Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἀπέθανε βασιλεὺς υἱῶν ᾿Αμμών, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Αννὼν υἱὸς αὐτοῦ ἀντ' αὐτοῦ. | 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά απέθανεν ο βασιλεύς των Αμμωνιτών και εβασίλευσε αντ' αυτού ο υιός του ο Αννών. | 1 Μετὰ ταῦτα συνέβη νὰ ἀποθάνῃ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀμμωνιτῶν καὶ νὰ πάρῃ τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν ὡς διάδοχός του ὁ υἱός του Ἀννών. |
2 καὶ εἶπε Δαυίδ· ποιήσω ἔλεος μετὰ ᾿Αννὼν υἱοῦ Ναάς, ὃν τρόπον ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ ἔλεος· καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ παρακαλέσαι αὐτὸν ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ περὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ παρεγένοντο οἱ παῖδες Δαυὶδ εἰς τὴν γῆν υἱῶν ᾿Αμμών. | 2 Ο Δαυίδ εσκέφθη και είπε· “πρέπει προς τον Αννών, τον υιόν του Ναάς, να δείξω την ιδίαν καλωσύνην, την οποίαν ο πατέρας του έδειξε προς εμέ”. Εστειλε λοιπόν δούλους του, δια να συλλυπηθή τον Αννών επί τω θανάτω του πατρός του. Οι απεσταλμένοι του Δαυίδ ήλθον εις την χώραν των Αμμωνιτών. | 2 Ἐσκέφθη λοιπὸν τότε ὁ Δαβὶδ καὶ εἶπε: «Πρέπει νὰ δείξω καλωσύνην πρὸς τὸν Ἀννών, τὸν υἱὸν τοῦ Ναάς, ὅπως ἀκριβῶς ἔδειξε κάποτε καὶ ὁ πατέρας του καλοσύνην ἀπέναντί μου». Καὶ πράγματι ἀπέστειλεν ὁ Δαβὶδ ἀνθρώπους του διὰ νὰ τὸν συλλυπηθῇ καὶ νὰ τὸν παρηγορήσῃ μὲ τοὺς δούλους του αὐτοὺς διὰ τὸν θάνατον τοῦ πατέρα του. Καὶ ἐντὸς ὀλίγου οἱ ἄνδρες τοῦ Δαβὶδ ἔφθασαν εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀμμωνιτῶν. |
3 καὶ εἶπον οἱ ἄρχοντες υἱῶν ᾿Αμμὼν πρὸς ᾿Αννὼν τὸν κύριον αὐτῶν· μὴ παρὰ τὸ δοξάζειν Δαυὶδ τὸν πατέρα σου ἐνώπιόν σου, ὅτι ἀπέστειλέ σοι παρακαλοῦντας; ἀλλ' οὐχὶ ὅπως ἐρευνήσωσι τὴν πόλιν καὶ κατασκοπήσωσιν αὐτὴν καὶ τοῦ κατασκέψασθαι αὐτὴν ἀπέστειλε Δαυὶδ τοὺς παῖδας αὐτοῦ πρός σε; | 3 Οι άρχοντες όμως των Αμμωνιτών είπαν προς τον βασιλέα τους, τον Αννών· “μήπως φαντάζεσαι, ότι δια να τιμήση πράγματι ενώπιόν σου τον πατέρα σου, απέστειλεν εις σε τους ανθρώπους του να σε συλλυπηθούν; Οχι· τους έστειλε, δια να εξερευνήσουν την πόλιν και την κατασκοπεύσουν και έπειτα να την καταστρέψουν”. | 3 Ὅταν ὅμως τοὺς εἶδαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἀμμωνιτῶν, εἶπαν πρὸς τὸν βασιλέα τῶν Ἀννών: «Πιστεύεις ἄραγε ὅτι ὁ Δαβὶδ ἀπέστειλε πρὸς σὲ τοὺς ἀνθρώπους του αὐτοὺς διὰ νὰ σὲ συλλυπηθοῦν, ἐπειδὴ ἠθέλησε νὰ τιμήσῃ ἐνώπιόν σου τὸν πατέρα σου; Γνώμη μας εἶναι ὅτι δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἀλλ’ ὅτι ἀπέστειλεν ὁ Δαβὶδ τοὺς δούλους του πρὸς σὲ διὰ νὰ ἐρευνήσουν τὴν πόλιν, νὰ τὴν κατασκοπεύσουν καὶ νὰ ἐξετάσουν πῶς θὰ τὴν καταστρέψουν». |
4 καὶ ἔλαβεν ᾿Αννὼν τοὺς παῖδας Δαυὶδ καὶ ἐξύρησε τοὺς πώγωνας αὐτῶν καὶ ἀπέκοψε τοὺς μανδύας αὐτῶν ἐν τῷ ἡμίσει ἕως τῶν ἰσχίων αὐτῶν καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτούς. | 4 Ο Αννών επείσθη εις τας εισηγήσεις εκείνων, συνέλαβε τους απεσταλμένους του Δαυίδ, εξύρισε τον πώγωνα αυτών, έκοψε κατά το ήμισυ τα ενδύματά των έως εις την μέσην. Επειτα δε τους αφήκεν ελευθέρους να φύγουν. | 4 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀννών, συνέλαβε τοὺς δούλους τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀφοῦ ἐξύρισε τὰ γένεια των καὶ ἔκοψε τὰ ροῦχα των εἰς τὸ μισὸ ὕψος των, ἕως τὴν μέσην των, τοὺς ἐξαπέστειλε πίσω εἰς τὴν χώραν των. |
5 καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Δαυὶδ ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀπέστειλεν εἰς ἀπαντὴν αὐτῶν, ὅτι ἦσαν οἱ ἄνδρες ἠτιμασμένοι σφόδρα· καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καθίσατε ἐν ῾Ιεριχὼ ἕως τοῦ ἀνατεῖλαι τοὺς πώγωνας ὑμῶν, καὶ ἐπιστραφήσεσθε. | 5 Εγνωστοποίησαν στον Δαυίδ όσα έγιναν εις βάρος των απεσταλμένων του. Ο Δαυίδ έστειλεν ανθρώπους, δια να τους προαπαντήσουν, επειδή ήσαν πάρα πολύ ντροπιασμένοι από το πάθημά των. Τους είπε δε ο βασιλεύς· “μείνατε εις την Ιεριχώ, μέχρις ότου αυξηθούν τα γένεια σας και κατόπιν επανέρχεσθε εις την Ιερουσαλήμ”. | 5 Ἀνεκοίνωσαν δὲ εἰς τὸν Δαβὶδ αὐτὸ ποὺ συνέβη εἰς τοὺς ἄνδρας του καὶ ἀπέστειλεν ἀμέσως ἐκπροσώπους του διὰ νὰ τοὺς προϋπαντήσουν, διότι οἱ ἄνδρες του ἐκεῖνοι εἶχαν προσβληθῇ πολύ, εἶχαν ἐξευτελισθῆ. Καὶ τοὺς παρήγγειλε ὁ βασιλεὺς τὰ ἑξῆς: «Νὰ καθίσετε εἰς τὴν Ἱεριχῶ μέχρι ποὺ νὰ μεγαλώσουν τὰ γένεια σας καὶ τότε νὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ». |
6 καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ ᾿Αμμών, ὅτι κατῃσχύνθησαν ὁ λαὸς Δαυίδ, καὶ ἀπέστειλαν οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν καὶ ἐμισθώσαντο τὴν Συρίαν Βαιθραὰμ καὶ τὴν Συρίαν Σουβά, εἴκοσι χιλιάδας πεζῶν, καὶ τὸν βασιλέα Μααχά, χιλίους ἄνδρας, καὶ ᾿Ιστώβ, δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν. | 6 Οι Αμμωνίται συνησθάνθησαν έπειτα, ότι με την πράξιν των αυτήν προσέβαλαν τον λαόν του Δαυίδ και εφοβήθησαν εκδίκησιν. Δια τούτο οι Αμμωνίται έστειλαν ανθρώπους των και επήραν μισθοφόρους στρατιώτας από την Βαιθραάμ της Συρίας, από την Σουβά της Συρίας, είκοσι χιλιάδας πεζούς· επήραν τον βασιλέα της Μααχά με χιλίους άνδρας και δώδεκα χιλιάδας πολεμιστάς της πόλεως Ιστώβ. | 6 Ὅταν κατάλαβαν οἱ Ἀμμωνῖται ὅτι προσεβλήθη ὁ λαὸς τοῦ Δαβίδ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν, ἠθέλησαν νὰ πάρουν τὰ μέτρα των. Ἔστειλαν λοιπὸν οἱ Ἀμμωνῖται καὶ ἐπῆραν μισθοφόρους εἴκοσι χιλιάδας πεζοὺς ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Συρίας Βαιθραὰμ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην πόλιν τῆς Συρίας, ποὺ ἐλέγετο Σουβά. Ἐπῆραν ἐπίσης καὶ χιλίους ἄνδρας ἀπὸ τὸν βασιλέα ἄλλης Συριακῆς περιοχῆς, ποὺ ἐλέγετο Μααχά, καὶ ἄλλους δώδεκα χιλιάδας ἄνδρας ἀπὸ τὴν περιοχὴν Ἰστώβ, ποὺ εὑρίσκετο πλησίον τῆς Δαμασκοῦ. |
7 καὶ ἤκουσε Δαυίδ, καὶ ἀπέστειλε τὸν ᾿Ιωὰβ καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν, τοὺς δυνατούς. | 7 Επληροφορήθη ο Δαυίδ το γεγονός και έστειλεν εναντίον των Αμμωνιτών τον αρχιστράτηγόν του τον Ιωάβ με όλον τον στρατόν του και με τους ανδρείους πολεμιστάς του. | 7 Μόλις τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Δαβίδ, ἀπέστειλεν ἐναντίον των τὸν ἀρχιστράτηγόν του Ἰωάβ μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις τοῦ στρατοῦ του, τοὺς πλέον δυνατοὺς πολεμιστάς του. |
8 καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν καὶ παρετάξαντο πόλεμον παρὰ τῇ θύρᾳ τῆς πύλης Συρίας Σουβὰ καὶ Ροὼβ καὶ ᾿Ιστὼβ καὶ Μααχὰ μόνοι ἐν ἀγρῷ. | 8 Οι Αμμωνίται εξήλθον να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών και εστρατοπέδευσαν πλησίον εις την πύλην της πόλεως. Οι δε μισθοφόροι της Συρίας, των πόλεων Σουβά, Ροώβ, Ιστώβ και ο Μααχά, είχον στρατοπεδεύσει ξεχωριστά εις την πεδιάδα. | 8 Ἐβγῆκαν τότε οἱ Ἀμμωνῖται καὶ παρετάχθησαν, διὰ νὰ πολεμήσουν κοντὰ εἰς τὴν πύλην τῆς Σουβὰ τῆς Συρίας. Συγχρόνως παρετάχθησαν διὰ πόλεμον εἰς τὸ ὕπαιθρον ἰδιαιτέρως καὶ οἱ στρατοὶ τῶν βασιλείων Ροώβ, Ἰστὼβ καὶ Μααχά. |
9 καὶ εἶδεν ᾿Ιωὰβ ὅτι ἐγενήθη πρὸς αὐτὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ πολέμου, ἐκ τοῦ κατὰ πρόσωπον ἐξεναντίας καὶ ἐκ τοῦ ὄπισθεν, καὶ ἐπελέξατο ἐκ πάντων τῶν νεανιῶν ᾿Ισραήλ, καὶ παρετάξαντο ἐξεναντίας Συρίας. | 9 Ο Ιωάβ, όταν ήλθεν στο πεδίον της μάχης, είδεν ότι είχε δύο παρατάξεις απέναντί του. Ενα μέτωπον εχθρικόν εκ των έμπροσθεν και άλλο εκ των όπισθεν. Από όλους τους νεαρούς Ισραηλίτας εδιαλεξε τους καλυτέρους και παρετάχθη απέναντι του στρατεύματος των Συρων. | 9 Καὶ εἶδεν ὁ Ἰωὰβ ὅτι εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσῃ εἰς τὸν πόλεμον δύο παρατάξεις. Ἕνα μέτωπον ἀκριβῶς ἀπέναντί του καὶ ἄλλο ἕνα ἀπὸ πίσω του. Ἐδιάλεξε λοιπὸν ὡρισμένους ἀπὸ ὅλους τοὺς νεαροὺς Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς παρέταξεν ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς Σύρους. |
10 καὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ ἔδωκεν ἐν χειρὶ ᾿Αβεσσὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ παρετάξαντο ἐξεναντίας υἱῶν ᾿Αμμών. | 10 Τους υπολοίπους από τον ισραηλιτικόν στρατόν έθεσεν υπό την διοίκησιν του αδελφού του Αβεσσά, ο οποίος και παρετάχθη απέναντι των Αμμωνιτών. | 10 Τοὺς δὲ ὑπολοίπους στρατιώτας τοὺς παρέδωσεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀβεσσὰ καὶ αὐτοὶ ἦλθαν καὶ παρετάχθησαν ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς Ἀμμωνίτας. |
11 καὶ εἶπεν· ἐὰν κραταιωθῇ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς σωτηρίαν, καὶ ἐὰν κραταιωθῶσιν υἱοὶ ᾿Αμμὼν ὑπὲρ σέ, καὶ ἐσόμεθα τοῦ σῶσαί σε· | 11 Ο Ιωάβ είπεν στον Αβεσσά· “εάν οι Συροι υπερισχύσουν εναντίον μου, σεις θα είσθε η σωτηρία μου· θα έλθετε να με βοηθήσετε. Εάν δε οι Αμμωνίται υπερισχύσουν εναντίον σου, ημείς θα έλθωμεν να σας σώσωμεν. | 11 Εἶπε δὲ ὁ Ἰωὰβ εἰς τὸν ἀδελφόν του, πρὶν χωρίσουν: «Ἐὰν ἰδῇς ὅτι μὲ νικοῦν οἱ Σύροι, θὰ ἔλθετε νὰ μὲ σώσετε. Τὸ ἴδιο καὶ ἐμεῖς, ἐὰν σὲ νικοῦν οἱ Ἀμμωνῖται, θὰ ἔλθωμεν νὰ σὲ σώσωμεν. |
12 ἀνδρίζου καὶ κραταιωθῶμεν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ περὶ τῶν πόλεων τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ Κύριος ποιήσει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ. | 12 Εχε θάρρος, πολέμα με γενναιότητα και ας δειχθώμεν ισχυροί υπέρ του ισραηλιτικού λαού και υπέρ των πόλεων της χώρας μας, η οποία ανήκει στον Θεόν. Ο δε Κυριος ας κάμη ο,τι φαίνεται ενώπιόν του καλόν”. | 12 Νὰ φανῇς ἀνδρεῖος καὶ ἂς δειχθῶμεν γενναῖοι πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ μας καὶ τῶν πόλεων τοῦ Θεοῦ μας! Καὶ ὁ Κύριος ἂς κάνῃ αὐτὸ ποὺ εἶναι καλὸν ἐνώπιόν Του». |
13 καὶ προσῆλθεν ᾿Ιωὰβ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ εἰς πόλεμον πρὸς Συρίαν, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ. | 13 Ο Ιωάβ και ο στρατός του εξήλθον εις πόλεμον εναντίον των Συρων, τους οποίους ενίκησαν και έτρεψαν εις φυγήν. | 13 Καὶ ἀμέσως ἐπλησίασαν ὁ Ἰωὰβ καὶ οἱ ἄνδρες του μαζί του, διὰ νὰ συγκρουσθοῦν μὲ τοὺς Σύρους, ἀλλ’ αὐτοὶ ἐτράπησαν εἰς φυγὴν ἀπὸ ἐμπρός του. |
14 καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν εἶδαν ὅτι ἔφυγε Συρία, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ προσώπου ᾿Αβεσσὰ καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν. καὶ ἀνέστρεψεν ᾿Ιωὰβ ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Αμμὼν καὶ παρεγένετο εἰς ῾Ιερουσαλήμ. | 14 Οι Αμμωνίται, όταν είδαν ότι οι Συροι ετράπησαν εις φυγήν, έφυγαν και αυτοί πανικόβλητοι εμπρός από τον Αβεσσά και εισήλθον εις την πόλιν των. Ο Ιωάβ, έπειτα από αυτήν την νίκην κατά των Αμμωνιτών, επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ. | 14 Μόλις εἶδαν οἱ Ἀμμωνῖται ὅτι ἐγκατέλειψαν τὸν πόλεμον οἱ Σύροι, ἔφυγαν καὶ αὐτοὶ τρομαγμένοι ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Ἀβεσσὰ καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὴν πόλιν των. Ἔτσι ἐπέστρεψεν ὁ Ἰωὰβ νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Ἀμμωνιτῶν καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. |
15 καὶ εἶδε Συρία ὅτι ἔπταισεν ἔμπροσθεν ᾿Ισραήλ, καὶ συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό. | 15 Οι Συροι, όταν είδαν το μέγεθος της συμφοράς των, κατεπικράνθησαν, διότι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας, και συνεκεντρώθησαν, δια να πολεμήσουν και ανακτήσουν την τιμήν των. | 15 Ὅταν εἶδαν οἱ Σύροι ὅτι κατετροπώθησαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, ἐμαζεύθηκαν ὅλοι των μὲ σκοπὸν νὰ πολεμήσουν διὰ τὴν τιμήν των. |
16 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Αδρααζὰρ καὶ συνήγαγε τὴν Συρίαν τὴν ἐκ τοῦ πέραν τοῦ ποταμοῦ Χαλαμάκ, καὶ παρεγένοντο εἰς Αἰλάμ, καὶ Σωβὰκ ἄρχων τῆς δυνάμεως ᾿Αδρααζὰρ ἔμπροσθεν αὐτῶν. | 16 Ο Αδρααζάρ έστειλεν ανθρώπους του και συνεκέντρωσε Συρους στρατιώτας από την πέραν του Ιορδάνου περιοχήν, της οποίας βασιλεύς ήτο ο Χαλαμάκ. Αυτοί δε ήλθον εις την περιοχήν Αιλαμ. Ολων των στρατευμάτων του Αδρααζάρ αρχηγός ήτο ο Σωβάκ. | 16 Καὶ ἀπέστειλεν ἀνθρώπους του ὁ βασιλεὺς τῶν Σύρων Ἀδρααζὰρ καὶ ἔφερε κοντά του ὅλην τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν τῆς Συρίας, ποὺ εὑρίσκετο πέραν τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου εἰς τὴν θέσιν Χαλαμάκ. Ἦλθαν δὲ ὅλοι εἰς τὴν περιοχὴν Αἰλὰμ μὲ ἀρχηγόν των τὸν Σωβάκ, ποὺ ἦτο ἀρχιστράτηγος τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἀδρααζάρ. |
17 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυίδ, καὶ συνήγαγε τὸν πάντα ᾿Ισραὴλ καὶ διέβη τὸν ᾿Ιορδάνην καὶ παρεγένετο εἰς Αἰλάμ· καὶ παρετάξατο Συρία ἀπέναντι Δαυίδ, καὶ ἐπολέμησαν μετ' αὐτοῦ. | 17 Αυτό ανηγγέλθη στον Δαυίδ, ο οποίος συνεκέντρωσεν όλον τον ισραηλιτικόν στρατόν, διέβη δε τον ποταμόν Ιορδάνην και έφθασεν εις Αιλάμ. Ο στρατός των Συρων παρετάχθη απέναντι του Δαυίδ και επολέμησεν εναντίον αυτού. | 17 Ἀνήγγειλαν δὲ τὸ γεγονὸς εἰς τὸν Δαβὶδ οἱ ἄνθρωποί του, καὶ αὐτός, ἀφοῦ συνεκέντρωσεν ἀμέσως ὅλον τὸν στρατὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἐπέρασε τὸν Ἰορδάνην καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Αἰλάμ. Ἐκεῖ παρετάχθησαν ἀπέναντι τὸν Δαβὶδ οἱ στρατιῶται τῆς Συρίας καὶ συνεπλάκησαν μαζί του. |
18 καὶ ἔφυγε Συρία ἀπὸ προσώπου ᾿Ισραήλ, καὶ ἀνεῖλε Δαυὶδ ἐκ τῆς Συρίας ἑπτακόσια ἅρματα καὶ τεσσαράκοντα χιλιάδας ἱππέων· καὶ τὸν Σωβὰκ τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐπάταξε, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ. | 18 Κατά τον συμπλοκήν οι Συροι ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των Ισραηλιτών. Ο Δαυίδ κατέστρεψε επτακόσια άρματα και εφόνευσε σαράντα χιλιάδας ιππείς. Εκτύπησε δε και επλήγωσε τον αρχιστράτηγον του στρατού των Συρων, τον Σωβάκ, ο οποίος και απέθανεν εκεί στο πεδίον της μάχης. | 18 Ἐνικήθησαν δὲ οἱ Σύροι καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγὴν ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Εἰς τὴν μάχην αὐτὴν ὁ Δαβὶδ ἐφόνευσε τὰ πληρώματα ἑπτακοσίων πολεμικῶν ἁρμάτων καὶ σαράντα χιλιάδας ἱππεῖς. Ἐπλήγωσε μάλιστα καὶ τὸν Σωβάκ, τὸν Ἀρχιστράτηγον τῶν Σύρων, καὶ πέθανε αὐτὸς ἐπὶ τόπου. |
19 καὶ εἶδαν πάντες οἱ βασιλεῖς οἱ δοῦλοι ᾿Αδρααζὰρ ὅτι ἔπταισαν ἔμπροσθεν ᾿Ισραήλ, καὶ ηὐτομόλησαν μετὰ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς. καὶ ἐφοβήθη Συρία τοῦ σῶσαι ἔτι τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμών. | 19 Οι βασιλείς, οι οποίοι ήσαν υπόδουλοι στον Αδρααζάρ, όταν είδαν ότι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας, προσεχώρησαν προς αυτούς και έγιναν φόρου υποτελείς στους Ισραηλίτας. Ετσι δε οι Συροι εφοβήθησαν και δεν ετόλμησαν να βοηθήσουν πλέον τους Αμμωνίτας. | 19 Ὅταν εἶδαν ὅλοι οἱ βασιλεῖς, ποὺ ἦσαν ὑποτελε·ῖς εἰς τὸν βασιλέα τῆς Συρίας Ἀδρααζάρ, ὅτι συνετρίβησαν οἱ Σύροι ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἐπῆγαν καὶ προσεχώρησαν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἔγιναν ὑποτελεῖς των. Ἐφοβήθησαν δὲ οἱ Σύροι καὶ δὲν ἐπεχείρησαν νὰ βοηθήσουν ἄλλην φορὰν τοὺς Ἀμμωνίτας. |