Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ὅτε ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ Κύριος κατεκληρονόμησεν αὐτὸν κύκλῳ ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ τῶν κύκλῳ, 1 Οταν ο βασιλεύς Δαυίδ εγκατεστάθη στο ανάκτορόν του, ο Κυριος τον απήλλαξε από τους πολέμους και του έδωσε κληρονομίαν από τας χώρας όλων των γύρω εχθρικών του λαών. 1 Όταν λοιπὸν ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ ἐγκατεστάθη εἰς τὸ ἀνάκτορόν του καὶ τὸν ἀπήλλαξεν ὁ Κύριος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, ποὺ τὸν περικύκλωναν, καὶ ἐξησφάλισε τὴν κληρονομίαν του ἀπὸ τὰς γύρω ἐχθρικὰς χώρας;
2 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Νάθαν τὸν προφήτην· ἰδοὺ δὴ ἐγὼ κατοικῶ ἐν οἴκῳ κεδρίνῳ, καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ κάθηται ἐν μέσῳ τῆς σκηνῆς. 2 Και είπεν ο βασιλεύς Δαυίδ προς τον Ναθαν, τον προφήτην· “ιδού, λοιπόν, εγώ κατοικώ τώρα εις τον βασιλικόν οίκον κατεσκευασμένον από πολύτιμα ξύλα κέδρου, η δε Κιβωτός του Θεού ευρίσκεται μέσα εις μίαν απλήν σκηνήν”. 2 εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν προφήτην Νάθαν: «Ὅπως βλέπεις, ἐγὼ μὲν κατοικῶ μέσα εἰς πολυτελὲς ἀνάκτορον, ποὺ κατεσκευάσθη μὲ ξύλα κέδρου, ἐνῷ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται μέσα εἰς μίαν ἁπλὴν σκηνήν».
3 καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς τὸν βασιλέα· πάντα, ὅσα ἂν ἐν τῇ καρδίᾳ σου, βάδιζε καὶ ποίει, ὅτι Κύριος μετὰ σοῦ. 3 Ο Ναθαν είπε προς τον βασιλέα· “όλα όσα έχεις εις την καρδίαν σου να κάμης σχετικώς με τον ναόν του Κυρίου, πήγαινε και εκτέλεσέ τα. Διότι ο Κυριος είναι μαζή σου”. 3 Καὶ ὁ Νάθαν ἀπεκρίθη εἰς τὸν βασιλέα: «Προχώρει καὶ κάνε ὅλα, ὅσα ποθεῖ ἡ καρδιά σου, διότι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου».
4 καὶ ἐγένετο τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ ἐγένετο ρῆμα Κυρίου πρὸς Νάθαν λέγων· 4 Αλλά κατά την νύκτα εκείνην ωμίλησεν ο Κυριος προς τον προφήτην Ναθαν και του είπε· 4 Κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην ὅμως μίλησε ὁ Κύριος εἰς τὸν Νάθαν καὶ τοῦ εἶπε:
5 πορεύου, καὶ εἰπὸν πρὸς τὸν δοῦλόν μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος· οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον τοῦ κατοικῆσαί με· 5 “πήγαινε και ειπέ στον δούλον μου τον Δαυίδ, ότι αυτά λέγει ο Κυριος· Δεν θα ανοικοδομήσης συ τον ναόν μου, δια να κατοικήσω εις αυτόν, 5 «Πήγαινε καὶ νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς τὸν δοῦλον μου τὸν Δαβίδ: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: Δὲν εἶσαι σὺ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ μοῦ κτίσῃ Ναόν; διὰ νὰ κατοικῶ εἰς αὐτόν.
6 ὅτι οὐ κατῴκηκα ἐν οἴκῳ ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἤμην ἐμπεριπατῶν ἐν καταλύματι καὶ ἐν σκηνῇ, 6 διότι έως τώρα ποτέ δεν έχω κατοικήσει εις μόνιμον ναόν, από τότε που έβγαλα τους Ισραηλίτας ελευθέρους από την Αίγυπτον, μέχρι της σημερινής ημέρας. Παντοτε επορευόμην, ευρισκόμενος, εις πτωχικόν ξύλινον παράπηγμα, σκεπασμένον με σκεπάσματα. 6 Ἄλλως τε δὲν ἔχω κατοικήσει ποτὲ μέσα εἰς Ναόν, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον τοὺς Ἰσμαηλίτας μέχρι σήμερα. Διαρκῶς ἐβάδιζα μαζί σας καὶ διέμενα εἰς πρόχειρον κατάλυμα, εἰς μίαν σκηνήν.
7 ἐν πᾶσιν, οἷς διῆλθον ἐν παντὶ ᾿Ισραήλ, εἰ λαλῶν ἐλάλησα πρὸς μίαν φυλὴν τοῦ ᾿Ισραήλ, ᾧ ἐνετειλάμην ποιμαίνειν τὸν λαόν μου ᾿Ισραὴλ λέγων· ἱνατί οὐκ ᾠκοδομήκατέ μοι οἶκον κέδρινον; 7 Εις όλην την διαδρομήν, που είχα με τους Ισραηλίτας έως εδώ, μήπως διετύπωσα παράπονον, έστω και προς μίαν φυλήν του Ισραηλιτικού λαού, εις την οποίαν εγώ παρεχώρησα την ηγεμονίαν επί των άλλων φυλών, δια το γεγονός ότι δεν μου είχατε κτίσει ναόν από πολύτιμα κέδρα; Ποτέ. 7 Καθ’ ὅλην τὴν διαδρομὴν τῆς ἱστορίας σας ἕως τώρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἤμουν μαζί σας, εἶπα ἄραγε ποτὲ εἰς μίαν ἔστω φυλὴν τοῦ Ἰσραὴλ ἢ εἰς κάποιον ἄρχοντα, ποὺ τὸν ὥρισα διὰ νὰ ὁδηγῇ τὸν λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ, διατὶ δὲν ἐκτίσατε πρὸς χάριν μου Ναὸν ἀπὸ ξύλα κέδρου;»
8 καὶ νῦν τάδε ἐρεῖς τῷ δούλῳ μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἔλαβόν σε ἐκ τῆς μάνδρας τῶν προβάτων τοῦ εἶναί σε εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ 8 Τωρα, λοιπόν, αυτά θα πης στον δούλον μου τον Δαυίδ· Αυτά λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· Σε επήρα από βοσκόν, που εφύλαττες τα πρόβατα, και σε ανέδειξα βασιλέα, αρχηγόν του λαού μου του Ισραηλιτικού. 8 Καὶ τώρα λοιπὸν νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς τὸν δοῦλον μου τὸν Δαβίδ: «Αὐτὰ λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος: Σὲ ἐπῆρα ἀπὸ τὸ μαντρὶ τῶν προβάτων, διὰ νὰ γίνῃς ἄρχων καὶ ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ μου, τοῦ Ἰσραήλ.
9 καὶ ἤμην μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύου, καὶ ἐξωλόθρευσα πάντας τοὺς ἐχθρούς σου ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἐποίησά σε ὀνομαστὸν κατὰ τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. 9 Ημουνα μαζή σου συμπαραστάτης και βοηθός εις όλας τας ενεργείας σου. Εξωλόθρευσα από εμπρός σου όλους τους εχθρούς σου, σε κατέστησα περιώνυμον, σου έδωσα όνομα, όπως τα ονόματα των μεγάλων ανδρών της οικουμένης. 9 Καὶ ἤμουν μαζί σου ἕως τώρα παντοῦ, ὅπου ἐπήγαινες. Ἐξωλόθρευσα δὲ ἀπὸ ἐμπρός σου ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου καὶ ἔκανα τὸ ὄνομά σου ἔνδοξον καὶ ἐξακουστόν, ὅπως τὸ ὄνομα τῶν διασήμων ἀνδρῶν τῆς γῆς.
10 καὶ θήσομαι τόπον τῷ λαῷ μου τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ καταφυτεύσω αὐτόν, καὶ κατασκηνώσει καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ οὐ μεριμνήσει οὐκέτι, καὶ οὐ προσθήσει υἱὸς ἀδικίας τοῦ ταπεινῶσαι αὐτὸν καθὼς ἀπ᾿ ἀρχῆς, 10 Και επί πλέον, εγώ τώρα θα ετοιμάσω τόπον δια τον λαόν μου, τον ισραηλιτικόν. Θα τον φυτεύσω εκεί, και εκείνος θα εγκατασταθή εις ιδικόν του τόπον, ειρηνικός και αμέριμνος. Αδικοι και εχθρικοί λαοί δεν θα τον υποτάξουν, όπως έγινε στους αρχαιοτέρους χρόνους, 10 Σὲ βεβαιώνω ἐπίσης ὅτι θὰ ὁρίσω καὶ θὰ ἑτοιμάσω ἕνα τόπον εἰδικῶς διὰ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραὴλ καὶ θὰ τὸν φυτεύσω ἐκεῖ, ὥστε νὰ ριζώσῃ. Καὶ θὰ ἐγκατασταθῇ εἰς αὐτὸν ἀσφαλής, χωρὶς νὰ ἔχῃ πλέον καμμίαν ἀνησυχίαν. Κανεὶς ἄδικος καὶ πονηρὸς λαὸς δὲν πρόκειται νὰ ὑποτάξῃ καὶ ταπεινώσῃ τὸν λαόν μου, ὅπως συνέβη προηγουμένως,
11 ἀπὸ τῶν ἡμερῶν, ὧν ἔταξα κριτὰς ἐπὶ τὸν λαόν μου ᾿Ισραήλ, καὶ ἀναπαύσω σε ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν σου, καὶ ἀπαγγελεῖ σοι Κύριος ὅτι οἶκον οἰκοδομήσεις αὐτῷ. 11 εις τας ημέρας δηλαδή εκείνας, κατά τας οποίας εγώ είχα αναδείξει Κριτάς δια τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν. Θα σε απαλλάξω από όλους τους εχθρούς σου. Ο Κυριος θα σου είπη πότε να οικοδομήσης εις αυτόν οίκον. 11 τότε δηλαδὴ ποὺ ὥρισα Κριτὰς εἰς τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ. Θὰ σὲ ἀπαλλάξω ὁπωσδήποτε ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου καὶ θὰ σοῦ εἰπῇ τότε ὁ Κύριος ὁτιδήποτε ἔχει σχέσιν μὲ τὴν διάθεσίν σου νὰ τοῦ οἰκοδομήσῃς Ναόν.
12 καὶ ἔσται ἐὰν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σέ, ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασιλείαν αὐτοῦ· 12 Οταν δε συμπληρωθούν αι ημέραι της ζωής σου και κοιμηθής μαζή με τους προγόνους σου, θα αναδείξω εγώ έπειτα από σε τον υιόν σου, ο οποίος θα κατάγεται από σένα, και θα στερεώσω την βασιλείαν του. 12 Ὅταν δὲ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς σου καὶ κοιμηθῇς καὶ σὺ τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου μαζὶ μὲ τοὺς πατέρας σου, θὰ ἀναδείξω τὸν ἀπόγονόν σου μετὰ ἀπὸ σέ, ποὺ θὰ εἶναι παιδὶ ἰδικό σου, καὶ θὰ στερεώσω τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν του.
13 αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον τῷ ὀνόματί μου, καὶ ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα. 13 Αυτός θα ανοικοδομήση επί τω ονόματί μου ναόν, εγώ δε θα ανορθώσω και θα στερεώσω τον θρόνον του ακατάλυτον. 13 Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀνεγείρῃ Ναὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Ὀνόματός μου καὶ θὰ ἀνυψώσω καὶ θὰ δοξάσω αἰωνίως τὸν θρόνον του.
14 ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν· καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἡ ἀδικία αὐτοῦ, καὶ ἐλέγξω αὐτὸν ἐν ράβδῳ ἀνδρῶν καὶ ἐν ἁφαῖς υἱῶν ἀνθρώπων· 14 Εγώ θα είμαι δι' αυτόν πατήρ και αυτός θα είναι δι' εμέ υιός. Εάν δε αυτός αμαρτήση, θα τον τιμωρήσω με ραβδισμούς και με κτυπήματα προερχόμενα από άλλους ανθρώπους. 14 Θὰ εἶμαι Ἐγὼ δι' αὐτὸν πατέρας καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι παιδί μου. Καὶ ὅταν κάποτε παρανομήσει, θὰ τὸν τιμωρήσω παιδαγωγικῶς μὲ τιμωρίας ἀνδρῶν καὶ μὲ κτυπήματα ἀνθρώπινα, μὲ ἐπιείκειαν δηλαδὴ καὶ μὲ τιμωρίας ὑποφερτάς.
15 τὸ δὲ ἔλεός μου οὐκ ἀποστήσω ἀπ᾿ αὐτοῦ, καθὼς ἀπέστησα ἀφ᾿ ὧν ἀπέστησα ἐκ προσώπου μου. 15 Δεν θα απομακρύνω όμως το έλεός μου από αυτόν, όπως είχα απομακρύνει τα μάτια μου από άλλους, που είχαν προηγουμένως αμαρτήσει. 15 Δὲν θὰ ἀπομακρύνω δὲ ποτὲ ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἔλεός μου, ὅπως τὸ ἀπέσυρα ἀπὸ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἀπεστράφην λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν των, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Σαούλ.
16 καὶ πιστωθήσεται ὁ οἶκος αὐτοῦ καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐνώπιόν μου. καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος εἰς τὸν αἰῶνα. 16 Ετσι οι απόγονοί του και η βασιλεία του θα στερεωθούν ενώπιόν μου δια παντός. Και θα είναι αιωνία η βασιλεία του, στερεά και ακατάλυτος στον αιώνα”. 16 Ἡ δὲ οἰκογένειά του καὶ ἡ βασιλική του κυριαρχία θὰ εἶναι βέβαια καὶ σταθερὰ ἐνώπιόν μου αἰωνίως. Καὶ ὁ θρόνος του θὰ εἶναι αἰωνίως ἔνδοξος».
17 κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους καὶ κατὰ πᾶσαν τὴν ὅρασιν ταύτην, οὕτως ἐλάλησε Νάθαν πρὸς Δαυίδ. 17 Αυτά είπεν ο Θεός προς τον Ναθαν και σύμφωνα με την όρασιν και τα λόγια αυτά του Θεού ωμίλησεν ο Ναθαν προς τον Δαυίδ. 17 Αὐτὰ εἶπεν ὁ Νάθαν εἰς τὸν Δαβίδ, σύμφωνα μὲ τὴν δρᾶσιν καὶ προφητείαν, ποὺ τοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός.
18 καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ καὶ ἐκάθισεν ἐνώπιον Κυρίου καὶ εἶπε· τίς εἰμι ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, καὶ τίς ὁ οἶκός μου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως τούτων; 18 Ο βασιλεύς Δαυίδ εισήλθεν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, έμεινεν ενώπιον του Κυρίου και προσευχηθείς είπε· “ποιός είμαι εγώ, Κυριέ μου Κυριε, και ποιά είναι η οικονένειά μου, ώστε να με έχης αγαπήσει μέχρι τοιούτου σημείου; 18 Μετὰ ταῦτα ἐμβῆκε ὁ Δαβὶδ εἰς τὴν Σκηνὴν καὶ ἔμεινε πολλὴν ὥραν ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ εἶπε: «Ποιὸς εἶμαι ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, καὶ ποία εἶναι ἡ οἰκογένειά μου, ὥστε νὰ μὲ κρίνῃς ἄξιον νὰ μὲ ἀγαπήσῃς τόσον πολύ!
19 καὶ κατεσμικρύνθην μικρὸν ἐνώπιόν σου, Κύριέ μου Κύριε. καὶ ἐλάλησας ὑπὲρ τοῦ οἴκου τοῦ δούλου σου εἰς μακράν· οὗτος δὲ ὁ νόμος τοῦ ἀνθρώπου, Κύριέ μου Κύριε. 19 Είδα, Κυριέ μου Κυριε, περισσότερον τώρα την μικρότητά μου ενώπιόν σου, με όσα θαυμαστά υπεσχέθης δια την οικογένειάν μου και δι' εμέ τον δούλον σου και δια το μακρυνόν μέλλον. Εφέρθης απέναντί μου, Κυριέ μου Κυριε, ωσάν φίλος προς φίλον. 19 Ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, ἐλάχιστα ἐταπεινώθην καὶ ἔγινα μικρὸς ἐνώπιόν Σου καὶ Σὺ ὑπεσχέθης μεγάλα διὰ τὸ μακρινὸν μέλλον τῆς οἰκογενειάς μου, τῆς οἰκογένειας τοῦ δούλου Σου. Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος Σου, ποὺ ρυθμίζει τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, Κύριέ μου Κύριε. Ἔτσι φέρεσαι Σύ, ὁ Παντοδύναμος καὶ Πανάγιος, πρὸς ἐμᾶς, τοὺς εὐτελεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους.
20 καὶ τί προσθήσει Δαυὶδ ἔτι τοῦ λαλῆσαι πρός σε; καὶ νῦν σὺ οἶδας τὸν δοῦλόν σου, Κύριέ μου Κύριε. 20 Τι επί πλέον έχω τώρα να ζητήσω από σε εγώ ο Δαυίδ; Συ γνωρίζεις εμέ τον δούλον σου, Κυριέ μου Κυριε. 20 Καὶ τί ἄλλο νὰ προσθέσω καὶ νὰ Σοῦ εἰπῶ ἐγὼ ὁ Δαβίδ; Σὺ ἤδη γνωρίζεις καλὰ τὸν δοῦλον Σου, Κύριέ μου Κύριε.
21 διὰ τὸν λόγον σου πεποίηκας, καὶ κατὰ τὴν καρδίαν σου ἐποίησας πᾶσαν τὴν μεγαλωσύνην ταύτην γνωρίσαι τῷ δούλῳ σου 21 Συμφωνα με την υπόσχεσίν σου και με την αγίαν θέλησίν σου έκαμες όλα αυτά τα θαυμάσια, τα οποία απεκάλυψες εις εμέ τον δούλον σου. 21 Ὅλα ἔγιναν, ἐπειδὴ τὸ εἶπες Σύ. Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἤθελεν ἡ καρδιά σου, ἔκανες ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστά, διὰ νὰ τὰ γνωρίσω καὶ νὰ διδαχθῶ.
22 ἕνεκεν τοῦ μεγαλῦναί σε, Κύριέ μου Κύριε, ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς σὺ καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἠκούσαμεν ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν. 22 Εγιναν αυτά, δια να σε δοξάζω, Κυριέ μου Κυριε, διότι δεν υπάρχει άλλος, όπως είσαι συ, ούτε υπάρχει άλλος Θεός όπως συ, ο μόνος ικανός και δυνατός δια τα θαυμάσια, τα οποία έκαμες και ήκουσαν τα αυτιά μας. 22 Μοῦ τὰ ἔκανες γνωστά, διὰ νὰ Σὲ μεγαλύνω καὶ νὰ Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου Κύριε, διότι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος ὅμοιός Σου· καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ Σέ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔκανες καὶ ἀκούσαμε μὲ τὰ αὐτιά μας.
23 καὶ τίς ὡς ὁ λαός σου ᾿Ισραὴλ ἔθνος ἄλλο ἐν τῇ γῇ; ὡς ὡδήγησεν αὐτὸν ὁ Θεὸς τοῦ λυτρώσασθαι αὐτῷ λαόν, τοῦ θέσθαι σε ὄνομα, τοῦ ποιῆσαι μεγαλωσύνην καὶ ἐπιφάνειαν, τοῦ ἐκβαλεῖν σε ἐκ προσώπου τοῦ λαοῦ σου, οὓς ἐλυτρώσω σεαυτῷ ἐξ Αἰγύπτου, ἔθνη καὶ σκηνώματα; 23 Ποιός άλλος λαός εις την οικουμένην είναι τόσον ευλογημένος από σέ, όπως ο Ισραηλιτικός λαός σου; Γνωρίζομεν, πως συ ο Θεός ηλευθέρωσας αυτόν από τους Αιγυπτίους και τον καθωδήγησες και του έδωσες δοξασμένον όνομα και προς χάριν του επραγματοποίησες εξαίρετα και μεγάλα θαύματα, ώστε χάριν αυτού του λαού, τον οποίον απηλευθέρωσας από την δουλείαν της Αιγύπτου, να απομακρύνης άλλα έθνη από τας κατοικίας των. 23 Ἀλλὰ καὶ ποιὸς ἄλλος λαὸς ὑπάρχει εἰς τὴν γῆν ὅμοιος πρὸς τὸν λαόν Σου, τὸν Ἰσραήλ; Εἶναι πασίγνωστον πῶς ὠδήγησεν ἕως τώρα τὸν Ἰσραὴλ ὁ Θεὸς καὶ τί ἔκανε διὰ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους, καὶ νὰ τὸν ἀναδείξῃ λαόν Του, καὶ νὰ τοῦ χαρίσῃ ὄνομα ἔνδοξον, καὶ ὅτι ἐπετέλεσε μεγάλα καὶ θαυμαστὰ κατορθώματα διὰ νὰ τὸν ἀνυψώσῃ. Ποῖος δὲν ξέρει, Κύριε, ὅτι ἐπενέβης Σύ, διὰ νὰ βγάλῃς καὶ νὰ διώξῃς ἄλλα ἔθνη μὲ τὰς ἐγκαταστάσεις των ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν λαόν Σου, ποὺ τὸν ἐλύτρωσες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ εἶναι ἰδικός σου;
24 καὶ ἡτοίμασας σεαυτῷ τὸν λαόν σου ᾿Ισραὴλ εἰς λαὸν ἕως αἰῶνος, καὶ σύ, Κύριε, ἐγένου αὐτοῖς εἰς Θεόν. 24 Επαιδαγώγησες και εστερέωσες τον λαόν σου αυτόν τον Ισραηλιτικόν μέχρι πέρατος των αιώνων. Συ, Κυριε, έγινες αυτού Θεός. 24 Καὶ ἐξεχώρισες καὶ ἐφρόντισες τὸν λαόν Σου, τὸν Ἰσραήλ, ὥστε νὰ εἶναι αἰωνίως λαός Σου, καὶ Σύ, Κύριε, ἔγινες δι’ αὐτοὺς ὀ Θεός των.
25 καὶ νῦν, Κύριέ μου Κύριε, τὸ ρῆμα, ὃ ἐλάλησας περὶ τοῦ δούλου σου καὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, πίστωσον ἕως τοῦ αἰῶνος, Κύριε παντοκράτωρ Θεὲ τοῦ ᾿Ισραήλ· καὶ νῦν καθὼς ἐλάλησας, 25 Και τώρα, Κυριέ μου Κυριε, τον λόγον, τον οποίον είπες δι' εμέ τον δούλον σου και δια τον οίκον μου, πραγματοποίησέ τον εις αιώνας αιώνων. 25 Καὶ τώρα, Κύριέ μου Κύριε, τήρησε τὸν λόγον Σου, ποὺ εἶπες δι’ ἐμὲ τὸν δοῦλον Σου καὶ διὰ τὴν οἰκογένειάν μου. Τήρησε τὴν ὑπόσχεσίν σου αἰωνίως, Κύριε παντοκράτωρ, Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ. Ἂς γίνῃ καὶ τώρα αὐτό, ποὺ εἶπες.
26 μεγαλυνθείη τὸ ὄνομά σου ἕως αἰῶνος. 26 Κυριε παντοκράτωρ, Θεέ του Ισραήλ, όπως είπες, ας γίνη, δια να δοξασθή αιωνίως το όνομά σου. 26 Καὶ ἂς δοξάζεται τὸ ὄνομά Σου εἰς τοὺς αἰῶνας.
27 Κύριε παντοκράτωρ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ἀπεκάλυψας τὸ ὠτίον τοῦ δούλου σου, λέγων· οἶκον οἰκοδομήσω σοι· διὰ τοῦτο εὗρεν ὁ δοῦλός σου τὴν καρδίαν ἑαυτοῦ τοῦ προσεύξασθαι πρός σε τὴν προσευχὴν ταύτην. 27 Κυριε παντοκράτωρ, Θεέ του Ισραήλ, συ εφανέρωσας εις εμέ τον δούλον σου τα μέλλοντα λέγων· Θα οικοδομήσω δια σε οίκον. Δια τούτο εγώ ο δούλός σου έσπευσα να ανοίξω την καρδίαν μου και να κάμω προς σε αυτήν την προσευχήν. 27 Κύριε Παντοκράτωρ, Σύ, ποὺ εἶσαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἀπεκάλυψες ἰδιαιτέρως εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον Σου καὶ εἶπες: «Θὰ οἰκοδομήσω διὰ σὲ οἶκον». Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὁ οἶκος αὐτὸς δὲν εἶναι συνηθισμένος. Πρόκειται διὰ κάτι τὸ ἔκτακτον. Δι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἐγὼ ὁ δοῦλος Σου εὑρῆκα τὸ θάρρος νὰ προσευχηθῶ πρὸς Σὲ καὶ νὰ Σοῦ ἀπευθύνω αὐτὴν τὴν προσευχὴν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μου.
28 καὶ νῦν, Κύριέ μου Κύριε, σὺ εἶ ὁ Θεός, καὶ οἱ λόγοι σου ἔσονται ἀληθινοί, καὶ ἐλάλησας ὑπὲρ τοῦ δούλου σου τὰ ἀγαθὰ ταῦτα· 28 Και τώρα, Κυριέ μου Κυριε, ομολογώ και διακηρύσσω, ότι συ είσαι ο αληθινός Θεός και οι λόγοι σου αληθινοί και θα εκπληρωθούν οι λόγοι, τους οποίους ελάλησες προς εμέ τον δούλον σου δια τα αγαθά αυτά. 28 Καὶ τώρα πάλιν, Κύριέ μου Κύριε, Σὺ εἶσαι δι' ἐμὲ ὁ μόνος Θεὸς καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι τὰ λόγιά Σου θὰ βγοῦν ἀληθινά. Καὶ Σύ, ὁ Κύριος, εἶσαι Ἐκεῖνος, ποὺ ὑπεσχέθης ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκτακτα ἀγαθὰ χάριν ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου.
29 καὶ νῦν ἄρξαι καὶ εὐλόγησον τὸν οἶκον τοῦ δούλου σου τοῦ εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα ἐνώπιόν σου, ὅτι σύ, Κύριέ μου Κύριε, ἐλάλησας, καὶ ἀπὸ τῆς εὐλογίας σου εὐλογηθήσεται ὁ οἶκος τοῦ δούλου σου τοῦ εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα. 29 Καμε τώρα αρχήν, Κυριε, και ευλόγησε τον οίκον εμού, του δούλου σου, δια να μένη πάντοτε αιώνιος ενώπιόν σου. Διότι συ, Κυριέ μου Κυριε, έδωσες την υπόσχεσιν και με την ιδικήν σου ευλογίαν θα ευλογηθή ο οίκος εμού ου δούλου σου, ώστε να μένη στον αιώνα”. 29 Κάνε λοιπὸν τὴν ἀρχὴν καὶ εὐλόγησε τώρα τὴν οἰκογένειαν τοῦ δούλου Σου, ὥστε νὰ μένῃ αἰωνίως πιστὴ ἐνώπιόν Σου, διότι Σύ, Κύριέ μου Κύριε, μίλησες καὶ ὑπεσχέθης ὅλα αὐτά. Καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν Σου εὐλογίαν θὰ εὐλογηθῇ πλουσίως ἡ οἰκογένεια τοῦ δούλου Σου, ὥστε νὰ εἶναι εὐλογημένη καὶ νὰ ζῇ αἰωνίως».