Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Δαυὶδ τῷ Κυρίῳ τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης ἐν ᾗ ἡμέρᾳ ἐξείλετο αὐτὸν Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ χειρὸς Σαούλ, | 1 Εψαλε τότε ο Δαυίδ προς τον Κυριον τα λόγια της παρακάτω ωδής, όταν ο Κυριος εγλύτωσεν αυτόν από όλους τους εχθρούς του, και μάλιστα από τα χέρια του Σαούλ. | 1 Καὶ ἔψαλεν ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Κύριον τὰ λόγια τοῦ ὕμνου ποὺ ἀκολουθεῖ, ὅταν τὸν ἐλύτρωσε τελικῶς ὃ Κύριος ἀπὸ τὰ φονικὰ χέρια ὅλων τῶν ἐχθρῶν του καὶ ἀπὸ τὸ χέρι τὸν φθονεροῦ Σαούλ. |
2 καὶ εἶπεν· Κύριε, πέτρα μου καὶ ὀχύρωμά μου καὶ ἐξαιρούμενός με ἐμοί, | 2 Και είπε· “Κυριε, συ είσαι ο βράχος μου και το οχύρωμά μου. Συ είσαι εκείνος, ο οποίος με εγλύτωσες από τους κινδύνους και μου εχάρισες σωτηρίαν. | 2 Ἔψαλε καὶ εἶπε: «Κύριε, σὺ εἶσαι ὁ βράχος, ὅπου στηρίζομαι, καὶ τὸ φρούριον, ὅπου εὑρίσκω ἀσφάλειαν, καὶ Ἐκεῖνος ποὺ μὲ γλυτώνεις ἀπὸ κάθε κίνδυνον. |
3 ὁ Θεός μου φύλαξ μου ἔσται μοι, πεποιθὼς ἔσομαι ἐπ' αὐτῷ, ὑπερασπιστής μου καὶ κέρας σωτηρίας μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου σωτηρίας μου, ἐξ ἀδίκου σώσεις με. | 3 Ο Θεός μου θα είναι και στο μέλλον ο φρουρός και προστάτης μου. Εις αυτόν θα έχω την πεποίθησίν μου. Αυτός θα είναι ο υπερασπιστής μου, η δύναμις της σωτηρίας μου, ο προστάτης μου, η καταφυγή της σωτηρίας μου. Συ, Κυριε, θα με σώσης από κάθε άδικον άνθρωπον. | 3 Ὁ Θεός μου θὰ εἶναι καὶ πάλιν φύλαξ καὶ προστάτης μου καὶ θὰ ἐμπιστευθῶ ἀπολύτως εἰς Αὐτόν. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστής μου καὶ ἡ δύναμις, ποὺ μοῦ ἑξασφαλίζει τὴν σωτηρίαν. Εἶναι ὁ βοηθός μου καὶ τὸ καταφύγιον, ὅπου εὑρίσκω ἄσυλον καὶ σωτηρίαν. Εἶμαι βέβαιος, Κύριε, ὅτι θὰ μὲ σώσῃς ἀπὸ κάθε ἄδικον. |
4 αἰνετὸν ἐπικαλέσομαι Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι. | 4 Τον πανένδοξον και απειροΰμνητον Κυριον, θα επικαλεσθώ δια της προσευχής μου και με την βοήθειαν αυτού θα σωθώ από τα χέρια των εχθρών μου. | 4 Θὰ ζητήσω τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἄξιος νὰ ὑμνῆται καὶ νὰ εὐλογῆται, καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου. |
5 ὅτι περιέσχον με συντριμμοὶ θανάτου, χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με· | 5 Θα επικαλεσθώ τον Κυριον, διότι θανάσιμοι συμφοραί με έχουν περικυκλώσει, ορμητικαί και αιφνίδιαι, σαν χειμάρροι, αι κακίαι των ανθρώπων με κατεζάλισαν. | 5 Διότι μὲ ἔζωσαν ἀπὸ παντοῦ συμφοραί, ποὺ μὲ ἔφεραν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ θανάτου, καὶ μὲ ἐζάλισαν οἱ ὁρμητικοὶ χείμαρροι τῆς παρανομίας τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. |
6 ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με, προέφθασάν με σκληρότητες θανάτου. | 6 Ωδίνες θανάτου με περιεκύκλωσαν. Σκληροί πόνοι, που προμηνύουν τον θάνατον, με έχουν προφθάσει. | 6 Μὲ περικύκλωσαν πόνοι ὀδυνηροί, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς θάνατον, καὶ μὲ ἐκυρίευσαν σκληραὶ συμφοραί, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὸν θάνατον. |
7 ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου βοήσομαι· καὶ ἐπακούσεται ἐκ ναοῦ αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτοῦ. | 7 Εις την συγκλονιστικήν αυτήν θλίψιν κατέφυγον δια της προσευχής προς τον Κυριον, και προς τον Θεόν μου με όλην μου την φωνήν εφώναξα· Ο Κυριος από τον ναόν τον άγιον αυτού με ήκουσε και η κραυγή μου έφθασεν έως εις τα αυτιά του. | 7 Καὶ τώρα ὅμως, ὅπως καὶ ἄλλοτε, θὰ ἐπικαλεσθῶ μὲ τὴν προσευχήν μου τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου εἰς τὸν καιρὸν τῶν θλίψεών μου καὶ θὰ φωνάξω μὲ πόνον καὶ πίστιν πρὸς τὸν Θεόν μου. Καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ ἀκούσῃ τὴν φωνήν μου ἀπὸ τὸν ἅγιον Ναόν Του καὶ ἡ κραυγή μου θὰ φθάσῃ εἰς τὰ αὐτιά Του. |
8 καὶ ἐταράχθη καὶ ἐσείσθη ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τοῦ οὐρανοῦ συνεταράχθησαν καὶ ἐσπαράχθησαν, ὅτι ἐθυμώθη Κύριος αὐτοῖς. | 8 Εταράχθη η γη και εσείσθη, και αυτά ακόμη τα θεμέλια του ουρανού συνεταράχθησαν και διερράγησαν, διότι εθύμωσεν ο Κυριος εναντίον των ασεβών ανθρώπων. | 8 Ἐταράχθη καὶ ἐσείσθη σὰν ἀπὸ σεισμὸν ἢ γῆ· ἐταράχθησαν δὲ μαζί της καὶ τὰ θεμέλια τοῦ οὐρανοῦ καὶ συνετρίβησαν, διότι ὠργίσθη ἐναντίον τῶν παρανόμων ὁ Κύριος. |
9 ἀνέβη καπνὸς ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ, καὶ πῦρ ἐκ στόματος αὐτοῦ κατέδεται, ἄνθρακες ἐξεκαύθησαν ἀπ' αὐτοῦ. | 9 Σαν καπνός ανέβη η οργή του Κυρίου, και καταστρεπτική φωτιά εβγήκεν από το στόμα του. Κατακόκκινοι, πυρακτωμένοι άνθρακες εξεσφενδονίσθησαν από αυτόν. | 9 Κατὰ τὴν ὥραν τῆς δικαίας ὀργής Του ἀνέβη καπνὸς ἀπὸ τὸ πρόσωπόν Του. Ἐβγῆκε δὲ ἀπὸ τὸ στόμα Του φωτιά, ποὺ κατατρώγει τὰ πάντα, καὶ ἐκτινάχθηκαν ἀπὸ Αὐτὸν ἀναμμένα κάρβουνα. |
10 καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ. | 10 Εχαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβη εις την γην. Κατω δε από τα πόδια του υπήρχε κατασκότεινον νέφος. | 10 Ἐχαμήλωσε δὲ τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη εἰς τὴν γῆν μὲ τὰ πόδια Του στηριγμένα εἰς ἕνα σκοτεινὸ σύννεφο, σύμβολον τῆς μυστηριώδους καὶ ἀκαταλήπτου φύσεώς Του. |
11 καὶ ἐπεκάθισεν ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ ἐπετάσθη καὶ ὤφθη ἐπὶ πτερύγων ἀνέμου. | 11 Κατέβη εις την γην καθήμενος επάνω εις χερουβικόν θρόνον. Παρουσιάσθη, σαν να πετούσε επάνω εις τας πτέρυγας του ανέμου. | 11 Καὶ ἦτο καθισμένος σὰν εἰς ἄλλο ἅρμα ἐπάνω εἰς τὰ Χερουβὶμ καὶ ἐπετοῦσε καὶ ἐφαίνετο ἐπάνω εἰς τὰ πτερὰ τοῦ ἀνέμου, ὡς Κύριος τῶν πάντων. |
12 καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ κύκλῳ αὐτοῦ, ἡ σκηνὴ αὐτοῦ σκότος ὑδάτων· ἐπάχυνεν ἐν νεφέλαις ἀέρος. | 12 Γυρω του, σαν να ήθελε να αποκρύψη την παρουσίαν του, εσκόρπισε σκοτάδι. Και η σκηνή αυτή απετελείτο από σκοτεινά σύννεφα, έτοιμα να αναλυθούν εις βροχήν. Και ολίγον κατ' ολίγον τα σύννεφα της θυέλλης επυκνώνοντο. | 12 Ἔβαλε δὲ ὁλόγυρά Του τὸ σκοτάδι, διὰ νὰ κρύβεται τὸ ἀπλησίαστον μεγαλεῖον Του. Σκηνὴν δὲ καὶ κατοικίαν Του εἶχε τὰ σκοτεινὰ συννεφα, τὰ γεμᾶτα βροχήν, τὰ ὁποῖα ἐσωρεύοντο τὸ ἕνα ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο εἰς τὸν ἀέρα. |
13 ἀπὸ τοῦ φέγγους ἐναντίον αὐτοῦ ἐξεκαύθησαν ἄνθρακες πυρός. | 13 Από τας αστραπάς, που ενώπιόν του εφεγγοβολούσαν, εξετοξεύοντο κεραυνοί, σαν πυρωμένα κάρβουνα. | 13 Ἀπὸ τὴν λάμψιν, ποὺ ἐξεπέμπετο ἐμπρός Του, ἄναψαν καὶ ἐκσφενδονίσθηκαν παντοῦ κατακόκκινα κάρβουνα. |
14 ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ ὕψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ | 14 Ο Κυριος έστειλε βροντάς από τον ουρανόν. Ο Υψιστος έδωκεν αυτήν την φωνήν του από τα ύψη του ουρανού. | 14 Ἐβρόντησεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔδωσεν ἔτσι ὁ Ὕψιστος ἕνα δεῖγμα τῆς τρομερᾶς φωνῆς Του. |
15 καὶ ἀπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν αὐτούς, καὶ ἤστραψεν ἀστραπὴν καὶ ἐξέστησεν αὐτούς. | 15 Εστειλε τους κεραυνούς σαν βέλη και διεσκόρπισε τους εχθρούς. Εστειλεν αστραπάς και τους κατέπληξε και τους εφόβησε. | 15 Καὶ ἔρριξε τὰ βέλη Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ διεσκόρπισε τοὺς ἀσεβεῖς. Καὶ ἑξαπέλυσε τὴν ἀστραπὴν καὶ τοὺς ἐγέμισε μὲ ταραχὴν καὶ πανικόν. |
16 καὶ ὤφθησαν ἀφέσεις θαλάσσης, καὶ ἀπεκαλύφθη θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἐν τῇ ἐπιτιμήσει Κυρίου, ἀπὸ πνοῆς πνεύματος θυμοῦ αὐτοῦ. | 16 Από την βιαίαν πνοήν της οργής του, από την επιτίμησίν του, εφάνησαν οι πυθμένες των θαλασσών, απεκαλύφθησαν τα θεμέλια της γης. | 16 Ἀπὸ τὴν ὁρμητικὴν ἔκρηξιν τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπιτίμησίν Του ἐξεσηκώθη ἡ θάλασσα, σὰν νὰ ἐφυσοῦσε ἰσχυρότατος ἄνεμος, τόσον, ὥστε ἐφάνη ὁ πυθμήν μὲ τὰς πηγὰς τῆς θαλάσσης καὶ ἔγιναν ὁρατὰ τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης. |
17 ἀπέστειλεν ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ με, εἵλκυσέ με ἐξ ὑδάτων πολλῶν· | 17 Και την ώραν εκείνην της φοβεράς αναστατώσεως μου έστειλεν ο Θεός βοήθειαν. Απλωσε το χέρι του και με έπιασε. Με ανέσυρεν ανάμεσα από τα πολλά ύδατα, όπου εκινδύνευα να πνιγώ. | 17 Εἰς αὐτὰς δὲ τὰς στιγμὰς τοῦ κοσμοχαλασμοῦ ἔστειλεν ὁ Κύριος τὴν βοήθειάν Του καὶ μὲ ἔπιασε μὲ τὸ χέρι Του. Μὲ ἐτράβηζε μέσα ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ τῶν συμφορῶν, ποὺ μὲ ἀπειλοῦσαν μὲ καταποντισμόν. |
18 ἐρρύσατό με ἐξ ἐχθρῶν μου ἰσχύος, ἐκ τῶν μισούντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ. | 18 Ο Κυριος με εγλύτωσεν από τους ισχυρούς εχθρούς μου, οι οποίοι με εμισούσαν, και είχαν γίνει πολύ ισχυρότεροί μου. | 18 Μὲ ἐγλύτωσεν ἀπὸ ἐχθρούς μου δυνατούς, ποὺ μὲ ἐμισοῦσαν καὶ ἦσαν πολὺ δυνατώτεροί μου. |
19 προέφθασάν με ἡμέραι θλίψεώς μου καὶ ἐγένετο Κύριος ἐπιστήριγμά μου | 19 Ημέραι θλίψεως με εκυρίευσαν εξ αιτίας των εχθρών μου, αλλ' ο Κυριος έγινε το μεγάλο στήριγμά μου. | 19 Ἔτρεξαν εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μου καὶ μὲ ἐπρόλαβαν καὶ μὲ ἐκυρίευσαν ἡμέραι γεμᾶται θλίψεις, ἀλλ’ ἔγινε τότε ὁ Κύριος δι’ ἐμὲ τὸ ἀκλόνητον στήριγμά μου. |
20 καὶ ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμὸν καὶ ἐξείλετό με, ὅτι ηὐδόκησεν ἐν ἐμοί. | 20 Ο Κυριος με έβγαλεν από τους εχθρούς μου και με ετοποθέτησεν εις άνετον, ευχάριστον περιοχήν, διότι με ηγάπησε. | 20 Καὶ ἐνῷ ἤμουν κλεισμένος ἀπὸ παντοῦ μὲ ἔβγαλε εἰς εὐρυχωρίαν καὶ μοῦ ἐχάρισεν ἄνεσιν καὶ μὲ ἐγλύτωσε, διότι ἔδειξε εὔνοιαν καὶ ἀγάπην ἀπέναντί μου. |
21 καὶ ἀνταπέδωκέ μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου, καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταπέδωκέ μοι. | 21 Ο Κυριος μου ανταπέδωκε σύμφωνα με την δικαιοσύνην μου, και σύμφωνα με την καθαριότητα των χειρών μου από κάθε αδικίαν με εβράβευσε. | 21 Ἔτσι μοῦ ἀνταπέδωσεν ὁ Κύριος τὴν δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν μου καὶ ἔτσι μοῦ ἐπλήρωσε τὴν καθαρότητα τῶν χεριῶν μου, τὸν ἀγῶνα μου δηλαδὴ νὰ μείνω ἀθῶος καὶ καθαρὸς ἀπὸ κακίας. |
22 ὅτι ἐφύλαξα ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, | 22 Διότι εγώ εφύλαξα όλας τας εντολάς του Κυρίου. Δεν εδείχθην ασεβής απέναντι του Θεού. | 22 Μὲ ἐπροστάτευσε, διότι εἰς τὴν ζωήν μου ἐφύλαξα τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου καὶ ἀσέβησα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μου. |
23 ὅτι πάντα τὰ κρίματα αὐτοῦ κατεναντίον μου, καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, οὐκ ἀπέστην ἀπ' αὐτῶν. | 23 Διότι είχα πάντοτε ενώπιόν μου όλας τας εντολάς του, και όλα τα δικαιώματά του. Ποτέ δεν απεμακρύνθην από αυτά. | 23 Εἶχα διαρκῶς ἐμπρός μου τὰ προστάγματά Του καὶ τὰς ἐντολάς Του καὶ δὲν ἐξέφυγα ποτὲ ἀπὸ αὐτά. |
24 καὶ ἔσομαι ἄμωμος αὐτῷ καὶ προφυλάξομαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου. | 24 Ημην και θα είμαι άμωμος ενώπιόν του και θα προφυλαχθώ από κάθε παρανομίαν μου. | 24 Ὅπως δὲ τότε, ἔτσι καὶ τώρα καὶ πάντα θὰ εἶμαι ἀκατηγόρητος καὶ ἄμεμπτος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ προφυλαχθῶ ἀπὸ ὀτιδήποτε μὲ κάμνει νὰ εἶμαι παράνομος. |
25 καὶ ἀποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. | 25 Ο Κυριος με εβράβευσε και θα με βραβεύη δια την δικαιοσύνην μου και δια την καθαρότητα των χειρών μου ενώπιον των οφθαλμών του. | 25 Καὶ θὰ μοῦ ἀνταποδώσῃ ὁ Κύριος σνμφώνως πρὸς τὴν προσπάθειάν μου νὰ εἶμαι δίκαιος καὶ ἐνάρετος καὶ σνμφώνως πρὸς τὴν καθαρότητα τῶν χεριῶν μου καὶ τὴν ἀθωότητά μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν Του, ποὺ βλέπουν τὰ πάντα. |
26 μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ καὶ μετὰ ἀνδρὸς τελείου τελειωθήσῃ | 26 Ο Κυριος φέρεται με οσιότητα απέναντι του οσίου ανθρώπου και απέναντι του τελείου ανθρώπου φέρεται με τελειότητα. | 26 Σύ, Κύριε, φέρεσαι πάντοτε μὲ ὁσιότητα καὶ εὐσπλαγχνίαν πρὸς ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὅσιος καὶ σπλαγχνικός, καὶ μὲ τέλειον τρόπον ἀπέναντι εἰς τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἀγωνίζεται νὰ εἶναι τέλειος καθ’ ὅλα. |
27 καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ στρεβλωθήσῃ. | 27 Απέναντι των εκλεκτών σου θα είσαι, Κυριε, εκλεκτός, αλλά απέναντι των διεστραμμένων θα φερθής με ανάλογον προς την κακότητά των τρόπον. | 27 Μὲ τὸν ἐκλεκτὸν ἄνθρωπον ἤσουν καὶ θὰ εἶσαι πάντα ἐκλεκτός, ἐνῷ ἀντιθέτως μὲ τὸν στρεβλὸν καὶ διεστραμμένον φέρεσαι ἀναλόγως. |
28 καὶ τὸν λαὸν τὸν πτωχὸν σώσεις καὶ ὀφθαλμοὺς ἐπὶ μετεώρων ταπεινώσεις. | 28 Συ, Κυριε, λαόν πτωχόν και θλιμμένον θα σώσης, και αυτούς, που έχουν υπερηφάνους τους οφθαλμούς, θα τους ταπεινώσης. | 28 Τὸν λαὸν τὸν πτωχὸν καὶ κατατρεγμένον, ποὺ καταφεύγει εἰς Σέ, τὸν σώζεις Σὺ μὲ τὴν δύναμίν Σου, ἐνῷ ἀντιθέτως ταπεινώνεις καὶ ὑποχρεώνεις νὰ χαμηλώσουν τὰ ὑπερήφανα μάτια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ὀρθώνονται ἀγέρωχοι. |
29 ὅτι σὺ ὁ λύχνος μου, Κύριε, καὶ Κύριος ἐκλάμψει μοι τὸ σκότος μου. | 29 Συ, Κυριε, είσαι ο λύχνος και το φως της ευτυχίας μου. Ναι, ο Κυριος θα λάμψη ενώπιόν μου και θα διαλύση τα σκοτάδια της θλίψεως και της δυστυχίας μου. | 29 Διότι Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ λύχνος καὶ τὸ φῶς μου καὶ Σύ, ὁ Κύριος, εἶσαι Ἐκεῖνος ποὺ θὰ λάμψῃ μὲ τὸ φῶς Του ἐμπρός μου καὶ θὰ φωτίσῃ τὸ σκοτάδι τῆς συμφορᾶς μου. |
30 ὅτι ἐν σοὶ δραμοῦμαι μονόζωνος καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. | 30 Με την ιδικήν σου δύναμιν θα τρέξω σαν ελαφρώς ωπλισμένος και με την δύναμιν του Θεού μου εγώ θα εισπηδήσω εις υψηλά τείχη και θα κυριεύσω ωχυρωμένας πόλεις. | 30 Μὲ τὴν ἰδικήν Σου βοήθειαν θὰ τρέξω γρήγορα σὰν τὸν ἐλαφρὰ ὡπλισμένον στρατιώτην καὶ μὲ τὴν συμπαράστασίν Σου τοῦ Θεοῦ μου, θὰ ξεπεράσω ὁποιονδήποτε ἐμπόδιον, ποὺ σὰν ἄλλο τεῖχος φράσσει τὸν δρόμον μου. |
31 ὁ ἰσχυρός, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὸ ρῆμα Κυρίου κραταιόν, πεπυρωμένον, ὑπερασπιστής ἐστι πᾶσι τοῖς πεποιθόσιν ἐπ' αὐτόν. | 31 Ισχυρός είναι ο Θεός, άμωμος η οδός του. Ο τρόπος της ενεργείας του πανίσχυρος, και πυρακτωμένος ο λόγος του. Ο Θεός είναι πάντοτε κραταιός υπερασπιστής όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν πίστιν εις αυτόν. | 31 Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ ἰσχυρὸς καὶ δυνατός. Κάθε μέθοδος καὶ ἐνέργεια τοῦ Κυρίου εἶναι ἄψογος καὶ τελεία. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι κραταιὸς καὶ παντοδύναμος. Εἶναι χρυσάφι, ποὺ καθαρίσθηκε εἰς τὴν φωτιάν. Ὁ κραταιὸς Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ προστάτης ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύονται εἰς αὐτόν. |
32 τίς ἰσχυρὸς πλὴν Κυρίου; καὶ τίς κτίστης ἔσται πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; | 32 Ποιός άλλος είναι ισχυρότερος από τον Κυριον; Και ποιός άλλος είναι δημιουργός του σύμπαντος, πλην του Θεού μας; | 32 Ποιὸς ἄλλος εἶναι τόσον ἰσχυρὸς ἐκτὸς τοῦ Κυρίου; Καὶ ποιὸς ἄλλος εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ Κτίστης τοῦ σύμπαντος πλὴν τοῦ Θεοῦ μας; |
33 ὁ ἰσχυρὸς ὁ κραταιῶν με δυνάμει, καὶ ἐξετίναξεν ἄμωμον τὴν ὁδόν μου· | 33 Αυτός ο πανίσχυρος Θεός είναι εκείνος, ο οποίος με ενίσχυσε με την δύναμίν του. Αυτός άπλωσεν εμπρός μου και κατέστησεν άμωμον τον δρόμον της ζωής μου. | 33 Ὁ παντοδύναμος Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τονώνει καὶ μὲ κάμνει δυνατὸν καὶ ἔδωσε τέτοιαν ὤθησιν εἰς τὴν ζωήν μου, ὥστε νὰ εἶναι ἄμωμος καὶ ἄψογος ἡ συμπεριφορά μου. |
34 τιθεὶς τοὺς πόδας μου ὡς ἐλάφων καὶ ἐπὶ τὰ ὕψη ἱστῶν με· | 34 Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος έκαμε τα πόδια μου ελαφρά σαν των ελάφων και με ανυψώνει με την δύναμίν του επάνω εις τα υψώματα, υπεράνω από τους εχθρούς μου. | 34 Ἐκεῖνος ἔκανε τὰ πόδια μου σὰν τὰ πόδια τῶν ἐλαφιῶν, ποὺ τρέχουν γρήγορα, καὶ μὲ ἀνύψωσε καὶ μὲ ἀσφάλισε εἰς τὰ ὕψη. |
35 διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον καὶ κατάξας τόξον χαλκοῦν ἐν βραχίονί μου. | 35 Αυτός είναι, που εδίδαξε τα χέρια μου δια νικηφόρους πολέμους και κατέστησε τον βραχίονά μου ισχυρόν, ώστε να κρατή χάλκινον τόξον. | 35 Ὁ Κύριος εἶναι Αὐτὸς ποὺ διδάσκει τὰ χέρια μου νὰ πολεμοῦν καὶ ὠδήγησε καὶ κατεύθυνε τὸ χάλκινο τόξον εἰς τὸν βραχίονα μου, ποὺ Ἐκεῖνος τὸν ἐδυνάμωσε ἔτσι,ὥστε νὰ τοξεύω μὲ ἐπιτυχίαν. |
36 καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας μου, καὶ ἡ ὑπακοή σου ἐπλήθυνέ με | 36 Συ, Κυριε, με υπερησπίσθης ενώπιον των εχθρών μου και η ευμένειά σου με έκαμε μέγαν. | 36 Σύ, Κύριέ μου, μοῦ ἐχάρισες τὴν προστασίαν Σου, ποὺ μὲ ἔσωσε, καὶ Σύ, ποὺ συγκατέβης καὶ ἐπρόσεξες τὴν διάθεσιν τῆς καρδίας μου, μὲ ἐμεγάλυνες καὶ μὲ ἐδόξασες. |
37 εἰς πλατυσμὸν εἰς τὰ διαβήματά μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἐσαλεύθησαν τὰ σκέλη μου. | 37 Η συγκατάβασίς σου και η προθυμία σου να ακούης την προσευχήν μου υπήρξε μεγάλη, ώστε να βαδίζω με ανοικτά βήματα και τα βήματα αυτά να είναι σταθερά εις την ζωήν μου. | 37 Σὺ ἐπίσης ἔβγαλες κάθε παγίδα ἀπὸ τοὺς δρόμους μου διὰ νὰ βαδίζω μὲ ἄνεσιν, καὶ ἐστερέωσες τὸ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου καὶ ἔτσι δὲν ἐσαλεύθηκαν τὰ σκέλη μου. |
38 διώξω ἐχθρούς μου καὶ ἀφανιῶ αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀναστρέψω ἕως ἂν συντελέσω αὐτούς· | 38 Με την ιδικήν σου δύναμιν θα καταδιώξω τους εχθρούς μου και θα τους εξαφανίσω και δεν θα επιστρέψω, εάν δεν φέρω εις πέρας την καταστροφήν των. | 38 Μὲ τὴν βοήθειάν Σου θὰ καταδιώξω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ θὰ τοὺς ἐξαφανίσω · καὶ δὲν θὰ γυρίσω πίσω, ἕως ὅτου τοὺς ἐξοντώσω τελείως. |
39 καὶ θλάσω αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀναστήσονται καὶ πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου. | 39 Θα τους συντρίψω και θα τους ποδοπατήσω και δεν θα εγερθούν· θα πέσουν κάτω από τα πόδια μου. | 39 Θὰ τοὺς τσακίσω καὶ δὲν θὰ ἠμποροῦν νὰ σηκωθοῦν, ἀλλὰ θὰ πέσουν ἀνίσχυροι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. |
40 καὶ ἐνισχύσεις με δυνάμει εἰς πόλεμον, κάμψεις τοὺς ἐπιστανομένους μοι ὑποκάτω μου· | 40 Συ, Κυριε, θα με ενισχύσης με την δύναμίν σου εις καιρόν πολέμου. Θα κάμψης και θα θέσης κάτω από την εξουσίαν μου εκείνους, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου. | 40 Θὰ μὲ ἐνδυναμώσῃς Σύ, Κύριε, καὶ θὰ μὲ τονώσῃς διὰ νὰ ἠμπορῶ νὰ πολεμῶ καὶ θὰ ἀναγκάσῃς νὰ λυγίσουν κάτω ἀπὸ τὴν δύναμίν μου ὅσοι ξεσηκώνονται ἐναντίον μου. |
41 καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον, τοὺς μισοῦντάς με, καὶ ἐθανάτωσας αὐτούς. | 41 Τους εχθρούς μου, οι οποίοι με μισούν, τους έτρεψες εις φυγήν και συ εθανάτωσες αυτούς. | 41 Τοὺς ἐχθρούς μου, αὐτοὺς ποὺ μὲ μισοῦν, τοὺς ἔτρεψες εἰς φυγήν, ἔστρεψαν τὰ νῶτα των ἐμπρός μου, καὶ τοὺς ἐθανάτωσες. |
42 βοήσονται, καὶ οὐκ ἔστι βοηθός, πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ ἐπήκουσεν αὐτῶν. | 42 Οι εχθροί μου θα φωνάξουν προς τους θεούς των ζητούντες βοήθειαν και δεν θα υπάρχη κανείς να τους βοηθήση. Θα επικαλεσθούν τότε τον Κυριον ημών, αλλά ο Κυριος δεν θα ακούση την προσευχήν των. | 42 Θὰ φωνάξουν καὶ θὰ ζητοῦν βοήθειαν, ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι κανεὶς κοντά των διὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Θὰ καταφεύγουν εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς ἀκούῃ, ὅπως δὲν τοὺς ἄκουσε καὶ ἄλλοτε. |
43 καὶ ἐλέανα αὐτοὺς ὡς χοῦν γῆς, ὡς πηλὸν ἐξόδων ἐλέπτυνα αὐτούς. | 43 Τους εκονιορτοποίησα, όπως είναι το χώμα της γης, και όπως είναι η λάσπη τους έκαμα λεπτούς και αδυνάτους. | 43 Συνέτριψα τοὺς ἐχθρούς μου, τοὺς ἔλειωσα σὰν σκόνη. Τοὺς ἐλέπτυνα καὶ τοὺς ἔκανα σὰν τὸ χῶμα καὶ τὴν λάσπην τῶν δρόμων εἰς τὰς ἐξόδους τῶν πόλεων, ὅπου περνοῦν καὶ πατοῦν πολλοί. |
44 καὶ ρύσῃ με ἐκ μάχης λαῶν, φυλάξεις με εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν. λαός, ὃν οὐκ ἔγνω, ἐδούλευσάν μοι, | 44 Συ, Κυριε, θα με περιφρουρήσης από έριδας και μάχας λαών. Συ θα με διαφυλάξης και θα με αναδείξης επί κεφαλής εθνών. Λαός, τον οποίον δεν εγνώριζα, αυτός ο λαός έγινε δούλος μου με την ιδικήν σου βοήθειαν. | 44 Σύ, Κύριε, καὶ πάλιν θὰ μὲ σώσῃς ἀπὸ διαμάχας καὶ φιλονικίας λαῶν καὶ φυλῶν. Θὰ μὲ προστατέυσῃς καὶ θὰ μὲ κάνῃς ἄρχοντα καὶ κύριον πολλῶν ἐθνῶν καὶ πρῶτον ἀνάμεσα εἰς τὰ ἔθνη. Ἄνθρωποι ποὺ ἀνῆκαν εἰς ἔθνος, ποὺ δὲν τὸ ἐγνώριζα καὶ δὲν εἶχα σχέσεις μαζί του, θὰ γίνουν δοῦλοι μου. |
45 υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι, εἰς ἀκοὴν ὠτίου ἤκουσάν μου· | 45 Ξένο λαοί εφέρθησαν με υποκρισίαν και δολιότητα απέναντί μου. Αλλά υπετάχθησαν εις εμέ. | 45 Ξένοι λαοὶ ἔδειξαν ἀρχικῶς ὑποκριτικὴν συμπεριφορὰν ἀπέναντί μου. Τελικῶς ὅμως ἐμπρὸς εἰς τὴν δύναμίν μου, ποὺ ἐγνωστοποιήθη ἀμέσως, ὑπετάγησαν εἰς ἐμὲ μὲ τὸ πρῶτον πρόσταγμά μου. |
46 υἱοὶ ἀλλότριοι ἀπορριφήσονται καὶ σφαλοῦσιν ἐκ τῶν συγκλεισμῶν αὐτῶν. | 46 Ξένοι λαοί θα απορριφθούν από τας πόλεις των, θα παραπατήσουν και θα εξέλθουν από τας οχυράς και κλεισμένας πόλεις των. | 46 Ξένοι λαοί, ποὺ δὲν συνεμάχησαν μαζί μου, θὰ πεταχθοῦν ἀπὸ τὰς πόλεις των καὶ θὰ ἐγκαταλείψουν μὲ ταραχὴν καὶ τρόμον τὰ φρούρια των, ὅπου ἐνόμιζαν ὅτι ἦσαν ἀσφαλισμένοι. |
47 ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ φύλαξ μου, καὶ ὑψωθήσεται ὁ Θεός μου, ὁ φύλαξ τῆς σωτηρίας μου. | 47 Ζη Κυριος ο Θεός μου. Ας είναι ευλογημένος ο φύλακάς μου αυτός. Θα μεγαλυνθή και θα δοξασθή ο Θεός μου, ο φρουρός μου και σωτήρ μου. | 47 Ζῇ ὁ Κύριός μου! Καὶ εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ εὐλογῆται καὶ νὰ ὑμνῆται ὁ προστάτης μου. Καὶ θὰ ὑψωθῇ καὶ θὰ μεγαλυνθῇ πράγματι ἀπὸ πλήθη λαοῦ ὁ Θεός μου, ποὺ μὲ ἐφύλαξε καὶ μὲ ἔσωσε. |
48 ἰσχυρὸς Κύριος ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις ἐμοί, παιδεύων λαοὺς ὑποκάτω μου | 48 Ο Κυριος, ο οποίος τιμωρεί τους εχθρούς μου, είναι παντοδύναμος. Αυτός είναι εκείνος, που παιδεύει τους λαούς και τους θέτει κάτω από την ιδικήν μου την εξουσίαν. | 48 Ὁ Κύριος, ποὺ μὲ ὑπερασπίζεται μὲ τὸ νὰ ἐκδικῆται τὸ δίκαιόν μου, εἶναι παντοδύναμος. Βάζει κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν μου λαούς, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ καὶ νὰ τοὺς παιδαγωγήσῃ. |
49 καὶ ἐξάγων με ἐξ ἐχθρῶν μου, καὶ ἐκ τῶν ἐπεγειρομένων μοι ὑψώσεις με, ἐξ ἀνδρὸς ἀδικημάτων ρύσῃ με. | 49 Ο Θεός είναι εκείνος, ο οποίος με έβγαλεν εκ μέσου των εχθρών μου. Ο Θεός με ύψωσε και θα με υψώση υπεράνω από τους εχθρούς μου αυτός ο οποίος με απήλλαξεν από τον άνδρα εκείνον των αδικιών (τον Σαούλ). | 49 Σύ, Κύριε, μὲ βγάζεις σῶον καὶ ἀβλαβῆ μέσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου. Καὶ θὰ μὲ ὑψώσῃς καὶ τώρα, ὅπως καὶ ἄλλοτε, ὑπεράνω ἐκείνων, ποὺ σηκώνουν ἐναντίον μου τὸ ἀνάστημά των. Θὰ μὲ γλυτώσῃς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον τὸν ἄδικον καὶ παράνομον. |
50 διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ, | 50 Δια τούτο εγώ, Κυριε, θα σε δοξάζω εν μέσω όλων των εθνών και θα ψάλλω ύμνους εις δόξαν και τιμήν του ονόματός σου. | 50 Δι' ὅλας αὐτὰς τὰς εὐεργεσίας Σου, Κύριε, θὰ Σὲ δοξάζω ἐν μέσῳ ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ θὰ ψάλλω ὕμνους εἰς τὸ Ὄνομά Σου. |
51 μεγαλύνων τὰς σωτηρίας βασιλέως αὐτοῦ καὶ ποιῶν ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἕως αἰῶνος. | 51 Θα υμνολογώ και θα διαλαλώ τας θαυμαστάς σωτηρίας, τας οποίας ο Θεός επραγματοποίησεν εις εμέ, τον βασιλέα του, ευσπλαγχνιζόμενος εμέ τον Δαυίδ, τον οποίον αυτός έχρισε βασιλέα, ευσπλαγχνιζόμενος ακόμη και τους απογόνους μου στους αιώνας. | 51 Θὰ δοξολογῶ τὸν Κύριον καὶ θὰ τονίζω τὰς μεγαλειώδεις καὶ θαυμαστὰς ἐπεμβάσεις Του, μὲ τὰς ὁποίας ἔσωσε ἐκεῖνον ποὺ ἐδιάλεξε ὡς βασιλέα Του, καὶ εὐσπλαγχνίσθη αὐτόν, ποὺ ἐχρίσθη ἀπὸ Ἐκεῖνον διὰ νὰ εἶναι ἄρχων τοῦ λαοῦ Του, τὸν Δαβὶδ δηλαδὴ καὶ τοὺς ἀπογόνους του εἰς τοὺς αἰῶνας» |