Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐκεῖ ἐπικαλούμενος υἱὸς παράνομος, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σαβεέ, υἱὸς Βοχορὶ ἀνὴρ ὁ ᾿Ιεμινί, καὶ ἐσάλπισε τῇ κερατίνῃ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν ἡμῖν μερὶς ἐν Δαυὶδ οὐδὲ κληρονομία ἡμῖν ἐν τῷ υἱῷ ᾿Ιεσσαί· ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματά σου, ᾿Ισραήλ. | 1 Εζούσε εις τα Γαλγαλα, γνωστός από όλους ως κακός άνθρωπος, κάποιος ονομαζόμενος Σαβεέ, υιός του Βοχόρ, που ανήκεν εις την φυλήν του Βενιαμίν. Αυτός με την κερατίνην σάλπιγγα εσάλπισε και είπε προς τους Ισραηλίτας· “ημείς δεν έχομεν καμμίαν σχέσιν με τον Δαυίδ, ούτε και υπάρχει καμμιά κληρονομία μεταξύ ημών και του παιδιού αυτού του Ιεσσαί. Δια τούτο κάθε Ισραηλίτης ας επανέλθη στο σπίτι του”. | 1 Εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην τῶν Γαλγάλων, ὅπου ἐξεδηλώθη ἡ διαμάχη Ἰουδαίων καὶ Ἰσραηλιτῶν, εὑρίσκετο καὶ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν γενικῶς κακὸν καὶ παράνομον, καὶ ὠνομάζετο Σαβεέ. Ἦτο υἱὸς τοῦ Βοχορὶ καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν. Αὐτὸς λοιπὸν ἐσάλπισε μὲ τὴν κερατίνην σάλπιγγα καὶ ἐκήρυξεν ἀνταρσίαν κατὰ τοῦ Δαβὶδ καὶ εἶπε: «Δὲν ἔχομεν καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Δαβίδ! Δὲν ἀκολουθοῦμεν καὶ δὲν ἔχομεν κληρονομίαν μὲ τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί! Κάθε Ἰσραηλίτης ἂς ξεχωρίσῃ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του». |
2 καὶ ἀνέβη πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ ὄπισθεν Δαυὶδ ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. καὶ ἀνὴρ ᾿Ιούδα ἐκολλήθη τῷ βασιλεῖ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ᾿Ιορδάνου καὶ ἕως ῾Ιερουσαλήμ. | 2 Ολοι οι άλλοι Ισραηλίται απεμακρύνθησαν και απεστάτησαν από τον Δαυίδ και ηκολούθησαν τον Σαβεέ, τον υιόν αυτόν του Βοχόρ. Η φυλή όμως του Ιούδα, η οποία εξετείνετο από τον Ιορδάνην ποταμόν μέχρι και της Ιερουσαλήμ, προσεκολλήθη στενώτερον στον βασιλέα Δαυίδ. | 2 Καὶ πράγματι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὸν Δαβὶδ καὶ ἀκολούθησαν τὸν Σαβεέ, τὸν υἱὸν τοῦ Βοχορί. Ὅσοι ὅμως ἀνῆκαν εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα καὶ διέμεναν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἕως τὰ Ἱεροσόλυμα, προσεκολλήθησαν εἰς τὸν βασιλέα των Δαβίδ. |
3 καὶεἰσῆλθε Δαυὶδ εἰς οἶκον αὐτοῦ εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς τὰς δέκα γυναῖκας τὰς παλλακὰς αὐτοῦ, ἃς ἀφῆκε φυλάσσειν τὸν οἶκον, καὶ ἔδωκεν αὐτὰς ἐν οἴκῳ φυλακῆς καὶ διέθρεψεν αὐτὰς καὶ πρὸς αὐτὰς οὐκ εἰσῆλθε, καὶ ἦσαν συνεχόμεναι ἕως θανάτου αὐτῶν, χῆραι ζῶσαι. | 3 Ο Δαυίδ επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ και εισήλθεν στον οίκον του. Ελαβε τας δέκα συζύγους του της δευτέρας σειράς, τας οποίας, όταν έφευγεν, είχεν αφήσει να φυλάσσουν τον οίκον του. Εκλεισεν αυτάς εις κάποιον άλλον οίκον. Εδιδεν όλα όσα τους εχρειάζοντο εις διατροφήν των, αλλά αυτός ποτέ δεν ήλθεν πλέον εις συνάφειαν με αυτάς. Εμειναν έτσι αυταί κλεισμέναι μέχρι θανάτου των, ως εάν ήσαν ζωντοχήραι. | 3 Ὁ δὲ βασιλεὺς Δαβὶδ ἔφθασε καὶ ἐμβῆκε εἰς τὸ ἀνάκτορόν του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐπῆρε δὲ ὁ Δαβὶδ τὰς δέκα παλλακὰς γυναῖκας του, ποὺ τὰς εἶχεν ἀφήσει νὰ φυλάσσουν τὸ σπίτι του, ὅταν ἔφυγεν ὁ ἴδιος ἐξόριστος, καὶ τὰς ἔκλεισεν εἰς κάποιο ἄλλο σπίτι. Καὶ ἐπειδὴ τὰς εἶχε βιάσει ὁ Ἀβεσσαλώμ, δὲν εἶχε πλέον σαρκικὴν σχέσιν μαζί των, ἀλλὰ μόνον ἐφρόντιζε διὰ τὴν διατροφήν των. Ἔμεναν δὲ αὐταὶ εἰς τὸ ἑξῆς καὶ μέχρι τοῦ θανάτου τῶν κλεισμέναι ἐκεῖ ὡς ζωντοχῆραι. |
4 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς ᾿Αμεσσαΐ· βόησόν μοι τὸν ἄνδρα ᾿Ιούδα τρεῖς ἡμέρας, σὺ δὲ αὐτοῦ στῆθι. | 4 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς τον Αμεσσαΐ· φρόντισε να κληθούν και να παρουσιασθούν εδώ όλοι οι άνδρες της φυλής Ιούδα εντός τριών ημερών, Συ δε έλα κατόπιν και στάσου εδώ”. | 4 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ εἰς τὸν Ἀμεσσαΐ: «Νὰ καλέσῃς ὅλους τοὺς ἄνδρας τῆς φυλῆς τῶν Ἰουδαίων νὰ συγκεντρωθοῦν πρὸς πόλεμον δι’ ἐμὲ ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν. Νὰ ἔλθῃς δὲ καὶ σὺ ἐδῶ καὶ νὰ μείνῃς μαζί μου». |
5 καὶ ἐπορεύθη ᾿Αμεσσαΐ τοῦ βοῆσαι τὸν ᾿Ιούδαν καὶ ἐχρόνισεν ἀπὸ τοῦ καιροῦ, οὗ ἐτάξατο αὐτῷ Δαυίδ. | 5 Ο Αμεσσαΐ ανεχώρησε, δια να προσκαλέση την φυλήν του Ιούδα. Εβράδυνεν όμως από την προθεσμίαν, που του έδωκεν ο Δαυίδ. | 5 Καὶ ἔφυγε πράγματι ὁ Ἀμεσσαΐ, διὰ νὰ καλέσῃ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ' ὅμως καθυστέρησε καὶ ὑπερέβη τὴν προθεσμίαν, ποὺ τοῦ ὥρισεν ὁ Δαβίδ. |
6 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς ᾿Αμεσσαΐ· νῦν κακοποιήσει ἡμᾶς Σαβεὲ υἱὸς Βοχορὶ ὑπὲρ ᾿Αβεσσαλώμ, καὶ νῦν σὺ λάβε μετὰ σεαυτοῦ τοὺς παῖδας τοῦ κυρίου σου καὶ καταδίωξον ὀπίσω αὐτοῦ, μήποτε ἑαυτῷ εὕρῃ πόλεις ὀχυρὰς καὶ σκιάσει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν. | 6 Οταν επέστρεψε, του είπεν ο Δαυίδ· “μάθε ότι ο Σαβεέ, ο υιός Βοχορί, έχει κατά νουν να επιφέρη τώρα εναντίον μας κακά μεγαλύτερα από εκείνα, τα οποία μας επροξένησεν ο Αβεσσαλώμ. Λοιπόν, συ τώρα πάρε μαζή σου το στράτευμα του κυρίου σου και καταδίωξε αυτόν, μήπως τυχόν εύρη πόλεις οχυράς και μας διαφύγη και μας φέρη εις δύσκολον θέσιν. | 6 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ Ἀμεσσαΐ, τοῦ εἶπεν ὁ Δαβίδ: «Τὴν ἐποχὴν αὐτὴν εἶναι περισσότερον ἐπικίνδυνος καὶ ἀπὸ τὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ Σαβεέ, ὁ υἱὸς τοῦ Βοχορί, ποὺ ἐστράφη μὲ πάθος ἐναντίον μας διὰ νὰ μᾶς βλάψῃ. Πάρε λοιπὸν τώρα μαζί σου ὅλους τοὺς στρατιώτας τοῦ κυρίου σου καὶ καταδίωξέ τον, μὴ τυχὸν καὶ εὕρῃ πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας νὰ ὀχυρωθῇ, ὁπότε θὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὰ μάτια μας καὶ δὲν θὰ εἶναι εὔκολον νὰ τὸν ἀντιμετωπίσωμεν». |
7 καὶ ἐξῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ οἱ ἄνδρες ᾿Ιωὰβ καὶ ὁ Χερεθὶ καὶ ὁ Φελεθὶ καὶ πάντες οἱ δυνατοὶ καὶ ἐξῆλθον ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ διῶξαι ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. | 7 Μαζή με τον Αμεσσαΐ ηκολούθησαν και οι άνδρες του αρχιστρατήγου Ιωάβ, οι σωματοφύλακες του Δαυίδ Χερεθί και Φελεθί, όλοι γενναίοι άνδρες. Αυτοί εξήλθαν από την Ιερουσαλήμ, δια να καταδιώξουν τον Σαβεέ, τον Βοχορίτην. | 7 Μετὰ τὴν διαταγὴν αὐτὴν τοῦ βασιλέως ἔφυγεν ὁ Ἀμεσσαῒ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ τὸν ἀκολούθησαν καί οἰ ἄνδρες τοῦ Ἰωάβ. Μαζί των ἦσαν καὶ οἱ σωματοφύλακες τοῦ Δαβὶδ Χερεθὶ καὶ Φελεθὶ καὶ ὅλοι οἱ γενναῖοι καὶ ἐμπειροπόλεμοι στρατιωτικοί. Ὅλοι αὐτοὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ καταδιώξουν τὸν υἱὸν τοῦ Βοχορὶ Σαβεέ. |
8 καὶ αὐτοὶ παρὰ τῷ λίθῳ τῷ μεγάλῳ τῷ ἐν Γαβαών, καὶ ᾿Αμεσσαΐ εἰσῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν. καὶ ᾿Ιωὰβ περιεζωσμένος μανδύαν τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ καὶ ἐπ' αὐτῷ ἐζωσμένος μάχαιραν ἐζευγμένην ἐπὶ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ ἐν κολεῷ αὐτῆς, καὶ ἡ μάχαιρα ἐξῆλθε καὶ ἔπεσε. | 8 Οταν ο στρατός του Δαυίδ ευρίσκετο εις την Γαβαών, πλησίον του μεγάλου βράχου, παρουσιάσθη ενώπιον αυτών ο Αμεσσαΐ. Ο Ιωάβ είχε φορέσει τον στρατιωτικόν του μανδύαν και επάνω από τον μανδύαν αυτόν είχε ζωσθή μάχαιραν, που εκρέματο από την μέσην του. Η δε μάχαιρα ήτο εντός της θήκης της. Η μάχαιρα όμως εβγήκεν από την θήκην και έπεσε κατά γης. | 8 Καὶ ὅταν ἔφθασαν αὐτοὶ κοντὰ εἰς τὸν μεγάλον βράχον, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Γαβαών, ἐστάθη ἐμπρός των ὁ Ἀμεσσαΐ. Ὁ δὲ Ἰωάβ, ποὺ ἦτο καὶ ἐκεῖνος παρών, εἶχε φορέσει καὶ εἶχε ζωσθῇ τὸν στρατιωτικόν του μανδύαν καὶ ἐκρέματο εἰς τὴν μέσην του ἀπὸ τὴν ζώνην τὸ μαχαίρι εἰς τὴν θήκην του. Ἐκείνην ὅμως τὴν στιγμὴν τὸ μαχαίρι ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν θήκην του καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς. |
9 καὶ εἶπεν ᾿Ιωὰβ τῷ ᾿Αμεσσαΐ· εἰ ὑγιαίνεις σὺ ἀδελφέ; καὶ ἐκράτησεν ἡ χεὶρ ἡ δεξιὰ ᾿Ιωὰβ τοῦ πώγωνος ᾿Αμεσσαΐ τοῦ καταφιλῆσαι αὐτόν. | 9 Ο Ιωάβ είπεν στον Αμεσσαΐ· “αδελφέ μου, τι κάνεις; Πως είναι η υγεία σου;” Ο Ιωάβ επήρε με την δεξιάν του χείρα τον πώγωνα του Αμεσσαΐ εις ένδειξιν αγάπης με σκοπόν να τον φιλήση. | 9 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωὰβ εἰς τὸν Ἀμεσσαΐ: «Εἶσαι καλά, ἀδελφέ; Πῶς πηγαίνει ἡ ὑγεία σου;» Καὶ ἔπιασε μὲ τὸ δεξί του χέρι ὁ Ἰωὰβ τὸ πηγούνι τοῦ Ἀμεσσαΐ, διὰ νὰ τὸν ἀσπασθῇ. |
10 καὶ ᾿Αμεσσαΐ οὐκ ἐφυλάξατο τὴν μάχαιραν τὴν ἐν τῇ χειρὶ ᾿Ιωάβ, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐν αὐτῇ ᾿Ιωὰβ εἰς τὴν ψόαν, καὶ ἐξεχύθη ἡ κοιλία αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν, καὶ οὐκ ἐδευτέρωσεν αὐτῷ, καὶ ἀπέθανε. καὶ ᾿Ιωὰβ καὶ ᾿Αβεσσαΐ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐδίωξεν ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί· | 10 Και ο Αμεσσαΐ δεν επρόσεξε την μάχαιραν, την οποίαν εν τω μεταξύ είχεν λάβει από την γην ο Ιωάβ. Ο Ιωάβ εκτύπησε με αυτήν τον Αμεσσαΐ εκεί παρά τους νεφρούς και εχύθηκαν τα έντερα της κοιλίας του εις την γην. Δεν εκτύπησε δε δια δευτέραν φοράν, διότι ο Αμεσσαΐ απέθανεν αμέσως. Ετσι ο Ιωάβ και ο αδελφός του ο Αβεσσαΐ κατεδίωξαν τον Σαβεέ τον Βοχορίτην. | 10 Ὁ δὲ Ἀμεσσαῒ δὲν ἐφυλάχθη ἀπὸ τὸ μαχαίρι, ποὺ ἦτο εἰς τὸ χέρι τοῦ Ἰωάβ, καὶ ὁ Ἰωὰβ εὑρῆκε τὴν εὐκαιρίαν καὶ ἐκάρφωσε τὸ μαχαίρι του εἰς τὸ μέρος τῶν νεφρῶν τοῦ Ἀμεσσαΐ. Καὶ ἀμέσως ἐβγῆκαν καὶ ἐχύθηκαν κατὰ γῆς τὰ ἐντόσθιά του καὶ δὲν ἐχρειάσθη νὰ τὸν χτυπήσῃ διὰ δευτέραν φορὰν ὁ Ἰωάβ, διότι ὁ Ἀμεσσαῒ πέθανε ἀμέσως. Ὁ δὲ Ἰωὰβ καὶ ὁ ἀδελφός του ὁ Ἀβεσσαῒ ἐσυνέχισαν τὴν καταδίωξην τοῦ υἱοῦ τοῦ Βοχορὶ Σαβεέ. |
11 καὶ ἀνὴρ ἔστη ἐπ' αὐτὸν τῶν παιδαρίων ᾿Ιωὰβ καὶ εἶπε· τίς ὁ βουλόμενος ᾿Ιωὰβ καὶ τίς τοῦ Δαυίδ, ὀπίσω ᾿Ιωάβ; | 11 Ενας από τους άνδρας του Ιωάβ εστάθη όρθιος επάνω από το πτώμα του Αμεσσαΐ και έλεγεν στους διερχομένους· “αυτός που θέλει τον Ιωάβ και αγαπά τον Δαυίδ, ας ακολουθήση τον Ιωάβ και ας φύγη από εδώ”. | 11 Ἐστάθη δὲ ἐκεῖ εἰς τὸ πτῶμα τοῦ Ἀμεσσαῒ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἰωὰβ καὶ εἶπε: «Ποιὸς θέλει στρατηγόν του τὸν Ἰωάβ; Καὶ ποιὸς ἀγαπᾷ τὸν Δαβίδ; Ἂς ἀκολουθήσῃ τὸν Ἰωάβ!» |
12 καὶ ᾿Αμεσσαΐ πεφυρμένος ἐν τῷ αἵματι ἐν μέσῳ τῆς τρίβου, καὶ εἶδεν ἀνήρ, ὅτι εἱστήκει πᾶς ὁ λαός, καὶ ἀπέστρεψε τὸν ᾿Αμεσσαΐ ἐκ τῆς τρίβου εἰς ἀγρὸν καὶ ἐπέρριψεν ἐπ' αὐτὸν ἱμάτιον, καθότι εἶδε πάντα τὸν ἐρχόμενον ἐπ' αὐτὸν ἑστηκότα· | 12 Ο Αμεσσαΐ ήτο βουτηγμένος στο αίμα του και ευρίσκετο στο μέσον της οδού. Ο άνθρωπος αυτός του Ιωάβ είδεν, ότι όλος ο λαός είχε μαζευθή και εστέκετο εκεί. Δια τούτο απεμάκρυνε το πτώμα του Αμεσσαΐ από την οδόν, το μετέφερεν εις κάποιο χωράφι και έρριψεν επάνω εις αυτό ένα ιμάτιον, δια να το σκεπάση. Αυτό έκαμε, διότι έβλεπεν ότι όλος ο λαός ήρχετο προς το σώμα του Αβεσσαΐ και ίστατο όρθιος κοντά του. | 12 Ὁ δὲ νεκρὸς Ἀμεσσαῒ εὑρίσκετο εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου βουτηγμένος εἰς τὸ αἷμα του. Ὅταν δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τοῦ Ἰωὰβ εἶδεν ὅτι ὅλος ὁ στρατὸς ἔστεκε ἐκεῖ, ἐμπρὸς εἰς τὸν νεκρὸν Ἀμεσσαΐ, ἐπῆρε τὸ πτῶμα ἀπὸ τὸν δρόμον καὶ τὸ ἔφερε δίπλα εἰς τὸ χωράφι καὶ ἔρριξε ἐπάνω του ἕνα ἱμάτιον. Τὸ ἔκανε αὐτό, διότι εἶδε ὅτι καθένας ποὺ ἔφθανε ἐκεῖ, ἔστεκε εἰς τὸν δρόμον, ἐμπρὸς εἰς τὸν νεκρὸν Ἀμεσσαΐ. |
13 ἡνίκα δὲ ἔφθασεν ἐκ τῆς τρίβου, παρῆλθε πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ ὀπίσω ᾿Ιωάβ τοῦ διῶξαι ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. | 13 Οταν δε μετεφέρθη το πτώμα από την οδόν στο χωράφι, όλοι οι Ισραηλίται έφυγαν και ηκολούθησαν τον Ιωάβ, δια να καταδιώξουν τον Σαβεέ τον Βοχορίτην. | 13 Ὅταν ὅμως ἀπεμακρύνθη τὸ πτῶμα ἀπὸ τὸν δρόμον, ἐπερνοῦσαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸν Ἰωὰβ εἰς τὴν καταδίωξην τοῦ υἱοῦ τοῦ Βοχορὶ Σαβεέ. |
14 καὶ διῆλθεν ἐν πάσαις φυλαῖς ᾿Ισραὴλ εἰς ᾿Αβὲλ καὶ εἰς Βαιθμαχὰ καὶ πάντες ἐν Χαρρί, καὶ ἐξεκκλησιάσθησαν, καὶ ἦλθον κατόπισθεν αὐτοῦ. | 14 Ο Ιωάβ από την περιοχήν εκείνην επέρασεν όλας τας φυλάς του Ισραήλ μέχρι την πόλιν Αβέλ και Βαιθμαχά. Εις Χαρρί συνεκεντρώθησαν όλοι οι οπαδοί του Ιωάβ και τον ηκολούθησαν. | 14 Καὶ ἐπέρασε ὁ στρατὸς τοῦ Ἰωὰβ μέσα ἀπὸ ὅλας τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἕως τὰς πόλεις Ἀβὲλ καὶ Βαιθμαχὰ καὶ ἔφθασαν ὅλοι εἰς τὴν Χαρρί, ὅπου ἐμαζευθηκαν καὶ ὥρμησαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐναντίον τοῦ Σαβεέ. |
15 καὶ παρεγενήθησαν καὶ ἐπολιόρκουν ἐπ' αὐτὸν τὴν ᾿Αβὲλ καὶ Βαιθμαχὰ καὶ ἐξέχεαν πρόσχωμα πρὸς τὴν πόλιν, καὶ ἔστη ἐν τῷ προτειχίσματι, καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετά ᾿Ιωὰβ ἐνοοῦσαν καταβαλεῖν τὸ τεῖχος. | 15 Επλησίασαν οι στρατιώται του Ιωάβ προς την Αβέλ και την Βαιθααχά εναντίον του Σαβεέ και έστησαν πολιορκίαν. Ανήγειραν γύρω από την πόλιν Αβέλ ένα τεχνητόν λόφον έως το ύψος, που είχε το τείχος της πόλεως. Ολος ο στρατός μαζή με τον Ιωάβ προσεπάθησαν να καταστρέψουν τα τείχη της πόλεως. | 15 Ἐπλησίασαν δὲ μὲ σκοπὸν νὰ κτυπήσουν τὸν ἀρχηγὸν τῆς ἀνταρσίας καὶ ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν Ἀβὲλ καὶ τὴν περιοχὴν Βαιθμαχά. Καὶ ὕψωσαν δίπλα εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἕνα τεχνητὸν λόφον ἀπὸ χῶμα, ποὺ ἔφθασεν εἰς τὸ ὕψος τοῦ τείχους. Ὅλος δὲ ὁ στρατὸς μαζὶ μὲ τὸν Ἰωὰβ ἐπιχειροῦσε νὰ γκρεμίσῃ τὸ τεῖχος. |
16 καὶ ἐβόησε γυνὴ σοφὴ ἐκ τοῦ τείχους καὶ εἶπεν· ἀκούσατε ἀκούσατε, εἴπατε δὴ πρὸς ᾿Ιωάβ· ἔγγισον ἕως ὧδε, καὶ λαλήσω πρὸς αὐτόν. | 16 Τοτε μία συνετή γυναίκα εφώναξεν από το τείχος και είπεν· “ακούσατε, ακούσατε, και είπατε αυτά, σας παρακαλώ, στον Ιωάβ· Ας έλθη έως εδώ ο Ιωάβ, δια να ομιλήσω προς αυτόν”. | 16 Μία ἐξύπνη ὅμως γυναῖκα ἐφώναξε δυνατὰ ἀπὸ τὸ τεῖχος καὶ τοὺς εἶπε: «Ἀκούσατέ με! Ἀκούσατέ με! Θέλω νὰ εἰπῆτε εἰς τὸν Ἰωὰβ νὰ ἔλθῃ ἐδῶ κοντά μου, διὰ νὰ τοῦ εἰπῶ κάτι». |
17 καὶ προσήγγισε πρὸς αὐτήν, καὶ εἶπεν ἡ γυνή· εἰ σὺ εἶ ᾿Ιωάβ; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ. εἶπε δὲ αὐτῷ· ἄκουσον τοὺς λόγους τῆς δούλης σου. καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· ἀκούω ἐγώ εἰμι. | 17 Ο Ιωάβ επλησίασε πράγματι προς αυτήν και η γυνή εκείνη του είπε· “συ είσαι ο Ιωάβ;” Εκείνος απήντησε· “ναι, εγώ είμαι”. Η γυναίκα του είπε· “άκουσε τα λόγια της δούλης σου”. Ο Ιωάβ είπε· “ακούω. Πρόθυμος είμαι να σε ακούσω”. | 17 Καὶ ἐπλησίασε πράγματι ὁ Ἰωὰβ εἰς τὸ σημεῖον, ὅπου ἦτο ἡ γυναῖκα ἐκείνη, καὶ αὐτὴ τὸν ἐρώτησε: «Εἶσαι ἄραγε σὺ ὁ Ἰωάβ;» «Ἐγὼ εἶμαι», ἀπεκρίθη ἐκεῖνος. Καὶ αὐτὴ τοῦ εἶπεν: «Ἄκουσε τὰ λόγια τῆς δούλης σου». «Ἀκούω ὅ,τι θέλεις νὰ μοῦ εἰπῇς. Εἶμαι αὐτὸς ποὺ ἐζήτησες», ἀπάντησε Ὁ Ἰωάβ. |
18 καὶ εἶπε λέγουσα· λόγον ἐλάλησαν ἐν πρώτοις λέγοντες· ἠρωτημένος ἠρωτήθη ἐν τῇ ᾿Αβὲλ καὶ ἐν Δὰν εἰ ἐξέλιπον ἃ ἔθεντο οἱ πιστοὶ τοῦ ᾿Ισραήλ, ἐρωτῶντες ἐπερωτήσουσιν ἐν ᾿Αβέλ, καὶ οὕτως εἰ ἐξέλιπον. | 18 Η γυναίκα του είπε τα εξής· “λέγεται από αρχαιοτέραν εποχήν· Οσοι ηρώτησαν την Αβέλ και την Δαν, εάν ηστόχησαν στους σκοπούς των οι πιστοί Ισραηλίται, δεν κατεστράφησαν. Αυτοί που θα ερωτήσουν την Αβέλ, πριν η πραγματοποιήσουν μίαν των απόφασιν, δεν θα χαθούν. | 18 Καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ εἶπε: «Ξέρεις ἀσφαλῶς αὐτὰ ποὺ λέγουν ἀπὸ παλαιὰ διὰ τὴν σοφίαν τῆς πόλεως Ἀβέλ, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἐρώτησε καὶ συνεβουλεύθη τὴν πόλιν Ἀβὲλ καὶ τὴν Δάν, δὲν ἔχασε ποτὲ καὶ δὲν κατεστράφη. Ὅσοι πιστοὶ Ἰσραηλῖται σχεδιάζουν νὰ κάνουν κάτι καὶ συμβουλεύονται καὶ ἐρωτοῦν δι’ αὐτὸ τοὺς σοφοὺς κατοίκους τῆς Ἀβέλ, δὲν χάνουν ποτὲ καὶ δὲν καταστρέφονται. |
19 ἐγώ εἰμι εἰρηνικὰ τῶν στηριγμάτων ᾿Ισραήλ, σὺ δὲ ζητεῖς θανατῶσαι πόλιν καὶ μητρόπολιν ἐν ᾿Ισραήλ· ἱνατί καταποντίζεις κληρονομίαν Κυρίου; | 19 Εγώ και η πόλις μου είμεθα τα ειρηνικά στηρίγματα του Ισραηλιτικού λαού. Συ επιδιώκεις να καταστρέψης την πόλιν αυτήν, η οποία είναι μήτηρ και άρχουσα εις πολλάς άλλας πόλστου Ισραηλιτικού λαού. Διατί λοιπόν θέλεις να καταποντίσης εις όλεθρον κληρονομίαν, η οποία ανήκει στον Κυριον;” | 19 Ἑγώ, ὅπως καὶ οἱ συμπολῖται μου, ἡ πόλις μας δηλαδὴ εἶναι ἕνα εἰρηνικὸν στήριγμα τοῦ Ἰσραήλ. Σὺ ὅμως τώρα προσπαθεῖς νὰ καταστρέψῃς τὴν πόλιν αὐτήν, ποὺ εἶναι μητέρα καὶ ἄλλων πόλεων εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ. Διατὶ ἐπιχειρεῖς νὰ ἀφανίσῃς κάτι, ποὺ εἶναι κληρονομία τοῦ Κυρίου;» |
20 καὶ ἀπεκρίθη ᾿Ιωάβ, καὶ εἶπεν· ἵλεώς μοι ἵλεώς μοι, εἰ καταποντιῶ καὶ εἰ διαφθερῶ· | 20 Απήντησεν ο Ιωάβ και είπε· “δι' όνομα Θεού, εάν εγώ θέλω να εξαφανίσω η και να καταστρέψω την πόλιν σας. | 20 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰωὰβ καὶ εἶπε: «Νὰ μὲ λυπηθῇ ὁ Κύριος, νὰ μὲ λυπηθῇ ὁ Κύριος καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέψῃ νὰ κάνω κάτι τέτοιο! Δὲν θὰ καταστρέψω καὶ δὲν θὰ ἐξολοθρεύσω τὴν πόλιν. |
21 οὐχ οὕτως ὁ λόγος, ὅτι ἀνὴρ ἐξ ὄρους ᾿Εφραίμ, Σαβεὲ υἱὸς Βοχορὶ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἐπῇρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν βασιλέα Δαυίδ· δότε αὐτόν μοι μόνον, καὶ ἀπελεύσομαι ἀπάνωθεν τῆς πόλεως. καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς ᾿Ιωάβ· ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ριφήσεται πρὸς σὲ διὰ τοῦ τείχους. | 21 Ο λόγος, δια τον οποίον ευρίσκομαι εδώ, είναι, διότι ζητώ κάποιον άνθρωπον εκ του όρους Εφραίμ, ο οποίος ονομάζεται Σαβεέ ο Βοχορίτης και ο οποίος επανεστάτησεν εναντίον του βασιλέως Δαυίδ. Παραδώσατέ μας αυτόν μόνον, και ημείς θα φύγωμεν από την πόλιν σας”. Η γυναίκα εκείνη είπε προς τον Ιωάβ· “ιδού, η κεφαλή του Σαβεέ θα ριφθή προς σε από το τείχος”. | 21 Δι' ἄλλον σκοπὸν εὑρίσκομαι ἐδῶ. Κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τὸ βουνὸ Ἐφραίμ, ποὺ ὀνομάζεται Σαβεὲ καὶ εἶναι υἱὸς τοῦ Βοχορί, ἐπανεστάτησε καὶ ἐσήκωσε τὸ χέρι του ἐναντίον τοῦ βασιλέως Δαβὶδ καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν πόλιν σας. Νὰ μοῦ παραδώσετε αὐτὸν καὶ μόνον καὶ θὰ φύγω ἀμέσως ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως». Καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωὰβ ἡ γυναῖκα: «Σὲ βεβαιώνω καὶ σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι ἐντὸς ὀλίγου τὸ κεφάλι τοῦ Σαβεὲ θὰ ριφθῇ πρὸς σὲ ἀπὸ τὸ τεῖχος». |
22 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ πρὸς πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐλάλησε πρὸς πᾶσαν τὴν πόλιν ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτῆς· καὶ ἀφεῖλε τὴν κεφαλὴν Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. καὶ ἀφεῖλε καὶ ἔβαλε πρὸς ᾿Ιωάβ. καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ, καὶ διεσπάρησαν ἀπὸ τῆς πόλεως ἀπ' αὐτοῦ ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ· καὶ ᾿Ιωὰβ ἀπέστρεψεν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ πρὸς τὸν βασιλέα. | 22 Η γυναίκα αυτή επέστρεψεν εις την πόλιν και ωμίλησεν εις όλους τους κατοίκους με την σύνεσιν και την σοφίαν, η οποία την διέκρινε. Οι Ισραηλίται επείσθησαν εις αυτήν, εφόνευσαν τον Σαβεέ, απέκοψαν την κεφαλήν του και την έριψαν προς τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ τότε εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα να καταπαύση ο πόλεμος. Οι στρατιώται του απεμακρύνθησαν από την πόλιν, μετέβησαν εις τας οικίας των, ο δε Ιωάβ επέστρεψεν στον βασιλέα Δαυίδ εις την Ιερουσαλήμ. | 22 Καὶ ἔμβηκε εἰς τὴν πόλιν της ἡ γυναῖκα καὶ μίλησε πρὸς ὅλους τοὺς συμπολίτας της μὲ τὴν σύνεσιν καὶ σοφίαν της. Κατώρθωσε δὲ νὰ τοὺς πείσῃ καὶ ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ Σαβεέ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Βοχορί, καὶ τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἔρριξε εἰς τὸν Ἰωάβ. Κατόπιν τούτου ἐσάλπισεν ὁ Ἰωὰβ μὲ τὴν κερατίνην σάλπιγγα παῦσιν τοῦ πολέμου. Καὶ διεσκορπίσθησαν ἀπὸ τὴν πόλιν αὐτὴν καὶ ἔφυγαν καὶ ἐπέστρεψε κάθε στρατιώτης του εἰς τὸ σπίτι του. Ὁ δὲ Ἰωὰβ ἐγύρισε πίσω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τὸν βασιλέα Δαβίδ. |
23 Καὶ ὁ ᾿Ιωὰβ πρὸς πάσῃ τῇ δυνάμει ᾿Ισραήλ, καὶ Βαναίας υἱὸς ᾿Ιωδαὲ ἐπὶ τοῦ Χερεθὶ καὶ ἐπὶ τοῦ Φελεθί, | 23 Ο Ιωάβ ήτο αρχιστράτηγος όλου του στρατού του Δαυίδ. Ο Βαναίας δέ, ο υιός του Ιωδαέ, ήτο αρχηγός της σωματοφυλακής του βασιλέως των Χερεθί και Φελεθί. | 23 Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωὰβ ἦτο ἀρχιστράτηγος ὅλων τῶν Ἰσραηλιτικῶν δυνάμεων. Ὁ δὲ Βαναίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωδαέ, ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς τῶν σωματοφυλάκων τοῦ Δαβὶδ Χερεθὶ καὶ Φελεθί. |
24 καὶ ᾿Αδωνιρὰμ ἐπὶ τοῦ φόρου, καὶ ᾿Ιωσαφὰτ υἱὸς ᾿Αχιλοὺθ ἀναμιμνήσκων, | 24 Ο Αδωνιράμ ήτο ο επιβλέπων επί των φόρων. Ο Ιωσαφάτ, ο υιός του Αχιλούθ, ήτο επί των υπομνημάτων, ο αρχειοφύλαξ. | 24 Διὰ δὲ τοὺς φόρους τοῦ βασιλέως ὑπεύθυνος ἦτο ὁ Ἀδωνιράμ. Γενικὸς δὲ γραμματεὺς τοῦ βασιλέως, σὰν ἀρχειοφύλαξ, ἦτο ὁ Ἰωσαφάτ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀχιλούθ. |
25 καὶ Σουσὰ γραμματεύς, καὶ Σαδὼκ καὶ ᾿Αβιάθαρ ἱερεῖς, | 25 Ο Σουσά ήτο γενικός γραμματεύς, ο δε Σαδώκ και ο Αβιάθαρ ήσαν αρχιερείς. | 25 Ἰδιαίτερος δὲ γραμματεὺς καὶ σύμβουλος τοῦ βασιλέως ἦτο ὁ Σουσὰ καὶ ἀρχιερεῖς ὁ Σαδὼκ καὶ ὁ Ἀβιάθαρ. |
26 καί γε ᾿Ιρὰς ὁ ᾿Ιαρὶν ἦν ἱερεὺς τοῦ Δαυίδ. | 26 Ο Ιράς, ο υιός του Ιαρίν, ήτο ιερεύς και σύμβουλος του βασιλέως Δαυίδ. | 26 Ὁ δὲ Ἰράς, ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἰαρίν, ἦτο ἰδιαίτερος ἱερεὺς καὶ σύμβουλος τοῦ Δαβίδ. |