Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐπεσκέψατο Δαυὶδ τὸν λαὸν τὸν μετ' αὐτοῦ καὶ κατέστησεν ἐπ' αὐτῶν χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους. | 1 Ο Δαυίδ επεθεώρησε τον στρατόν, που ήτο μαζή του, και διώρισεν εις αυτούς χιλιάρχους και εκατοντάρχους. | 1 Μετὰ ταῦτα ὁ Δαβὶδ ἐπιθεώρησε καὶ ἀρίθμησε τὸν στρατόν, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, καὶ ὥρισεν εἰς αὐτοὺς ὡς διοικητὰς ἀξιωματικοὺς ἀνὰ χιλίους καὶ ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας. |
2 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν λαόν, τὸ τρίτον ἐν χειρὶ ᾿Ιωὰβ καὶ τὸ τρίτον ἐν χειρὶ ᾿Αβεσσὰ υἱοῦ Σαρουΐας ἀδελφοῦ ᾿Ιωὰβ καὶ τὸ τρίτον ἐν χειρὶ ᾿Εθθὶ τοῦ Γεθθαίου. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν λαόν· ἐξελθὼν ἐξελεύσομαι καί γε ἐγὼ μεθ' ὑμῶν. | 2 Διήρεσε δε τον στρατόν του εις τρία τμήματα. Το ένα τρίτον το έθεσεν υπό την αρχηγίαν του Ιωάβ. Το δεύτερον τμήμα το έθεσεν υπό την αρχηγίαν του Αβεσσά, του υιού της Σαρουΐας, αδελφού του Ιωάβ. Και το τρίτον τμήμα υπό την αρχηγίν του Εθθί του Γεθθαίου. Είπε δε προς τον στρατόν του· “θα έλθω και εγώ μαζή σας, δια να λάβω μέρος στον πόλεμον”. | 2 Ἀπέστειλε δὲ τὸν στρατόν του εἰς τὴν μάχην διηρημένον εἰς τρία τμήματα. Εἰς τὸ ἕνα τμῆμα ἐπὶ κεφαλῆς ἦτο ὁ Ἰωάβ, εἰς τὸ δεύτερον ὁ ἄλλος υἱὸς τῆς Ἀδελφῆς τοῦ Σαρουΐας, δηλαδὴ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰωὰβ Ἀβεσσά, καὶ εἰς τὸ τρίτον ὁ Ἐθθὶ ὁ Γεθθαῖος. Εἶπε δὲ πρὸς τὸν στρατόν του ὁ Δαβίδ: «Θὰ ἔλθω ὁπωσδήποτε καὶ ἐγὼ μαζί σας διὰ νὰ πολεμήσω». |
3 καὶ εἶπαν· οὐκ ἐξελεύσῃ, ὅτι ἐὰν φυγῇ φύγωμεν, οὐ θήσουσιν ἐφ' ἡμᾶς καρδίαν, καὶ ἐὰν ἀποθάνωμεν τὸ ἥμισυ ἡμῶν, οὐ θήσουσιν ἐφ' ἡμᾶς καρδίαν, ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιάδες· καὶ νῦν ἀγαθὸν ὅτι ἔσῃ ἡμῖν ἐν τῇ πόλει βοήθεια τοῦ βοηθεῖν. | 3 Οι στρατιώται του απήντησαν· “όχι, δεν πρέπει να εκστρατεύσης μαζή μας. Διότι εάν ημείς νικηθώμεν και τραπώμεν εις φυγήν, το πράγμα δεν θα έχη και μεγάλην σημασίαν. Ούτε εάν οι μισοί από ημάς φονευθούν, θα μας υπολογίσουν και πολύ. Συ όμως, αξίζεις όσον δέκα χιλιάδες από ημάς. Δι' ημάς είναι καλύτερον και ωφελιμώτερον να μείνης εις την πόλιν και να μας βοηθήσης, εάν παραστή ανάγκη”. | 3 Οἱ στρατιῶται του ὅμως τοῦ εἶπαν: «Νὰ μὴ βγῇς μαζί μας εἰς τὴν μάχην. Διότι ἐὰν ἐμεῖς νικηθῶμεν καὶ ἐγκαταλείψωμεν τὸν πόλεμον καὶ φύγωμεν, δὲν πρόκειται νὰ δώσουν οἱ ἐχθροὶ εἰς αὐτὸ μεγάλην προσοχήν. Δὲν πρόκειται ἐπίσης νὰ τοὺς κάνῃ ἐντύπωσιν καὶ ἐὰν ἀκόμη σκοτωθοῦν οἱ μισοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Σὺ ὅμως δὲν εἶσαι σὰν κι ἐμᾶς. Σὺ εἶσαι σὰν δέκα χιλιάδες ἀπὸ ἐμᾶς. Τώρα λοιπὸν εἶναι καλύτερον νὰ μείνῃς ἐδῶ εἰς τὴν πόλιν, διὰ νὰ μᾶς βοηθήσῃς, ἐὰν χρειασθῇ». |
4 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ βασιλεύς· ὃ ἐὰν ἀρέσῃ ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν, ποιήσω. καὶ ἔστη ὁ βασιλεὺς ἀνὰ χεῖρα τῆς πύλης, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐξεπορεύετο εἰς ἑκατοντάδας καὶ εἰς χιλιάδας. | 4 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς αυτούς· “εγώ θα πράξω αυτό, το οποίον σεις νομίζετε καλόν”. Εμεινεν ο βασιλεύς πλησίον εις την πύλην της πόλεως. Ο δε στρατός εξήρχετο από την πόλιν συντεταγμένος κατά εκατόν και κατά χιλίους άνδρας. | 4 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς πρὸς αὐτούς: «Καλὰ λοιπόν. Θὰ κάνω αὐτό, ποὺ σᾶς ἀρέσει». Καὶ ἐστάθη ὁ βασιλεὺς δίπλα εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως καὶ ὅλος ὁ στρατὸς ἔβγαινε ἀνὰ ἑκατοντάδας καὶ ἀνὰ χιλιάδας. |
5 καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ ᾿Ιωὰβ καὶ τῷ ᾿Αβεσσὰ καὶ τῷ ᾿Εθθὶ λέγων· φείσασθέ μοι τοῦ παιδαρίου τοῦ ᾿Αβεσσαλώμ· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤκουσεν ἐντελλομένου τοῦ βασιλέως πᾶσι τοῖς ἄρχουσιν ὑπὲρ ᾿Αβεσσαλώμ, | 5 Ο βασιλεύς διέταξε τους στρατηγούς του, τον Ιωάβ, τον Αβεσσά και τον Εθθί λέγων· “λυπηθήτε μου το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ” ! Ολος δε ο στρατός επληροφορήθη την εντολήν αυτήν του βασιλέως προς τους στρατηγούς υπέρ του Αβεσσαλώμ. | 5 Ἔδωσε δὲ ὁ βασιλεὺς τὴν ἑξῆς διαταγὴν εἰς τὸν Ἰωὰβ καὶ τὸν Ἀβεσσὰ καὶ τὸν Ἐθθί: «Θέλω νὰ μοῦ λυπηθῆτε τὸ παιδί μου, τὸν Ἀβεσσαλώμ». Ὅταν δὲ ἔδινε ὁ βασιλεὺς εἰς ὅλους τοὺς στρατηγοὺς τὴν διαταγὴν αὐτὴν διὰ τὸν Ἀβεσσαλώμ, τὸ ἄκουσε καὶ τὸ ἐπρόσεξε ὅλος ὁ στρατός. |
6 καὶ ἐξῆλθε πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὸν δρυμὸν ἐξεναντίας ᾿Ισραήλ, καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐν τῷ δρυμῷ ᾿Εφραίμ. | 6 Εξήλθεν όλος ο στρατός του Δαυίδ από την πόλιν στο δάσος, δια να αντιμετωπίση τον ισραηλιτικόν στρατόν. Και έγινε πόλεμος στο δάσος Εφραίμ. | 6 Ἐβγῆκε λοιπὸν ὅλος ὁ στρατὸς εἰς τὸ δάσος ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ στρατοῦ τοῦ Ἀβεσσαλώμ. Καὶ διεξήχθη κατόπιν ἡ μάχη εἰς τὸ δάσος Ἐφραίμ. |
7 καὶ ἔπταισεν ἐκεῖ ὁ λαὸς ᾿Ισραὴλ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ ἐγένετο ἡ θραῦσις μεγάλη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, εἴκοσι χιλιάδες ἀνδρῶν. | 7 Εκεί ο ισραηλιτικός στρατός του Αβεσσαλώμ ενικήθη από τον στρατόν του Δαυίδ. Αι απώλειαι του στρατού του Αβεσσαλώμ, κατά την ημέραν εκείνην, ήσαν είκοσι χιλιάδες άνδρες. | 7 Κατὰ δὲ τὴν μάχην αὐτὴν ἐνικήθη ὁ Ἰσραηλιτικὸς στρατὸς τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἀπὸ τοὺς ἄνδρας τοῦ Δαβὶδ καὶ ἔπαθε φοβερὰν πανωλεθρίαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ἐφονεύθησαν εἴκοσι χιλιάδες ἄνδρες. |
8 καὶ ἐγένετο ἐκεῖ ὁ πόλεμος διεσπαρμένος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπλεόνασεν ὁ δρυμὸς τοῦ καταφαγεῖν ἐκ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ οὓς κατέφαγεν ἐν τῷ λαῷ ἡ μάχαιρα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. | 8 Η μάχη εξηπλώθη εις όλην την περιοχήν εκείνην. Κατά δε την φυγήν στο δάσος εφονεύθησαν εκ των στρατιωτών του Αβεσσαλώμ πολύ περισσότεροι, παρά στο πεδίον της μάχης κατά την ημέραν εκείνην. | 8 Ἐξηπλώθη δὲ καὶ διεσκορπίσθη ὁ πόλεμος εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν ἐκείνην. Αὐτοὶ δὲ ποὺ ἐφονεύθησαν, ὅταν διεσκορπίσθησαν εἰς τὸ δάσος, ἦσαν πολὺ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ἔφαγε τὸ μαχαίρι εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. |
9 καὶ συνήντησεν ᾿Αβεσσαλὼμ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ ἦν ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ τοῦ ἡμιόνου αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθεν ὁ ἡμίονος ὑπὸ τὸ δάσος τῆς δρυὸς τῆς μεγάλης, καὶ περιεπλάκη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐν τῇ δρυΐ, καὶ ἐκρεμάσθη ἀνὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γῆς, καὶ ὁ ἡμίονος ὑποκάτω αὐτοῦ παρῆλθε. | 9 Ο Αβεσσαλώμ ευρέθη αίφνης ενώπιον των στρατιωτών του Δαυίδ. Εκάθητο δε στον ημίονόν του, ο υποίος εισήλθε τρέχων στο δάσος της μεγάλης δρυός. Η κόμη του Αβεσσολώμ περιεπλάκη στους κλάδους της δρυός. Εκρεμάσθη από την κόμην του και αιωρείτο μεταξύ ουρανού και γης, διότι η ημίονος, εις την οποίαν αυτός εκάθητο, επροσπέρασε και έφυγε τρέχουσα. | 9 Εἰς κάποιαν στιγμὴν τῆς μάχης ὁ Ἀβεσσαλὼμ συνηντήθη καὶ ἦλθεν ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς ἄνδρας τοῦ Δαβίδ, καθὼς ἦτο ἀνεβασμένος εἰς τὸν ἡμίονόν του. Ἐμβῆκε δὲ ὁ ἡμίονος μέσα εἰς τὸ «δάσος τῆς μεγάλης βελανιδιᾶς» καί, καθὼς ἔτρεχε ὁ Ἀβεσσαλώμ, περιεπλάκη τὸ κεφάλι του μὲ τὰ μακρυὰ μαλλιά του εἰς τὰ κλαδιὰ μιᾶς βελανιδιᾶς καὶ ἐκρεμάσθη. Ἔμεινε δὲ κρεμασμένος καὶ μετέωρος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ ὁ ἡμίονος ἔφυγεν ἀπὸ τὰ πόδια του. |
10 καὶ εἶδεν ἀνὴρ εἷς καὶ ἀνήγγειλε τῷ ᾿Ιωὰβ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἑώρακα τὸν ᾿Αβεσσαλὼμ κρεμάμενον ἐν τῇ δρυΐ. | 10 Ενας στρατιώτης του Δαυίδ τον είδε και εγνωστοποίησεν αυτά στον Ιωάβ ειπών· “είδα τον Αβεσσαλώμ κρεμασμένον κάτω από την δρυν”. | 10 Τὸν εἶδε δὲ κάποιος στρατιώτης καὶ ἔτρεξε καὶ τὸ ἀνεκοίνωσεν ἀμέσως εἰς τὸν Ἰωὰβ καὶ τοῦ εἶπε: «Νά, εἶδα τὸν Ἀβεσσαλὼμ νὰ κρέμεται εἰς τὴν βελανιδιάν». |
11 καὶ εἶπεν ᾿Ιωὰβ τῷ ἀνδρὶ τῷ ἀναγγέλλοντι αὐτῷ· καὶ ἰδοὺ ἑώρακας· τί ὅτι οὐκ ἐπάταξας αὐτὸν ἐκεῖ εἰς τὴν γῆν; καὶ ἐγὼ ἂν ἐδεδώκειν σοι δέκα ἀργυρίου καὶ παραζώνην μίαν. | 11 Ο Ιωάβ απήντησεν στον αγγελιοφόρον· “τον είδες λοιπόν; Διατί δεν τον εκτυπούσες και να τον εξαπλώσης νεκρόν εις την γην; Αν το έκανες αυτό, εγώ θα σου έδιδα ως αμοιβήν δέκα σίκλους αργυρούς και μίαν ζώνην”. | 11 «Τὸν εἶδες!» εἶπεν ἔκπληκτος ὁ Ἰωὰβ εἰς τὸν ἀγγελιαφόρον στρατιώτην. «Διατὶ λοιπὸν δὲν τὸν ἐσκότωσες ἐπὶ τόπου καὶ δὲν τὸν ἑξάπλωσες εἰς τὴν γῆν; Ἂν τὸ ἔκαμνες, θὰ σοῦ ἔδινα δέκα ἀσημένιους σίκλους καὶ μίαν τιμητικὴν ζώνην». |
12 εἶπε δὲ ὁ ἀνὴρ πρὸς ᾿Ιωάβ· καὶ ἐγώ εἰμι ἵστημι ἐπὶ τὰς χεῖράς μου χιλίους σίκλους ἀργυρίου, οὐ μὴ ἐπιβάλω τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως, ὅτι ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἐνετείλατο ὁ βασιλεύς σοι καὶ τῷ ᾿Αβεσσὰ καὶ τῷ ᾿Εθθὶ λέγων· φυλάξατέ μοι τὸ παιδάριον τὸν ᾿Αβεσσαλὼμ | 12 Ο στρατιώτης εκείνος απήντησε προς τον Ιωάβ· “εγώ είμαι τέτοιος, ώστε και χιλίους αργύρους σίκλους εάν έβαζες να βαρύνουν το χέρι μου, δεν θα άπλωνα φονικόν το χέρι μου εναντίον του υιού του βασιλέως, διότι ηκούσαμεν με τα ίδια μας τα αυτιά, αυτά τα οποία διέτασσε σε και τον Αβεσσά και τον Εθθί ο Δαυίδ λέγων· Φυλάξατέ μου το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ. | 12 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ στρατιώτης εἰς τὸν Ἰωάβ: «Δὲν εἶμαι τέτοιος ἄνθρωπος! Ἀκόμη καὶ χιλίους ἀσημένιους σίκλους ἐὰν μοῦ ἔβαζαν εἰς τὰ χέρια μου, δὲν θὰ ἐσήκωνα τὸ χέρι μου ἐναντίον τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως. Διότι ἐμπρὸς εἰς τὰ αὐτιά μας διέταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ σὲ καὶ τὸν Ἀβεσσὰ καὶ τὸν Ἐθθὶ καὶ σᾶς εἶπε: «Νὰ μοῦ φυλάξετε τὸ παιδί μου, τὸν Ἀβεσσαλώμ. |
13 μὴ ποιῆσαι ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἄδικον· καὶ πᾶς ὁ λόγος οὐ λήσεται ἀπὸ τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ στήσῃ ἐξεναντίας. | 13 Μη κάμετε τίποτε κακόν εναντίον της ζωής του. Ο βασιλεύς δεν λησμονεί τίποτε, από όσα διατάσσει. Και αν εγώ διέπραττον κάτι εναντίον του παιδιού του, θα ετιμωρούμην από αυτόν. Τοτε και συ ο ίδιος θα ήσουν εναντίον μου”. | 13 Νὰ μὴ προξενήσετε κάτι κακὸν εἰς τὴν ζωήν του». Ὁ δὲ βασιλεὺς δὲν λησμονεῖ κανένα ἀπὸ τὰ λόγια του. Πιστεύω δὲ ὅτι καὶ σύ, ποὺ μοῦ λέγεις τώρα αὐτά, θὰ ἦσουν ἀντίθετός μου καὶ θὰ ἔπαιρνες τὸ μέρος τοῦ βασιλέως, ἐὰν ἐσκότωνα τὸ παιδί του». |
14 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιωάβ· τοῦτο ἐγὼ ἄρξομαι· οὐχ οὕτως μενῶ ἐνώπιόν σου. καὶ ἔλαβεν ᾿Ιωὰβ τρία βέλη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐνέπηξεν αὐτὰ ἐν τῇ καρδίᾳ ᾿Αβεσσαλὼμ ἔτι αὐτοῦ ζῶντος ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς δρυός. | 14 Ο Ιωάβ απήντησε· “αυτό το οποίον συ δεν έκαμες, θα το κάμω εγώ. Δεν θα μείνω άπρακτος, όπως συ”. Επήρε ο Ιωάβ στο χέρι του τρία βέλη και εκάρφωσεν αυτά εις την καρδίαν του Αβεσσαλώμ, καθ' ον χρόνον εκείνος ακόμη εζούσε κρεμασμένος στο μέσον της δρυός. | 14 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωάβ: «Τότε λοιπὸν θὰ κάνω ἐγὼ τὴν ἀρχήν. Δὲν θὰ χάνω περισσότερον μαζί σου τὸν χρόνον μου». Καὶ ἐπῆρε ὁ Ἰωὰβ τρία βέλη εἰς τὸ χέρι του καὶ τὰ ἐκάρφωσεν εἰς τὴν καρδιὰν τοῦ Ἀβεσσαλώμ, ἐνῷ αὐτὸς ἦτο ἀκόμη ζωντανὸς καὶ ἐκρέματο εἰς τὸ μέσον τῆς βελανιδιᾶς. |
15 καὶ ἐκύκλωσαν δέκα παιδάρια αἴροντα τὰ σκεύη ᾿Ιωὰβ καὶ ἐπάταξαν τὸν ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ ἐθανάτωσαν αὐτόν. | 15 Κατόπιν περιεκύκλωσαν αυτόν δέκα στρατιώται του Ιωάβ, οι οποίοι εκρατούσαν τα όπλα του, εκτύπησαν και εκείνοι τον Αβεσσαλώμ με τελειωτικάς βολάς και τον εθανάτωσαν. | 15 Τὸν περιεκύκλωσαν δὲ ἀμέσως δέκα νεαροὶ ὑπηρέται, ποὺ μετέφεραν τὰ ὅπλα τοῦ Ἰωάβ, καὶ ἐκτύπησαν καὶ αὐτοὶ τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ τὸν ἐθανάτωσαν. |
16 καὶ ἐσάλπισεν ᾿Ιωὰβ ἐν κερατίνῃ, καὶ ἀπέστρεψεν ὁ λαὸς τοῦ μὴ διώκειν ὀπίσω ᾿Ισραήλ, ὅτι ἐφείδετο ᾿Ιωὰβ τοῦ λαοῦ. | 16 Ο Ιωάβ εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα να καταπαύση ο πόλεμος. Ολος δε ο στρατός του Δαυίδ έπαυσε να καταδιώκη τους στρατιώτας του Αβεσσαλώμ, διότι ο Ιωάβ ελυπήθη δι' αυτήν την καταστροφήν του Ισραηλιτικού στρατού του Αβεσσαλώμ. | 16 Κατόπιν τούτου ἐσάλπισεν ὁ Ἰωὰβ μὲ τὴν κερατίνην σάλπιγγα παῦσιν τοῦ πολέμου καὶ ἔπαυσε πλέον ὁ στρατὸς νὰ καταδιώκῃ τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ ἦσαν μὲ τὸν Ἀβεσσαλώμ. Ἐσταμάτησε δὲ τὸν πόλεμον ὁ Ἰωάβ, διότι ἐλυπήθη τὸν στρατὸν καὶ δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ συνεχισθῇ ἡ ἐξόντωσις, ἐφ’ ὅσον εἶχε φονευθῇ πλέον ὁ Ἀβεσσαλώμ. |
17 καὶ ἔλαβε τὸν ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ ἔρριψεν αὐτὸν εἰς χάσμα μέγα ἐν τῷ δρυμῷ εἰς τὸν βόθυνον τὸν μέγαν καὶ ἐστήλωσεν ἐπ' αὐτὸν σωρὸν λίθων μέγαν σφόδρα. καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ ἔφυγεν ἀνὴρ εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ. | 17 Επήρε, το πτώμα του Αβεσσαλώμ, το έρριψεν εις ένα μεγάλον εκεί λάκκον, μέσα εις βαθύ χάσμα στο δάσος, εσώρευσεν επάνω εις αυτό λίθους πολλούς και ανήγειρε μεγάλην στήλην από αυτούς τους λίθους. Οι άλλοι Ισραηλίται έφυγαν και επέστρεψαν εις τας οικίας των. | 17 Ἐπῆρε δὲ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἰωὰβ τὸ πτῶμα τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καὶ τὸ ἔρριξε μέσα εἰς ἕνα μεγάλον λάκκον εἰς τὸ δάσος, εἰς τὸ μεγάλο βάραθρον τοῦ δάσους, καὶ ἔστησεν ἐπάνω του σὰν στήλην ἕνα πολὺ μεγάλον σωρὸν ἀπὸ πέτρας. Καὶ μετὰ ταῦτα κάθε Ἰσραηλίτης ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπίτι του. |
18 καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ ἔτι ζῶν ἔλαβε καὶ ἔστησεν ἑαυτῷ τὴν στήλην, ἐν ᾗ ἐλήφθη, καὶ ἐστήλωσεν αὐτὴν λαβεῖν τὴν στήλην τὴν ἐν τῇ κοιλάδι τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶπεν· οὐκ ἔστιν αὐτῷ υἱὸς ἕνεκα τοῦ ἀναμνῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐκάλεσε τὴν στήλην Χεὶρ ᾿Αβεσσαλὼμ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. | 18 Κατά σύμπτωσιν δε ο Αβεσσαλώμ, όταν ακόμη έζη, είχεν εγείρει εκεί δια τον εαυτόν του αναμνηστικήν στήλην, εκεί όπου τώρα αυτός είχε συλληφθή και ταφή. Ανήγειρε δε αυτήν την στήλην εις την κοιλάδα του βασιλέως, διότι είπεν· “επειδή δεν έχω υιόν, δια να διαιωνίση το όνομά μου, ανεγείρω αυτήν την στήλην”. Η στήλη ωνομάσθη μέχρι της ημέρας αυτής “Χειρ Αβεσσαλώμ”. | 18 Εἶναι δὲ ἀξιοσημείωτον ὅτι, ὅταν ἐζοῦσε ὁ Ἀβεσσαλώμ, ἠθέλησε νὰ ἀνεγείρῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του μίαν στήλην, εἰς τὸν τόπον μάλιστα ἐκεῖνον, ὅπου συνελήφθη. Καὶ ἐπῆρε πράγματι καὶ ἔστησε μίαν εἰδικὴν ἀναμνηστικὴν στήλην εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ βασιλέως, διότι εἶπε: «Ἀφοῦ δὲν ἔχω υἱόν, ἀπόγονόν μου, στήνω τὴν στήλην αὐτὴν εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ὀνόματός μου». Ἡ δὲ ὀνομασία τῆς στήλης αὐτῆς ἕως τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἦτο· «Χεὶρ Ἀβεσσαλώμ», διότι ὠμοίαζε μὲ χέρι. |
19 καὶ ᾿Αχιμάας υἱὸς Σαδὼκ εἶπε· δράμω δὴ καὶ εὐαγγελιῶ τῷ βασιλεῖ, ὅτι ἔκρινε Κύριος ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ. | 19 Ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ, είπε· “θα τρέξω λοιπόν και θα αναγγείλω τα ευχάριστα γεγονότα στον βασιλέα, ότι δηλαδή ο Κυριος εφάνη δίκαιος και απήλλαξεν αυτόν από τους εχθρούς του”. | 19 Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἀβεσσαλὼμ εἶπεν ὁ Ἀχιμάας, ὁ υἱὸς τοῦ ἀρχιερέως Σαδώκ: «Θέλω νὰ τρέξω, διὰ νὰ ἀνακοινώσω τὰ εὐχάριστα νέα εἰς τὸν βασιλέα, διότι ὁ Κύριος ἀπέδωσε δικαιοσύνην καὶ τὸν ἐγλύτωσε ἀπὸ τὸ φονικὸν χέρι τῶν ἐχθρῶν του». |
20 καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ιωάβ· οὐκ ἀνὴρ εὐαγγελίας σὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ καὶ εὐαγγελιῇ ἐν ἡμέρᾳ ἄλλῃ, ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ οὐκ εὐαγγελιῇ, οὗ εἵνεκεν ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως ἀπέθανε. | 20 Ο Ιωάβ είπεν εις αυτόν· “δεν θα είσαι δια τον βασιλέα αγγελιαφόρος καλών ειδήσεων κατά την ημέραν αυτήν. Αφησε, λοιπόν, να το αναγγείλης κάποιαν άλλην ημέραν. Δεν πρέπει σήμερον να του καταστήσης γνωστόν, διότι και πως εφονεύθη ο υιός του βασιλέως”. | 20 Ὁ Ἰωὰβ ὅμως τοῦ εἶπε: «Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν δὲν θὰ εἶσαι σὺ κομιστὴς εὐχαρίστων εἰδήσεων. Εἶναι προτιμότερον νὰ τοῦ ἀναγγείλῃς κάτι εὐχάριστον ἄλλην ἡμέραν. Σήμερα ὅμως δὲν θὰ εἶναι εὐχάριστη ἡ ἀγγελία σου, διότι πέθανε ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε πολύ». |
21 καὶ εἶπεν ᾿Ιωὰβ τῷ Χουσί· βαδίσας ἀνάγγειλον τῷ βασιλεῖ ὅσα εἶδες· καὶ προσεκύνησε Χουσὶ τῷ ᾿Ιωὰβ καὶ ἐξῆλθε. | 21 Ο Ιωάβ στον Χουσί είπε· “πήγαινε και κατάστησε γνωστά στον βασιλέα, όσα είδες”. Ο Χουσί προσεκύνησεν τον Ιωάβ και έφυγε. | 21 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωὰβ εἰς κάποιον στρατιώτην λεγόμενον Χουσί: «Πήγαινε καὶ ἐνημέρωσε τὸν βασιλέα δι’ ὅσα εἶδες». Καὶ ὁ Χουσὶ ἐπροσκύνησε ἀμέσως τὸν Ἰωὰβ καὶ ἐβγῆκε εἰς τὸν δρόμον, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Δαβίδ. |
22 καὶ προσέθετο ἔτι ᾿Αχιμάας υἱὸς Σαδὼκ καὶ εἶπε πρὸς ᾿Ιωάβ· καὶ ἔστω ὅτι δράμω καί γε ἐγὼ ὀπίσω τοῦ Χουσί. καὶ εἶπεν ᾿Ιωάβ· ἱνατί σὺ τοῦτο τρέχεις, υἱέ μου; δεῦρο, οὐκ ἔστι σοι εὐαγγέλια εἰς ὠφέλειαν πορευομένῳ. | 22 Ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ, παρεκάλεσε και πάλιν τον Ιωάβ λέγων· “δος μου την άδειαν να τρέξω και εγώ πίσω από τον Χουσί”. Ο Ιωάβ του είπε· “διατί θέλεις να τρέξης συ, παιδί μου; Ελα εδώ. Δεν πρόκειται να φέρης στον βασιλέα ευχαρίστους αγγελίας”. | 22 Ὁ Ἀχιμάας ὅμως, ὁ υἱὸς τοῦ Σαδώκ, ἐπανέλαβε τὴν ἐπιθυμίαν του καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωάβ: «Ἂς συμβῇ ὀτιδήποτε! Παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ τρέξω καὶ ἐγὼ καὶ νὰ ἀκολουθήσω τὸν Χουσί». Ὁ Ἰωὰβ ὅμως τοῦ εἶπε: «Διατὶ βιάζεσαι καὶ τρέχεις, παιδί μου; Ἔλα ἐδῶ! Δὲν ἔχεις νὰ μεταφέρῃς εὐχάριστα νέα, πρᾶγμα ποὺ θὰ σοῦ ἐχάριζε κάποιαν ὠφέλειαν». |
23 καὶ εἶπε· τί γὰρ ἐὰν δράμω; καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ιωάβ· δράμε. καὶ ἔδραμεν ᾿Αχιμάας τὴν ὁδὸν τὴν τοῦ Κεχὰρ καὶ ὑπερέβη τὸν Χουσί. | 23 Εκείνος είπε· “τι πειράζει, εάν τρέξω και εγώ;” Ο Ιωάβ του είπε· “λοιπόν τρέξε”. Ετρεξε πράγματι ο Αχιμάας εις την οδόν του Κεχάρ και επροσπέρασε τον Χουσί. | 23 Ὁ Ἀχιμάας ὅμως ἐπέμεινε: «Καὶ τί τὸ κακόν, ἐὰν τρέξω καὶ ἐγώ;» Καὶ ὁ Ἰωὰβ τοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ ἐπιμένεις, τρέξε!» Καὶ ἔτρεξεν ἀμέσως ὁ Ἀχιμάας εἰς τὸν δρόμον τῆς κοιλάδος τοῦ Ἰορδάνου Κεχὰρ καὶ ἐξεπέρασε τὸν Χουσί. |
24 καὶ Δαυὶδ ἐκάθητο ἀνὰ μέσον τῶν δύο πυλῶν. καὶ ἐπορεύθη ὁ σκοπὸς εἰς τὸ δῶμα τῆς πύλης πρὸς τὸ τεῖχος καὶ ἐπῇρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ τρέχων μόνος ἐνώπιον αὐτοῦ | 24 Ο Δαυίδ εκάθητο ανάμεσα εις τας δύο θύρας της πύλης της πόλεως. Ο σκοπός ανέβη στο ηλιακωτόν της πύλης επάνω εις το τείχος, εσήκωσε τα μάτια του και παρετήρησε. Αίφνης είδε να τρέχη προς την κατεύθυνσίν του ενας άνδρας μόνος του. | 24 Ὁ δὲ Δαυὶδ ἐκάθητο μεταξὺ τῶν δύο πυλῶν τῆς εἰσόδου τῆς πόλεως. Καὶ ἀνέβη ὁ σκοπὸς εἰς τὴν ταράτσαν τῆς πύλης, ἐπάνω εἰς τὸ τεῖχος, καὶ ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε προσεκτικὰ καὶ διέκρινε κάποιον ἄνδρα νὰ τρέχῃ μόνος του μὲ κατεύθυνσιν πρὸς αὐτόν. |
25 καὶ ἀνεβόησεν ὁ σκοπὸς καὶ ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰ μόνος ἐστίν, εὐαγγελία ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύετο πορευόμενος καὶ ἐγγίζων. | 25 Εφώναξεν ο σκοπός και ανήγγειλε τούτο στον βασιλέα. Ο βασιλεύς είπεν· “εάν είναι μόνος του, έχει ασφαλώς κάποιον ευχάριστον πληροφορίαν να μας αναγγείλη”. Ο άνθρωπος αυτός έτρεχε και επλησίαζε. | 25 Καὶ ἔβγαλε φωνὴν ὁ σκοπὸς καὶ ἐνημέρωσε τὸν βασιλέα. Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαβίδ: «Ἐφ’ ὅσον εἶναι μόνος του, καὶ δὲν τρέχουν πολλοὶ φύρδην - μίγδην πανικόβλητοι, σημαίνει ὅτι ἐνικήσαμεν καὶ μᾶς μεταφέρει εὐχάριστα νέα». Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτρεχε, ἐπροχωροῦσε καὶ ἐπλησίαζε πρὸς τὴν πύλην. |
26 καὶ εἶδεν ὁ σκοπὸς ἄνδρα ἕτερον τρέχοντα, καὶ ἐβόησεν ὁ σκοπὸς πρὸς τῇ πύλῃ καὶ εἶπε· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἕτερος τρέχων μόνος. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καί γε οὗτος εὐαγγελιζόμενος. | 26 Ο σκοπός είδε και άλλον κατόπιν άνθρωπον να τρέχη και εφώναξε προς τον βασιλέα, που ευρίσκετο εις την πύλην, και του είπε· “ιδού, και άλλος άνθρωπος μόνος του τρέχει”. Ο βασιλεύς απήντησε· “και αυτός, βεβαίως, καλάς αγγελίας έχει να μας φέρη”. | 26 Ὁ σκοπὸς ὅμως εἶδε κατόπιν ἄλλον ἕνα ἄνδρα, ποὺ ἔτρεχε καὶ αὐτός, καὶ ἐφώναξε πάλιν πρὸς τὸν βασιλέα, ποὺ ἦτο εἰς τὴν πύλην, καὶ τοῦ εἶπε: «Βλέπω τώρα καὶ ἄλλον ἄνδρα νὰ τρέχῃ μόνος». Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Καὶ αὐτὸς ἀσφαλῶς μεταφέρει καλὰς εἰδήσεις». |
27 καὶ εἶπεν ὁ σκοπός· ἐγὼ ὁρῷ τὸν δρόμον τοῦ πρώτου ὡς δρόμον ᾿Αχιμάας υἱοῦ Σαδώκ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀνὴρ ἀγαθὸς οὗτος καί γε εἰς εὐαγγελίαν ἀγαθὴν ἐλεύσεται. | 27 Ο σκοπός προσέθεσε· “εγώ βλέπω τον πρώτον να τρέχη, όπως τρέχει ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ”. Είπε δε προς αυτόν ο βασιλεύς· “καλός άνθρωπος είναι αυτός και έρχεται, δια να μας φέρη ασφαλώς κάποιον καλήν είδησιν”. | 27 Εἶπε δὲ πάλιν ὁ σκοπός: «Ὅπως βλέπω, ὁ πρῶτος τρέχει μὲ τὸν τρόπον ποὺ τρέχει ὁ Ἀχιμάας, ὁ υἱὸς τοῦ Σαδώκ». Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς: «Ὁ Ἀχιμάας εἶναι καλὸς ἄνθρωπος καὶ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρῃ εὐχάριστα νέα». |
28 καὶ ἐβόησεν ᾿Αχιμάας καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· εἰρήνη· καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός σου, ὃς ἀπέκλεισε τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπαραμένους τὴν χεῖρα αὐτῶν ἐν τῷ κυρίῳ μου τῷ βασιλεῖ. | 28 Ο Αχιμάας έφθασε και εφώναξε και είπε στον βασιλέα· “ειρήνη”. Προσεκύνησε τον βασιλέα μέχρις εδάφους και είπεν· “ας έχη δόξαν Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος εξεδίωζε τους ανθρώπους, που είχαν σηκώσει το χέρι των εναντίον σου του κυρίου μου και βασιλέως”. | 28 Καὶ ἐφώναξεν ἀπὸ μακρυὰ ὁ Ἀχιμάας, μόλις εἶδε τὸν Δαβίδ, καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα: «Εἰρήνη!» Ὅταν δὲ ἔφθασε κοντά του, ἐπροσκύνησε τὸν βασιλέα μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ εἶπε: «Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, ὁ Ὁποῖος ἀπέκλεισε καὶ ἐξώντωσε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐσήκωσαν τὸ χέρι των ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ κυρίου μου». |
29 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ ᾿Αβεσσαλώμ; καὶ εἶπεν ᾿Αχιμάας· εἶδον τὸ πλῆθος τὸ μέγα τοῦ ἀποστεῖλαι τὸν δοῦλον τοῦ βασιλέως ᾿Ιωὰβ καὶ τὸν δοῦλόν σου, καὶ οὐκ ἔγνων τί ἐκεῖ. | 29 Ο βασιλεύς αμέσως τον ηρώτησε· “το παιδί μου, ο Αβεσσαλώμ, είναι καλά;” Ο Αχιμάας απήντησε· “είδα πολύ πλήθος ανθρώπων, όταν ο Ιωάβ, ο δούλος του βασιλέως έστειλεν εμέ τον δούλον σου, να έλθω προς σέ. Δεν γνωρίζω, τι ακριβώς έγινεν εκεί”. | 29 Καὶ ἐρώτησε ἀμέσως ὁ βασιλεύς: «Εἶναι καλὰ ὁ Ἀβεσσαλώμ, τὸ παιδί μου;» Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἀχιμάας: «Ὅταν ἔστειλεν ὁ Ἰωάβ, ὁ δοῦλος τοῦ βασιλέως, ἐμὲ τὸν δοῦλον σου διὰ νὰ σὲ ἐνημερώσω, εἶδα πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων ἐκεῖ καὶ δὲν διέκρινα τί ἀκριβῶς συνέβη μὲ τὸν Ἀβεσσαλώμ». |
30 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐπίστρεψον, στηλώθητι ὧδε· καὶ ἐπεστράφη καὶ ἔστη. | 30 Είπεν ο βασιλεύς· “παραμέρισε και στάσου εκεί όρθιος”. Ο Αχιμάας εστράφη προς τα εκεί και εστάθη όρθιος. | 30 Καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ εἶπε: «Καλά, στρέψε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ στάσου ἐδῶ κοντά μας». Καὶ πράγματι ὁ Ἀχιμάας ἐστράφη καὶ ἐστάθη, ὅπως τοῦ εἶπεν ὁ Δαβίδ. |
31 καὶ ἰδοὺ ὁ Χουσὶ παρεγένετο καὶ εἶπε τῷ βασιλεῖ· εὐαγγελισθήτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι ἔκρινέ σοι Κύριος σήμερον ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐπεγειρομένων ἐπὶ σέ. | 31 Ιδού, ότι έφθασε και ο Χουσί, ο οποίος είπεν στον βασιλέα· “ας μάθη ο κύριός μου, ο βασιλεύς, την καλήν και ευχάριστον αγγελίαν. Οτι ο Κυριος έβγαλε σήμερον δικαίαν απόφασιν και σε απήλλαξεν από τας χείρας όλων εκείνων, οι οποίοι είχαν εξεγερθή εναντίον σου”. | 31 Ἐντὸς ὀλίγου ἔφθασε καὶ ὁ Χουσὶ καὶ εἶπεν εἰς τὸν βασιλέα: «Ἂς ἀκούσῃ ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς τὸ εὐχάριστον νέον, ὅτι δηλαδὴ σὲ ἐδικαίωσεν ὁ Κύριος καὶ σὲ ἐγλύτωσε ἀπὸ τὸ φονικὸν χέρι ὅλων ἐκείνων, ποὺ ἐξεσηκώθηκαν ἐναντίον σου». |
32 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Χουσί· εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ ᾿Αβεσσαλώμ; καὶ εἶπεν ὁ Χουσί· γένοιντο ὡς τὸ παιδάριον οἱ ἐχθροὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως καὶ πάντες, ὅσοι ἐπανέστησαν ἐπ' αὐτὸν εἰς κακά. | 32 Ο βασιλεύς ηρώτησε τον Χουσί· “τι κάνει το παιδί μου, ο Αβεσσαλώμ;” Ο Χουσί απήντησεν· “οι εχθροί, οι ιδικοί σου, του κυρίου μου και βασιλέως μου, και γενικώς όλοι όσοι εστασίασαν εναντίον σου, δια να σου κάμουν κακόν, ας έχουν την τύχην του παιδιού σου του Αβεσσαλώμ”. | 32 Καὶ ἐρώτησε ὁ βασιλεὺς τὸν Χουσί: «Εἶναι καλὰ τὸ παιδί μου, ὁ Ἀβεσσαλώμ;» Καὶ ὁ Χουσὶ ἀπεκρίθη: «Μάκαρι ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τοῦ κυρίου μου καὶ βασιλέως καὶ ὅλοι, ὅσοι ἐπανεστάτησαν ἐναντίον του διὰ νὰ τὸν βλάψουν, νὰ πάθουν ὅ,τι κακὸν ἔπαθε καὶ αὐτὸ τὸ παιδί». |
33 καὶ ἐταράχθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὑπερῷον τῆς πύλης καὶ ἔκλαυσε· καὶ οὕτως εἶπεν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτόν· υἱέ μου ᾿Αβεσσαλώμ, υἱέ μου, υἱέ μου ᾿Αβεσσαλώμ, τίς δῴη τὸν θάνατόν μου ἀντὶ σοῦ; ἐγὼ ἀντὶ σοῦ, ᾿Αβεσσαλώμ, υἱέ μου υἱέ μου. | 33 Εταράχθη ο βασιλεύς, ανέβηκεν στο δωμάτιον, το οποίον ευρίσκετο επάνω από την πύλην, και έκλαυσε. Και καθώς ανέβαινε προς το δωμάτιον αυτό έλεγε· “παιδί μου Αβεσσαλώμ, παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, διατί να μη αποθάνω εγώ αντί για σένα; Εγώ έπρεπε να αποθάνω Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου” ! | 33 Μόλις ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ βασιλεύς, ἐταράχθη καὶ ἀνέβη εἰς τὸ δωμάτιον, ποὺ ἦτο ἐπάνω ἀπὸ τὴν πύλην, καὶ ἔκλαυσε. Ἐνῷ δὲ ἀνέβαινε πρὸς τὸ δωμάτιον, ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «Παιδί μου Ἀβεσσαλώμ! Παιδί μου! Παιδί μου Ἀβεσσαλώμ! Μάκαρι νὰ πέθαινα ἐγὼ καὶ ὄχι σύ! Ἐγὼ νὰ πέθαινα εἰς τὴν θέσιν σου, Ἀβεσσαλώμ! Παιδί μου, παιδί μου!» |