Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα καὶ τῷ ᾿Αβεσσαλὼμ υἱῷ Δαυὶδ ἀδελφὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα, καὶ ὄνομα αὐτῇ Θημάρ, καὶ ἠγάπησεν αὐτὴν ᾿Αμνὼν υἱὸς Δαυίδ. 1 Επειτα από αυτά συνέβησαν τα εξής θλιβερά γεγονότα· Αδελφή του Αβεσσαλώμ, υιού του Δαυίδ, ήτο η ωραιοτάτη κατά την μορφήν Θημάρ. Αυτήν την ερωτεύθηκε σφοδρώς ο Αμνών, ο υιός του Δαυίδ. 1 Μετὰ ταῦτα συνέβη τὸ ἑξῆς: Ὁ Ἀβεσσαλώμ, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Δαβὶδ καὶ τὸν ἀπέκτησε μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Γεδσοὺρ Μααχά, εἶχε μίαν ὡραιοτάτην ἀδελφήν, κόρην καὶ αὐτὴν τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἐλέγετο Θημάρ. Τὴν κόρην λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἐρωτεύθη μὲ πάθος ὁ Ἀμνών, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Δαβὶδ ἀπὸ ἄλλην σύζυγόν του.
2 καὶ ἐθλίβετο ᾿Αμνὼν ὥστε ἀρρωστεῖν διὰ Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ, ὅτι παρθένος ἦν αὕτη, καὶ ὑπέρογκον ἐν ὀφθαλμοῖς ᾿Αμνὼν τοῦ ποιῆσαί τι αὐτῇ. 2 Ο Αμνών υπέφερε πολύ από την αγάπην του αυτήν, ώστε ησθένησεν εξ αιτίας του έρωτος του προς την Θημάρ, την αδελφήν του. Υπέφερε δέ, διότι αυτή ήτο παρθένος και ήτο τρομερόν δι' αυτόν, να κάμη κάτι κακόν εις εκείνην. 2 Ἐστενοχωρεῖτο δὲ πολὺ ὁ Ἀμνὼν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ ἔρωτος, τόσον πολὺ μάλιστα, ὥστε ἀρρώστησε ἀπὸ τὸν πόθον πρὸς τὴν ἀδελφήν του Θημάρ. Ὁ λόγος τῆς ἀσθενείας του ἦτο τὸ ὅτι ἡ Θημὰρ ἦτο παρθένος καὶ τοῦ ἐφαίνετο πολὺ δύσκολον καὶ τρομερὸν νὰ ἔλθῃ εἰς σχέσιν μαζί της καὶ νὰ τῆς προξενήσῃ κάτι κακόν.
3 καὶ ἦν τῷ ᾿Αμνὼν ἑταῖρος, καὶ ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωναδάβ, υἱὸς Σαμαὰ τοῦ ἀδελφοῦ Δαυίδ· καὶ ᾿Ιωναδὰβ ἀνὴρ σοφὸς σφόδρα. 3 Ο Αμνών είχε ένα φίλον ονομαζόμενον Ιωναδάβ, ο οποίος ήτο υιός του Σαμαά, αδελφού του Δαυίδ. Αυτός ο Ιωναδάβ ήτο ευφυέστατος άνθρωπος. 3 Εἶχε δὲ ὁ Ἀμνὼν κάποιον φίλον, ποὺ ὠνομάζετο Ἰωναδὰβ καὶ ἦτο υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Δαβὶδ Σαμαά. Ὁ ἐξάδελφος αὐτὸς τοῦ Ἀμνών, ὁ Ἰωναδάβ, ἦτο πολὺ ἔξυπνος καὶ πανοῦργος ἄνθρωπος.
4 καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί σοι ὅτι σὺ οὕτως ἀσθενής, υἱὲ τοῦ βασιλέως, τὸ πρωΐ πρωΐ; οὐκ ἀπαγγέλλεις μοι; καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Αμνών· Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν ᾿Αβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ μου ἐγὼ ἀγαπῶ. 4 Ηρώτησε τον Αμνών· “τι σου συμβαίνει, υιέ του βασιλέως, ώστε κάθε πρωί να φαίνεσαι τόσον μελαγχολικός και καταβεβλημένος; Δεν θα μου είπης την αιτίαν;” Ο Αμνών είπε προς αυτόν· “εγώ αγαπώ την Θημάρ, την ομομήτριον αδελφήν του Αβεσσαλώμ, του ετεροθαλούς τούτου αδελφού μου”. 4 Εἶπε λοιπὸν κάποτε ὁ Ἰωναδὰβ εὶς τὸν Ἀμνών: «Τί σοῦ συμβαίνει, υἱὲ τοῦ βασιλέως (ἐξοχώτατε), καὶ εἶσαι ἔτσι ἄρρωστος κάθε πρωῒ καὶ γίνεσαι χειρότερα ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν; Δὲν θὰ μοῦ εἰπῇς τὸν πόνον σου;» Καὶ ὁ Ἀμνὼν τοῦ εἶπε: «Εἶμαι ἐρωτευμένος μὲ τὴν Θημάρ, τὴν ἀδελφὴν τοῦ ἀδελφοῦ μου Ἀβεσσαλώμ».
5 καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ιωναδάβ· κοιμήθητι ἐπὶ τῆς κοίτης σου καὶ μαλακίσθητι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ πατήρ σου τοῦ ἰδεῖν σε, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ἐλθέτω δὴ Θημὰρ ἡ ἀδελφή μου καὶ ψωμισάτω με καὶ ποιησάτω κατ' ὀφθαλμούς μου βρῶμα, ὅπως ἴδω καὶ φάγω ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῆς. 5 Συνεβούλευσεν αυτόν ο Ιωναδάβ και του είπε· “πέσε στο κρεββάτι σου και προσποιήσου τον ασθενή. Ο πατήρ σου θα έλθη να σε ιδή και συ θα πης προς αυτόν· Ας έλθη, παρακαλώ, εδώ η Θημάρ, η αδελφή μου, να μου δώση να φάγω φάγητον, το οποίον θα παρασκευάση ενώπιόν μου. Θέλω να ίδω αυτήν και φάγω από τα χέρια της το φάγητον”. 5 Καὶ ὁ Ἰωναδὰβ τοῦ εἶπε: «Ξάπλωσε εἰς τὸ κρεββάτι σου καὶ κάνε τὸν ἄρρωστο. Καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ πατέρας σου νὰ σὲ ἰδῇ, νὰ τοῦ εἰπῇς: Ἂς ἔλθῃ, σὲ παρακαλῶ, ἐδῶ ἡ ἀδελφή μου ἡ Θημάρ, διὰ νὰ μοῦ δώσῃ κάτι νὰ φάγω. Ἂς ἑτοιμάσῃ ἐδῶ ἐμπρός μου τὸ φαγητόν, διὰ νὰ ἰδῶ καὶ νὰ φάγω ἀπὸ τὰ χέρια της».
6 καὶ ἐκοιμήθη ᾿Αμνὼν καὶ ἠρρώστησε, καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς ἰδεῖν αὐτόν, καὶ εἶπεν ᾿Αμνὼν πρὸς τὸν βασιλέα· ἐλθέτω δὴ Θημὰρ ἡ ἀδελφή μου πρός με καὶ κολλυρισάτω ἐν ὀφθαλμοῖς μου δύο κολλυρίδας, καὶ φάγομαι ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῆς. 6 Ο Αμνών έπεσεν στο κρεββάτι και προσεποιήθη τον άρρωστον. Ο βασιλεύς Δαυίδ εισήλθεν στο δωμάτιόν του, να τον επισκεφθή, Ο δε Αμνών είπε προς τον βασιλέα· “ας έλθη εδώ πλησίον μου η αδελφή μου, η Θημάρ, και ας ψήση εδώ μπροστά μου δύο κουλούρες και θα φάγω από τον άρτον, που θα μου δώση με τα χέρια της”. 6 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἀμνὼν ἔπεσεν εἰς τὸ κρεββάτι του καὶ ἔκανε ὅτι ἦτο ἄρρωστος, ἐμβῆκε δὲ εἰς τὸ δωμάτιόν του ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ τὸν ἰδῇ, καὶ ὁ Ἀμνὼν τοῦ εἶπε: «Ἂς ἔλθῃ ἐδῶ κοντά μου ἡ Θημάρ, ἡ ἀδελφή μου, καὶ ἂς ἑτοιμάσῃ ἐδῶ ἐμπρός μου δύο γλυκὰ κουλούρια, διὰ νὰ φάγω ἀπὸ τὸ χέρι της».
7 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Θημὰρ εἰς τὸν οἶκον λέγων· πορεύθητι δὴ εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ποίησον αὐτῷ βρῶμα. 7 Ο Δαυίδ έστειλεν στον οίκον της Θημάρ άνθρωπον και παρήγγειλε προς αυτήν· “πήγαινε, σε παρακαλώ, στο σπίτι του αδελφού σου Αμνών και παρασκεύασε δι' αυτόν φαγητόν”. 7 Χωρὶς νὰ ὑποπτευθῇ τίποτε ὁ Δαβὶδ ἀπέστειλεν ἀγγελιαφόρον του ἐκεῖ, ὅπου ἔμενεν ἡ Θημάρ, καὶ τῆς εἶπε: «Πήγαινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ σου Ἀμνὼν καὶ ἐτοίμασέ του κάτι νὰ φάγῃ».
8 καὶ ἐπορεύθη Θημὰρ εἰς τὸν οἶκον ᾿Αμνὼν ἀδελφοῦ αὐτῆς, καὶ αὐτὸς κοιμώμενος. καὶ ἔλαβε τὸ σταῖς καὶ ἐφύρασε καὶ ἐκολλύρισε κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ἥψησε τὰς κολλυρίδας· 8 Η Θημάρ επήγεν στο σπίτι του αδελφού της Αμνών. Εκείνος δε ήτο εξηπλωμένος στο κρεββάτι του. Επήρε αυτή το ζυμάρι, το εζύμωσε, κατεσκεύασε ενώπιον των οφθαλμών του κουλούρες, τις οποίες και έψησε. 8 Καὶ ἐπῆγε ἀμέσως ἡ Θημὰρ εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ της Ἀμνὼν καὶ τὸν εὑρῆκε εἰς τὸ κρεββάτι. Ἐπῆρε λοιπὸν τὸ ζυμάρι, τὸ ἐζύμωσε καὶ ἔφτιαξε ἐμπρός του κουλούρια καὶ τὰ ἔψησε.
9 καὶ ἔλαβε τὸ τήγανον καὶ κατεκένωσεν ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠθέλησε φαγεῖν. καὶ εἶπεν ᾿Αμνών· ἐξαγάγετε πάντα ἄνδρα ἀπὸ ἐπάνωθέν μου· καὶ ἐξήγαγον πάντα ἄνδρα ἐπάνωθεν αὐτοῦ. 9 Επήρεν έπειτα το τηγάνι και άδειασεν ενώπιόν του το φαγητόν αυτό. Ο Αμνών όμως δεν ηθέλησε να φάγη. Αλλά είπεν στους παρισταμένους εκεί· “να φύγουν έξω όλοι οι άνδρες από εμπρός μου”. Πράγματι εβγήκαν όλοι οι άνδρες από εκεί. 9 Ἐπῆρε κατόπιν τὸ τηγάνι καὶ ἄδειασε τὰ κουλούρια ἐμπρός του. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ φάγῃ. Εἶπε δὲ ὁ Ἀμνών: «Νὰ βγάλετε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι κάθε ἄνδρα, ποὺ στέκεται ἐδῶ ἐπάνω μου». Καὶ ἔβγαλαν ἀμέσως ὁποιονδήποτε ἄνδρα εὑρίσκετο ἐκεῖ ἐμπρός του.
10 καὶ εἶπεν ᾿Αμνὼν πρὸς Θημάρ· εἰσένεγκε τὸ βρῶμα εἰς τὸ ταμιεῖον, καὶ φάγομαι ἐκ τῆς χειρός σου. καὶ ἔλαβε Θημὰρ τὰς κολλυρίδας, ἃς ἐποίησε, καὶ εἰσήνεγκε τῷ ᾿Αμνὼν ἀδελφῷ αὐτῆς εἰς τὸν κοιτῶνα 10 Ο Αμνών είπε τότε προς την Θημάρ· “πήγαινε τ φάγητόν μου στο εσωτερικόν του κοιτώνος μου και εκεί θα φάγω το φαγητόν από τα χέρια σου”. Η Θημάρ ανύποπτος επήρε τις κουλούρες, που είχε κατασκευάσει, τας έφερεν στον κοιτώνα του Αμνών και τας έδωσεν εις αυτόν. 10 Εἶπε δὲ τότε ὁ Ἀμνὼν εἰς τὴν Θημάρ: «Φέρε τὸ φαγητὸν μέσα εἰς τὸ ὑπνοδωμάτιον, διὰ νὰ φάγω ἀπὸ τὸ χέρι σου». Καὶ ἐπῆρε ἡ Θημὰρ τὰ κουλούρια, ποὺ ἔφτιαξε, καὶ τὰ ἔφερεν εἰς τὸν ἀδελφόν της τὸν Ἀμνὼν μέσα εἰς τὸ ὑπνοδωμάτιον.
11 καὶ προσήγαγεν αὐτῷ τοῦ φαγεῖν, καὶ ἐπελάβετο αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ· δεῦρο κοιμήθητι μετ' ἐμοῦ, ἀδελφή μου. 11 Εκεί αυτή έφερε προς αυτόν να φάγη. Εκείνος τότε την συνέλαβε και είπε προς αυτήν· “έλα και κοιμήσου μαζή μου, αδελφή μου”. 11 Τοῦ τὰ προσέφερε δὲ διὰ νὰ φάγῃ. Ἐκεῖνος ὅμως τὴν ἅρπαξε ξαφνικὰ καὶ τῆς εἶπε: «Ἔλα καὶ κοιμήσου μαζί μου, ἀδελφή μου!»
12 καὶ εἶπεν αὐτῷ· μή, ἀδελφέ μου· μὴ ταπεινώσῃς με, διότι οὐ ποιηθήσεται οὕτως ἐν ᾿Ισραήλ, μὴ ποιήσῃς τὴν ἀφροσύνην ταύτην· 12 Εκείνη απήντησε προς αυτόν· “μη, αδελφέ μου, μη με εξευτελίσης, διότι δεν πρέπει να γίνη μία τέτοια παρανομία μεταξύ των Ισραηλιτών. Μη διαπράξης ποτέ μια τέτοιαν αφροσύνην. 12 Καὶ ἐκείνη τοῦ εἶπε: « Μή, ἀδελφέ μου! Μὴ μὲ ἐξευτελίσῃς! Διότι δὲν πρέπει νὰ γίνῃ κάτι τέτοιο μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Μὴ διαπράξῃς τὴν παραφροσύνην αὐτήν!
13 καὶ ἐγὼ ποῦ ἀποίσω τὸ ὄνειδός μου; καὶ σὺ ἔσῃ ὡς εἷς τῶν ἀφρόνων ἐν ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν λάλησον δὴ πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι οὐ μὴ κωλύσῃ με ἀπὸ σοῦ. 13 Εγώ εις ποίον θα εκμυστηρευθώ τον εξευτελισμόν μου αυτόν; Συ δε θα είσαι σαν ενας από τους άφρονας μεταξύ των Ισραηλιτών. Αλλά ειπέ στον βασιλέα την επιθυμίαν σου αυτήν και εκείνος δεν θα σε εμποδίση να με νυμφευθής”. 13 Ἂν γίνῃ αὐτό, πῶς θὰ ὑποφέρω ἐγὼ καὶ ποὺ θὰ ἐκμυστηρευθῶ τὴν ἐντροπήν μου; Καὶ σὺ θὰ θεωρῆσαι μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν σὰν ἕνας ἄνθρωπος παράφρων. Ἀντὶ νὰ γίνῃ αὐτό, μίλησε μὲ τὸν βασιλέα καὶ ζήτησέ με σὰν γυναῖκα σου καὶ δὲν θὰ μὲ ἐμποδίσῃ νὰ γίνω ἰδική σου».
14 καὶ οὐκ ἠθέλησεν ᾿Αμνὼν τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτῆς καὶ ἐκραταίωσεν ὑπὲρ αὐτὴν καὶ ἐταπείνωσεν αὐτὴν καὶ ἐκοιμήθη μετ' αὐτῆς. 14 Ο Αμνών δεν ηθέλησε να συμμορφωθή προς την υπόδειξίν της αυτήν, αλλά, ισχυρότερός της καθώς ήτο, την έρριψεν εις την κλίνην, εκοιμήθη μαζή της και την διέφθειρε. 14 Ὁ Ἀμνὼν ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ ἀκούσῃ τὰ λόγια της, ἀλλὰ σὰν δυνατώτερος τὴν ἔρριξε κάτω καὶ τὴν ἐβίασε. Τὴν ἐταπείνωσε καὶ τὴν διέφθειρε.
15 καὶ ἐμίσησεν αὐτὴν ᾿Αμνὼν μῖσος μέγα σφόδρα, ὅτι μέγα τὸ μῖσος, ὃ ἐμίσησεν αὐτὴν ὑπὲρ τὴν ἀγάπην, ἣν ἠγάπησεν αὐτήν. καὶ εἶπεν αὐτῇ ᾿Αμνών· ἀνάστηθι καὶ πορεύου. 15 Ο Αμνών έπειτα από την βδελυράν αυτήν πράξιν εμίσησεν αυτήν πάρα πολύ. Αυτό δε το μίσος του ήτο πολύ μεγαλύτερον από την αγάπην, την οποίαν είχεν προς αυτήν προ της αμαρτίας. Είπε δε τότε προς αυτήν· “σήκω και φύγε”. 15 Ἀμέσως ὅμως μετὰ τὴν διάπραξιν τῆς αἱμομειξίας ὁ Ἀμνὼν ἐμίσησε μὲ πολὺ μεγάλο μίσος τὴν Θημάρ. Τὸ μισός του μάλιστα αὐτὸ ἐναντίον της ἦτο πολὺ μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν πόθον, ποὺ εἶχε προηγουμένως πρὸς αὐτήν. Καὶ τῆς εἶπε ὀ Ἀμνών: «Σήκω καὶ φύγε ἀμέσως!»
16 καὶ εἶπεν αὐτῷ Θημάρ· μή, ἀδελφέ, ὅτι μεγάλη ἡ κακία ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν πρώτην, ἣν ἐποίησας μετ' ἐμοῦ τοῦ ἐξαποστεῖλαί με. καὶ οὐκ ἠθέλησεν ᾿Αμνὼν ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτῆς. 16 Είπε δε προς αυτόν η Θημάρ· “μη αδελφέ μου, μη με αποπέμψης έτσι, διότι αυτή η αποπομπή μου θα είναι μεγαλυτέρα εντροπή και δυστυχία δι' εμέ από την πρώτην μου”. Αλλά ο Αμνών δεν ηθέλησε να ακούση την παράκλησίν της. 16 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ Θημάρ: «Μὴ μὲ διώχνῃς, ἀδελφέ μου! Διότι αὐτὸ τὸ κακόν, ἂν δηλαδὴ μὲ διώξῃς, θὰ εἶναι δι’ ἐμὲ βαρυτέρα ἀτίμωσις, μεγαλύτερα καὶ ἀπὸ τὴν πρώτην, ποὺ ἔπαθα μὲ τὴν διαφθοράν μου». Ὁ Ἀμνὼν ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ ἀκούσῃ τὰ λόγια της.
17 καὶ ἐκάλεσε τὸ παιδάριον αὐτοῦ τὸν προεστηκότα τοῦ οἴκου καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐξαποστείλατε δὴ ταύτην ἀπ' ἐμοῦ ἔξω καὶ ἀπόκλεισον τὴν θύραν ὀπίσω αὐτῆς. 17 Εκάλεσε δε ένα νεαρόν δούλον, ο οποίος υπηρετούσεν στον οίκον του, και του είπε· “διώξε αυτήν έξω από εμέ και κλείσε την θύραν όπισθέν της”. 17 Ἐφώναξε δὲ τὸν νεαρὸν ὑπηρέτην, ποὺ ἐφρόντιζε τὸ σπίτι του καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ τὴν βγάλετε ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου καὶ νὰ κλείσῃς ἀπὸ πίσω της τὴν ἐξώθυραν».
18 καὶ ἐπ' αὐτῆς ἦν χιτὼν καρπωτός, ὅτι οὕτως ἐνεδιδύσκοντο αἱ θυγατέρες τοῦ βασιλέως αἱ παρθένοι τοὺς ἐπενδύτας αὐτῶν· καὶ ἐξήγαγεν αὐτὴν ὁ λειτουργὸς αὐτοῦ ἔξω καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν ὀπίσω αὐτῆς. 18 Η Θημάρ εφορούσε ένα χιτώνα μακρόν με μακρά μανίκια, διότι ένα τέτοιο ένδυμα εφορούσαν αι παρθένοι, θυγατέρες του βασιλέως. Ο νεαρός δούλος έβγαλε πράγματι αυτήν έξω από το σπίτι του κυρίου του και κατόπιν έκλεισε πίσω από αυτήν την θύραν. 18 Ἡ Θημὰρ ἐφοροῦσε ἐκείνην τὴν ὥραν τὸν μακρὺν πολύχρωμον χιτῶνα της, ποὺ εἶχεν ὑφασμένους ἐπάνω του καρπούς, διότι τέτοιο ἔνδυμα ἐφοροῦσαν οἱ θυγατέρες τοῦ βασιλέως, ποὺ ἦσαν παρθένοι. Καὶ ὁ ὑπηρέτης, ἐφ' ὅσον τὸν διέταξεν ὁ κύριός του, τὴν ἔβγαλε ἀμέσως ἔξω καὶ ἔκλεισε πίσω τῆς τὴν ἐξώθυραν.
19 καὶ ἔλαβε Θημὰρ σποδὸν καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ τὸν χιτῶνα τὸν καρπωτὸν τὸν ἐπ' αὐτῆς διέρρηξε καὶ ἐπέθηκε τὰς χεῖρας αὐτῆς ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ ἐπορεύθη πορευομένη καὶ κράζουσα. 19 Η Θημάρ, αφού εβγήκεν, επήρε χώμα, το έβαλεν εις την κεφαλήν της, έσχισε τον μακρόν χιτώνα της, έβαλε τα χέρια της επάνω εις την κεφαλήν της και καθώς επορεύετο έκραζε και ωλοφύρετο δια την δυστυχίαν της. 19 Ἐπῆρε τότε ἡ Θημὰρ στάχτην (ἢ χῶμα) καὶ τὴν ἔβαλεν εἰς τὸ κεφάλι της καὶ ἔσχισε τὸν πολύτιμον καρπωτὸν χιτῶνα της καὶ ἔβαλε τὰ χέρια της εἰς τὸ κεφάλι της καὶ ἐβάδιζε καὶ ἔκλαιε μὲ φωνάς.
20 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ᾿Αβεσσαλὼμ ὁ ἀδελφὸς αὐτῆς· μὴ ᾿Αμνὼν ὁ ἀδελφός σου ἐγένετο μετὰ σοῦ; καὶ νῦν, ἀδελφή μου, κώφευσον, ὅτι ἀδελφός σού ἐστι· μὴ θῇς τὴν καρδίαν σου τοῦ λαλῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο. καὶ ἐκάθισε Θημὰρ χηρεύουσα ἐν τῷ οἴκῳ ᾿Αβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς. 20 Ο αδελφός της ο Αβεσσαλώμ είπε προς αυτήν· “μήπως ο αδελφός σου ο Αμνών σε διέφθειρε;” Εκείνη του απήντησε· “ναι”. Ο δε Αβεσσαλώμ της είπε· “τώρα, αδελφή μου, πάψε· μη φωνάζης, διότι είναι αδελφός σου. Μη βάλης στον νουν και την καρδία σου και μη πάρης απόφασιν να ανακοινώσης την πράξιν αυτήν”. Η Θημάρ ήτο περίλυπος, ως εάν ήτο χήρα, και έμενεν στον οίκον του αδελφού της Αβεσσαλώμ. 20 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ ἀδελφός της ὁ Ἀβεσσαλώμ: «Μήπως σὲ ἀτίμασε ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἀμνών;» Καὶ ὅταν ἀντελήφθη ὅτι αὐτὸ ἔγινε πράγματι, τῆς εἶπε: «Τώρα, ἀδελφή μου, μὴ φωνάζῃς πλέον, διότι εἶναι ἀδελφός σου. Σκέπασέ το καὶ μὴ σχεδιάζῃς νὰ ἀνακοινώσῃς τὸ γεγονὸς αὐτό». Καὶ ἐκάθησεν ἀπὸ τότε ἡ Θημὰρ εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ της τοῦ Ἀβεσσαλώμ, σὰν νὰ ἦτο χήρα.
21 καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐθυμώθη σφόδρα· καὶ οὐκ ἐλύπησε τὸ πνεῦμα ᾿Αμνὼν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἠγάπα αὐτόν, ὅτι πρωτότοκος αὐτοῦ ἦν. 21 Ο βασιλεύς Δαυίδ επληροφορήθη το γεγονός αυτό και ωργίσθη πάρα πολύ. Αλλά δεν ετιμώρησε τον Αμνών, διότι δεν ήθελε να τον λυπήση, επειδή ήτο πρωτοτόκος υιός του και τον αγαπούσεν ιδιαιτέρως. 21 Τὰ ἔμαθε δὲ ὅλα αὐτὰ ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ καὶ ἐθύμωσε πολύ. Δὲν ἐτιμώρησεν ὅμως τὸν ἔνοχον Ἀμνών, διὰ νὰ μὴ τὸν λυπήσῃ, ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως, λόγῳ τοῦ ὅτι ἦτο ὁ πρωτότοκος υἱός του.
22 καὶ οὐκ ἐλάλησεν ᾿Αβεσσαλὼμ μετὰ ᾿Αμνὼν ἀπὸ πονηροῦ ἕως ἀγαθοῦ,ὅτι ἐμίσει ᾿Αβεσσαλὼμ τὸν ᾿Αμνὼν ἐπὶ λόγου, οὗ ἐταπείνωσε Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ. 22 Αλλά και ο Αβεσσαλώμ δεν είπε κανένα λόγον, καλόν η κακόν, εναντίον του Αμνών δια την κακήν του πράξιν. Οχι διότι τον ηγάπα, αλλά διότι τον εμισούσε θανασίμως δια τον εξευτελισμόν, τον οποίον έκαμεν εις την αδελφήν του την Θημάρ. 22 Ὁ δὲ Ἀβεσσαλὼμ δὲν εἶπε τίποτε εἰς τὸν Ἀμνών, οὔτε καλὸν οὔτε κακόν. Διέκοψεν ἁπλῶς τὶς σχέσεις του μαζί του, διότι ἐμισοῦσε τὸν Ἀμνὼν διὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖον ἐξευτέλισε ἐκεῖνος τὴν ἀδελφήν του Θημάρ, καὶ ἐπερίμενε τὴν εὐκαιρίαν διὰ νὰ ἐκδικηθῇ.
23 Καὶ ἐγένετο εἰς διετηρίδα ἡμερῶν καὶ ἦσαν κείροντες τῷ ᾿Αβεσσαλὼμ ἐν Βελασὼρ τῇ ἐχόμενα ᾿Εφραίμ, καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αβεσσαλὼμ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως. 23 Επέρασαν δύο έτη από την ημέραν εκείνην. Ο Αβεσσαλώμ επρόκειτο να κουρεύση τα πρόβατά του εις Βελασώρ στοποθεσίαν, η οποία συνώρευε με την περιοχήν της φυλής Εφραίμ. Εις αυτήν απεφάσισε να προσκαλέση όλα τα παιδιά του βσιλέως, δια να φάγουν μαζή. 23 Ἐπέρασαν ἀπὸ τότε δύο χρόνια καὶ ἦτο ἡ ἐποχή, ποὺ ἐκούρευαν τὰ πρόβατα τοῦ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν περιοχὴν Βελασώρ, ποὺ συνώρευε μὲ τὴν χώραν τῆς φυλῆς Ἐφραίμ. Ἐκάλεσε δὲ ὁ Ἀβεσσαλώμ, ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε κατὰ τὴν κουρὰν τῶν προβάτων, ὅλους τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως, διὰ συμπόσιον.
24 καὶ ἦλθεν ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ δὴ κείρουσι τῷ δούλῳ σου, πορευθήτω δὴ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ μετὰ τοῦ δούλου σου. 24 Μετέβη, λοιπόν, ο Αβεσσαλώμ προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπε προς αυτόν· “ιδού, οι δούλοί μου θα κουρεύσουν τα πρόβατά μου, εμού του δούλου σου. Παρακαλώ, όπως θελήσης συ ο βασιλεύς και το περιβάλλον του σπιτιού σου, να έλθετε στον δούλον σου κατά την ευχάριστον αυτήν ημέραν”. 24 Ἦλθε δηλαδὴ ὁ Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὸν πατέρα του τὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπε: «Σοῦ ἀνακοινώνω ὅτι αὐτὰς τὰς ἡμέρας κουρεύουν τὰ πρόβατά μου, τὰ πρόβατα τοῦ δούλου σου Ἀβεσσαλώμ. Ἂς μὲ τιμήσῃ, παρακαλῶ, ὁ βασιλεὺς καὶ ἂς ἔλθῃ μὲ τοὺς ἀνθρώπους του πρὸς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου».
25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Αβεσσαλώμ· μὴ δή, υἱέ μου, μὴ πορευθῶμεν πάντες ἡμεῖς, καὶ οὐ μὴ καταβαρυνθῶμεν ἐπὶ σέ. καὶ ἐβιάσατο αὐτόν, καὶ οὐκ ἠθέλησε τοῦ πορευθῆναι καὶ εὐλόγησεν αὐτόν. 25 Είπεν ο βασιλεύς προς τον Αβεσσαλώμ· “όχι σε παρακαλώ, παιδί μου, όχι. Δεν είναι ανάγκη να έλθωμεν όλοι ημείς, δια να μη σε επιβαρύνωμεν”. Ο Αβεσσαλώμ επέμενεν επί του σημείου αυτού στον βασιλέα. Ο βασιλεύς όμως Δαυίδ δεν συγκατετέθη να μεταβή, αλλά μόνον τον ηυλόγησε και τον ηυχήθη. 25 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Ἀβεσσαλώμ: «Μὴ ἐπιμένῃς, παιδί μου. Δὲν πρέπει νὰ ἔλθωμεν ὅλοι ἐμεῖς, διὰ νὰ μὴ σὲ ἐπιβαρύνωμεν». Ὁ Ἀβεσσαλὼμ ὅμως ἐπανέλαβε μὲ ἐπιμονὴν τὸ αἴτημά του, ἀλλ’ εἰς μάτην. Ὁ Δαβὶδ δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ. Τοῦ ἔδωσεν ὅμως μὲ εὐχαρίστησιν τὴν εὐχήν του.
26 καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς αὐτόν· καὶ εἰ μή, πορευθήτω δὴ μεθ' ἡμῶν ᾿Αμνὼν ὁ ἀδελφός μου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἱνατί πορευθῇ μετὰ σοῦ; 26 Είπε τότε ο Αβεσσαλώμ προς τον Δαυίδ· “αφού δεν έρχεσαι συ, ας έλθη παρακαλώ ο Αμνών ο αδελφός μου”. Και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς· “γιατί να έλθη μαζή σου; Τι να κάμη;” 26 Καὶ εἶπεν ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸν Δαβίδ: «Ἐφ’ ὅσον δὲν θέλεις νὰ ἔλθῃς σύ, ἂς ἔλθῃ τουλάχιστον μαζί μας ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἀμνών». Καὶ τοῦ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Τί νὰ ἔλθῃ νὰ κάνη μαζί σου;»
27 καὶ ἐβιάσατο αὐτὸν ᾿Αβεσσαλώμ, καὶ ἀπέστειλε μετ' αὐτοῦ τὸν ᾿Αμνὼν καὶ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως. καὶ ἐποίησεν ᾿Αβεσσαλὼμ πότον κατὰ τὸν πότον τοῦ βασιλέως. 27 Ο Αβεσσαλώμ επέμενε πολύ και ο Δαυίδ έδωσε την άδειαν να μεταβή προς αυτόν ο Αμνών και όλα τα άλλα παιδιά του βασιλέως. Ο Αβεσσαλώμ παρέθεσε πλούσιον συμπόσιον, όπως συνήθως γίνεται εις τα βασιλικά τραπέζια. 27 Ἐπέμεινεν ὅμως καὶ πάλιν πολὺ ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἠναγκάσθη ὁ βασιλεὺς νὰ στείλῃ μαζί του τὸν Ἀμνὼν καὶ ὅλα τὰ παιδιά του. Ἔκανε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ συμπόσιον μὲ ὅλα τὰ σχετικὰ τῶν μεγάλων βασιλικῶν συμποσίων.
28 καὶ ἐνετείλατο ᾿Αβεσσαλὼμ τοῖς παιδαρίοις αὐτοῦ λέγων· ἴδετε ὡς ἂν ἀγαθυνθῇ ἡ καρδία ᾿Αμνὼν ἐν τῷ οἴνῳ καὶ εἴπω πρὸς ὑμᾶς· πατάξατε τὸν ᾿Αμνών, καὶ θανατώσατε αὐτόν· μὴ φοβηθῆτε, ὅτι οὐχὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἐντελλόμενος ὑμῖν; ἀνδρίζεσθε καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνάμεως. 28 Ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους δούλους του και είπε· “προσέξατε, όταν ο Αμνών έλθη εις κατάστασιν ευθυμίας από τον οίνον, εις κατάστασιν μέθης, και σας διατάξω να τον κτυπήσετε, κτυπήσατέ τον και μη φοβηθήτε τίποτε, διότι εγώ διατάσσω, εγώ και είμαι ο υπεύθυνος. Παρετε θάρρος και αναδειχθήτε δυνατοί και γενναίοι”. 28 Ἔδωσε δὲ διαταγὴν εἰς τοὺς νεαροὺς δούλους τοῦ ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοὺς εἶπε: «Προσέξατε, μόλις θὰ ἔλθῃ εἰς κατάστασιν εὐθυμίας ὁ Ἀμνὼν ἀπὸ τὸ κρασὶ καὶ σᾶς εἰπῶ· χτυπήσατε τὸν Ἀμνὼν καὶ σκοτώσατέ τον, νὰ μὴ διστάσετε καὶ μὴ φοβηθῆτε. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ποὺ σᾶς διατάζω; Νὰ ἔχετε λοιπὸν θάρρος καὶ νὰ ἐνεργήσετε μὲ γενναιότητα καὶ δύναμιν».
29 καί ἐποίησαν τὰ παιδάρια ᾿Αβεσσαλὼμ τῷ ᾿Αμνὼν καθὰ ἐνετείλατο αὐτοῖς ᾿Αβεσσαλώμ. καὶ ἀνέστησαν πάντες οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως καὶ ἐπεκάθισαν ἀνὴρ ἐπὶ τὴν ἡμίονον αὐτοῦ καὶ ἔφυγαν. 29 Οι νεαροί δούλοι του Αβεσσαλώμ έπραξαν εναντίον του Αμνών, όπως τους είχε διατάξει ο Αβεσσαλώμ, δηλαδή τον εφόνευσαν. Επειτα από το τραγικόν αυτό γεγονός όλα τα παιδιά του βασιλέως ανέβηκαν, ο καθένας εις την ημίονόν του, και έφυγαν. 29 Καὶ ἔκαναν οἱ νεαροὶ δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ὡς πρὸς τὸν Ἀμνὼν ὅ,τι τοὺς διέταξεν ὁ Ἀβεσσαλώμ. Ἐσηκώθηκαν δὲ ἀμέσως ἀπὸ τὸ τραπέζι ὅλοι οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως καὶ ἀνέβηκαν καθένας εἰς τὸν ἡμίονόν του καὶ ἔφυγαν.
30 καὶ ἐγένετο αὐτῶν ὄντων ἐν τῷ ὁδῷ καὶ ἡ ἀκοὴ ἦλθε πρὸς Δαυὶδ λέγων· ἐπάταξεν ᾿Αβεσσαλὼμ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς. 30 Ενώ τα παιδιά του βασιλέως ευρίσκοντο ακόμη στον δρόμον, διεδόθη η φήμη, η οποία έφθασε μέχρι του βασιλέως Δαυίδ, ότι δηλαδή ο Αβεσσαλώμ εφόνευσεν όλα τα παιδιά του βασιλέως και δεν διεσώθη κανένα από αυτά. 30 Ἐνῷ δὲ εὑρίσκοντο αὐτοὶ εἰς τὸν δρόμον, ἔφθασεν ἡ ἑξῆς φήμη εἰς τὸν Δαβίδ: «Ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐσκότωσε ὅλους τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως καὶ δὲν ἔμεινεν οὔτε ἕνας ἀπὸ αὐτούς».
31 καὶ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ οἱ περιεστῶτες αὐτῷ διέρρηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν. 31 Ο βασιλεύς εσηκώθηκεν, έσχισε τα ενδύματά του από την λύπην του και εξηπλώθη πρηνής στο έδαφος. Ολοι δε οι δούλοι, οι οποίοι ευρίσκοντο πλησίον του, έσχισαν και αυτοί τα ενδύματά των. 31 Ἐσηκώθη λοιπὸν ἀμέσως ὁ βασιλεὺς καί, διὰ νὰ ἐκδηλώσῃ τὸ πένθος του ὅπως ἐσυνήθιζαν τότε, ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του καὶ ἐξάπλωσε διὰ νὰ κοιμηθῇ κατὰ γῆς. Μαζί του ἔσχισαν τὰ ροῦχα των καὶ ὅλοι οἱ δοῦλοι του, ποὺ τὸν ἐφρόντιζαν.
32 καὶ ἀπεκρίθη ᾿Ιωναδὰβ υἱὸς Σαμαὰ ἀδελφοῦ Δαυὶδ καὶ εἶπε· μὴ εἰπάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι πάντα τὰ παιδάρια τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως ἐθανάτωσεν, ὅτι ᾿Αμνὼν μονώτατος ἀπέθανεν· ὅτι ἐπὶ στόματος ᾿Αβεσσαλὼμ ἦν κείμενος ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐταπείνωσε Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ· 32 Ο Ιωναδάβ, ο υιός του Σαμαά, του αδελφού του Δαυίδ, είπε προς τον Δαυίδ· “δεν είναι αληθές αυτό και ας μη πιστεύση ο κύριός μου, ο βασιλεύς, ότι εφονεύθησαν όλοι οι υιοί, οι δούλοι του βασιλέως μου, διότι μόνον ο Αμνών εφονεύθη. Αυτό δε έγινε, διότι ο Αβεσσαλώμ τον εμίσει θανασίμως από την ημέραν, κατά την οποίαν ο Αμνών διέφθειρε την αδελφήν του την Θημάρ. 32 Ἐπῆρε δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰωναδάβ, ὁ υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Δαβὶδ Σαμαά, καὶ εἶπε: «Ἂς μὴ νομίσῃ ὁ κύριός μου, ὁ βασιλεύς, ὅτι ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐσκότωσε ὅλους τοὺς νεαροὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως, διότι κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀμνὼν δὲν πέθανε. Τὸν ἐσκότωσε δὲ ὁ Ἀβεσσαλώμ, διότι τὸν ἐμισοῦσε θανασίμως, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἀτίμασε τὴν ἀδελφήν του Θημάρ.
33 καὶ νῦν μὴ θέσθω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ ρῆμα λέγων· πάντες οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως ἀπέθανον, ὅτι ἀλλ' ἢ ᾿Αμνὼν μονώτατος ἀπέθανε. 33 Και τώρα ας μη πιστεύση ο βασιλεύς μου Δαυίδ, ότι όλα τα παιδιά του εφονεύθησαν, αλλά μόνον ο Αμνών εφονεύθη και κανένας άλλος”. 33 Τώρα λοιπὸν ἂς μὴ νομίσῃ ὁ κύριός μου, ὁ βασιλεύς, καὶ εἰπῇ μὲ πόνον ψυχῆς ὅτι πέθαναν ὅλοι οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως, ἀλλ’ ἂς εἶναι βέβαιος ὅτι πέθανε μόνον ὁ Ἀμνὼν καὶ κανεὶς ἄλλος».
34 καὶ ἀπέδρα ᾿Αβεσσαλώμ. καὶ ᾖρε τὸ παιδάριον ὁ σκοπὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ λαὸς πολὺς πορευόμενος ἐν τῇ ὁδῷ ὄπισθεν αὐτοῦ ἐκ πλευρᾶς τοῦ ὄρους ἐν τῇ καταβάσει· καὶ παρεγένετο ὁ σκοπὸς καὶ ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπεν· ἄνδρας ἑώρακα ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς ῾Ωρωνῆν ἐκ μέρους τοῦ ὄρους. 34 Ο Αβεσσαλώμ, έπειτα από την αδελφοκτονίαν αυτήν, εδραπέτευσεν. Ενας νεαρός δούλος, ο οποίος είχε τοποθετηθή ως σκοπός, ύψωσε τα μάτια του και είδεν αίφνης σαν στρατόν πολύν να βαδίζη στον ορόμον, που ευρίσκετο όπισθέν του, εις κάποιαν κατωφέρειαν του βουνού. Τοτε ο νεαρός αυτός σκοπός έτρεξε προς τον βασιλέα Δαυίδ και του είπε· “είδον άνδρας εις την οδόν της Ωρωνήν, που ευρίσκεται από τας πλευράς του όρους”. 34 Ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐν τῷ μεταξὺ ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκετο, καὶ ἐπῆγε εἰς ἄλλον τόπον. Ἐσήκωσε δὲ ὁ δοῦλος, ποὺ ἦταν τότε σκοπός, τὰ μάτια του καὶ εἶδεν ὅτι πολὺς λαὸς ἐπροχωροῦσε εἰς τὸν δρόμον, ποὺ ἦτο πίσω του, εἰς τὴν πλαγιὰν τοῦ βουνοῦ, πρὸς τὸν κατήφορον. Καὶ ἐπαρουσιάσθη ἀμέσως ὁ σκοπὸς εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ ἀνεκοίνωσε τὰ ἑξῆς: «Εἶδα ἄνδρας νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς Ὡρωνῆν, εἰς τὴν πλαγιὰν τοῦ βουνοῦ».
35 καὶ εἶπεν ᾿Ιωναδὰβ πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως πάρεισι· κατὰ τὸν λόγον τοῦ δούλου σου, οὕτως ἐγένετο. 35 Ο Ιωναδάβ είπε τότε προς τον βασιλέα· “ιδού, αυτοί είναι τα παιδιά του βασιλέως, που έφθασαν. Οπως εγώ ο δούλος σου είπα, έτσι και έγινε”. 35 Ὁ δὲ Ἰωναδὰβ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα: «Νά, ἔρχονται λοιπὸν οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως! Ὅπως σοῦ τὸ εἶπα ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, ἔτσι καὶ ἔγινε»,
36 καὶ ἐγένετο ἡνίκα συνετέλεσε λαλῶν, καὶ ἰδοὺ οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως ἦλθαν καὶ ἐπῇραν τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν, καί γε ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἔκλαυσαν κλαυθμὸν μέγαν σφόδρα. 36 Οταν δε ετελείωσε τα λόγια του αυτά ο Ιωναδάβ, αίφνης έφθασαν τα παιδιά του βασιλέως, ύψωσαν φωνήν και έκλαυσαν. Μαζή με αυτούς έκλαυσεν ο βασιλεύς και οι δούλοι του. Ο θρήνος των ήτο πολύ μεγάλος. 36 Μόλις δὲ ἐτελείωσε τὰ λόγια του ὁ Ἰωναδάβ, νά, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως φθάνουν ἀνάμεσά των. Καὶ μόλις ἦλθαν, ἐφάναξαν μὲ δύναμιν ὅλοι καὶ ἔκλαυσαν. Ὅλοι δὲ οἱ παρόντες, ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλοι οἱ δοῦλοι του, ἔκλαυσαν καὶ ἐθρήνησαν μὲ πολὺν πόνον.
37 καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ ἔφυγε καὶ ἐπορεύθη πρὸς Θολμὶ υἱὸν ᾿Εμιοὺδ βασιλέα Γεδσοὺρ εἰς γῆν Μαχάδ. καὶ ἐπένθησεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐπὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας. 37 Ο Αβεσσαλώμ δια να σωθή κατέφυγεν στον Θολμί, υιόν του Εμιούδ, τον βασιλέα Γεδσούρ, στον χώραν Μαχάδ. Ο βασιλεύς Δαυίδ επένθησε τον θάνατον του υιού του Αμνών καθ' όλον το διάστημα της ζωής του. 37 Ὁ δὲ Ἀβεσσαλὼμ ἔφυγε καὶ ἐζήτησε καταφύγιον εἰς τὸν πάππον του Θολμί, τὸν υἱὸν τοῦ Ἐμιούδ, ποὺ ἦτο βασιλεὺς τῆς Γεδσούρ, εἰς τὴν χώραν Μαχάδ. Ἐπένθησε δὲ ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ διὰ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ του Ἀμνῶν καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τοῦ πένθους, ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε.
38 καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ ἀπέδρα καὶ ἐπορεύθη εἰς Γεδσοὺρ καὶ ἦν ἐκεῖ ἔτη τρία. 38 Ο Αβεσσαλώμ, ο οποίος εδραπέτευσε και κατέφυγεν εις Γεδσούρ, παρέμεινεν εκεί επί τρία έτη. 38 Ὁ Ἀβεσσαλώμ, ὅπως προανεφέρθη, ἔφυγε κρυφὰ καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γεδσοὺρ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ τρία χρόνια.
39 καὶ ἐκόπασε τὸ πνεῦμα τοῦ βασιλέως τοῦ ἐξελθεῖν ὀπίσω ᾿Αβεσσαλώμ, ὅτι παρεκλήθη ἐπὶ ᾿Αμνὼν ὅτι ἀπέθανε. 39 Εν τω μεταξύ επραΰνθη ο θυμός του βασιλέως Δαυίδ και δεν εξήλθε να καταδιώξη τον Αβεσσαλώμ, διότι είχε παρηγορηθή δια τον θάνατον του Αμνών. 39 Ἠρέμησε δὲ ἐν τῷ μεταξὺ ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ καὶ δὲν εἶχε πλέον τὴν διάθεσιν νὰ βγῇ καὶ νὰ καταδιώξῃ τὸν Ἀβεσσαλώμ, διότι μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ἐπαρηγορήθη διὰ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ του Ἀμνών.