Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἔγνω ᾿Ιωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ὅτι ἡ καρδία τοῦ βασιλέως ἐπὶ ᾿Αβεσσαλώμ. 1 Ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, αδελφός του Δαυίδ, αντελήφθη ότι η καρδία του βασιλέως είχε πραϋνθή και διέκειτο συμπαθώς προς τον Αβεσσαλώμ. 1 Όταν δὲ ὁ Ἰωάβ, ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς τοῦ Δαβὶδ ποὺ ὠνομάζετο Σαρουΐα, ἀντελήφθη ὅτι εἶχεν ἀλλάξει ἡ διάθεσις τοῦ βασιλέως καὶ δὲν ἐστρέφετο πλέον ἡ καρδία του ἐναντίον τοῦ Ἀβεσσαλώμ, ὥστε νὰ θέλῃ τὴν τιμωρίαν του, ἔκανε τὸ ἑξῆς:
2 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωὰβ εἰς Θεκωέ, καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν γυναῖκα σοφὴν καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· πένθησον δὴ καὶ ἔνδυσαι ἱμάτια πενθικὰ καὶ μὴ ἀλείψῃ ἔλαιον καὶ ἔσῃ ὡς γυνὴ πενθοῦσα ἐπὶ τεθνηκότι τοῦτο ἡμέρας πολλὰς 2 Εστειλε λοιπόν εις την πόλιν Θεκωέ ένα άνθρωπον, ο οποίος επήρεν από εκεί μίαν σοφήν γυναίκα και την οδήγησε προς τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ είπε προς αυτήν· “προσποιήσου, ότι πενθείς. Φορεσε πένθιμα ενδύματα, μη αλειφθής με αρωματώδες έλαιον και γενικώς θα φαίνεσαι σαν γυναίκα, η οποία πενθεί δια κάποιον νεκρόν και ότι το πένθος αυτό χρονολογείται από πολύν χρόνον. 2 Ἔστειλεν ὁ ἀρχιστράτηγος Ἰωὰβ ἀπεσταλμένους του εἰς τὴν πόλιν Θεκωὲ καὶ ἐπῆρε ἀπὸ ἐκεῖ μίαν ἔξυπνην καὶ συνετὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε: «Θέλω νὰ προσποιηθῇς ὅτι ἔχεις πένθος. Νὰ φορέσῃς λοιπὸν πένθιμα ἐνδύματα καὶ νὰ μὴ ἀλειφθῇς μὲ λάδι ἀμωματικόν, ὅπως κάνεις ἄλλοτε, ἀλλὰ νὰ φαίνεσαι σὰν γυναῖκα ποὺ πενθεῖ ἐπὶ πολὺν καιρὸν διὰ κάποιον νεκρὸν συγγενῆ της.
3 καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτὸν κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο· καὶ ἔθηκεν ᾿Ιωὰβ τοὺς λόγους ἐν τῷ στόματι αὐτῆς. 3 Ετσι, θα παρουσιασθής προς τον βασιλέα και θα πης προς αυτόν, όπως εγώ θα σε συμβουλεύσω”. Ο Ιωάβ την συνεβούλευσε, τι συγκεκριμένως να πη. 3 Θὰ παρουσιασθῇς κατόπιν εἰς τὸν βασιλέα καὶ θὰ τοῦ εἰπῇς αὐτά, ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ». Καὶ τῆς εἶπεν ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἰωὰβ τί καὶ τί θὰ ἔλεγεν ἡ ἴδια εἰς τὸν Δαβίδ.
4 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ ἡ Θεκωῖτις πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς εἰς τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ εἶπε· σῶσον, βασιλεῦ, σῶσον. 4 Η γυναίκα αυτή από την πόλιν Θεκωέ παρουσιάσθη στον βασιλέα Δαυίδ, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης, προσεκύνησεν αυτόν και του είπε· “σώσε με, βασιλεύ, σώσε με” 4 Καὶ πράγματι ἡ γυναῖκα ἐκείνη τῆς Θεκωὲ ἐπαρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπροσκύνησε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς, τοῦ εἶπε:«Σῶσέ με, βασιλιᾶ μου! Σῶσέ με, μεγαλειότατε!»
5 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ βασιλεύς· τί ἐστί σοι; ἡ δὲ εἶπε· καὶ μάλα γυνὴ χήρα ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπέθανεν ὁ ἀνήρ μου. 5 Ο βασιλεύς την ηρώτησε “τι σου συμβαίνει;” Εκείνη απήντησεν· “είμαι εγώ μια δυστυχισμένη χήρα. Ο σύζυγός μου έχει αποθάνει. 5 «Τί σοῦ συμβαίνει;» τὴν ἐρώτησεν ἀμέσως ὁ βασιλεύς. «Εἶμαι μιὰ δυστυχισμένη χήρα γυναῖκα», ἀπήντησεν ἐκείνη, «καὶ ἔχω μείνει ἀπὸ καιρὸν χωρὶς τὸν ἄνδρα μου, ποὺ πέθανε.
6 καί γε τῇ δούλῃ σου δύο υἱοί, καὶ ἐμαχέσαντο ἀμφότεροι ἐν τῷ ἀγρῷ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος ἀνὰ μέσον αὐτῶν, καὶ ἔπαισεν ὁ εἷς τὸν ἕνα ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν. 6 Είχα δε εγώ η δούλη σου δύο παιδιά, τα οποία κάποιαν ημέραν εφιλονείκησαν μεταξύ των στους αγρούς εις έρημον τόπον. Κανείς δεν ήτο να τους χωρίση. Ο ενας εκτύπησε τον αδελφόν του και τον εφόνευσε. 6 Εἶχα λοιπὸν δύο υἱοὺς καὶ αὐτοὶ ἐφιλονίκησαν μεταξύ των, ἐνῷ ἦσαν εἰς τὸ χωράφι. Δὲν ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν ἐρημιὰ κανεὶς νὰ τοὺς χωρίσῃ καὶ ἔτσι ἐκτύπησεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ποὺ ἦτο ἀδελφός του, καὶ τὸν ἐσκότωσε.
7 καὶ ἰδοὺ ἐπανέστη ὅλη ἡ πατριὰ πρὸς τὴν δούλην σου καὶ εἶπαν· δὸς τὸν παίσαντα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ θανατώσομεν αὐτὸν ἀντὶ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, οὗ ἀπέκτεινε, καὶ ἐξαροῦμεν καί γε τὸν κληρονόμον ὑμῶν· καὶ σβέσουσι τὸν ἄνθρακά μου τὸν καταλειφθέντα, ὥστε μὴ θέσθαι τῷ ἀνδρί μου κατάλειμμα καὶ ὄνομα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς. 7 Και να, ολο το συγγενολόγι μου ηγέρθη και ήλθε προς εμέ, την δούλην σου, και μου είπαν· Παράδωσε εις ημάς τον φονέα του αδελφού του, τον υιόν σου, δια να τον θανατώσωμεν και έτσι να πληρώση αυτός με την ζωήν του την ζωήν του αδελφού του, τον οποίον εφόνευσε και θα εξοντώσωμεν αυτόν, τον κληρονόμον της περιουσίας σας. Ετσι δε αυτοί θέλουν να σβήσουν τον τελευταίον και μοναδικόν σπινθήρα, τον κληρονόμον, ώστε να μη ευρεθή κανείς διάδοχος και κληρονόμος του ανδρός μου και χαθή τοιουτοτρόπως το όνομά του από το πρόσωπον της γης”. 7 Καὶ τώρα ἐξεσηκώθηκαν ὅλοι οἰ συγγενεῖς καὶ ἦλθαν εἰς ἐμέ, τὴν δούλην σου, καὶ μοῦ λέγουν: «Δός μας τὸν ἀδελφοκτόνον, διὰ νὰ τὸν τιμωρήσωμεν μὲ θάνατον καὶ νὰ πληρώσῃ μὲ τὴν ζωήν του τὴν ζωὴν τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν ὁποῖον ἐθανάτωσε. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ ἐξοντώσωμεν τὸν κληρονόμον σας». Θέλουν δηλαδή, μεγαλειότατε, νὰ σβήσουν τὸν σπινθῆρα, ποὺ μοῦ ἀπέμεινε, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρξῃ κανεὶς διάδοχος τοῦ ἀνδρός μου καὶ νὰ ἑξαλειφθῇ τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς».
8 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν γυναῖκα· ὑγιαίνουσα βάδιζε εἰς τὸν οἶκόν σου, κἀγὼ ἐντελοῦμαι περὶ σοῦ. 8 Είπεν ο βασιλεύς προς την γυναίκα· “πήγαινε στο σπίτι σου και εγώ θα δώσω την σχετικήν εντολήν δια σέ”. 8 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν γυναῖκα: «Πήγαινε ἥσυχη εἰς τὸ σπίτι σου καὶ ἐγὼ θὰ δώσω ἐντολὴν νὰ τακτοποιηθῇ τὸ θέμα σου».
9 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ Θεκωῖτις πρὸς τὸν βασιλέα· ἐπ’ ἐμέ, κύριέ μου βασιλεῦ, ἡ ἀνομία καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἀθῷος. 9 Η γυναίκα, η οποία κατήγετο από την πόλιν Θεκωέ, είπε με κάποιον ανησυχίαν προς τον βασιλέα· “ας τιμωρηθώ εγώ και η πατρική μου οικογένεια, διότι δεν εφήρμοσα τον νόμον της ανταποδόσεως εναντίον του υιού μου. Εύχομαι δε ο βασιλεύς μου και ο θρόνος του να μείνουν αθώοι από την υπόθεσιν αυτήν”. 9 Εἶπε δὲ πάλιν πρὸς τὸν βασιλέα ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Θεκωέ: «Κύριέ μου, βασιλιᾶ μου, μάκαρι νὰ τιμωρηθῶ ἐγὼ καὶ ἡ πατρική μου οἰκογένεια διὰ τὴν παράβασιν τοῦ Νόμου τῆς ἀνταποδόσεως, ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ ὁ θρόνος του νὰ μὴ ἔχουν καμμίαν ἐνοχὴν καὶ εὐθύνην».
10 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τίς ὁ λαλῶν πρός σε; καί ἄξεις αὐτὸν πρὸς ἐμέ, καὶ οὐ προσθήσει ἔτι ἅψασθαι αὐτοῦ. 10 Ο βασιλεύς είπε τότε προς αυτήν. “Ποιός είναι εκείνος, που θα σου αντιμιλήση; Θα τον οδηγήσης αμέσως προς εμέ και δεν θα τολμήση ούτε να εγγίση απλώς τον υιόν σου”. 10 «Ἐὰν τολμήσῃ κάποιος νὰ σοῦ εἰπῇ κάτι», τῆς ἀπεκρίθη ὁ βασιλεύς, «νὰ τὸν φέρῃς ἐδῶ ἐμπρός μου καὶ δὲν θὰ ἐπιχειρήσῃ πλέον νὰ ἐγγίσῃ τὸν υἱόν σου».
11 καὶ εἶπε· μνημονευσάτω δὴ ὁ βασιλεὺς τὸν Κύριον Θεὸν αὐτοῦ πληθυνθῆναι ἀγχιστέα τοῦ αἵματος τοῦ διαφθεῖραι καὶ οὐ μὴ ἐξάρωσι τὸν υἱόν μου· καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος, εἰ πεσεῖται ἀπὸ τῆς τριχὸς τοῦ υἱοῦ σου ἐπὶ τὴν γῆν. 11 Είπε τότε εκείνη προς τον Δαυίδ· “ας ευαρεστηθή ο βασιλεύς μου να προφέρη το όνομα Κυρίου του Θεού του, ορκιζόμενος εις αυτό, ότι δεν θα επιτρέψη να παρουσιασθή εκδικητής, συγγενής του φονευθέντος υιού μου, και ότι δεν θα εξοντώσουν τον ζώντα υιόν μου”. Είπεν ο Δαυίδ· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ότι ούτε μια τρίχα δεν θα πέση από την κεφαλήν του παιδιού σου εις την γην”. 11 Καὶ εἶπεν ἡ γυναῖκα εἰς τὸν Δαβίδ: «Ἂς ὁρκισθῇ, παρακαλῶ, ὁ βασιλεύς μου εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ του ὅτι θὰ ἐμποδίσῃ τοὺς συγγενεῖς μας ἐξ αἵματος, ποὺ θὰ ἐπιχειρήσουν πολλὲς φορὲς νὰ ἐκδικηθοῦν διὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν καὶ νὰ αὐξήσουν τὴν συμφοράν μου. Μόνον ἔτσι θὰ εἶμαι βεβαία ὅτι δὲν θὰ φονευθῇ ὁ υἱός μου». Καὶ εἶπεν ὁ Δαβίδ: «Ὁρκίζομαι εἰς τὸν Κύριον, ποὺ ζῇ καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, ὅτι δὲν θὰ ἀφήσω νὰ πέσῃ εἰς τὴν γῆν οὔτε μία τρίχα τοῦ υἱοῦ σου».
12 καὶ εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω δὴ ἡ δούλη σου πρὸς τὸν κύριόν μου βασιλέα ρῆμα. καὶ εἶπε· λάλησον. 12 Η γυνή είπε τότε προς τον βασιλέα· “θα μου επιτρέψης, σε παρακαλώ, να ομιλήσω και πάλιν εγώ η δούλη σου προς τον κύριόν μου τον βασιλέα ένα ακόμη λόγον”. Ο βασιλεύς απήντησεν· “ομίλησον”. 12 Καὶ εἶπε πάλιν ἡ γυναῖκα: «Ἔχω τὴν ἄδειαν, ἡ δούλη σου, νὰ εἰπῶ κάτι ἀκόμη πρὸς τὸν κύριόν μου καὶ βασιλέα μου;» «Μίλησε ἐλεύθερα», τῆς ἀπεκρίθη ὁ Δαβίδ.
13 καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ἱνατί ἐλογίσω τοιοῦτο ἐπὶ λαὸν Θεοῦ; ἦ ἐκ στόματος τοῦ βασιλέως ὁ λόγος οὗτος ὡς πλημμέλεια τοῦ μὴ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα τὸν ἐξωσμένον αὐτοῦ; 13 Προσέθεσε τότε η γυνή· “διατί συ εσκέφθης ένα τέτοιο παρόμοιον κακόν εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, του λαού του Θεού; Η διαταγή, η οποία εβγήκεν από το στόμα του βασιλέως, να μη επιστρέψη ο Αβεσσαλώμ, ο διωγμένος μακράν την Ιερουσαλήμ, δεν αποτελεί αδικίαν; 13 Καὶ εἶπεν ἡ γυναῖκα: «Διατί λοιπὸν ἐσκέφθης καὶ σύ, μεγαλειότατε, κάτι τέτοιο διὰ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὸ θέμα ποὺ ἐνδιαφέρει ὅλους μας; Μετὰ τὸν ὅρκον αὐτὸν δηλαδή, ποὺ ἐβγῆκε μόλις τώρα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ βασιλέως, δὲν παρουσιάζεται ἄδικος ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, μὲ τὸ νὰ μὴ ἐπιτρέπῃ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ υἱοῦ του Ἀβεσσαλώμ, ποὺ ἔφυγεν εἰς ἄλλην χώραν;
14 ὅτι θανάτῳ ἀποθανούμεθα, καὶ ὥσπερ τὸ ὕδωρ τὸ καταφερόμενον ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ οὐ συναχθήσεται· καὶ λήψεται ὁ Θεὸς ψυχήν, καὶ λογιζόμενος τοῦ ἐξῶσαι ἀπ’ αὐτοῦ ἐξεωσμένον. 14 Ας μη λησμονούμεν δε ότι όλοι θα αποθάνωμεν. Και όπως το νερό, το οποίον χύνεται και ρέει εις την γην, δεν είναι δυνατόν να μαζευθή, έτσι είμεθα και όλοι ημείς. Εκείνος ο οποίος απέθανε, δεν ημπορεί να επανέλθη εις την ζωήν. ( Ο Αμνών έφυγε από τον κόσμον αυτόν. Δεν επανέρχεται). Ο δε Θεός θα θέση υπό την προστασίαν του εκείνον, ο οποίος σκέπτεται να επαναφέρη τον εξωρισμένον Αβεσσαλώμ. 14 Ἐὰν πονῇς ἀκόμη διὰ τὸν Ἀμνών, σκέψου ὅτι θὰ πεθάνωμεν ὁπωσδήποτε ὅλοι μας κάποτε. Ὅπως δὲ τὸ νερό, ποὺ χύνεται εἰς τὴν γῆν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μαζευθῇ, ἔτσι παίρνει ὁριστικῶς ὁ Θεὸς τὴν ψυχὴν κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός (ποὺ δὲν θέλει τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου) θὰ εὐλογήσῃ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ σκεφθῇ καὶ θὰ ἀποφασίσῃ νὰ ἐπανέλθῃ ὁ ἐξόριστος ἀπὸ τὸν τόπον τῶν εἰδωλολατρῶν (ὅπου ζῇ τώρα καὶ κινδυνεύει νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ ἐκείνους).
15 καὶ νῦν ὃ ἦλθον λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα τὸν κύριόν μου τὸ ρῆμα τοῦτο, ὅτι ὄψεταί με ὁ λαός, καὶ ἐρεῖ ἡ δούλη σου· λαλησάτω δὴ πρὸς τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα, εἴπως ποιήσει ὁ βασιλεὺς τὸ ρῆμα τῆς δούλης αὐτοῦ· 15 Και τώρα ήλθα να θέσω υπ' όψιν του βασιλέως μου και κυρίου μου αυτά τα πράγματα, ότι με έχει τρομάξει το συγγενολόγι μου (μήπως και ζητήση να εφαρμόσω τον νόμον της αντιδικίας). Απεφάσισα λοιπόν, να αναφερθώ εις σέ, μήπως συ ο βασιλεύς μου, ημπορέσης να εκπληρώσης το αίτημα της χάριτος εμού της δούλης σου. 15 Καὶ ἦλθα τώρα ἐγὼ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ κύριόν μου καὶ ἀνέφερα τὴν ὑπόθεσίν μου αὐτήν, διότι μὲ εἶδαν μὲ ἀγρίας διαθέσεις οἱ συγγενεῖς μας καὶ θὰ ἔλθουν καὶ πάλιν διὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὸν Νόμον τῆς ἐκδικήσεως. Εἶπα λοιπὸν μέσα μου ἡ δούλη σου: «Ἂς ἀναφέρω τὸ θέμα μου εἰς τὸν κύριόν μου καὶ βασιλέα μου, μήπως καὶ εὐαρεστηθῇ ὁ βασιλεὺς νὰ ἀναλάβῃ τὴν ὑπόθεσιν τῆς δούλης του καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ αἴτημά της».
16 ὅτι ἀκούσει ὁ βασιλεύς· ρυσάσθω τὴν δούλην αὐτοῦ ἐκ χειρὸς τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ζητοῦντος ἐξᾶραί με καὶ τὸν υἱόν μου ἀπὸ κληρονομίας Θεοῦ. 16 Εσκέφθην και επίστευσα ότι ο βασιλεύς θα ακούση αυτήν την αίτησίν μου. Ας απαλλάξη εμέ την δούλην του από τα χέρια του ανδρός, ο οποίος ζητεί να βγάλη εμέ και τον υιόν μου από την κληρονομίαν, που μας έχει δώσει ο Θεός”. 16 Ἤμουν δὲ βεβαία ὅτι θὰ ἐπρόσεχε ὁ βασιλεὺς τὴν παράκλησίν μου. Ἂς σώσῃ λοιπὸν τώρα τὴν δούλην του ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζητεῖ νὰ ἐξοντώσῃ καὶ ἐμὲ καὶ τὸν υἱόν μου καὶ να μᾶς ἐξαφανίσῃ ἀπὸ τὴν γῆν, ποὺ εἶναι ἡ κληρονομία τοῦ λαοῦ τὸν Θεοῦ».
17 καὶ εἶπεν ἡ γυνή· εἴη δὴ ὁ λόγος τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως εἰς θυσίαν, ὅτι καθὼς ἄγγελος Θεοῦ, οὕτως ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τοῦ ἀκούειν τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ πονηρόν, καὶ Κύριος ὁ Θεός σου ἔσται μετὰ σοῦ. 17 Η γυναίκα συνεχίζουσα είπε· “ας είναι λοιπόν ο ευμενής αυτός λόγος του κυρίου μου και βασιλέως μου ως θυσία ενώπιον του Θεού. Διότι ο κύριός μου και βασιλεύς μου είναι σαν άγγελος Θεού, που ακούει το αγαθόν και το κακόν. Και ο Κυριος ο Θεός θα είναι πάντοτε μαζή σου”. 17 Καὶ ἡ γυναῖκα ἐπρόσθεσε: «Μάκαρι ὁ λόγος αὐτός, ποὺ εἶπε μὲ ὅρκον ὁ βασιλεὺς καὶ κύριος μου, νὰ εἶναι ὡς ἄλλη θυσία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς εἶναι σὰν ἄγγελος καὶ ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἠμπορεῖ νὰ ἀκούσῃ κάθε ὑπόθεσιν καὶ νὰ διακρίνῃ τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν. Εὔχομαι δὲ νὰ εἶναι μαζί σου ὁ Κύριος καὶ Θεός σου».
18 καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ’ ἐμοῦ ρῆμα, ὃ ἐγὼ ἐπερωτῶ σε. καὶ εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω δὴ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς. 18 Ο βασιλεύς, κάτι υποπτευθείς, απήντησε προς αυτήν την γυναίκα· “μη αρνηθής, σε παρακαλώ, να μου πης καθαράν την αλήθειαν εις ο,τι θα σε ερωτήσω”. Η γυναίκα απήντησεν· “ας ομιλήση, λοιπόν, ο βασιλεύς και κύριός μου και εγώ θα απαντήσω”. 18 Ἀπεκρίθη τότε ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν γνναῖκα καὶ τῆς εἶπε: «Θέλω νὰ μοῦ εἰπῇς ὅλην τὴν ἀλήθειαν, χωρὶς νὰ κρύψῃς ἀπὸ ἐμὲ τίποτε δι’ αὐτὸ ποὺ θὰ σὲ ρωτήσω». Καὶ ἡ γυναῖκα τὸν εἶπε: «Ἂς μιλήση, παρακαλῶ, ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς καὶ ἂς ρωτήσῃ ὅ,τι θέλει»,
19 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· μὴ ἡ χεὶρ ᾿Ιωὰβ ἐν παντὶ τούτῳ μετὰ σοῦ; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ βασιλεῖ· ζῇ ἡ ψυχή σου, κύριέ μου βασιλεῦ, εἰ ἔστιν εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ ἀριστερὰ ἐκ πάντων, ὧν ἐλάλησεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι ὁ δοῦλός σου ᾿Ιωὰβ αὐτὸς ἐνετείλατό μοι, καὶ αὐτὸς ἔθετο ἐν τῷ στόματι τῆς δούλης σου πάντας τοὺς λόγους τούτους· 19 Ο βασιλεύς Δαυίδ την ηρώτησε· “μήπως ο Ιωάβ σε συνεβούλευσε να μου πης όλα αυτά;” Απήντησεν η γυναίκα προς τον βασιλέα· “ορκίζομαι εις την ζωήν σου, κύριέ μου βασιλεύ, ότι δεν ημπορεί ενώπιόν σου να διαφύγη κανείς ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά· και εγώ δεν ημπορώ να αποκρύψω η να αρνηθώ τίποτε από όσα είπες συ, ο κύριός μου και βασιλεύς μου. Οτι δηλαδή πράγματι ο δούλός σου ο Ιωάβ, αυτός μου έδωσε την εντολήν και αυτός έβαλεν στο στόμα της δούλης σου όλα τα λόγια αυτά. 19 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Μήπως ἔβαλε τὸ χέρι του εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν ὁ Ἰωὰβ καὶ σοῦ τὰ εἶπεν ὅλα αὐτά;» Καὶ ἀπεκρίθη ἡ γυναῖκα: «Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν σου, κύριε μου, βασιλιᾶ μου, ὅτι δὲν συμβαίνει τίποτε περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ κύριος καὶ βασιλεύς μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθεία. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Ὁ δοῦλος σου ὁ Ἰωὰβ πράγματι ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ μὲ διέταξε νὰ ἔλθω πρὸς σέ, ὅπως μὲ βλέπεις, καὶ αὐτὸς ἔβαλε εἰς τὸ στόμα τῆς δούλης σου ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ σοῦ εἶπα.
20 ἕνεκεν τοῦ περιελθεῖν τὸ πρόσωπον τοῦ ρήματος τούτου ἐποίησεν ὁ δοῦλός σου ᾿Ιωὰβ τὸν λόγον τοῦτον, καὶ ὁ κύριός μου σοφὸς καθὼς σοφία ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ τοῦ γνῶναι πάντα τὰ ἐν τῇ γῇ. 20 Δια να δώση άλλην τροπήν στο θλιβερόν τούτο ζήτημα, εχρησιμοποίησεν ο δούλος σου ο Ιωάβ τον τρόπον αυτόν. Συ όμως, ο κύριός μου, είσαι σοφός. Η σοφία σου είναι σαν του αγγέλου του Θεού, ώστε να γνωρίζης όλα όσα συμβαίνουν εις την γην”. 20 Ἐχρησιμοποίησε δὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ δοῦλος σου ὁ Ἰωάβ, διὰ νὰ ἀλλάξῃ ἡ κατάστασις, ποὺ ἐδημιουργήθη μὲ τὸν θάνατον τὸν Ἀμνὼν καὶ τὴν φυγὴν τὸν Ἀβεσσαλώμ. Ὁ κύριός μου ὅμως, ὁ βασιλεύς, εἶναι σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ ἔχει τὴν σοφίαν τοῦ ἀγγέλου καὶ ἐκπροσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἠμπορεῖ νὰ ἐννοῇ καὶ νὰ διακρίνῃ ὅλα, ὅσα συμβαῖνουν εἰς τὴν γῆν».
21 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Ιωάβ· ἰδοὺ δὴ ἐποίησά σοι κατὰ τὸν λόγον σου τοῦτον· πορεύου, ἐπίστρεψον τὸ παιδάριον τὸν ᾿Αβεσσαλώμ. 21 Εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Ιωάβ και του είπεν· “ιδού, λοιπόν, θα σου κάμω την χάριν, την οποίαν μου εζήτησες. Πηγαινε να επαναφέρης το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ”. 21 Καὶ εἶπε μετὰ ταῦτα ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Ἰωάβ: «Αἴ, λοιπόν! Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα σου! Θὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ζητεῖς. Πήγαινε καὶ φέρε πίσω τὸ μικρὸ παιδί μου, τὸν Ἀβεσσαλώμ».
22 καὶ ἔπεσεν ᾿Ιωὰβ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησε καὶ εὐλόγησε τὸν βασιλέα, καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· σήμερον ἔγνω ὁ δοῦλός σου ὅτι εὗρον χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κύριέ μου βασιλεῦ, ὅτι ἐποίησεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τὸν λόγον τοῦ δούλου αὐτοῦ. 22 Ο Ιωάβ έπεσε κατά γης με το πρόσωπον στο έδαφος, προσεκύνησε και ηυχαρίστησε τον βασιλέα. Είπε δε στον Δαυίδ· “σήμερα εγώ ο δούλος σου επείσθην, ότι απολαμβάνω εκτιμήσεως πλησίον σου, κύριέ μου βασιλεύ, διότι εξεπλήρωσες αυτό το αίτημα του δούλου σου”. 22 Ἔπεσε τότε ἀμέσως ὁ Ἰωὰβ μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησε καὶ ἐδοξολόγησε καὶ εὐχαρίστησε τὸν βασιλέα. Εἶπε δὲ ὁ Ἰωὰβ καὶ τὰ ἑξῆς: «Σήμερα κα τάλαβα ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, ὅτι μὲ ἐκτιμᾷς καὶ μὲ ὑπολογίζεις, κύριε μου βασιλεῦ, διότι εὐηρεστήθη ὁ κύριος μου καὶ βασιλεὺς νὰ κάνῃ αὐτό, ποὺ τοῦ ἐζήτησεν ὁ δοῦλος του».
23 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωὰβ καὶ ἐπορεύθη εἰς Γεδσοὺρ καὶ ἤγαγε τὸν ᾿Αβεσσαλὼμ εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 23 Αμέσως ο Ιωάβ εσηκώθη, μετέβη εις την Γεδσούρ, επήρεν από εκεί και επανέφερε τον Αβεσσαλώμ εις την Ιερουσαλήμ. 23 Καὶ ἐσηκώθη κατόπιν ὁ Ἰωὰβ καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γεδοοὺρ καὶ ἔφερε τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
24 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀποστραφήτω εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπόν μου μὴ βλεπέτω καὶ ἀπέστρεψεν ᾿Αβεσσαλὼμ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδε. 24 Ο βασιλεύς είπεν· “ο Αβεσσαλώμ ας επιστρέψη και ας μείνη στον οίκον του. Αλλά ας μη ιδή ποτέ το πρόσωπόν μου”. Ο Αβεσσαλώμ επέστρεψε πράγματι στον οίκον του και δεν έβλεπε πλέον το πρόσωπον του βασιλέως· δεν παρουσιάσθη ποτέ εις αυτόν. 24 Εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς: «Ἂς γυρίσῃ εἰς τὸ σπίτι του, ἀλλὰ νὰ μὴ ἐμφανισθῇ ἐνώπιόν μου». Καὶ πράγματι ἐπέστρεψεν ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀπὸ τὴν ἐξορίαν εἰς τὸ σπίτι του, ἀλλὰ δὲν ἐπαρουσιάσθη νὰ ἰδῇ τὸν βασιλέα πατέρα του.
25 καὶ ὡς ᾿Αβεσσαλὼμ οὐκ ἦν ἀνὴρ ἐν παντὶ ᾿Ισραὴλ αἰνετὸς σφόδρα, ἀπὸ ἴχνους ποδὸς αὐτοῦ καὶ ἕως κορυφῆς αὐτοῦ οὐκ ἦν ἐν αὐτῷ μῶμος. 25 Μεταξύ των Ισραηλιτών δεν υπήρχεν άλλος τόσον θαυμαστός, όσον ήτο ο Αβεσσαλώμ, κατά την ωραιότητα. Ούτος από του άκρου των ποδών του μέχρι και της κεφαλής του δεν είχε κανένα ψεγάδι. 25 Δὲν ὑπῆρχε δὲ μεταξὺ ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν κανεὶς ἄνδρας σὰν τὸν Ἀβεσσαλώμ, τόσον ἐξακουστὸς διὰ τὴν ὡραιότητα καὶ σωματικήν του διάπλασιν. Ἀπὸ τὸ πέλμα του μέχρι τὸ κεφάλι του δὲν εἶχε κανένα ἀπολύτως σωματικὸν ἐλάττωμα.
26 καὶ ἐν τῷ κείρεσθαι αὐτὸν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ —καὶ ἐγένετο ἀπ’ ἀρχῆς ἡμερῶν εἰς ἡμέρας, ὡς ἂν ἐκείρετο, ὅτι κατεβαρύνετο ἐπ’ αὐτὸν— καὶ κειρόμενος αὐτὴν ἔστησε τὴν τρίχα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ διακοσίους σίκλους ἐν τῷ σίκλῳ τῷ βασιλικῷ. 26 Αυτός εκουρεύετο μια φορά το έτος, διότι ηύξανεν υπερβολικά και τον εβάρυνεν η κόμη του. Οταν δε εκούρευε την κεφαλήν του, το βάρος της κουρεμένης κόμης του εζύγιζεν· διακοσίους βασιλικούς σίκλους, δύο και πλέον χιλιόγραμμα. 26 Ἐκουρεύετο δὲ κάθε χρόνον, μὲ τὴν συμπλήρωσιν τοῦ ἔτους, ἀφοῦ ἐμεγάλωναν καὶ ἐβάρυναν πολὺ τὰ μαλλιά του. Τότε δὲ ποὺ ἐκούρευε τὸ κεφάλι του, τὰ μαλλιὰ ποὺ ἔκοβε ἐζύγιζαν διακοσίους σίκλους, μὲ βάσιν τὸν βασιλικὸν σίκλον, δύο δηλαδὴ κιλὰ καὶ πλέον.
27 καὶ ἐτέχθησαν τῷ ᾿Αβεσσαλὼμ τρεῖς υἱοὶ καὶ θυγάτηρ μία, καὶ ὄνομα αὐτῇ Θημάρ· αὕτη ἦν γυνὴ καλὴ σφόδρα καὶ γίνεται γυνὴ τῷ Ροβοὰμ υἱῷ Σαλωμὼν καὶ τίκτει αὐτῷ τὸν ᾿Αβιά. 27 Απέκτησε δε ο Αβεσσαλώμ τρεις υιούς και μίαν θυγατέρα. Η θυγάτηρ του ωνομάζετο Θημάρ. Αυτή ήτο ωραιοτάτη γυναίκα και έγινε σύζυγος του Ροβοάμ, του υιού του Σολομώντος. Αυτή εγέννησεν στον Ροβοάμ παιδί, τον Αβιά. 27 Ἀπέκτησε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ τρεῖς υἱοὺς καὶ μίαν κόρην, ἡ ὁποία ὠνομάζετο Θημάρ. Ἡ Θημὰρ ἦτο πολὺ ὡραία γυναῖκα καὶ ἔγινε σύζυγος τοῦ Ροβοάμ, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Σολομῶντος, καὶ τοῦ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά.
28 καὶ ἐκάθισεν ᾿Αβεσσαλὼμ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ δύο ἔτη ἡμερῶν, καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδε. 28 Ο Αβεσσαλώμ παρέμεινεν εις την Ιερουσαλήμ επί δύο έτη, κατά το διάστημα των οποίον δεν είδε το πρόσωπον του βασιλέως Δαυίδ. 28 Ἐκάθησε λοιπὸν ὁ Ἀβεσσαλὼμ δύο ὁλόκληρα χρόνια εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως.
29 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς ᾿Ιωὰβ ἀποστεῖλαι αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐλθεῖν πρὸς αὐτόν· καὶ ἀπέστειλεν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν, καὶ οὐκ ἠθέλησε παραγενέσθαι. 29 Εστειλε δε άνθρωπόν του στον Ιωάβ και εζήτησεν από αυτόν να μεσιτεύση, δια να παρουσιασθή προς τον βασιλέα. Ο Ιωάβ όμως δεν ενέκρινε και δεν ηθέλησε να έλθη αυτός προς τον βασιλέα. Ο Αβεσσαλώμ απέστειλε δεύτερον φοράν άνθρωπον προς τον Ιωάβ καλών αυτόν, αλλά εκείνος δεν ηθέλησε να προσέλθη. 29 Ἔστειλε δὲ ἄνθρωπόν του ὁ Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον Ἰωάβ, διὰ να τὸν χρησιμοποιήσῃ ὡς μεσολαβητὴν εἰς τὸν βασιλέα, ἀλλ' ἐκεῖνος δὲν ἠθέλησε να τὸν ἀκούσῃ καὶ νὰ ἔλθῃ. Ἔστειλε μάλιστα ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ διὰ δευτέραν φορὰν ἄνθρωπόν του εἰς τὸν Ἰωὰβ διὰ τὸ ἴδιον θέμα. Καὶ πάλιν ὅμως δὲν ἠθέλησε να ἔλθῃ ὁ Ἰωάβ, διὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ πιθανὸν συνένοχός του, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶχεν ἀποκαταστήσει πλήρως ὁ βασιλεὺς τὸν Ἀβεσσαλώμ.
30 καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε, ἡ μερὶς ἐν ἀγρῷ τοῦ ᾿Ιωὰβ ἐχόμενά μου, καὶ αὐτῷ ἐκεῖ κριθαί, πορεύεσθε καὶ ἐμπρήσατε αὐτὴν ἐν πυρί· καὶ ἐνέπρησαν οἱ παῖδες ᾿Αβεσσαλὼμ τὴν μερίδα. καὶ παραγίνονται οἱ δοῦλοι ᾿Ιωὰβ πρὸς αὐτὸν διερρηχότες τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ εἶπον· ἐνεπύρισαν οἱ δοῦλοι ᾿Αβεσσαλὼμ τὴν μερίδα ἐν πυρί. 30 Είπε τότε ο Αβεσσαλώμ στους δούλους του· “προσέξατε, ένας αγρός του Ιωάβ ευρίσκεται κοντά στον ιδικόν μου. Εις αυτόν έχει καλλιεργηθή δι' αυτόν κριθάρι, που είναι ώριμον προς θερισμόν. Πηγαίνετε και βάλετε φωτιά και καύσατέ το”. Οι δούλοι του Αβεσσαλώμ ήλθον, έβαλαν φωτιά και έκαυσαν το κριθάρι του αγρού του Ιωάβ. Οι δε δούλοι του Ιωάβ ήλθον προς τον κύριόν των με σχισμένα τα ιμάτιά των και είπαν· “οι δούλοι του Αβεσσαλώμ έκαυσαν το σπαρμένον χωράφι σου”. 30 Εἶπε τότε ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τοὺς δούλους του: «Προσέξατε! Τὸ χωράφι, ποὺ εἶναι δίπλα εἰς τὸ ἰδικόν μου, ἀνήκει κληρονομικῶς εἰς τὸν Ἰωάβ. Ἐκεῖ ἔχει τὸ κριθάρι του. Πηγαίνεται λοιπὸν καὶ νὰ βάλετε φωτιὰ εἰς τὸ χωράφι μὲ τὸ κριθάρι». Καὶ ἔκαυσαν πράγματι οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ τὸ χωράφι, ποὺ ἀνῆκεν εἰς τὸν Ἰωάβ. Ἔρχονται τότε οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰωὰβ εἰς τὸν κύριον των μὲ σχισμένα τὰ ἐνδύματά των, διὰ νὰ δείξουν τὴν λύπην των, καὶ τοῦ λέγουν: «Οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἔβαλαν φωτιὰ εἰς τὸ χωράφι σου».
31 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωὰβ καὶ ἦλθε πρὸς ᾿Αβεσσαλὼμ εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἱνατί ἐνεπύρισαν οἱ παῖδές σου τὴν μερίδα τὴν ἐμὴν ἐν πυρί; 31 Ο Ιωάβ αγανακτών ηγέρθη και μετέβη στον οίκον του Αβεσσαλώμ και του είπε· “διατί οι δούλοι σου έκαυσαν το σπαρμένον χωράφι μου;” 31 Σηκώνεται λοιπὸν ἀμέσως ὁ Ἰωὰβ καὶ ἔρχεται εἰς τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ λέγει: «Διατὶ ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔκαυσαν οἱ δοῦλοι σου τὸ χωράφι μου;»
32 καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς ᾿Ιωάβ· ἰδοὺ ἀπέστειλα πρός σε λέγων· ἦκε ὧδε, καὶ ἀποστελῶ σε πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· ἱνατί ἦλθον ἐκ Γεδσούρ; ἀγαθόν μοι ἦν εἶναι ἐκεῖ· καὶ νῦν ἰδοὺ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδον· εἰ δέ ἐστιν ἐν ἐμοὶ ἀδικία, καὶ θανάτωσόν με. 32 Ο Αβεσσαλώμ του απήντησεν· “ιδού, εγώ έστειλα άνθρωπον εις σε και σου είπα· Ελα εδώ, διότι θέλω να σε στείλω σαν πρεσβευτήν προς τον βασιλέα και να του πης· Διατί επέστρεψα από την Γεδσούρ; Προτιμότερον ήτο να έμενα εκεί, διότι μέχρι τώρα δεν είδα καθόλου το πρόσωπον του βασιλέως μου. Εάν έχω διαπράξει θανάσιμον έγκλημα, ας με θανατώση”. 32 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸν Ἰωάβ: «Ἀπὸ καιρὸ σοῦ ἔστειλα ἄνθρωπόν μου καὶ σοῦ εἶπα: Ἔλα ἐδῶ, διὰ νὰ σὲ στείλω εἰς τὸν βασιλέα νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς: «Διατὶ ἦλθα πάλιν ἐδῶ καὶ ἔφυγα ἀπὸ τὴν Γεδσούρ; Μοῦ ἦτο καλύτερον νὰ μένω ἀκόμη ἐκεῖ. Διότι ἕως τώρα, ἐδῶ καὶ δύο χρόνια, δὲν εἶδα τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶναι καὶ πατέρας μου. Ἐὰν εἶμαι ἔνοχος ἀδικίας καὶ ἀνομίας, δέχομαι νὰ τιμωρηθῶ μὲ θάνατον». Σὺ ὅμως δὲν μὲ ἐβοήθησες».
33 καὶ εἰσῆλθεν ᾿Ιωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ, καὶ ἐκάλεσε τὸν ᾿Αβεσσαλώμ. καὶ εἰσῆλθε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως, καὶ κατεφίλησεν ὁ βασιλεὺς τὸν ᾿Αβεσσαλώμ. 33 Ο Ιωάβ παρουσιάσθη τότε ενώπιον του βασιλέως και ανέφερεν εις αυτόν ο,τι του είχεν είπει ο Αβεσσαλώμ. Ο δε βασιλεύς εκάλεσε τον Αβεσσαλώμ. Ο Αβεσσαλώμ παρουσιάσθη στον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον αυτού κάτω εις την γην ενώπιον του βασιλέως. Ο δε βασιλεύς κατεφίλησε τον Αβεσσαλώμ. 33 Κατόπιν τούτου ὁ Ἰωὰβ ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἀνεκοίνωσε τὰ ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Ἀβεσσαλώμ. Καὶ ὁ Δαβὶδ ἐκάλεσε τὸν Ἀβεσσαλὼμ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ ἀνάκτορόν του. Καὶ ἐπαρουσιάσθη πράγματι ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ἔπεσεν ἐμπρός του μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησε τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ Δαβὶδ ἐφίλησε τὸν Ἀβεσσαλὼμ μὲ πατρικὴν ἀγάπην.