Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΜΑΤΑΙΟΙ μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει, οἷς παρῆν Θεοῦ ἀγνωσία καὶ ἐκ τῶν ὁρωμένων ἀγαθῶν οὐκ ἴσχυσαν εἰδέναι τὸν ὄντα οὔτε τοῖς ἔργοις προσχόντες ἐπέγνωσαν τὸν τεχνίτην· | 1 Ανόητοι και ευτελείς κατά βάθος είναι οι άνθρωποι, στους οποίους επικρατεί άγνοια Θεού και οι οποίοι δεν κατώρθωσαν από τα δρώμενα ωραία δημιουργήματα να γνωρίσουν τον ένα και μόνον υπάρχοντα Θεόν, και, επειδή δεν επρόσεξαν τα έργα του, δεν επίστευσαν στον καλλιτέχνην της δημιουργίας. | 1 Πράγματι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἠγνόησαν τὸν ἀληθῆ Θεόν, ὑπῆρξαν κατὰ βάθος μάταιοι καὶ ἀνόητοι καὶ δὲν ἠμπόρεσαν ἀπὸ τὰ ὡραῖα κτίσματα, ποὺ εἶναι εἰς ὅλους ὁρατά, να γνωρίσουν Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος ὄντως καὶ ἐξ Ἑαυτοῦ ὑπάρχει, οὔτε ἀνεγνώρισαν τὸν Τεχνίτην, δίδοντες προσοχὴν εἰς τὰ θαυμαστὰ ἔργα του. |
2 ἀλλ᾿ ἢ πῦρ ἢ πνεῦμα ἢ ταχινὸν ἀέρα ἢ κύκλον ἄστρων ἢ βίαιον ὕδωρ ἢ φωστῆρας οὐρανοῦ πρυτάνεις κόσμου θεοὺς ἐνόμισαν. | 2 Αλλά εθεώρησαν θεούς, κυβερνήτας και άρχοντας του κόσμου, το πυρ η τον άνεμον η τον λεπτόν και ευκίνητον αέρα η τους κύκλους των αστέρων η το ορμητικόν νερό, η τους φωστήρας του ουρανού, τον ήλιον και την σελήνην. | 2 Ἀλλὰ ἢ τὸ πῦρ ἢ τὸν ἀέρα ἢ τὸν βίαιον ἄνεμον ἢ τὸν κύκλον τῶν ἄστρων ἢ τὸ ὁρμητικὸν ὕδωρ τῶν ὠκεανῶν καὶ τῆς θυελλώδους βροχῆς ἢ τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ, τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην, ἐνόμισαν ὡς θεοὺς ἐξουσιαστὰς καὶ κυβερνήτας τοῦ κόσμου. |
3 ὧν εἰ μὲν τῇ καλλονῇ τερπόμενοι ταῦτα θεοὺς ὑπελάμβανον, γνώτωσαν πόσῳ τούτων ὁ δεσπότης ἐστὶ βελτίων, ὁ γὰρ τοῦ κάλλους γενεσιάρχης ἔκτισεν αὐτά· | 3 Εάν μέν, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι τερπόμενοι από την ωραιότητα των δημιουργημάτων αυτών τα εθεώρησαν ως θεούς, ας μάθουν πόσον καλύτερος και ανώτερος είναι ο κυρίαρχος και δημιουργός αυτών· διότι η πηγή και η αιτία του κάλλους, ο Θεός, εδημιούργησεν αυτά. | 3 Καὶ ἐὰν μέν, διότι ἐθέλγοντο ἀπὸ τὴν καλλονὴν τούτων, ἐνόμιζον αὐτὰ ὡς θεούς, ἂς μάθουν πόσον καλύτερος εἶναι αὐτός, ποὺ ὁρίζει ταῦτα καὶ εἶναι Δεσπότης αὐτῶν διότι αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ γενεσιουργὸς καὶ ἡ πηγὴ τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ κάλλους, αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ τὰ ἔκτισεν. |
4 εἰ δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν ἐκπλαγέντες νοησάτωσαν ἀπ᾿ αὐτῶν πόσῳ ὁ κατασκευάσας αὐτὰ δυνατώτερός ἐστιν· | 4 Εάν δε η δύναμις και η δραστηριότης αυτών τους κατέπληξεν, ας εννοήσουν από τα δημιουργήματα αυτά πόσον απείρως ισχυρότερος είναι εκείνος, που τα κατεσκεύασε. | 4 Ἐὰν δέ, ἐπειδὴ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειάν των, ἐλάτρευσαν αὐτά, ἂς σκεφθοῦν καὶ διὰ τῆς νοήσεως καὶ τοῦ συλλογισμοῦ ἂς καταλάβουν ἀπὸ αὐτὰ πόσον δυνατώτερος εἶναι αὐτός, ποὺ κατεσκεύασε ταῦτα. |
5 ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται. | 5 Διότι από το μεγαλείον και την καλλονήν των δημιουργημάτων ανάγεται κανείς εις την θεώρησιν του Θεού, κατ' αναλογίαν. | 5 Εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ τὸ καταλάβουν, διότι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ὡραιότητα τῶν κτισμάτων ἐξ ἀναλογίας κατανοεῖται καὶ βλέπεται διὰ τῆς διανοίας καὶ αὐτός, ποὺ τὰ παρήγαγεν. |
6 ἀλλ᾿ ὅμως ἐπὶ τούτοις ἔστι μέμψις ὀλίγη, καὶ γὰρ αὐτοὶ τάχα πλανῶνται Θεὸν ζητοῦντες καὶ θέλοντες εὑρεῖν· | 6 Αλλ' όμως η μορφή και η κατηγορία εναντίον αυτών των ειδωλολατρών είναι μικρά, διότι αυτοί αναζητούντες και θέλοντες να εύρουν τον Θεόν πλανώνται. | 6 Ἀλλ’ ὅμως ἐπὶ τῶν εἰδωλολατρῶν τούτων θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι ὀλίγης μομφῆς καὶ κατηγορίας εἶναι ἄξιοι, διότι αὐτοὶ ἐμπίπτουν εἰς πλάνην, ἴσως ἐπειδὴ ἐρευνοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ εὔρουν τὸν ἀνεξιχνίαστον Θεόν. |
7 ἐν γὰρ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ ἀναστρεφόμενοι διερευνῶσι καὶ πείθονται τῇ ὄψει, ὅτι καλὰ τὰ βλεπόμενα. | 7 Εν τούτοις είναι ένοχοι και ασύγγνωστοι, διότι ζώντες ανάμεσα εις τα θαυμαστά έργα του Θεού τα διερευνούν και πείθονται με τα ίδια των τα μάτια, ότι είναι καλά και ωραία αυτά, που βλέπουν. | 7 Πλανῶνται δέ, διότι ἀσχολούμενοι μὲ τὰ ἔργα Του καὶ ζῶντες ἐν μέσῳ αὐτῶν ἐξετάζουν καὶ ἐρευνοῦν ταῦτα καὶ πείθονται διὰ τῆς ὄψεως καὶ ἐξετάσεώς των, ὅτι αὐτὰ ποὺ βλέπονται, εἶναι καλά. |
8 πάλιν δὲ οὐδ᾿ αὐτοὶ συγγνωστοί· | 8 Ωστε και αυτοί οι ίδιοι δεν είναι άξιοι πλήρους συγγνώμης δια την απιστίαν των. | 8 Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν δικαιολογοῦνται ἐξ ὁλοκλήρου καὶ δὲν εἶναι ἄξιοι συγχωρήσεως. |
9 εἰ γὰρ τοσοῦτον ἴσχυσαν εἰδέναι, ἵνα δύνωνται στοχάσασθαι τὸν αἰῶνα, τὸν τούτων δεσπότην πῶς τάχιον οὐχ εὗρον; | 9 Διότι εάν κατώρθωσαν τόσον πολύ να προχωρήσουν εις γνώσιν, ώστε να δύνανται να γνωρίσουν τον κόσμον, πόσον ευκολώτερα και ταχύτερα θα έπρεπε να έχουν εύρει τον Δημιουργόν του κόσμου; | 9 Καὶ δὲν δικαιολογοῦνται, διότι, ἐὰν ἠμπόρεσαν νὰ μάθουν τόσον πολλά, ὥστε νὰ δύνανται νὰ ἐμβαθύνουν εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ κόσμου, πῶς δὲν ηὗραν γρηγορώτερα αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ Δεσπότης καὶ Κυρίαρχος ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ σύμπαν; |
10 Ταλαίπωροι δὲ καὶ ἐν νεκροῖς αἱ ἐλπίδες αὐτῶν, οἵτινες ἐκάλεσαν θεοὺς ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, χρυσὸν καὶ ἄργυρον τέχνης ἐμμελέτημα καὶ ἀπεικάσματα ζῴων ἢ λίθον ἄχρηστον χειρὸς ἔργον ἀρχαίας. | 10 Ταλαίπωροι δε είναι αυτοί και έχουν θέσει τας ελπίδας των εις τα νεκρά και άψυχα είδωλα. Αυτοί οι οποίοι ωνόμασαν θεούς των έργα χειρών ανθρώπων, καμωμένα από χρυσόν και άργυρον, κατειργασμένα με τέχνην, διάφορα ομοιώματα ζώων η κάποιον ανωφελή λίθον, γλυπτόν κάποιας αρχαίας χειρός. | 10 Εἶναι ὅμως ἄθλιοι καὶ δυστυχεῖς, καὶ εἰς νεκρὰ καὶ χωρὶς καμμίαν ζωὴν πράγματα στηρίζουν τὰς ἐλπίδας των αὐτοί, ποὺ ἐκάλεσαν θεοὺς ἔργα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, ἢ χρυσὸν καὶ ἄργυρον, τέχνης μελετημένον κατασκεύασμα καὶ ἀπεικονίσματα ζώων ἢ ἄχρηστον πέτραν, ποὺ τὴν κατειργάσθη παλαιότερον κάποιο ἀνθρώπινον χέρι. |
11 εἰ δὲ καί τις ὑλοτόμος τέκνων εὐκίνητον φυτὸν ἐκπρίσας περιέξυσεν εὐμαθῶς πάντα τὸν φλοιὸν αὐτοῦ καὶ τεχνησάμενος εὐπρεπῶς κατεσκεύασε χρήσιμον σκεῦος εἰς ὑπηρεσίαν ζωῆς, | 11 Ας πάρωμεν ένα ξυλοκόπον, ένα ξυλουργόν. Αυτός επριόνισεν έναν κατάλληλον ξύλινον κορμόν. Εξυσεν αυτόν ολόγυρα και αφήρεσε με τέχνην όλον τον φλοιόν. Επειτα επεξειργάσθη με δεξιότητα τον κορμόν και κατεσκεύασε κάποιον χρήσιμον σκεύος δια την εξυπηρέτησιν της καθημερινής ζωής του. | 11 Ὑποτεθείσθω δέ, ὅτι κάποιος ξυλοσχίστης τεχνίτης μαραγκός, ἀφοῦ κόψῃ ἕνα δένδρον εὐκίνητον καὶ εὔκολον εἰς κατεργασίαν καὶ πριονίσῃ αὐτό, ἔξυσε τριγύρω μὲ ἐπιτηδειότητα ὁλόκληρον τὸν φλοιόν του, καὶ ἀφοῦ τὸ κατειργάσθη μὲ τέχνην καὶ εὐπρέπειαν, κατεσκεύασε σκεῦος χρήσιμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀναγκῶν τῆς ζωῆς, |
12 τὰ δὲ ἀποβλήματα τῆς ἐργασίας εἰς ἑτοιμασίαν τροφῆς ἀναλώσας ἐνεπλήσθη· | 12 Τα ξύλινα δε και περιττά πλέον αποκόμματα από την εργασίαν του αυτήν, τα εχρησιμοποίησεν στο πυρ, δια να παρασκευάση την τροφήν. Εφαγε και εχόρτασεν. | 12 τὰ δὲ ἀποκόμματα τῆς ἐργασίας του ταύτης, ἀφοῦ τὰ ἐχρησιμοποίησε καὶ τὰ ἔκαυσε διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ φαγητόν του, ἐχόρτασεν. |
13 τὸ δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπόβλημα εἰς οὐθὲν εὔχρηστον, ξύλον σκολιὸν καὶ ὄζοις συμπεφηκός, λαβὼν ἔγλυψεν ἐν ἐπιμελείᾳ ἀργίας αὐτοῦ καὶ ἐμπειρίᾳ συνέσεως ἐτύπωσεν αὐτό, ἀπείκασεν αὐτὸ εἰκόνι ἀνθρώπου | 13 Ενα όμως από τα ξύλινα αυτά απορρίματα, εντελώς άχρηστον, ξύλον στραβόν και γεμάτον από ρόζους το επήρε και κατά τας ώρας, που δεν είχεν άλλην απασχόλησιν, το εσκάλισε και με την σοφήν του πείραν έδωσεν εις αυτό ένα ωρισμένον τύπον. Το εμορφοποίησε σύμφωνα με την εικόνα του ανθρώπου, | 13 Ἐκεῖνο δὲ τὸ μέρος, ποὺ ἔμεινε καὶ εἶναι διὰ πέταγμα καὶ δὲν χρησιμεύει εἰς τίποτε, ξύλο στραβὸ καὶ γεμᾶτο ρόζους, ἀφοῦ τὸ ἐπῆρε, τὸ ἐσκάλισε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ προσοχὴν κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἀργίας του καὶ μὲ τὴν πεῖραν τῆς τέχνης του καὶ τῆς ἐπιδεξιότητός του ἔδωκεν εἰς αὐτὸ σχῆμα καὶ μορφὴν καὶ τὸ ἔκαμεν ὅμοιον πρὸς εἰκόνα ἄνθρωπου· |
14 ἢ ζῴῳ τινὶ εὐτελεῖ ὡμοίωσεν αὐτό, καταχρίσας μίλτῳ καὶ φύκει ἐρυθήνας χρόαν αὐτοῦ, καὶ πᾶσαν κηλῖδα τὴν ἐν αὐτῷ καταχρίσας | 14 η του έδωσε την μορφήν ενός ευτελούς ζώου. Το ήλειψε με μίλτον (βαφή κοκκίνη) και με κατάλληλα φύκια του έδωκε ερυθρόν χρώμα εις την επιφάνειάν του και εσκέπασεν έτσι κάθε κηλίδα του. | 14 ἢ κατεσκεύασεν αὐτὸ ὅμοιον πρὸς εὐτελὲς καὶ τιποτένιον ζῶον, καὶ ἀφοῦ τὸ ἔχρισεν ἀφθόνως μὲ ὀρυκτὴν βαφὴν καὶ μὲ θαλασσινὰ φύκια καὶ ἔκαμε κόκκινον τὸ χρῶμα του καὶ κάθε σημάδι του καὶ μουντζούρα ἀπὸ τοὺς ρόζους τὰ ἠφάνισε μὲ χρῶμα, |
15 καὶ ποιήσας αὐτῷ αὐτοῦ ἄξιον οἴκημα, ἐν τοίχῳ ἔθηκεν αὐτὸ ἀσφαλισάμενος σιδήρῳ. | 15 Αφού δε έκτισε δι' αυτό ένα αντάξιον οίκον, ένα ναόν, το έθεσεν στον τοίχον και το εστερέωσεν ασφαλώς με σίδηρον, δια να μη πέση κάτω στο έδαφος. | 15 καὶ κατασκευάσας δι’ αὐτὸ κατοικίαν ἀνταξίαν, τὸ ἐτοποθέτησεν εἰς τὸν τοῖχον, ἀφοῦ τὸ ἐστερέωσε καὶ τὸ ἠσφάλισε μὲ σιδήρινον στήριγμα· |
16 ἵνα μὲν οὖν μὴ καταπέσῃ, προενόησεν αὐτοῦ εἰδὼς ὅτι ἀδυνατεῖ ἑαυτῷ βοηθῆσαι· καὶ γάρ ἐστιν εἰκὼν καὶ χρείαν ἔχει βοηθείας. | 16 Κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή, επρονόησεν, ώστε αυτό να μη πέση κατά γης γνωρίζων ότι δεν δύναται αυτό να βοηθήση τον εαυτόν του, διότι είναι απλώς κάποια άψυχος εικών και έχει ανάγκην βοηθείας. | 16 καὶ ἔτσι λοιπὸν ἔλαβε πρόνοιαν καὶ ἐφρόντισε δι' αὐτό, διὰ νὰ μὴ πέσῃ ἀπὸ τὸν τοῖχον κάτω, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὅτι δὲν ἔχει τὴν δύναμιν τὸ εἴδωλον νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του· βέβαια εἶναι ἄψυχος εἰκὼν καὶ νεκρὸν εἴδωλον, δι’ αὐτὸ δὲ ἔχει ἀνάγκην βοηθείας. |
17 περὶ δὲ κτημάτων καὶ γάμων αὐτοῦ καὶ τέκνων προσευχόμενος, οὐκ αἰσχύνεται τῷ ἀψύχῳ προσλαλῶν καὶ περὶ μὲν ὑγιείας τὸ ἀσθενὲς ἐπικαλεῖται, | 17 Ενῷ λοιπόν τέτοιο είναι το άψυχον κατασκεύασμα, εν τούτοις προσεύχεται προς αυτό και το παρακαλεί δια τα κτήματά του, δια τους γάμους του και δια τα τέκνα του. Και δεν εντρέπεται να ομιλή στο άψυχον αυτό είδωλον και να επικαλήται το ασθενές αυτό κατασκεύασμα των χειρών του περί της υγείας. | 17 Εἰς τὸ οὕτω κατασκευασθὲν ἔργον τῶν χειρῶν του δὲν ἐντρέπεται νὰ προσεύχεται, ὁμιλῶν πρὸς τὸ ἄψυχον αὐτὸ διὰ τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑποστατικά τοῦ, καθὼς καὶ διὰ τοὺς γάμους καὶ διὰ τὰ τέκνα του, καὶ ἐπικαλεῖται τὸ ἀσθενὲς αὐτὸ καὶ χωρὶς ζωὴν ξύλον διὰ τὴν ὑγείαν του. |
18 περὶ δὲ ζωῆς τὸν νεκρὸν ἀξιοῖ, περὶ δὲ ἐπικουρίας τὸ ἀπειρότατον ἱκετεύει, περὶ δὲ ὁδοιπορίας τὸ μηδὲ βάσει χρῆσθαι δυνάμενον, | 18 Να αξιώνη και να ελπίζη ζωήν από τον νεκρόν· να ικετεύη το εντελώς ανίσχυρον αυτό ξόανον και να ζητή βοήθειαν εις τα ταξίδια του από αυτό, το οποίον είναι ανίκανον να χρησιμοποιήση τα πόδια του. | 18 Ἔχει δὲ τὴν ἀξίωσιν νὰ τοῦ δώσῃ ζωὴν τὸ νεκρὸν αὐτὸ εἴδωλον, καὶ παρακαλεῖ μὲ ταπείνωσιν να τοῦ δοθῇ βοήθεια ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἔχει ὁλοτελῶς πεῖραν καὶ ἀντίληψιν· καὶ διὰ τὸ ταξίδιόν του παρακαλεῖ ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ οὔτε τὸν ἕνα πόδα του νὰ χρησιμοποιήσῃ ἔστω καὶ δι’ ἐν βῆμα. |
19 περὶ δὲ πορισμοῦ καὶ ἐργασίας καὶ χειρῶν ἐπιτυχίας τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται. | 19 Δια την επιτυχίαν δε των εργασιών του και την εξασφάλισιν των μέσων της συντηρήσεώς του, ζητεί δύναμιν και δραστηριότητα από εκείνο, που δεν ημπορεί ουδέ επ' ελάχιστον να κινήση τα χέρια του. | 19 Πρὸς πορισμὸν δὲ τῶν πρὸς τὸ ζῆν καὶ πρὸς ἀπόδοσιν τῆς ἐργασίας του καὶ ἐπιτυχίαν τῶν ἔργων τῶν χειρῶν του ζητεῖ ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι τελείως ἀκίνητον καὶ ἀδρανές, νὰ δοθῇ δύναμις καὶ δραστηριότης εἰς αὐτόν. |