμένεις τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ. |
20 εἰ γὰρ ἐχθροὺς παίδων σου καὶ ὀφειλομένους θανάτῳ μετὰ τοσαύτης ἐτιμώρησας προσοχῆς καὶ διέσεως, δοὺς χρόνους καὶ τόπον, δι᾿ ὧν ἀπαλλαγῶσι τῆς κακίας, | 20 Διύτι εάν τους εχθρούς των δούλων σου, οι οποίοι εξ αιτίας των αμαρτιών των ήσαν άξιοι θανάτου και εξοντώσεως, με τόσην προσοχήν και επιείκειαν τους ετιμώρησες, αφού προηγουμένως παρεχώρησες εις αυτούς χρόνον και καιρόν δια να μετανοήσουν και απαλλαγούν από τας κακίας, | 20 Πράγματι δὲ ἐδίδαξες οὕτω τὰ παιδιά σου καὶ τὰ ἐπλήρωσας παρηγόρου ἐλπίδος, διότι ἐὰν ἐκείνους, ποὺ ἦσαν ἐχθροὶ τῶν παιδιῶν σου καὶ ἦσαν ἄξιοι νὰ τιμωρηθοῦν διὰ θανάτου, μὲ τόσην προφύλαξιν καὶ περίσκεψιν τοὺς ἐτιμώρησες, σὰν νὰ τοὺς παρεκάλεις νὰ συνέλθουν, δώσας εἰς αὐτοὺς χρόνον καὶ εὐκαιρίαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν κακίαν των, |
21 μετὰ πόσης ἀκριβείας ἔκρινας τοὺς υἱούς σου, ὧν τοῖς πατράσιν ὅρκους καὶ συνθήκας ἔδωκας ἀγαθῶν ὑποσχέσεων; | 21 με πόσην, λοιπόν, καλωσύνην και επιείκειαν έκρινες και θα κρίνης τα παιδιά σου, με τους προπάτορας των οποίων συνήψες συνθήκας και υπεσχέθης με όρκους πλούσια αγαθά; | 21 μὲ πόσον προσεκτικὴν καὶ ἐπιεικῆ ἀκρίβειαν ἔκρινες καὶ ἐτιμώρησες τοὺς υἱούς σου Ἰσραηλίτας, εἰς τῶν ὁποίων τοὺς προγόνους ἔδωκες ὅρκους καὶ ἔκαμες συμφωνίας καλῶν ὑποσχέσεων; |
22 ῾Ημᾶς οὖν παιδεύων τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν ἐν μυριότητι μαστιγοῖς, ἵνα σου τὴν ἀγαθότητα μεριμνῶμεν κρίνοντες, κρινόμενοι δὲ προσδοκῶμεν ἔλεος. | 22 Ενῷ δε ημάς μας παιδαγωγής δια των ελαφρών θλίψεων, μαστιγώνεις πολλαπλασίως τους εχθρούς μας, δια να σκεπτώμεθα την καλωσύνην σου, όταν αφ' ενός μεν ημείς κρίνωμεν τους άλλους, αφ' ετέρου δε πρόκειται να κριθώμεν αυτό σε και να ελπίζωμεν έτσι στο έλεός σου. | 22 Ἐνῷ λοιπὸν ἡμᾶς μὲν τιμωρεῖς πρὸς παιδαγωγίαν καὶ διόρθωσιν, τοὺς ἐχθρούς μας μαστιγώνεις μυριάκις περισσότερον, ἵνα μετὰ φροντίδος καὶ ἐπιμελείας ἐξετάζωμεν καὶ ἐκτιμῶμεν τὴν ἀγαθότητά σου, ὅταν δὲ κρινώμεθα καὶ τιμωρούμεθα ἀπὸ Σέ, νὰ μὴ ἀπελπιζώμεθα, ἀλλὰ νὰ περιμένωμεν ἔλεος. |
23 ὅθεν καὶ τοὺς ἐν ἀφροσύνῃ ζωῆς βιώσαντας ἀδίκους διὰ τῶν ἰδίων ἐβασάνισας βδελυγμάτων· | 23 Ιδού, λοιπόν, διατί τους ασεβείς, οι οποίοι επέρασαν την ζωήν των μέσα εις τας αφροσύνας της αμαρτίας, τους ετιμώρησες με τα ιδικά των ειδωλολατρικά βδελύγματα. | 23 Δι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ τοὺς ἀδίκους Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ζωὴν ἄφρονα καὶ ἀπερίσκεπτον, τοῦ ἐβασάνισας καὶ τοὺς ἐτιμώρησας μὲ τοὺς ἰδίους τῶν σιχαμεροὺς καὶ βδελυροὺς τρόπους τῆς λατρείας των, |
24 καὶ γὰρ τῶν πλάνης ὁδῶν μακρότερον ἐπλανήθησαν, θεοὺς ὑπολαμβάνοντες τὰ καὶ ἐν ζῴοις τῶν ἐχθρῶν ἄτιμα, νηπίων δίκην ἀφρόνων ψευσθέντες. | 24 Διότι αυτοί επλανήθησαν βαδίσαντες πολύ μακρότερον από κάθε οδόν πλάνης, διότι εθεώρουν ως θεούς τα ζώα τα σιχαμερά και απεχθή μεταξύ και αυτών ακόμη των ζώων, και παρεπλανήθησαν ετσι σαν μικρά ανόητα παιδιά. | 24 Διότι βεβαίως αὐτοὶ ἐπλανήθησαν πιὸ μακριὰ τοὺς δρόμους τῆς πλάνης, ἐκλαμβάνοντες καὶ λατρεύοντες ὡς θεοὺς καὶ ἐκεῖνα ἀκόμη ἀπὸ τὰ ζῶα τῶν ἐχθρῶν, τὰ ὁποῖα ἦσαν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς καταφρονημένα καὶ χωρὶς καμμίαν τιμήν, ἐξαπατηθέντες σὰν νήπια ἄμυαλα καὶ ἀνόητα. |
25 διὰ τοῦτο ὡς παισὶν ἀλογίστοις τὴν κρίσιν εἰς ἐμπαιγμὸν ἔπεμψας. | 25 Δια τούτο, ως εάν επρόκειτο να κρίνης ανόητα παιδιά, έστειλες εις αυτούς μίαν μικράν παιδικήν τιμωρίαν. | 25 Δι' αὐτὸ καὶ κατὰ τὰς πρώτας διὰ βατράχων καὶ σκνιπῶν καὶ κυνομυιῶν πληγάς, σὰν εἰς παιδιὰ ἀσυλλόγιστα καὶ χωρὶς σοβαρὰν σκέψιν ἔστειλες τιμωρίαν διὰ νὰ ἐμπαίξῃς καὶ περιγελάσῃς μᾶλλον παρὰ διὰ νὰ τιμωρήσῃς αὐτούς. |
26 οἱ δὲ παιγνίοις ἐπιτιμήσεως μὴ νουθετηθέντες ἀξίαν Θεοῦ κρίσιν πειράσουσιν. | 26 Επειδή όμως εκείνοι δεν εσυνετίσθησαν με την μικράν και ως είδος παιγνιδιού τιμωρίαν, που τους έστειλες, εδοκίμασαν και θα δοκιμάσουν ανταξίαν της αμελείας των την δικαίαν κρίσιν του Θεού. | 26 Αὐτοὶ ὅμως, μὴ σωφρονισθέντες μὲ τὴν ἐλαφρὰν σὰν παιγνίδια ἐπίπληξιν, μετ’ ὀλίγον θὰ δοκιμάσουν ἀνταξίαν τοῦ δικαίου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ τιμωρίαν. |
27 ἐφ᾿ οἷς γὰρ αὐτοὶ πάσχοντες ἠγανάκτουν, ἐπὶ τούτοις, οὓς ἐδόκουν θεούς, ἐν αὐτοῖς κολαζόμενοι, ἰδόντες ὃν πάλαι ἠρνοῦντο εἰδέναι Θεὸν ἐπέγνωσαν ἀληθῆ· διὸ καὶ τὸ τέρμα τῆς καταδίκης ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπῆλθεν. | 27 Διότι αυτοί υπέφεραν και κατεθλίβοντο από τα πράγματα εκείνα, τα οποία εθεωρούσαν ως θεούς, ετιμωρούντο δε εξ, αυτών και είδαν και ανεγνώρισαν ως αληθινόν Θεόν εκείνον, τον οποίον παλαιότερα είχον αρνηθή. Και επιτέλους επήλθεν εναντίον αυτών η τελική καταδίκη. | 27 Τοὺς ἦλθεν ὅμως πολὺ ἀργὰ τὸ σωφρονιστικὸν μάθημα, διότι αὐτοὶ δι’ ἐκείνας τὰς πληγάς, ποὺ ἔπασχον καὶ ὑπέφερον, ἠγανάκτουν τιμωρούμενοι ἀπὸ αὐτὰ ταῦτα τὰ περιφρονημένα ζῶα, τὰ ὁποῖα ἐθεώρουν καὶ ἐλάτρευον ὡς θεούς. Καὶ εἶδαν τότε ὅτι ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον εἰς τὸ παρελθὸν ἠρνοῦντο νὰ γνωρίσουν ὡς Θεόν, τώρα ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα ἔμαθαν καλά, ὅτι εἶναι Θεὸς ἀληθής. Διὰ τὴν ἄρνησίν τους ὅμως τὴν παλαιὰν ἦλθε κατεπάνω τους ἡ τελειωτικὴ καταδίκη τους διὰ τοῦ θανάτου τῶν πρωτοτόκων τους καὶ τοῦ πνιγμοῦ των εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν. |