Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ᾿Αβεσσαλὼμ ἅρματα καὶ ἵππους καὶ πεντήκοντα ἄνδρας παρατρέχειν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, την συμφιλίωσιν δηλαδή του Αβεσσαλώμ προς τον πατέρα του, ο Αβεσσαλώμ κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του άρματα, ηγόρασε δε και ίππους. Πενήντα άνδρες ωσάν σωματοφύλακες και τιμητική συνοδεία έτρεχαν έπροοθέν του. 1 Μετὰ δὲ τὴν συμφιλίωσιν μὲ τὸν πατέρα του ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐφρόντισε καὶ ἐτοίμασε διὰ τὸν ἑαυτόν του πολεμικὰ ἅρματα καὶ ἱππικόν. Εἶχεν ἐπίσης μαζί του καὶ πενῆντα ἄνδρας, ποὺ εἶχαν εἰδικὴν ἀποστολὴν νὰ τρέχουν ἐμπρός του ὡς τιμητικὴ συνοδεία.
2 καὶ ὤρθρισεν ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ ἔστη ἀνὰ χεῖρας τῆς ὁδοῦ τῆς πύλης καὶ ἐγένετο πᾶς ἀνήρ, ᾧ ἐγένετο κρίσις, ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα εἰς κρίσιν, καὶ ἐβόησε πρὸς αὐτὸν ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ ἔλεγεν αὐτῷ· ἐκ ποίας πόλεως σὺ εἶ; καὶ εἶπεν· ἐκ μιᾶς φυλῶν ᾿Ισραὴλ ὁ δοῦλός σου. 2 Ο Αβεσσαλώμ εξυπνούσε πολύ πρωϊ, έβγαινε από την πόλιν και ίστατο πλησίον εις την οδόν, που ωδηγούσε εις την πύλην της πόλεως Ιερουσαλήμ. Εφώναζε δε κάθε άνθρωπον, ο οποίος είχε διαφοράς προς άλλον και ήρχετο να δικασθή ενώπιον του βασιλέως και του έλεγε με πολλήν φιλοφροσύνην· “από ποίαν πόλιν κατάγεσαι;” Εκείνος ευχαριστημένος απαντούσε· “εγώ, ο δούλος σου, κατάγομαι από μίαν πόλιν του Ισραηλιτικού λαού”. 2 Ἐξυπνοῦσε δὲ ἐνωρὶς τὸ πρωῒ ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐστέκετο δίπλα εἰς τὸν δρόμον, ποὺ ὠδηγοῦσε εἰς τὴν πόλην τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων. Μόλις δὲ ἔβλεπεν ὁποιονδήποτε, ποὺ εἶχε κάποιαν ὑπόθεσιν καὶ ἐπήγαινε εἰς τὸν βασιλέα, διὰ νὰ τὴν ἐξετάσῃ ἐκεῖνος καὶ νὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον, ἐφώναζε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ τὸν ἐρωτοῦσε: «Ἀπὸ ποιὰ πόλι εἶσαι;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε ἀναλόγως: «Εἶμαι ἀπὸ τὴν τάδε πόλιν τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ ὁ δοῦλος σου».
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Αβεσσαλώμ· ἰδοὺ οἱ λόγοι σου ἀγαθοὶ καὶ εὔκολοι, καὶ ὁ ἀκούων οὐκ ἔστι σοι παρὰ τοῦ βασιλέως. 3 Ο Αβεσσαλώμ έλεγε και διεβεβαίωνεν αυτόν· “η υπόθεσίς σου είναι ολοφάνερα δικαία και εύκολα ημπορεί να τακτοποιηθή. Δεν υπάρχει όμως κανένας διωρισμένος από τον βασιλέα δικαστής, δια να δικάση την υπόθεσίν σου”. 3 Καὶ τοῦ ἔλεγεν ὁ Ἀβεσσαλώμ: «Σὲ βεβαιώνω ὅτι τὸ αἴτημά σου εἶναι δίκαιον καὶ σωστὸν καὶ θὰ τακτοποιηθῇ εὔκολα. Κρῖμα ὅμως ποὺ δὲν ὑπάρχει διωρισμένος κάποιος δικαστὴς ἀπὸ τὸν βασιλέα, διὰ νὰ ἀκούσῃ τὸ θέμα σου».
4 καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλώμ· τίς με καταστήσει κριτὴν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐπ’ ἐμὲ ἐλεύσεται πᾶς ἀνήρ, ᾧ ἐὰν ᾖ ἀντιλογία καὶ κρίσις, καὶ δικαιώσω αὐτόν; 4 Και ο Αβεσσαλώμ προσέθετε· “ποιός τάχα θα με εγκαταστήση δικαστήν εις την χώραν αυτήν; Αν γίνω, εις εμέ θα έρχωνται τότε όλοι οι Ισραηλίται, που έχουν διαφοράς προς άλλους, και εγώ θα δικάζω δικαίως”. 4 Καὶ ἐσυνέχιζε ὁ Ἀβεσσαλώμ: «Ποιὸς θὰ μὲ κάνῃ Κριτὴν εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ὥστε νὰ ἔρχεται πρὸς ἐμὲ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἔχῃ τυχὸν κάποιαν διαφορὰν μὲ τὸν συνάνθρωπόν του ἢ ὁποιανδήποτε δικαστικὴν ὑπόθεσιν, καὶ νὰ τὸν δικαιώνω;»
5 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν ἄνδρα τοῦ προσκυνῆσαι αὐτῷ καὶ ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐπελαμβάνετο αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 5 Οταν δε κανείς Ισραηλίτης τον επλησίαζε να τον προσκυνήση, ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του, την έπιανε φιλικώς και τον καταφιλούσε. 5 Καὶ καθὼς ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸν ὁποῖον συνωμιλοῦσε, ἐπλησίαζε πρὸς τὸν Ἀβεσσαλὼμ διὰ νὰ τὸν προσκυνήσῃ, ἄπλωνε τὰ χέρια του ἐκεῖνος καὶ τὸν ἐνηγκαλίζετο καὶ τὸν ἠσπάζετο.
6 καὶ ἐποίησεν ᾿Αβεσσαλὼμ κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο παντὶ ᾿Ισραὴλ τοῖς παραγινομένοις εἰς κρίσιν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἰδιοποιεῖτο ᾿Αβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν ᾿Ισραήλ. 6 Ετσι δε συμπεριφερόμενος ο Αβεσσαλώμ προς κάθε Ισραηλίτην, που ήρχετο να δικασθή ενώπιον του βασιλέως, κατακτούσε τας καρδίας των Ισραηλιτών. 6 Τὰ ἔκαμνε δὲ αὐτὰ ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἰς κάθε Ἰσραηλίτην, ποὺ ἐπήγαινε πρὸς τὸν βασιλέα διὰ νὰ ζητήσῃ τὴν ἐκδίκασιν κάποιας ὑποθέσεώς του. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐκέρδιζεν ὁ Ἀβεσσαλὼμ τὴν συμπάθειαν καὶ φιλίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν.
7 καὶ ἐγένετο ἀπὸ τέλους τεσσαράκοντα ἐτῶν καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· πορεύσομαι δὴ καὶ ἀποτίσω τὰς εὐχάς μου, ἃς ηὐξάμην τῷ Κυρίῳ ἐν Χεβρών· 7 Οταν ο Αβεσσαλώμ συνεπλήρωνε το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του, είπε προς τον πατέρα του· “δος μου την άδειαν να μεταβώ εις την Χεβρών, δια να εκτελέσω ένα τάξιμο, το οποίον έχω κάμει προς τον Κυριον. 7 Κατὰ τὸ τέλος δὲ τοῦ τεσσαρακοστοῦ ἔτους εἶπεν ὁ Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὸν πατέρα του: «Θέλω νὰ πάω εἰς τὴν Χεβρών, διὰ νὰ ἐκπληρώσω τὰ τάματα, ποὺ ἔχω ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Κύριον.
8 ὅτι εὐχὴν ηὔξατο ὁ δοῦλός σου ἐν τῷ οἰκεῖν με ἐν Γεδσοὺρ ἐν Συρίᾳ λέγων· ἐὰν ἐπιστρέφων ἐπιστρέψῃ με Κύριος εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ λατρεύσω τῷ Κυρίῳ. 8 Διότι εγώ, ο δούλος σου, όταν έμενα εξόριστος εις την Γεδσούρ της Συρίας, έκαμα μίαν ευχήν στον Κυριον και είπα· Εάν ευδοκήση ο Κυριος και επιστρέψω εις την Ιερουσαλήμ, θα του προσφέρω δώρον της λατρείας μου προς αυτόν”. 8 Ἔκαμα τάξιμο, ὁ δοῦλος σου, τότε ποὺ ἤμουν ἐξόριστος εἰς τὴν Γεδσοὺρ τῆς Συρίας καὶ εἶπα: «Ἐὰν μὲ βοηθήσῃ ὁ Κύριος καὶ ἐπιστρέψω εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ τοῦ προσφέρω τὴν ἔκφρασιν τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ λατρείας μου εἰς τὴν Χεβρών».
9 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· βάδιζε εἰς εἰρήνην· καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη εἰς Χεβρών. 9 Ο βασιλεύς Δαυίδ ανύποπτος απήντησε προς τον Αβεσσαλώμ· “πήγαινε εις οδόν ειρήνης”. Εκείνος δε εξεκίνησε και μετέβη εις την Χεβρών. 9 Καὶ τοῦ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Πήγαινε εἰς τὸ καλό, εἰς ὁδὸν εἰρήνης». Ἐσηκωθη δὲ ἐκεῖνος ἀμέσως καὶ ἀνεχώρησε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Χεβρών.
10 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Αβεσσαλὼμ κατασκόπους ἐν πάσαις φυλαῖς ᾿Ισραὴλ λέγων· ἐν τῷ ἀκοῦσαι ὑμᾶς τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης καὶ ἐρεῖτε· βεβασίλευκε βασιλεὺς ᾿Αβεσσαλὼμ ἐν Χεβρών. 10 Εστειλε δε κατασκόπους ο Αβεσσαλώμ εις όλας τας φυλάς του Ισραήλ, δια να αναγγείλουν τα εξής· Αμέσως μόλις ακούσετε τον ήχον κερατίνης σάλπιγγας θα πήτε· «ανεκηρύχθη βασιλεύς εις την Χεβρών ο Αβεσσαλώμ”. 10 Ἀπέστειλε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐμπίστους ἀνθρώπους του ὡς κατασκόπους εἰς ὅλας τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοὺς εἶπε: «Μόλις ἀκούσετε να ἀντηχῇ ἡ κερατίνη σάλπιγγα, θὰ διαδώσετε παντοῦ τὴν ἑξῆς εἴδησιν: Ἀνεκηρύχθη βασιλεὺς εἰς τὴν Χεβρὼν ὁ Ἀβεσσαλώμ».
11 καὶ μετὰ ᾿Αβεσσαλὼμ ἐπορεύθησαν διακόσιοι ἄνδρες ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ κλητοὶ καὶ πορευόμενοι τῇ ἁπλότητι αὐτῶν καὶ οὐκ ἔγνωσαν πᾶν ρῆμα. 11 Μαζή δε με τον Αβεσσαλώμ επορεύθησαν προς την Χεβρών από την Ιερουσαλήμ διακόσιοι άλλοι επίσημοι άνδρες. Αυτοί επήγαν μαζή του με όλην των την απλότητα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε από όσα πονηρά είχε κατά νουν ο Αβεσσαλώμ. 11 Ὅταν δὲ ἀνεχώρησεν ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὸν ἀκολούθησαν καὶ διακόσιοι ἐκλεκτοὶ καὶ ἐπίσημοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐπῆγαν μαζί του μὲ καλὴν διάθεσιν, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τίποτε ἀπὸ τὰ συνωμοτικά του σχέδια.
12 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ ἐκάλεσε τὸν ᾿Αχιτόφελ τὸν Γελμωναῖον τὸν σύμβουλον Δαυὶδ ἐκ τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐκ Γωλὰ ἐν τῷ θυσιάζειν αὐτόν. καὶ ἐγένετο σύστρεμμα ἰσχυρόν, καὶ ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος καὶ πολὺς μετὰ ᾿Αβεσσαλώμ. 12 Ο Αβεσσαλώμ, όταν είχε κατεβή εις την Χεβρών, δια να προσφέρη την θυσίαν του τάματός του, έστειλεν άνθρωπον και προσεκάλεσε τον Αχιτόφελ τον Γελμωναίον, ο οποίος ήτο σύμβουλος του Δαυίδ και κατήγετο από την πόλιν Γωλά. Ετσι δε το συνωμοτικόν στράτευμα του Αβεσσαλώμ εγίνετο ολονέν και ισχυρότερον, διότι πολύς λαός συνεχώς επορεύετο και ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ. 12 Ἔστειλε δὲ ἀνθρώπους το ἀπὸ τὴν Χεβρὼν ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐκάλεσε κοντά του τὸν Ἀχιτόφελ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας Γελμὼν καὶ ἦτο ἕως τότε ἰδιαίτερος σύμβουλος τοῦ βασιλέως Δαβίδ. Τὸν ἐκάλεσε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀπὸ τὴν ἰδιαιτέραν του πατρίδα, ποὺ ἐλέγετο Γωλά, ἐνῷ προσέφερε τὰς θυσίας του. Ἔγινε δὲ τότε μεγάλη συνωμοσία καὶ ἐπανάστασις. Ὁ δὲ λαός, ποὺ ἀκολούθησε τὸν Ἀβεσσαλώμ, ἦτο πολύς.
13 καὶ παρεγένετο ὁ ἀπαγγέλλων πρὸς Δαυὶδ λέγων· ἐγενήθη ἡ καρδία ἀνδρῶν ᾿Ισραὴλ ὀπίσω ᾿Αβεσσαλώμ. 13 Ηλθεν όμως ενας αγγελιαφόρος προς τον Δαυίδ και του είπεν· “όλοι οι Ισραηλίται έχουν ακολουθήσει τον Αβεσσαλώμ”. 13 Ἦλθε δὲ ὁ ἀγγελιαφόρος πρὸς τὸν Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπε: «Οἱ Ἰσραηλῖται ἔδωσαν τὴν καρδίαν των εἰς τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ τὸν ἀκολούθησαν».
14 καὶ εἶπε Δαυὶδ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ τοῖς μετ’ αὐτοῦ τοῖς ἐν ῾Ιερουσαλήμ· ἀνάστητε καὶ φύγωμεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν σωτηρία ἀπὸ προσώπου ᾿Αβεσσαλώμ· ταχύνατε τοῦ πορευθῆναι, ἵνα μὴ ταχύνῃ καὶ καταλάβῃ ἡμᾶς καὶ ἐξώσῃ ἐφ’ ἡμᾶς τὴν κακίαν καὶ πατάξῃ τὴν πόλιν ἐν στόματι μαχαίρας. 14 Ο Δαυίδ, ο οποίος αντελήφθη πλέον τους πονηρούς σκοπούς του Αβεσσαλώμ, είπε προς τους δούλους του, που ευρίσκοντο μαζή του εις την Ιερουσαλήμ· “σηκωθήτε και ας φύγωμεν. Διότι εάν συναντηθώμεν με τον Αβεσσαλώμ, δεν θα υπάρξη καμμία σωτηρία δι' ημάς. Σπεύσατε να φύγωμεν, μήπως τυχόν εκείνος τρέξη και μας καταλάβη και αφήση να πέση επάνω μας όλη η κακία του και περάση τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ εν στόματι μαχαίρας”. 14 Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ εἰς ὅλους τοὺς αὐλικούς του, ποὺ ἔμεναν μαζί του εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα: «Σηκωθῆτε καὶ ἐτοιμασθῆτε ἀμέσως, διὰ νὰ φύγωμεν, διότι δὲν ὑπάρχει περίπτωσις να σωθῶμεν, ἐὰν σταθῶμεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἀβεσσαλώμ. Κάνετε γρήγορα καὶ μὴ καθυστερεῖτε τὴν ἀναχώρησιν, διὰ νὰ μὴ σπεύσῃ καὶ μᾶς πιάσῃ καὶ βγάλῃ καὶ ρίξῃ ἐπάνω μας τὴν κακίαν του καὶ ἐξολοθρεύσῃ τὰ Ἱεροσόλυμα μὲ μαχαίρι».
15 καὶ εἶπον οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν βασιλέα· κατὰ πάντα, ὅσα αἱρεῖται ὁ κύριος ἡμῶν ὁ βασιλεύς, ἰδοὺ οἱ παῖδές σου. 15 Οι δούλοι του βασιλέως είπαν προς αυτόν· “όλα όσα αποφασίση να πράξη ο κύριός μας και βασιλεύς μας, ημείς είμεθα πρόθυμοι να υπακούσωμεν και να πράξωμεν”. 15 Καὶ εἶπαν οἱ ἀφωσιωμένοι ὑπηρέται τοῦ βασιλέως εἰς τὸν βασιλέα των Δαβίδ: «Εἴμαστε ἕτοιμοι οἱ δοῦλοι σου νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς ὅ,τι ἀποφασίσῃς σύ, ὁ κύριός μας καὶ βασιλεύς».
16 καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ τοῖς ποσὶν αὐτῶν· καὶ ἀφῆκεν ὁ βασιλεὺς δέκα γυναῖκας τῶν παλλακῶν αὐτοῦ φυλάσσειν τὸν οἶκον. 16 Ο βασιλεύς πεζοπορών, μαζή δε με αυτόν και όλος ο βασιλικός του οίκος, έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Αφήκε δε μόνον δέκα από τας γυναίκας του της δευτέρας σειράς, να φυλάττουν τον βασιλικόν του οίκον. 16 Καὶ ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλιν πεζῇ ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του μαζί του. Ἄφησε δὲ πίσω του ὁ βασιλεὺς δέκα γυναῖκας ἀπὸ τὰς παλλακάς του, διὰ νὰ προσέχουν τὸ ἀνάκτορον.
17 καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ πεζῇ καὶ ἔστησαν ἐν οἴκῳ τῷ μακράν. 17 Εβγήκεν ο βασιλεύς και όλη η αυλή του πεζοπορούντες και εσταμάτησαν εις ένα μακρυνόν οίκον. 17 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ ἀνάκτορον ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλοι οἱ αὐλικοί του καὶ ἐπροχώρησαν μὲ τὰ πόδια, ἐσταμάτησαν εἰς κάποιο ἀπομακρυσμένο σπίτι.
18 καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀνὰ χεῖρα αὐτοῦ παρῆγον καὶ πᾶς Χελεθὶ καὶ πᾶς ὁ Φελεθὶ καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῆς ἐλαίας ἐν τῇ ἐρήμῳ· καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύετο ἐχόμενος αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ περὶ αὐτὸν καὶ πάντες οἱ ἁδροὶ καὶ πάντες οἱ μαχηταὶ ἑξακόσιοι ἄνδρες, καὶ παρῆσαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ· καὶ πᾶς ὁ Χελεθὶ καὶ πᾶς ὁ Φελεθὶ καὶ πάντες οἱ Γεθθαῖοι, οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἐλθόντες τοῖς ποσὶν αὐτῶν ἐκ Γέθ, πορευόμενοι ἐπὶ πρόσωπον τοῦ βασιλέως. 18 Ολοι οι αυλικοί του και οι δούλοι του τον περιεστοίχιζαν και εβάδιζαν μαζή του. Επίσης μαζή του επορεύοντο όλοι οι της προσωπικής του φρουράς, οι Χελεθί και Φελεθί, και εσταμάτησαν εις κάποιαν εληάν, η οποία ευρίσκετο εις έρημον περιοχήν. Ολος ο λαός εβάδιζε πλησίον του, όπως επίσης και οι επίσημοι και όλοι οι μαχηταί, εν όλω εξακόσιοι άνδρες υπό την εξουσίαν του. Πλησίον του ήσαν η σωμαμαφυλακή του από τους Χελεθί και Φελεθί, όλοι οι Γεθθαίοι, οι εξακόσιοι άνδρες, οι οποίοι είχον έλθει πεζοπορούντες από την Γέθ, και εβάδιζαν μαζή με τον βασιλέα. 18 Ὅλοι δὲ οἱ δοῦλοι του ἐβάδιζαν δίπλα του διὰ νὰ τὸν βοηθοῦν, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἰδιαίτεροι σωματοφύλακές του, ὅλοι δηλαδὴ ποὺ ἀνῆκαν εἰς τοὺς Χελεθὶ καὶ Φελεθί. Ἐστάθηκαν δὲ ὅλοι εἰς κάποιαν ἐλιάν, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς ἐκείνην τὴν ἐρημικὴν τοποθεσίαν. Ὅλος δὲ ὁ λαὸς ἐβάδιζε κοντά του καὶ ὅλοι ἐπίσης οἱ αὐλικοί του, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ δυνατοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἐμπειροπόλεμοι στρατιωτικοὶ ἐν συνόλῳ ἑξακόσιοι ἄνδρες. Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν δίπλα του, ἕτοιμοι νὰ τεθοῦν ἀμέσως ὑπὸ τὰς διαταγάς του. Ἐκεῖ ἦσαν ὅλοι, ὅσοι ἀποτελοῦσαν τὴν φρουράν του, δηλαδή οἱ Χελεθὶ καὶ οἱ Φελεθί, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ Γεθθαῖοι, ποὺ ἦσαν ἑξακόσιοι ἄνδρες καὶ οἰ ὁποῖοι ἦλθαν μὲ τὰ πόδια των ἀπὸ τὴν Γὲθ καὶ ἐβάδιζαν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν βασιλέα Δαβίδ.
19 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Εθθὶ τὸν Γεθθαῖον· ἱνατί πορεύῃ καὶ σὺ μεθ’ ἡμῶν; ἐπίστρεφε καὶ οἴκει μετὰ τοῦ βασιλέως, ὅτι ξένος εἶ σὺ καὶ ὅτι μετῴκησας σὺ ἐκ τοῦ τόπου σου. 19 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς τον Εθθί, τον Γεθθαίον· “διατί και συ ερχεσαι μαζή μας; Γυρισε πίσω και μένε μαζή με τον βασιλέα Αβεσσαλώμ, διότι συ είσαι απλώς ένας φιλοξενούμενός μας και δεν έχεις μετοικήσει από τον τόπον σου, δια να εγκατασταθής οριστικώς πλησίον μας. 19 Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Γὲθ Ἐθθί, ποὺ εἶχεν ἔλθει πρὸ ὀλίγου εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς φιλοξενούμενος: «Διατὶ ἔρχεσαι καὶ σὺ μαζί μας; Πήγαινε πίσω καὶ κάθισε μὲ τὸν νέον βασιλέα, τὸν Ἀβεσσαλώμ, διότι σὺ εἶσαι φιλοξενούμενος καὶ τώρα μόλις μετῴκησες ἀπὸ τὴν πατρίδα σου προσωρινῶς.
20 εἰ ἐχθὲς παραγέγονας, καὶ σήμερον κινήσω σε μεθ’ ἡμῶν; καί γε μεταναστήσεις τὸν τόπον σου; ἐχθὲς ἡ ἐξέλευσίς σου, καὶ σήμερον μετακινήσω σε μεθ’ ἡμῶν τοῦ πορευθῆναι; καὶ ἐγὼ πορεύσομαι οὗ ἐὰν ἐγὼ πορευθῶ. ἐπιστρέφου καὶ ἐπίστρεψον τοὺς ἀδελφούς σου μετὰ σοῦ, καὶ Κύριος ποιήσει μετὰ σοῦ ἔλεος καὶ ἀλήθειαν. 20 Εφόσον χθες ήλθες, πως είναι δυνατόν να σε μετακινήσω μαζή μας σήμερον; Λοιπόν, θα μεταναστεύσης από τον τόπον σου; Επαναλαμβάνω, χθες εβγήκες από την πατρίδα σου και πως θα σε υποχρεώσω εγώ σήμερον, να με ακολουθήσης εις την πορείαν μας; Αλλωστε εγώ θα πορευθώ, όπου ημπορέσω να πορευθώ. Γυρισε λοιπόν πίσω, επίστρεψε στους αδελφούς σου, στους ιδικούς σου. Ο δε Θεός θα δείξη το έλεός του και την αλήθειάν του προς σέ”. 20 Χθὲς μόλις ἦλθες εἰς τὴν πρωτεύουσάν μας καὶ θὰ σὲ πάρω κοντά μου σήμερα, ὥστε νὰ ταλαιπωρῆσαι μαζί μου; Θὰ ἐγκαταλείψῃς λοιπὸν τὸν τόπον σου; Χθὲς ἐβγῆκες ἀπὸ τὴν χώραν σου καὶ θὰ σὲ σύρω σήμερα μαζί μας διὰ νὰ περιπλανᾶσαι εἰς τὴν ἔρημον; Δὲν γνωρίζω δὲ ἀκόμη οὔτε ἐγὼ πρὸς ποίαν κατεύθυνσιν θὰ πορευθῶ. Γύρισε λοιπὸν πίσω καὶ πάρε μαζί σου καὶ τοὺς συμπατριώτας σου καὶ φύγετε. Ὁ δὲ Κύριος θὰ ἐκδηλώσῃ πρὸς σὲ τὸ ἔλεος Του καὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ πιστότητα τῶν λόγων Του περὶ δικαιοσύνης καὶ προστασίας Του».
21 καὶ ἀπεκρίθη ᾿Εθθὶ τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι εἰς τὸν τόπον, οὗ ἐὰν ᾖ ὁ κύριός μου, καὶ ἐὰν εἰς θάνατον καὶ ἐὰν εἰς ζωήν, ὅτι ἐκεῖ ἔσται ὁ δοῦλός σου. 21 Απεκρίθη ο Εθθί προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον τον Θεόν μου και στον κύριόν μου τον βασιλέα ότι, όπου ο κύριός μου θα μεταβή στον θάνατον η εις την ζωήν, εκεί και εγώ ο δούλος σου θα είμαι μαζή σου”. 21 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἐθθὶ εἰς τὸν βασιλέα Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπε: «Ὁρκίζομαι εἰς τὸν Κύριον, ποὺ ζῇ καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, καὶ εἰς τὴν ζωήν σου, κύριέ μου βασιλεῦ, ὅτι εἰς ὁποιονδήποτε τόπον θὰ ὑπάγῃς σύ, ὁ κύριός μου, θὰ εἶμαι ἐκεῖ καὶ ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, εἴτε ζήσω εἴτε πεθάνω».
22 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Εθθί· δεῦρο καὶ διάβαινε μετ’ ἐμοῦ· καὶ παρῆλθεν ᾿Εθθὶ ὁ Γεθθαῖος καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ὁ μετ’ αὐτοῦ. 22 Ο βασιλεύς Δαυίδ συγκινημένος είπε προς τον Εθθί· “έλα, βάδιζε μαζή μας”. Ο Εθθί ο Γεθθαίος, συνεπορεύετο μαζή με τον βασιλέα και με όλους τους δούλους και με όλον τον στρατόν αυτού. 22 Εἶπε τότε ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ εἰς τὸν Ἐθθὶ: «Ἐ' ὅσον λοιπὸν τὸ θέλεις, ἕλα καὶ προχώρει μαζί μου». Καὶ ἐπροχώρησαν πρὸς τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων ὁ Ἐθθί, ὁ Γεθθαῖος, καὶ ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ καὶ ὅλοι οἱ αὐλικοί του, καθὼς καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ ἦτο μαζί του.
23 καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἔκλαιε φωνῇ μεγάλῃ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύοντο ἐν τῷ χειμάρρῳ τῶν Κέδρων, καὶ ὁ βασιλεὺς διέβη τὸν χειμάρρουν Κέδρων καὶ πᾶς ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς παρεπορεύοντο ἐπὶ πρόσωπον ὁδοῦ τὴν ἔρημον. 23 Ολοι δε όσοι ήσαν μαζή με τον φεύγοντα Δαυίδ έκλαιαν με φωνήν μεγάλην. Ολος ο λαός διεπέρασε τον χείμαρρον των Κέδρων. Επίσης ο βασιλεύς Δαυίδ και όλος ο λαός, αφού διέβησαν τον χείμαρρον των Κέδρων, εσκόπευαν να πορευθούν δια της οδού, η οποία ωδηγούσε εις την έρημον του Ιορδάνου. 23 Ὅλος δὲ ὁ τόπος ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὰ κλάματα καὶ τὰς γοερὰς κραυγάς. Ἐπερνοῦσαν δὲ ὅλοι αὐτοί, ποὺ ἔφευγαν, μέσα ἀπὸ τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων. Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασε τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, ὁ Δαβὶδ ἐστράφη πρὸς τὸν δρόμον, ποὺ ὡδηγοῦσε πρὸς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου.
24 καὶ ἰδοὺ καί γε Σαδὼκ καὶ πάντες οἱ Λευῖται μετ’ αὐτοῦ αἴροντες τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου ἀπὸ Βαιθὰρ καὶ ἔστησαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ. καὶ ἀνέβη ᾿Αβιάθαρ, ἕως ἐπαύσατο πᾶς ὁ λαὸς παρελθεῖν ἐκ τῆς πόλεως. 24 Και ιδού, κατά την διάβασιν του χειμάρρου, παρουσιάσθη και ο Σαδώκ, ο αρχιερεύς, και μαζή με αυτόν όλοι οι Λευίται, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου από την Βαιθάρ. Αυτοί ετοποθέτησαν εκεί την ιεράν Κιβωτόν. Ανέβη δε και ο αρχιερεύς Αβιάθαρ, ο οποίος παρέμενεν εκεί, έως ότου έπαυσε πλέον να εξέρχεται από την Ιερουσαλήμ ο λαός, που ακολουθούσε τον Δαυίδ. 24 Καὶ μόλις ἐπέρασαν τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων, καταφθάνει ὁ ἀρχιερεὺς Σαδὼκ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Λευΐτας, οἱ ὁποῖοι ἐσήκωναν καὶ μετέφεραν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Βαιθάρ. Καὶ ἐτοποθέτησαν ἐκεῖ, εἰς τὸ ὕψωμα, τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου. Ἀνέβη δὲ πρὸς τὴν πλαγιὰν τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἀβιάθαρ καὶ ἐστάθη δίπλα εἰς τὴν Κιβωτόν, ἕως ὅτου ἔπαυσε πλέον νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν πόλιν ὁ λαός, ποὺ εἶχεν ἀκολουθήσει τὸν Δαβίδ.
25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Σαδώκ· ἀπόστρεψον τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν· ἐὰν εὕρω χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καὶ ἐπιστρέψει με καὶ δείξει μοι αὐτήν καὶ τὴν εὐπρέπειαν αὐτῆς. 25 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε τότε προς τον Σαδώκ· “επανάφερε την Κιβωτόν εις την πόλιν. Εάν δε εύρω χάριν ενώπιον του Κυρίου και ευδοκήση να με επαναφέρη εις την πόλιν, θα μου δείξη πάλιν την Κιβωτόν και την ωραιότητά της. 25 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Σαδώκ: «Θέλω νὰ μεταφέρῃς τὴν Κιβωτὸν τοῦ Κυρίου πίσω εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐὰν μὲ λυπηθῇ ὁ Κύριος καὶ φανῇ εὐνοϊκὸς ἀπέναντί μου, θὰ μὲ φέρῃ πίσω εἰς τὴν πόλιν καὶ πάλιν καὶ θὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ ἰδῶ τὴν Κιβωτὸν καὶ τὸ κάλλος καὶ τὴν δόξαν της.
26 καὶ ἐὰν εἴπῃ οὕτως· οὐκ ἠθέληκα ἐν σοί, ἰδοὺ ἐγώ εἰμι, ποιείτω μοι κατὰ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ. 26 Εάν όμως μου ομιλήση κατ' αυτόν τον τρόπον “δεν ευαρεστούμαι εις σέ” θα είπω· Ιδού εγώ είμαι έτοιμος. Ας κάμη ο Θεός δι' εμέ ο,τι είναι καλόν ενώπιόν του”. 26 Ἐὰν ἀντιθέτως μοῦ εἰπῇ διὰ τῶν πραγμάτων· «δὲν εἶμαι εὐχαριστημένος μαζί σου», εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποταχθῶ εἰς τὸ θέλημά Του. Ἂς ἐνεργήσῃ Ἐκεῖνος ὡς πρὸς ἐμέ, ὅπως κρίνει καλύτερον».
27 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Σαδὼκ τῷ ἱερεῖ· ἴδετε, σὺ ἐπιστρέφεις εἰς τὴν πόλιν ἐν εἰρήνῃ, καὶ ᾿Αχιμάας ὁ υἱός σου καὶ ᾿Ιωνάθαν ὁ υἱὸς ᾿Αβιάθαρ οἱ δύο υἱοὶ ὑμῶν μεθ’ ὑμῶν· 27 Είπε δε ο βασιλεύς στον Σαδώκ, τον αρχιερέα· “κυττάξτε, συ επιστρέφεις ειρηνικώς εις την πόλιν. Μαζή δέ με σας επιστρέφουν και τα παιδιά σας, ο Αχιμάας ο ιδικός σου υιός, και Ιωνάθαν ο υιός του Αβιάθαρ. 27 Εἶπε δὲ ἐπὶ πλέον ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν ἀρχιερέα Σαδὼκ καὶ τὰ ἑξῆς: «Προσέξατε! Νὰ ἐπιστρέψῃς τώρα σὺ εἰρηνικὸς εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ σὲ ἀκολουθήσουν καὶ ὁ Ἀχιμάας ὁ υἱός σου καὶ ὁ Ἰωνάθαν, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβιάθαρ. Θὰ εἶναι μαζί σας καὶ οἱ δύο υἱοί σας καὶ ἐλπίζω ὅτι θὰ μὲ ἐξυπηρετήσετε εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν ὥραν.
28 ἴδετε, ἐγώ εἰμι στρατεύομαι ἐν ᾿Αραβὼθ τῆς ἐρήμου ἕως τοῦ ἐλθεῖν ρῆμα παρ’ ὑμῶν τοῦ ἀπαγγεῖλαί μοι. 28 Ιδέτε, εγώ θα ευρίσκομαι εις κατάστασιν εκστρατείας εις την έρημον Αραβώθ, μέχρις ότου λάβω κάποιαν καλήν πληροφορίαν από σας”. 28 Νὰ ξερετε δὲ ὅτι ἐγὼ θὰ εὑρίσκωμαι εἰς κατάστασιν ἀναμονῆς πολεμικῶν ἐξελίξεων εἰς τὴν περιοχὴν Ἀραβὼθ τῆς ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου· καὶ θὰ περιμένω ἕως ὅτου μοῦ στείλετε κάποιαν εἴδησιν».
29 καὶ ἀπέστρεψε Σαδὼκ καὶ ᾿Αβιάθαρ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ. 29 Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ επέστρεψαν φέροντες την Κιβωτόν του Θεού εις την Ιερουσαλήμ και εγκατεστάθησαν εκεί. 29 Κατόπιν αὐτῶν οἰ ἀρχιερεῖς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ μετέφεραν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης πίσω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ παρέμεινεν ἐκεῖ ἡ Κιβωτός.
30 καὶ Δαυὶδ ἀνέβαινεν ἐν τῇ ἀναβάσει τῶν ἐλαιῶν ἀναβαίνων καὶ κλαίων καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκαλυμμένος, καὶ αὐτὸς ἐπορεύετο ἀνυπόδετος, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ’ αὐτοῦ ἐπεκάλυψεν ἀνὴρ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἀνέβαινον ἀναβαίνοντες καὶ κλαίοντες. 30 Ο δε Δαυίδ ανήρχετο τον λόφον των Ελαιών κλαίων και έχων σκεπασμένην την κεφαλήν του εις ένδειξιν πένθους. Επορεύετο δε ανυπόδητος. Ολοι οι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή του, εσκέπασαν την κεφαλήν των και ανέβαιναν τον ανήφορον του Ορους Ελαιών κλαίοντες και εκείνοι. 30 Καὶ καθὼς ἐπμοχωροῦσε ὁ Δαβὶδ μὲ κόπον πρὸς τὰ ὑψώματα τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἀνέβαινε καὶ ἔκλαιε. Εἶχε δὲ σκεπασμένον τὸ κεφάλι του καὶ ἐβάδιζε ξυπόλητος εἰς ἐκδήλωσιν τῆς θλίψεώς του. Καὶ ὅλοι ἐπίσης, ὅσοι τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει, εἶχαν σκεπασμένον τὸ κεφάλι των διὰ νὰ δείχνουν τὸ πένθος των καὶ ἔπροχωροῦσαν καὶ ἀνέβαιναν πρὸς τὰ ὑψώματα μὲ κλάματα.
31 καὶ ἀνηγγέλη Δαυὶδ λέγοντες· καὶ ᾿Αχιτόφελ ἐν τοῖς συστρεφομένοις μετὰ ᾿Αβεσσαλώμ· καὶ εἶπε Δαυίδ· διασκέδασον δὴ τὴν βουλὴν ᾿Αχιτόφελ, Κύριε ὁ Θεός μου. 31 Τοτε εγνωστοποιήθη στον Δαυίδ ότι και αυτός ο Αχιτόφελ ευρίσκετο μαζή με τους στασιαστάς, με το μέρος του Αβεσσαλώμ. Προοηυχήθη δε ο Δαυίδ προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε και Θεέ μου, σε παρακαλώ, ματαίωσε τα εναντίον εμού πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ”. 31 Ἦλθαν δὲ ἀγγελιαφόροι εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀχιτόφελ εὑρίσκεται μὲ αὐτούς, ποὺ ἐπανεστάτησαν ἐναντίον σου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἀβεσσαλώμ». Καὶ ὁ Δαβίδ, ποὺ ἐγνώριζε τί ἐσήμαινεν Ἀχιτόφελ, προσηυχήθη καὶ εἶπε: «Κύριε, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, διάλυσε τὰ σχέδια καὶ τὰς ραδιουργίας τοῦ Ἀχιτόφελ».
32 καὶ ἦν Δαυὶδ ἐρχόμενος ἕως τοῦ Ροώς, οὗ προσεκύνησεν ἐκεῖ τῷ Θεῷ, καὶ ἰδοὺ εἰς ἀπαντὴν αὐτῷ Χουσὶ ὁ ἀρχιεταῖρος Δαυὶδ διερρηχὼς τὸν χιτῶνα αὐτοῦ καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ. 32 Κατόπιν ο Δαυίδ έφθασε μέχρι της θέσεως Ροώς, όπου και προσεκύνησεν εκεί τον Θεόν. Και ιδού, εις απάντησιν του Δαυίδ παρουσιάσθη ο Χουσί, ο στενός αυτού φίλος, με σχισμένον τον χιτώνα του και με χώμα επάνω εις την κεφαλήν του. 32 Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησε ὁ Δαβίδ, ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, εἰς τὴν θέσιν Ροώς, καὶ ἐπροσκύνησε ἐκεῖ τὸν Κύριον. Ἐνῷ δὲ εὑρίσκετο εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην, ἔρχεται εἰς συνάντησίν του ὁ Χουσί, ποὺ ἦτο ἰδιαίτερος σύμβουλος τοῦ βασιλέως Δαβίδ. Ὁ φίλος αὐτὸς τοῦ Δαβίδ, διὰ νὰ δείξῃ τὴν συμπάθειάν του πρὸς τὸν θλιμμένον βασιλέα τοῦ, εἶχε σχίσει τὸν χιτῶνα του καὶ εἶχε ρίξει χῶμα εἰς τὸ κεφάλι του.
33 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· ἐὰν μὲν διαβῇς μετ’ ἐμοῦ, καὶ ἔσῃ ἐπ’ ἐμὲ εἰς βάσταγμα· 33 Είπε δε ο Δαυίδ προς αυτόν· “εάν διαβής και έλθης μαζή μου, θα είσαι εις εμέ βάρος. 33 Εἶπε δὲ ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Χουσί, ποὺ ἦτο ἠλικιωμένος καὶ ἐδυσκολεύετο εἰς τὰς μετακινήσεις: «Ἐὰν ἔλθῃ μαζί μου, θὰ δυσκολευθῶ νὰ σὲ βαστάσω, θὰ μὲ ἐπιβαρύνῃς.
34 καὶ ἐὰν ἐπιστρέψῃς ἐπὶ τὴν πόλιν, καὶ ἐρεῖς τῷ ᾿Αβεσσαλώμ· διεληλύθασιν οἱ ἀδελφοί σου, καὶ ὁ βασιλεὺς κατόπισθέν μου διελήλυθεν ὁ πατήρ σου, καὶ νῦν παῖς σού εἰμι, βασιλεῦ, ἔασόν με ζῆσαι, παῖς τοῦ πατρός σου ἤμην τότε καὶ ἀρτίως, καὶ νῦν ἐγὼ δοῦλος σός· καὶ διασκεδάσεις μοι τὴν βουλὴν ᾿Αχιτόφελ. 34 Εάν όμως επιστρέψης εις την πόλιν, εκεί θα είπης στον Αβεσσαλώμ· Οι αδελφοί σου ανεχώρησαν. Εφυγεν επίσης από εμέ ο βασιλεύς, ο πατήρ σου. Εγώ είμαι τώρα δούλος ιδικός σου, βασιλεύ. Αφησέ με να ζήσω. Δούλος του πατρός σου ήμουν προηγουμένως, μέχρι προ ολίγου. Τωρα εγώ θα γίνω δούλος ιδικός σου. Μένων δε συ πλησίον του Αβεσσαλώμ, θα κατορθώσης να διαλύσης τα εναντίον εμού πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ. 34 Ἐὰν ὅμως ἐπιστρέψῃς εἰς τὴν πόλιν, θὰ μὲ ἐξυπηρετήσῃς. Θὰ παρουσιασθῇς δηλαδὴ εἰς τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ θὰ τοῦ εἰπῇς: «Ἔφυγαν οἱ ἀδελφοί σου. Ἄφησα ἐπίσης πίσω μου καὶ τὸν βασιλέα πατέρα σου. Ἔφυγε καὶ αὐτός. Τώρα, μεγαλειότατε, εἶμαι ἰδικός σου δοῦλος. Ἄφησέ με νὰ ζήσω. Γνωρίζεις ὅτι ἀπὸ καιρὸν ἕως τώρα ἤμουν σύμβουλος τοῦ πατέρα σου. Ἀπὸ τώρα ὅμως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ εἶμαι εἰς τὰς διαταγάς σου». Ἔτσι, Χουσί, θὰ ἠμπορέσῃς νὰ διαλύσῃς τὰ σχέδια τοῦ Ἀχιτόφελ, ποὺ ἐστράφη ἐναντίον μου.
35 καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ μετὰ σοῦ Σαδὼκ καὶ ᾿Αβιάθαρ οἱ ἱερεῖς, καὶ ἔσται πᾶν ρῆμα, ὃ ἐὰν ἀκούσῃς ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπαγγελεῖς τῷ Σαδὼκ καὶ τῷ ᾿Αβιάθαρ τοῖς ἱερεῦσιν. 35 Μαζή σου δε εις την Ιερουσαλήμ θα είναι και οι αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ. Ο,τι ακούεις από τον βασιλικόν οίκον του Αβεσσαλώμ, θα το γνωστοποιής στους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ. 35 Νὰ ξέρῃς δὲ ὅτι ἐκεῖ, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ ἔχῃς βοηθούς σου τοὺς ἀρχιερεῖς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ. Ὁτιδήποτε θὰ μαθαίνῃς εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ νέου βασιλέως, θὰ τὸ ἀνακοινώνῃς εἰς τὸν Σαδὼκ καὶ τὸν Ἀβιάθαρ, τοὺς δύο ἀρχιερεῖς.
36 ἰδοὺ ἐκεῖ μετ’ αὐτῶν δύο υἱοὶ αὐτῶν, ᾿Αχιμάας υἱὸς τῷ Σαδὼκ καὶ ᾿Ιωνάθαν υἱὸς τῷ ᾿Αβιάθαρ, καὶ ἀποστελεῖτε ἐν χειρὶ αὐτῶν πρός με πᾶν ρῆμα, ὃ ἐὰν ἀκούσητε. 36 Επίσης μαζή με αυτούς είναι τα δυό παιδιά των. Ο Αχιμάας υιός του Σαδώκ, και ο Ιωνάθαν υιός του Αβιάθαρ. Δια μέσου αυτών θα μου γνωστοποιήτε κάθε τι, το οποίον θα ακούσετε”. 36 Ἔχε ὑπ' ὄψιν σου ἐπίσης ὅτι ἐκεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς εὑρίσκονται καὶ οἱ δύο υἱοί των, δηλαδὴ ὁ Ἀχιμάας, ὁ υἱὸς τοῦ Σαδώκ, καὶ ὁ Ἰωνάθαν, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβιάθαρ. Μὲ αὐτοὺς τοὺς δύο θὰ μὲ ἐνημερώνετε δι’ ὀτιδήποτε θὰ ἀκούετε καὶ θὰ μαθαίνετε».
37 καὶ εἰσῆλθε Χουσὶ ὁ ἑταῖρος Δαυὶδ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ ἄρτι εἰσεπορεύετο εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 37 Ο Χουσί, ο στενός φίλος του Δαυίδ, επείσθη, επανήλθεν εις την πόλιν, όταν ο Αβεσσαλώμ εισήρχετο εις την Ιερουσαλήμ. 37 Κατόπιν αὐτῶν ὁ φίλος καὶ μυστικοσύμβουλος τοῦ Δαβὶδ Χουσὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἔφθασε δὲ τὴν στιγμήν, ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ἀβεσσαλώμ.