Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἐπιστρέψαντος τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξοδίας τῶν βασιλέων, καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν ᾿Ιωὰβ καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ καὶ τὸν πάντα ᾿Ισραήλ, καὶ διέφθειραν τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμὼν καὶ διεκάθισαν ἐπὶ Ραββάθ· καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 1 Κοιτά το επόμενον έτος, εις εποχήν δηλαδή κατά την οποίαν οι βασιλείς εξέρχονται συνήθως εις εκστρατείας, ο Δαυίδ έστειλε τον Ιωάβ, μαζή δέ με αυτόν τους σωματοφύλακάς του και όλον τον ισραηλιτικόν στρατόν και κατέστρεψαν την χώραν των Αμμωνιτών. Επολιόρκησαν δε την πρωτεύουσαν την Ραββάθ. Ο Δαυίδ έμενεν εις την Ιερουσαλήμ. 1 Καὶ ὅταν ἦλθεν η ἄνοιξις τοῦ ἑπομένου ἔτους, ἡ ἐποχὴ δηλαδὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ἔβγαιναν οἱ βασιλεῖς εἰς τὸ ὕπαιθρον δι’ ἐκστρατείας καὶ πολέμους, ἀπέστειλεν ὁ Δαβὶδ τὸν Ἰωὰβ μὲ τὴν φρουράν του καὶ μὲ ὅλον τὸν στρατὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐξώντωσαν τοὺς Ἀμμωνίτας καὶ ἐπολιόρκησαν τὴν πρωτεύουσάν των Ραββάθ. Ὁ ἴδιος, ὁ Δαβίδ, παρέμεινεν εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ κράτους του, τὴν Ἱερουσαλήμ.
2 καὶ ἐγένετο πρὸς ἑσπέραν καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἀπὸ τῆς κοίτης αὐτοῦ καὶ περιεπάτει ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ εἶδε γυναῖκα λουομένην ἀπὸ τοῦ δώματος, καὶ ἡ γυνὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα. 2 Κατά τας απογευματινάς ώρας ο Δαυίδ εξύπνησεν από τον μεσημβρινόν του ύπνον και περιπατούσε στο βασιλικόν δώμα. Από εκεί είδε κάποιαν γυναίκα να λούεται, η οποία ήτο πάρα πολύ ωραία κατά την εμφάνισιν. 2 Συνέβη δὲ τότε τὸ ἑξῆς: Ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἐξύπνησεν ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὸν μεσημβρινὸν ὕπνον του, ἔκαμνε περίπατον εἰς τὴν ταράτσαν τοῦ ἀνακτόρου του καὶ εἶδεν ἀπὸ ἐκεῖ μίαν γυναῖκα, ποὺ ἐλούετο καὶ ἡ ὁποία ἦτο πολὺ ὡραία κατὰ τὴν ἐμφάνισιν.
3 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐζήτησε τὴν γυναῖκα καὶ εἶπεν· οὐχὶ αὕτη Βηρσαβεὲ θυγάτηρ ᾿Ελιὰβ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου; 3 Εζήτησε πληροφορίας δια την γυναίκα αυτήν και είπε· “αυτή δεν είναι η Βηρσαβεέ, η θυγάτηρ του Ελιάβ, η σύζυγος του Ουρίου του Χετταίου;” 3 Ἔστειλε λοιπὸν ἀμέσως ἄνθρωπόν του ὁ Δαβίδ, διὰ νὰ λάβῃ πληροφορίας διὰ τὴν γυναῖκα ἐκείνην, καὶ αὐτὸς εἶπεν: «Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ Βηρσαβεέ, ἡ κόρη τοῦ Ἐλιὰβ καὶ γυναῖκα τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου;»
4 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους καὶ ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐκοιμήθη μετ' αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἁγιαζομένη ἀπὸ ἀκαθαρσίας αὐτῆς, καὶ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. 4 Εστειλεν ανθρώπους του, την επήρε, εκοιμήθη μαζή της και ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν. Η γυναίκα κατόπιν με λουτρόν εκαθαρίσθη από την νομικήν ακαθαρσίαν της συναφείας της με τον Δαυίδ και επανήλθεν στον οίκον της. 4 Καὶ ἔστειλεν ἀμέσως ὁ Δαβὶδ ἀνθρώπους του καὶ τὴν ἔφερεν εἰς τὸ ἀνάκτορόν του καὶ ἐν συνεχείᾳ ἦλθεν εἰς συζυγικὴν σχέσιν μαζί της. Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἐτελείωνε τὸ τυπικὸν τοῦ ἑξαγνισμοῦ της ἀπὸ τὴν περίοδον τῶν ἐμμήνων της. Μετὰ δὲ τὴν διάπραξιν τῆς μοιχείας ἡ γυναῖκα ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπίτι της.
5 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνή· καὶ ἀποστείλασα ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ἐν γαστρὶ ἔχω. 5 Η γυναίκα αυτή έμεινεν έγκυος. Απέστειλε δε άνθρωπον και εγνωστοποίησεν στον Δαυίδ το γεγονός και του είπεν· “εγώ είμαι έγκυος”. 5 Συνέλαβε δὲ ἡ γυναῖκα αὐτὴ καὶ ἔστειλε κάποιο πρόσωπον καὶ τὸ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ ξέρῃς ὅτι εἶμαι ἔγκυος».
6 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον· καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωὰβ τὸν Οὐρίαν πρὸς Δαυίδ. 6 Εστειλε τότε ο Δαυίδ αγγελιαφόρον προς τον Ιωάβ και του είπε· “στείλε μου τον Ουρίαν τον Χετταίον”. Ο Ιωάβ απέστειλε πράγματι τον Ουρίαν προς τον Δαυίδ. 6 Μόλις τὸ ἔμαθεν αὐτὸ ὁ Δαβίδ, ἔστειλεν ἀγγελιαφόρον του εἰς τὸν ἀρχιστράτηγον τοῦ Ἰωὰβ καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ μοῦ στείλῃς ἀμέσως ἐδῶ τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον . Καὶ πράγματι ὁ Ἰωὰβ ἔστειλε τὸν Οὐρίαν εἰς τὸν Δαβίδ.
7 καὶ παραγίνεται Οὐρίας καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν, καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ εἰς εἰρήνην ᾿Ιωὰβ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ λαοῦ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ πολέμου. 7 Ηλθεν ο Ουρίας και εισήλθεν στον οίκον του βασιλέως Δαυίδ. Ο Δαυίδ τον ηρώτησε κατ' αρχάς δια τον Ιωάβ, δια τον στρατόν, δια την πολεμικήν εν γένει κατάστασιν. 7 Ἦλθε λοιπὸν ὁ Οὐρίας καὶ ἐπαρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς τὸν βασιλέα. Καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ Δαβὶδ ἐὰν εἶναι καλὰ ὁ Ἰωὰβ καὶ ὁ στρατὸς καὶ πῶς ἐξελίσσεται γενικῶς ὁ πόλεμος.
8 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Οὐρίᾳ· κατάβηθι εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ νίψαι τοὺς πόδας σου· καὶ ἐξῆλθεν Οὐρίας ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἐξῆλθεν ὀπίσω αὐτοῦ ἄρσις τοῦ βασιλέως. 8 Είπε δε κατόπιν στον Ουρίαν· “πήγαινε στον οίκον σου και νίψε τους πόδας σου και αναπαύσου”. Εβγήκεν ο Ουρίας από τον βασιλικόν οίκον και οπίσω από αυτόν ηκολούθησαν δώρα από την βασιλικήν τράπεζαν. 8 Ἔπειτα εἶπεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Οὐρίαν: «Πήγαινε τώρα εἰς τὸ σπίτι σου καὶ πλῦνε τὰ πόδια σου καὶ ξεκουράσου». Ἐβγῆκε πράγματι ὁ Οὐρίας ἀπὸ τὸ ἀνάκτορον καὶ ἀπὸ πίσω του κάποιος ὑπηρέτης μετέφερε καὶ ἕνα δῶρον ἀπὸ τὸ βασιλικὸ τραπέζι ὡς δεῖγμα τιμῆς τοῦ βασιλέως.
9 καὶ ἐκοιμήθη Οὐρίας παρὰ τῇ θύρᾳ τοῦ βασιλέως μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ οὐ κατέβη εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 9 Ο Ουρίας όμως εκοιμήθη εις την θύραν του βασιλικού ανακτόρου, μαζή με τους δούλους του βασιλέως και δεν μετέβη εις την οικίαν του. 9 Ὁ Οὐρίας ὅμως δὲν ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι του διὰ νὰ κοιμηθῇ, ἀλλ' ἐκοιμήθη εἰς τὴν αὐλόθυραν τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτας καὶ φρουροὺς τοῦ κυρίου του.
10 καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ λέγοντες, ὅτι οὐ κατέβη Οὐρίας εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· οὐχὶ ἐξ ὁδοῦ σὺ ἔρχῃ; τί ὅτι οὐ κατέβης εἰς τὸν οἶκόν σου; 10 Εγνωστοποίησαν το πράγμα στον βασιλέα Δαυίδ, ότι δηλαδή ο Ουρίας δεν είχε μεταβή στον οίκον του. Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Ουρίαν· “από δρόμον δεν έρχεσαι; Διατί δεν επήγες στον οίκον σου να αναπαυθής, εφ' όσον έχεις άλλωστε ανάγκην αναπαύσεως;” 10 Ἀνεκοίνωσαν λοιπὸν τὸ γεγονὸς εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Οὐρίας δὲν ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι του. Ἐκάλεσε τότε ὁ Δαβὶδ τὸν Οὐρίαν καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ἐβάδισες τόσον δρόμον; Διατὶ λοιπὸν δὲν ἐπῆγες νὰ ξεκουρασθῇς εἰς τὸ σπίτι σου;»
11 καὶ εἶπεν Οὐρίας πρὸς Δαυίδ· ἡ κιβωτὸς καὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδας κατοικοῦσιν ἐν σκηναῖς, καὶ ὁ κύριός μου ᾿Ιωὰβ καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ κυρίου μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ παρεμβάλλουσι· καὶ ἐγὼ εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν μου τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικός μου; πῶς; ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ποιήσω τὸ ρῆμα τοῦτο. 11 Ο Ουρίας απήντησε προς τον Δαυίδ· “η ιερά Κιβωτός του Μαρτυρίου, όλος ο ισραηλιτικός και ιουδαϊκός λαός κατοικούν εις τας σκηνάς. Ο κύριός μου, ο Ιωάβ και οι δούλοι του, έχουν στρατοπεδεύσει εις την πεδιάδα. Εγώ, λοιπόν, θα εισέλθω εις την οικίαν μου, δια να φάγω, να πίω και να κοιμηθώ με την γυναίκα μου; Πως είναι δυνατόν να γίνη τούτο; Ορκίζομαι εις την ζωήν σου, ότι αυτό δεν θα γίνη”. 11 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Οὐρίας εἰς τὸν Δαβίδ: «Ἡ Κιβωτὸς τοῦ Κυρίου εὑρίσκεται εἰς τὸν τόπον τοῦ πολέμου καὶ μαζί της οἱ Ἰσραηλῖται καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μένουν εις τὰς στρατιωτικὰς σκηνὰς ἕτοιμοι διὰ πόλεμον καὶ ὁ κύριός μου, ὁ ἀρχιστράτηγος Ἰωάβ, καί οἰ φρουροὶ τοῦ κυρίου μου εἶναι στρατοπεδευμένοι εἰς τὸ ὕπαιθρον χωρὶς καμμίαν κάλυψιν, καὶ ἐγὼ θὰ ἔμβω εἰς τὸ σπίτι μου, διὰ νὰ φάγω καὶ νὰ πιῶ καὶ νὰ κοιμηθῶ μὲ τὴν γυναῖκα μου; Πῶς θὰ κάνω κάτι τέτοιο; Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν σου καὶ σὲ βεβαιώνω ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὸ κάνω αὐτὸ ποτέ!»
12 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· κάθισον ἐνταῦθα καί γε σήμερον, καὶ αὔριον ἐξαποστελῶ σε. καὶ ἐκάθισεν Οὐρίας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ τῇ ἐπαύριον. 12 Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον Ουρίαν· “κάθισε εδώ σήμερον και αύριον θα σε στείλω πάλιν προς τον Ιωάβ”. Ο Ουρίας έμεινεν εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν εκείνην και την επομένην. 12 Εἶπε τότε ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Οὐρίαν: «Καλά, κάθισε λοιπὸν ἐδῶ καὶ σήμερα καὶ θὰ σὲ στείλω αὔριον εἰς τὸ μέτωπον». Καὶ παρέμεινε πράγματι ὁ Οὐρίας εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ κατὰ τὴν ἑπομένην.
13 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Δαυίδ, καὶ ἔφαγεν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ ἔπιε καὶ ἐμέθυσεν αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἑσπέρας τοῦ κοιμηθῆναι ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ οὐ κατέβη. 13 Ο Δαυίδ τον προσεκάλεσεν στο φαγητόν. Ο Ουρίας έφαγε και έπιεν ενώπιον του βασιλέως, ο οποίος και τον εμέθυσε. Κατά το βράδυ εβγήκεν από το βασιλικόν ανάκτορον, δια να κοιμηθή. Εκοιμήθη εις την κλίνην του, μαζή με τους άλλους δούλους του βασιλέως. Εις το σπίτι του δεν επήγε. 13 Τὸν ἐκάλεσε δὲ ὁ Δαβὶδ καὶ ἔφαγε μαζί του καὶ τοῦ ἔδωσε νὰ πιῇ καὶ τὸν ἐμέθυσε. Ὁ δὲ Οὐρίας ἐβγῆκε τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ ἀνάκτορον καὶ ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ εἰς τὸ κρεββάτι του μαζὶί μὲ τοὺς ὑπηρέτας τοῦ κυρίου του. Δὲν ἐπῆγε καὶ πάλιν εἰς τὸ σπίτι του.
14 καὶ ἐγένετο πρωΐ καὶ ἔγραψε Δαυὶδ βιβλίον πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Οὐρίου. 14 Οταν εξημέρωσεν, ο Δαυίδ έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Ιωάβ, την οποίαν έστειλε με τον ίδιον τον Ουρίαν. 14 Ὅταν λοιπὸν ἐξημέρωσεν, ἔγραψεν ὁ Δαβὶδ ἕνα γράμμα διὰ τὸν Ἰωὰβ καὶ τοῦ τὸ ἔστειλε μὲ τὸν Οὐρίαν.
15 καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ λέγων· εἰσάγαγε τὸν Οὐρίαν ἐξ ἐναντίας τοῦ πολέμου τοῦ κραταιοῦ, καὶ ἀποστραφήσεσθε ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται καὶ ἀποθανεῖται. 15 Εις την επιστολήν αυτήν έγραφε τα εξής· “Βαλε τον Ουρίαν εις επικίνδυνον θέσιν των πολεμικών επιχειρήσεων. Κατόπιν σεις θα αποσυρθήτε μακράν από αυτόν, δια να μείνη έτσι αυτός αβοήθητος ενώπιον των εχθρών, να κτυπηθή και να φονευθή”. 15 Ἔγραψε δὲ τὰ ἑξῆς εἰς τὸ γράμμα του: «Νὰ βάλῃς τὸν Οὐρίαν ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς πλέον δυναμικοὺς καὶ σκληροὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ ἀπομακρυνθῆτε σεῖς ἀπὸ πίσω του, ὥστε νὰ πληγωθῇ καὶ νὰ πεθάνῃ.
16 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ φυλάσσειν ᾿Ιωὰβ ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ ἔθηκε τὸν Οὐρίαν εἰς τὸν τόπον, οὗ ᾔδει ὅτι ἄνδρες δυνάμεως ἐκεῖ. 16 Ο Ιωάβ, ο οποίος συνέχιζε την πολιορκίαν της πόλεως, ετοποθέτησε πράγματι τον Ουρίαν εις επικίνδυνον μέρος, όπου εγνώριζεν ότι υπήρχον άνδρες γενναίοι και ισχυροί. 16 Καὶ πράγματι, ἐνῷ ἐσυνεχίζετο ἀκόμη ἡ πολιορκία τῆς πόλεως, ὁ Ἰωὰβ ἔβαλε τὸν Οὐρίαν νὰ σταθῇ καὶ νὰ πολεμήσῃ εἰς τὴν θέσιν, ὅπου ἐγνώριζεν ὅτι ὑπῆρχαν ἀπέναντι δυνατοὶ καὶ γενναῖοι στρατιῶται τῶν Ἀμμωνιτῶν.
17 καὶ ἐξῆλθον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμουν μετὰ ᾿Ιωάβ, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν δούλων Δαυίδ, καὶ ἀπέθανε καί γε Οὐρίας ὁ Χετταῖος. 17 Οι άνδρες της πολιορκουμένης πόλεως εξώρμησαν και συνήψαν μάχην εναντίον του Ιωάβ. Κατά την μάχην εκείνην εφονεύθησαν από τους στρατιώτας τους Ισραηλίτας και από τους δούλους του Δαυίδ πολλοί. Μεταξύ δε αυτών εφονεύθη και ο Ουρίας ο Χετταίος. 17 Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν Ραββὰθ οἱ στρατιῶται της καὶ ἄρχισαν τὸν πόλεμον μὲ τὸν στρατὸν τοῦ Ἰωάβ. Καὶ ἐφονεύθησαν κατὰ τὴν σύγκρουσιν ἐκείνην ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρας τοῦ Δαβίδ. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἐφονεύθη καὶ ὁ Οὐρίας ὁ Χετταῖος.
18 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωὰβ καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα 18 Ο Ιωάβ, έπειτα από τα γεγονότα αυτά, έστειλεν αγγελιαφόρον στον Δαυίδ και έδωκεν εις αυτόν την εντολήν να αναφέρη στον βασιλέα τα συμβάντα του πολέμου. 18 Ἀπέστειλε δὲ ὁ Ἰωὰβ ἀγγελιαφόρον, διὰ νὰ ἀνακοινώσῃ τὰ συμβάντα εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ νὰ ἐνημερώσῃ τὸν βασιλέα ὡς πρὸς τὰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις.
19 καὶ ἐνετείλατο τῷ ἀγγέλῳ λέγων· ἐν τῷ συντελέσαι πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα 19 Εις τον αγγελιαφόρον δε προσέθεσεν ο Ιωάβ επί πλέον και τούτο· “όταν τελειώσης την αναφοράν σου προς τον βασιλέα δι' όλα τα συμβάντα του πολέμου 19 Διέταξε μάλιστα ὁ Ἰωὰβ τὸν ἀγγελιαφόρον καὶ τὸν εἶπε: «Πρόσεξε πῶς θὰ ἐνεργήσης, μόλις τελειώσῃς αὐτά, ποὺ ἔχεις νὰ ἀναφέρῃς εἰς τὸν βασιλέα διὰ τὸν πόλεμον.
20 καὶ ἔσται ἐὰν ἀναβῇ ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως, καὶ εἴπῃ σοι· τί ὅτι ἠγγίσατε πρὸς τὴν πόλιν πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι τοξεύσουσιν ἀπάνωθεν τοῦ τείχους; 20 και ίδης ότι κατέλαβε θυμός τον βασιλέα και σου είπη· Διατί επλησιάσατε και επολεμήσατε τόσον κοντά εις την πόλιν; Δεν εγνωρίζατε ότι θα σας τοξεύσουν από τα τείχη της πόλεως; 20 Ἐὰν θυμώσῃ ὁ βασιλεὺς καὶ σοῦ εἰπῇ: «Διατί ἐπλησιάσατε τόσον πολὺ εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ πολεμήσετε; Δὲν ξέρατε ὅτι θὰ ρίξουν βέλη μὲ τὰ τόξα των οἱ ἐχθροὶ ἀπὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸ τεῖχος;
21 τίς ἐπάταξε τὸν ᾿Αβιμέλεχ υἱὸν ῾Ιεροβάαλ υἱοῦ Νήρ; οὐχὶ γυνὴ ἔρριψε κλάσμα μύλου ἐπ' αὐτὸν ἀπὸ ἄνωθεν τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; καὶ ἐρεῖς· καί γε ὁ δοῦλός σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε. 21 Ποιός εφόνευσε τον Αβιμέλεχ, τον υιόν του Ιεροβάαλ, υιού του Νηρ; Δεν έρριψε εναντίον του θραύσμα μυλόπετρας επάνω από τον τοίχον μία γυναίκα και τον εφόνευσεν εις την Θαμασί; Διατί, λοιπόν, επλησιάσατε προς το τείχος; Συ θα του απαντήσης· Ο δούλός σου, ο Ουρίας ο Χετταίος, εφονεύθη εκεί”. 21 Ποιὸς ἐσκότωσε τὸν Ἀβιμέλεχ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἱεροβάαλ, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Νήρ; Δὲν ἔρριξε μία γυναῖκα ἐπάνω του ἕνα κομμάτι μυλόπετρας ἀπὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸ τεῖχος καὶ ἐφονεύθη εἰς τὴν Θαμασί; Διατί λοιπὸν ἐπλησιάσατε τόσον πολὺ εἰς τὸ τεῖχος;» Ὅταν σοῦ εἰπῇ αὐτὰ ὁ βασιλεύς», ἐσυνέχισε ὁ Ἰωάβ, «θὰ ἀπαντήσῃς: «Ἐφονεύθη ἐκεῖ καὶ ὁ δοῦλος σου ὁ Οὐρίας ὁ Χετταῖος».
22 καὶ ἐπορεύθη ὁ ἄγγελος ᾿Ιωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ παρεγένετο καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντα, ὅσα ἀπήγγειλεν αὐτῷ ᾿Ιωὰβ πάντα τὰ ρήματα τοῦ πολέμου. καὶ ἐθυμώθη Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον· ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὴν πόλιν τοῦ πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι πληγήσεσθε ἀπὸ τοῦ τείχους; τίς ἐπάταξε τὸν ᾿Αβιμέλεχ υἱὸν ῾Ιεροβάαλ; οὐχὶ γυνὴ ἔρριψεν ἐπ' αὐτὸν κλάσμα μύλου ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; 22 Ο αγγελιαφόρος του Ιωάβ επήγε προς τον βασιλέα Δαυίδ εις την Ιερουσαλήμ, έφθασεν εκεί και ανήγγειλεν στον Δαυίδ όλα όσα είχε διατάξει αυτόν ο Ιωάβ να του είπη σχετικώς με τα γεγονότα του πολέμου. Ο Δαυίδ κατελήφθη από θυμόν εναντίον του Ιωάβ και είπε προς τον αγγελιαφόρον· “διατί επλησιάσατε τόσον πολύ εις την πόλιν και συνήψατε εκεί μάχην; Δεν εγνωρίζατε ότι θα κτυπηθήτε από τους στρατιώτας, που εφύλατταν το τείχος; Ποίος εφόνευσε τον ' Αβιμέλεχ, τον υιόν του Ιεροβάαλ; Δεν τον εφόνευσε κάποια γυναίκα, η οποία έρριψεν εναντίον του από τα τείχος ένα θραύσμα από μυλόπετραν και απέθανεν εκείνος εις Θαμασί; Διατί επλησιάσατε προς το τείχος;” 22 Καὶ ἔφυγεν ὁ ἀγγελιαφόρος τοῦ Ἰωὰβ διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν Δαβὶδ ὅσα τοῦ παρήγγειλεν ὁ Ἰωάβ, ὅλα δηλαδὴ τὰ γεγονότα τοῦ πολέμου. Ἐθύμωσε δὲ ὁ Δαβὶδ ἐναντίον τοῦ Ἰωὰβ καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἀγγελιαφόρον: «Διατί επλησιάσατε τόσον πολὺ εἰς τὴν πόλιν, διὰ νὰ πολεμήσετε ἀπὸ κοντά; Δὲν ξέρατε ὅτι θὰ σᾶς ἐκτυποῦσαν μὲ τὰ βέλη των οἱ ἐχθροὶ ἀπὸ τὸ τεῖχος; Ποῖος ἐσκότωσε τὸν Ἀβιμέλεχ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἱεροβάαλ; Δὲν ἔρριξε ἐπάνω του μία γυναῖκα ἕνα κομμάτι μυλόπετρας ἀπὸ τὸ τεῖχος καὶ ἐφονεύθη εἰς τὴν Θαμασί; Διατὶ λοιπὸν ἐπλησιάσατε τόσον πολὺ εἰς τὸ τεῖχος;»
23 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς Δαυὶδ ὅτι ἐκραταίωσαν ἐφ' ἡμᾶς οἱ ἄνδρες καὶ ἐξῆλθαν ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἐγενήθημεν ἐπ' αὐτοὺς ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης, 23 Ο αγγελιαφόρος είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ότι οι εχθροί εφάνησαν ισχυρότεροι από ημάς, εξήλθον εναντίον μας στον αγρόν και μας επετέθησαν έξω από την πόλιν εις την πεδιάδα. Ημείς όμως τους απεκρούσαμεν έως εις την πύλην της πόλεως. 23 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἀγγελιαφόρος εἰς τὸν Δαβίδ: «Ἔγινε αὐτό, διότι οἱ ἐχθροὶ ἔδειξαν γενναιότητα ἐναντίον μας καὶ ἐβγῆκαν εἰς τὸ ὕπαιθρον, διὰ νὰ συμπλακοῦν μαζί μας, ἀλλὰ τοὺς ἀπεκρούσαμεν καὶ τοὺς ἀπωθήσαμεν ἕως τὴν εἴσοδον τῆς πύλης τῆς πόλεως.
24 καὶ ἐτόξευσαν οἱ τοξεύοντες πρὸς τοὺς παῖδάς σου ἀπάνωθεν τοῦ τείχους, καὶ ἀπέθανον τῶν παίδων τοῦ βασιλέως, καί γε ὁ δοῦλος σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε. 24 Τοτε από το ύψος του τείχους οι εχθροί έρριψαν με τα τόξα τους βέλη εναντίον μας. Εκεί εφονεύθησαν πολλοί δούλοι του βασιλέως, μεταξύ δε αυτών εφονεύθη και αυτός ακόμη ο δούλος σου ο Ουρίας”. 24 Καὶ ἐνῷ ἐπλησιάσαμεν, ἔρριξαν τὰ βέλη των οἱ τοξόται ἀπὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸ τεῖχος πρὸς ἐμᾶς, τοὺς δούλους σου. Καὶ ἐφονεύθησαν ἐκεῖ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιώτας τοῦ βασιλέως καὶ μαζί των ἐφονεύθη καὶ ὁ δοῦλος σου, ὁ Οὐρίας ὁ Χετταῖος».
25 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἄγγελον· τάδε ἐρεῖς πρὸς ᾿Ιωάβ· μὴ πονηρὸν ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τὸ ρῆμα τοῦτο, ὅτι ποτὲ μὲν οὕτως καὶ ποτὲ οὕτως φάγεται ἡ μάχαιρα· κραταίωσον τὸν πόλεμόν σου εἰς τὴν πόλιν καὶ κατάσπασον αὐτὴν καὶ κραταίωσον αὐτήν. 25 Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον αγγελιαφόρον· “αυτά θα πεή εκ μέρους μου στον Ιωάβ· Μη θεωρήσης και πολύ μεγάλο κακό αυτό το γεγονός, διότι η μάχαιρα του πολέμου άλλοτε κατατρώγει τον ένα και άλλοτε τον άλλον. Συ δε να εντείνης τας πολεμικάς σου επιχειρήσεις εναντίον της πόλεως αυτής, να την καταλάβης και να την καταστρέψης”. 25 Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν ἀγγελιαφόρον: «Νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς τὸν Ἰωάβ: Μὴ λυπηθῇς πολὺ καὶ θεωρήσῃς φοβερὸν τὸ γεγονός, διότι αὐτὰ ἔχει ὁ πόλεμος. Τὸ μαχαίρι τρώγει ἄλλοτε μὲ αὐτὸν καὶ ἄλλοτε μὲ ἐκεῖνον τὸν τρόπον. Νὰ ἐντείνῃς τὴν ἐπίθεσίν σου ἐναντίον τῆς πόλεως καὶ νὰ τὴν κυριεύσῃς καὶ νὰ τὴν καταστρέψῃς».
26 καὶ ἤκουσεν ἡ γυνὴ Οὐρίου ὅτι ἀπέθανεν Οὐρίας ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἐκόψατο τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 26 Οταν η σύζυγος του Ουρίου έμαθεν ότι εφονεύθη ο σύζυγός της, τον επένθησε με κοπετούς και θρήνους. 26 Ἔμαθε δὲ ἡ γυναῖκα τοῦ Οὐρίου ὅτι ἐσκοτώθη ὁ ἄνδρας της ὁ Οὐρίας καὶ ἔκλαυσε πολὺ τὸν ἄνδρα της.
27 καὶ διῆλθε τὸ πένθος καὶ ἀπέστειλε Δαυίδ, καὶ συνήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ρῆμα, ὃ ἐποίησε Δαυίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου. 27 Οταν δε επέρασαν αι ημέραι του πένθους της, έστειλεν ο Δαυίδ άνθρωπον και την έφερεν στο ανάκτορόν του. Εκεί δε αυτή έγινε πλέον νόμιμος σύζυγος του Δαυίδ και εγέννησεν εις αυτόν υιόν. Εις τα μάτια όμως του Θεού εφάνη πολύ κακή η πράξις αυτή, την οποίαν έκαμεν ο Δαυίδ. 27 Καὶ ὅταν ἐπέρασε ὁ καιρὸς τοῦ πένθους, ἔστειλεν ὁ Δαβὶδ ἀνθρώπους του καὶ τὴν ἔφερεν εἰς τὸ ἀνάκτορόν του. Καὶ ἔγινε πλέον νόμιμος γυναῖκα του καὶ τοῦ ἐγέννησεν υἱόν. Ἡ ὅλη ὅμως ἐνέργεια τοῦ Δαβὶδ ἐφάνη πονηρὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἔγινεν ὁ βασιλεὺς ἔνοχος ἀπέναντι Ἐκείνου.