Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπεν ᾿Αχιτόφελ πρὸς ᾿Αβεσσαλώμ· ἐπιλέξω δὴ ἐμαυτῷ δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἀναστήσομαι καὶ καταδιώξω ὀπίσω Δαυὶδ τὴν νύκτα· 1 Ο Αχιτόφελ είπε κατόπιν προς τον Ανβεσσαλώμ· “δος μου, σε παρακαλώ, την άδειαν να διαλέξω δώδεκα χιλιάδας άνδρας και με αυτούς να σηκωθώ και να καταδιώξω τον Δαυίδ, αυτήν την νύκτα. 1 Καὶ εἶπεν ὁ Ἀχιτόφελ εἰς τὸν Ἀβεσσαλώμ: «Θέλω τὴν ἔγκρισίν σου, ὥστε νὰ διαλέξω δώδεκα χιλιάδας πολεμιστὰς καὶ νὰ ξεκινήσω διὰ νὰ καταδιώξω αὐτὴν τὴν νύκτα τὸν Δαβίδ.
2 καὶ ἐπελεύσομαι ἐπ' αὐτόν, καὶ αὐτὸς κοπιῶν καὶ ἐκλελυμένος χερσί, καὶ ἐκστήσω αὐτόν, καὶ φεύξεται πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ' αὐτοῦ, καὶ πατάξω τὸν βασιλέα μονώτατον· 2 Θα επέλθω αιφνιδίως εναντίον του. Αυτός θα είναι κουρασμένος από την πορείαν και επομένως ανίκανος εις αντίστασιν. Θα τον αιφνιδιάσω και όλος ο στρατός, ο οποίος είναι μαζή του, θα τραπή εις φυγήν. Και θα μείνη αυτός τελείως μόνος· έτσι δε εγώ θα φονεύσω τον βασιλέα. 2 Θὰ ἐπιτεθῶ ἐναντίον του τώρα, ποὺ αὐτὸς εἶναι κατάκοπος καὶ ἐξηντλημένος καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ, καὶ θὰ τὸν αἰφνιδιάσω. Εἶμαι δὲ βέβαιος ὅτι θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν ἀμέσως ὅλοι, ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν. Ἔτσι θὰ χτυπήσω καὶ θὰ θανατώσω τὸν βασιλέα Δαβίδ, ποὺ θὰ ἔχῃ μείνει ἐντελῶς μόνος.
3 καὶ ἐπιστρέψω πάντα τὸν λαὸν πρός σε, ὃν τρόπον ἐπιστρέφει ἡ νύμφη πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· πλὴν ψυχὴν ἀνδρὸς ἑνὸς σὺ ζητεῖς καὶ παντὶ τῷ λαῷ ἔσται εἰρήνη. 3 Θα επαναφέρω δε κατόπιν όλον τον λαόν υποτεταγμένον προς σέ, όπως η νύμφη επιστρέφει υποτεταγμένη στον άνδρα της. Ενός ανθρώπου την ζωήν συ θα αφαιρέσης και εις όλον τον λαόν έπειτα θα επικρατήση ειρήνη”. 3 Κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ πάθη τίποτε. Ἀπ' ἐναντίας θὰ σοῦ φέρω πίσω ἐδῶ ὅλον τὸν στρατόν του, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιστρέφει ἡ νύμφη εἰς τὸν ἄνδρα της. Ἔτσι, μὲ τὸ νὰ σκοτώσῃς ἕνα μόνον ἄνθρωπον, εἰρηνεύει πλέον ὅλος ὁ λαός».
4 καὶ εὐθὴς ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς πάντων τῶν πρεσβυτέρων ᾿Ισραήλ· 4 Η συμβουλή αυτή εφάνη λογική και ωφέλιμος ενώπιον του Αβεσσαλώμ και ενώπιον όλων των πρεσβυτέρων του Ισραήλ. 4 Ἡ πρότασις αὐτὴ τοῦ Ἀχιτόφελ ἐφάνη πολὺ σωστὴ εἰς τὴν κρίσιν τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ὅλων τῶν προεστῶν τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει.
5 καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλώμ· καλέσατε δὴ καί γε τὸν Χουσὶ τὸν ᾿Αραχί, καὶ ἀκούσωμεν τί ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί γε αὐτοῦ. 5 Διέταξε δε ο Αβεσσαλώμ· “προσκαλέσατε εδώ και τον Χουσί, τον υιόν του Αραχί, δια να ακούσωμεν, τι θα μας είπη και αυτός”. 5 Εἶπεν ὅμως τότε ὁ Ἀβεσσαλώμ: «Θέλω να καλέσετε ἐδῶ καὶ τὸν Χουσί, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀραχί, διὰ νὰ ἀκούσωμεν τί ἔχει νὰ εἰπῇ καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ».
6 καὶ εἰσῆλθε Χουσὶ πρὸς ᾿Αβεσσαλώμ· καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς αὐτὸν λέγων· κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο ἐλάλησεν ᾿Αχιτόφελ· εἰ ποιήσομεν κατὰ τὸν λόγον αὐτοῦ; εἰ δὲ μή, σὺ λάλησον· 6 Παρουσιάσθη ο Χουσί στον Αβεσσαλώμ και ο Αβεσσαλώμ τον ηρώτησεν· “αυτά μας είπεν ο Αχιτόφελ. Να εφαρμόσωμεν την συμβουλήν αυτού; Εάν έχης διάφορον γνώμην, ομίλησε”. 6 Καὶ ἐπαρουσιάσθη ἀμέσως εἰς τὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ Χουσὶ καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Αὐτὰ καὶ αὐτὰ ἐσκέφθη ὁ Ἀχιτόφελ. Τί γνώμην ἔχεις; Νὰ ἐνεργήσωμεν ὅπως προτείνει; Ἐὰν δὲν συμφωνῇς, νὰ μᾶς εἰπῇς τὴν ἄποψίν σου».
7 καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς ᾿Αβεσσαλώμ· οὐκ ἀγαθὴ αὕτη ἡ βουλή, ἣν ἐβουλεύσατο ᾿Αχιτόφελ τὸ ἅπαξ τοῦτο. 7 Είπε δε ο Χουσί προς τον Αβεσσαλώμ· “είναι η μοναδική φορά, κατά την οποίαν δεν είναι ορθή και ωφέλιμος αυτή η συμβουλή, την οποίαν εσκέφθη και έδωσεν ο Αχιτόφελ”. 7 Καὶ εἶπεν ὁ Χουσὶ εἰς τὸν Ἀβεσσαλώμ: «Εἶναι ἡ πρώτη καὶ μοναδικὴ φορά, ποὺ δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ πρότασις, τὴν ὁποίαν ἐσκέφθη ὁ Ἀχιτόφελ.
8 καὶ εἶπε Χουσί· σὺ οἶδας τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ, ὅτι δυνατοί εἰσι σφόδρα καὶ κατάπικροι τῇ ψυχῇ αὐτῶν, ὡς ἄρκος ἠτεκνωμένη ἐν ἀγρῷ καὶ ὡς ὗς τραχεῖα ἐν τῷ πεδίῳ, καὶ ὁ πατήρ σου ἀνὴρ πολεμιστὴς καὶ οὐ μὴ καταλύσῃ τὸν λαόν· 8 Και εν συνεχεία προσέθεσε· “συ γνωρίζστον πατέρα σου και τους άνδρας του, ότι είναι πολύ ισχυροί και γεμάτοι πικρίαν εις την ψυχήν των. Ομοιάζουν με άρκτον εις την ύπαιθρον, η οποία έχασε τα παιδιά της. Ομοιάζουν με αγριόχοιρον εις τα χωράφια. Ο πατέρας σου είναι έμπειρος εις πολέμους και δεν θα διαλύση τον στρατόν του. Θα τον έχη μαζή του, δια να πολεμήση. 8 Σύ, βασιλεῦ, γνωρίζεις καλὰ τὸν πατέρα σου», συνέχισεν ὁ Χουσί, «καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς ἄνδρας, ποὺ εἶναι μαζί του. Ξέρεις ὅτι εἶναι πολὺ δυναμικοὶ καὶ καταπικραμμένοι καὶ ὠργισμένοι ἐναντίον σου. Μοιάζουν μὲ τὴν ἀρκούδα, ποὺ τῆς ἅρπαξαν τὰ παιδιά της καὶ γυρίζει εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ μὲ τὸν φοβερὸν ἀγριόχοιρον, ποὺ ζῇ εἰς τὰ χωράφια. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας σου εἶναι ἱκανὸς πολεμιστής. Δὲν πρόκειται νὰ διαλύσῃ τὸν στρατόν του κατὰ τὴν νύκτα, ὡσὰν νὰ ἦτο ἀμέριμνος.
9 ἰδοὺ γὰρ αὐτὸς νῦν κέκρυπται ἐν ἑνὶ τῶν βουνῶν ἢ ἐν ἑνὶ τῶν τόπων, καὶ ἔσται ἐν τῷ ἐπιπεσεῖν αὐτοῖς ἐν ἀρχῇ καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀκούων καὶ εἴπῃ· ἐγενήθη θραῦσις ἐν τῷ λαῷ τῷ ὀπίσω ᾿Αβεσσαλώμ, 9 Και να, κάπου αυτός τώρα κρύβεται εις κάποιο ύψωμα η εις κάποιον άλλον τόπον. Εάν λοιπόν επιτεθώμεν τώρα εναντίον του και κατά την αρχήν αυτήν του πολέμου ηττηθώμεν, θα γίνη τούτο γνωστόν και θα διαδοθή, ότι έγινε μεγάλη θραύσις στον στρατόν, που ακολουθεί τον Αβεσσαλώμ. 9 Τώρα μάλιστα αὐτὸς ἔχει κρυβῆ εἰς κάποιο ἀπὸ τὰ βουνὰ ἢ εἰς κάποιον ἄλλον τόπον καὶ περιμένει. Ἐὰν λοιπὸν γίνῃ ἐπίθεσις ἐναντίον του καὶ ἔχωμεν ἀποτυχίαν, τώρα εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς βασιλείας σου, θὰ γίνῃ γνωστὸν καὶ θὰ διαδοθῇ ἀμέσως ὅτι ἔπαθε πανωλεθρίαν ὁ στρατός, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Ἀβεσσαλώμ, πρᾶγμα ποὺ δὲν μᾶς συμφέρει.
10 καί γε αὐτὸς υἱὸς δυνάμεως, οὗ ἡ καρδία καθὼς ἡ καρδία τοῦ λέοντος, τηκομένη τακήσεται, ὅτι οἶδε πᾶς ᾿Ισραὴλ ὅτι δυνατὸς ὁ πατήρ σου καὶ υἱοὶ δυνάμεως οἱ μετ' αὐτοῦ. 10 Θα επιπέσήή δε τόσος πανικός εις όλους μας, ώστε και ο πλέον ψύχραιμος και δυνατός από ημάς, του οποίου η καρδία είναι σαν την καρδία του λιονταριού, θα λυώση από τον φόβον, διότι όλος ο ισραηλιτικός λαός γνωρίζει καλά, ότι ο πατέρας σου είναι δυνατός και όλοι όσοι τον ακολουθούν είναι επίσης δυνατοί. 10 Μὴ ἀμφιβάλλῃς δὲ ὅτι τότε καὶ ὁ πλέον δυνατὸς ἄνδρας, ποὺ ἔχει καρδιὰν γενναίαν καὶ μοιάζει μὲ λεοντάρι, θὰ λειώσῃ ἀπὸ τὸν τρόμον του. Διότι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται γνωρίζουν ὅτι ὁ πατέρας σου εἶναι ἀνδρεῖος καὶ ὅτι ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν εἶναι ἐπίσης γενναῖοι καὶ δυνατοὶ ἄνδρες.
11 ὅτι οὕτως συμβουλεύων ἐγὼ συνεβούλευσα, καὶ συναγόμενος συναχθήσεται ἐπὶ σὲ πᾶς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος, καὶ τὸ πρόσωπόν σου πορευόμενον ἐν μέσῳ αὐτῶν, 11 Δια τούτο εγώ, σου δίδω την εξής συμβουλήν και επιμένω εις αυτήν· Να συγκεντρωθή ολόγυρά σου όλος ο ισραηλιτικός λαός, όλοι όσοι κατοικούν από την βορειοτέραν πόλιν την Δαν, μέχρι και την νοτιωτέραν πόλιν την Βηρσαβεέ. Ο στρατός αυτός θα είναι τόσον πολυάριθμος, όση είναι η άμμος της θαλάσσης· αρχηγός δε του πολυαρίθμου αυτού στρατού θα είσαι συ προσωπικώς. 11 Ἐφ' ὅσον ζητεῖς τὴν γνώμην μου, ἐγὼ θὰ ἐπρότεινα τὸ ἑξῆς: Νὰ συγκεντρωθοῦν γύρω σου ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὴν πόλιν Δάν, ποὺ εἶναι εἰς τὸν βορρᾶν, ἕως τὴν Βηρσαβεέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν νότον τῆς χώρας μας. Ἔτσι θὰ ἔχῃς στρατὸν πολὺν σὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης. Ἐπὶ κεφαλῆς των δέ, εἰς τὸ μέσον ὅλων αὐτῶν, νὰ βαδίζῃς ὁ ἴδιος προσωπικῶς ὡς ἡγέτης ἀνδρεῖος.
12 καὶ ἥξομεν πρὸς αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν τόπων, οὗ ἐὰν εὕρωμεν αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ παρεμβαλοῦμεν ἐπ' αὐτόν, ὡς πίπτει δρόσος ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ οὐχ ὑπολειψόμεθα ἐν αὐτῷ καὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ' αὐτοῦ καί γε ἕνα· 12 Ετσι θα εξορμήσωμεν εναντίον του πατρός σου στο μέρος, όπου τυχόν θα κρύπτεται, θα στρατοπεδεύσωμεν γύρω του και θα επιπέσωμεν από όλα τα σημεία εναντίον του, όπως πέφτει η δροσιά επάνω εις την γην. Δεν θα αφήσωμεν να διαφύγη ούτε αυτός ούτε κανείς από τους άνδρας, οι οποίοι είναι μαζή του. 12 Θὰ φθάσωμεν λοιπὸν πρὸς τὸν Δαβίδ, εἰς τὸν τόπον ὅπου θὰ τὸν εὕρωμεν, καὶ θὰ λάβωμεν θέσιν μάχης καὶ θὰ πέσωμεν ἐπάνω του, ὅπως πέφτει ἡ δροσιὰ εἰς τὴν γῆν. Ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀντιδράσῃ καθόλου. Καὶ δὲν θὰ ἀφήσωμεν νὰ γλυτώσῃ κανείς, οὔτε ὁ ἴδιος οὔτε κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἄνδρας του.
13 καὶ ἐὰν εἰς τὴν πόλιν συναχθῇ, καὶ λήψεται πᾶς ᾿Ισραὴλ πρὸς τὴν πόλιν ἐκείνην σχοινία καὶ συροῦμεν αὐτὴν ἕως εἰς τὸν χειμάρρουν, ὅπως μὴ καταλειφθῇ ἐκεῖ μηδὲ λίθος. 13 Και εάν ακόμη ο Δαυίδ, μαζή με τον λαόν που τον ακολουθεί, αποσυρθή και αναβή εις πόλιν τινά επάνω εις ύψωμα, όλοι οι Ισραηλίται, που ακολουθούν ημάς, θα φέρουν σχοινία προς την πόλιν εκείνην, θα την δέσωμεν και θα την σύρωμεν εις την χαράδραν, ώστε να μη μείνη ούτε ενας λίθος εις την πόλιν εκείνην”. 13 Ἀκόμη καὶ ἐὰν ὑποθέσωμεν ὅτι θὰ ἀσφαλισθῇ μέσα εἰς κάποιαν πόλιν, θὰ πάρουν καὶ θὰ φέρουν πρὸς τὴν πόλιν ἐκείνην ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται σχοινιὰ καὶ θὰ τὴν σύρωμεν ὁλόκληρον ἕως τὸν χείμαρρον ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ οὔτε πέτρα ἀπὸ αὐτήν».
14 καὶ εἶπεν ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραήλ· ἀγαθὴ ἡ βουλὴ Χουσὶ τοῦ ᾿Αραχὶ ὑπὲρ τὴν βουλὴν ᾿Αχιτόφελ· καὶ Κύριος ἐνετείλατο διασκεδάσαι τὴν βουλὴν τοῦ ᾿Αχιτόφελ τὴν ἀγαθήν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ ᾿Αβεσσαλὼμ τὰ κακὰ πάντα. 14 Ο Αβεσσαλώμ και οι Ισραηλίται, που παρευρίσκοντο εις την συνομιλίαν αυτήν, απήντησαν· “η γνώμη του Χουσί είναι καλυτέρα και προτιμοτέρα από την γνώμην του Αχιτόφελ”. Ετσι δε ο ίδιος ο Κυριος ηθέλησε και εξουδετέρωσε την γνώμην του Αχιτόφελ, την τόσον συμφέρουσαν δια τον Αβεσσαλώμ, δια να τιμωρήση αυτόν δια τας κακάς του πράξεις. 14 Ὅταν ἄκουσαν τὴν γνώμην αὐτὴν τοῦ Χουσὶ ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ὅλοι οἱ παρόντες Ἰσραηλῖται, εἶπαν: «Ἡ πρότασις τοῦ Χουσί, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀραχί, εἶναι πολὺ καλὴ καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Ἀχιτόφελ». Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἔγινε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἀπεφάσισε νὰ ματαιώσῃ τὴν ἔξυπνον γνώμην τοῦ Ἀχιτόφελ, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἀβεσσαλὼμ δι’ ὅλας τὰς παρανομίας του.
15 καὶ εἶπε Χουσὶ ὁ τοῦ ᾿Αραχὶ πρὸς Σαδὼκ καὶ ᾿Αβιάθαρ τοὺς ἱερεῖς· οὕτως καὶ οὕτως συνεβούλευσεν ᾿Αχιτόφελ τῷ ᾿Αβεσσαλὼμ καὶ τοῖς πρεσβυτέροις ᾿Ισραήλ, καὶ οὕτως καὶ οὕτως συνεβούλευσα ἐγώ. 15 Ο Χουσί, ο υιός του Αραχί, εγνωστοποίησε προς τον Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους αρχιερείς, αυτά. “Αυτά και αυτά συνεβούλευσεν ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ και τους γεροντοτέρους εκ των Ισραηλιτών. Αυτό και αυτό συνεβούλευσα εγώ αυτόν. 15 Ἀμέσως μετὰ τὴν συνάντησίν του μὲ τὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ Χουσί, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀραχί, εἰδοποίησε τοὺς ἀρχιερεῖς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ καὶ τοὺς εἶπε: «Αὐτὰ καὶ αὐτὰ ἐπρότεινεν ὁ Ἀχιτόφελ εἰς τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοὺς προεστοὺς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ αὐτὰ καὶ αὐτὰ ἐπρότεινα ἐγώ.
16 καὶ νῦν ἀποστείλατε ταχὺ καὶ ἀναγγείλατε τῷ Δαυὶδ λέγοντες· μὴ αὐλισθῇς τὴν νύκτα ἐν ᾿Αραβὼθ τῆς ἐρήμου καί γε διαβαίνων σπεῦσον, μή ποτε καταπείσῃ τὸν βασιλέα καὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν μετ' αὐτοῦ. 16 Και λοιπόν, τώρα στείλτε αμέσως και ειδοποιήστε τον Δαυίδ λέγοντες· Να μη παραμείνης κατά την νύκτα αυτήν εις την πεδιάδα της ερήμου της Αραβώθ. Αλλά σπεύσε να περάσης τον Ιορδάνην, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξη την γνώμην του βασιλέως και οδηγήση αυτόν και όλον τον στρατόν του εναντίον σου”. 16 Τώρα λοιπὸν νὰ στείλετε γρήγορα ἀγγελιαφόρον καὶ νὰ ἐνημερώσετε τὸν Δαβὶδ καὶ νὰ τοῦ εἰπῆτε: «Νὰ μὴ διανυκτερεύσῃς ἀπόψε εἰς τὴν κοιλάδα Ἀραβὼθ τῆς ἐρήμου, ἀλλὰ νὰ σπεύσῃς νὰ περάσῃς εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου. Ὑπάρχει ἐνδεχόμενον νὰ πείσῃ τελικῶς μὲ τὸν τρόπον του ὁ Ἀχιτόφελ τὸν βασιλέα Ἀβεσσαλὼμ καὶ ὅλον τὸν λαόν, ποὺ εἶναι μαζί του, καὶ νὰ ἐκτελεσθῇ τὸ ἰδικόν του σχέδιον».
17 καὶ ᾿Ιωνάθαν καὶ ᾿Αχιμάας εἱστήκεισαν ἐν τῇ πηγῇ Ρωγήλ, καὶ ἐπορεύθη ἡ παιδίσκη καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ πορεύονται καὶ ἀναγγέλλουσι τῷ βασιλεῖ Δαυίδ, ὅτι οὐκ ἠδύναντο ὀφθῆναι τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν. 17 Ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας ίσταντο πλησίον εις την πηγήν Ρωήλ. Προς αυτούς μετέβη κάποια υπηρέτρια και τους ανήγγειλε τα γεγονότα αυτά. Αυτοί δε έρχονται και τα αναγγέλλουν στον βασιλέα Δαυίδ. Ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας έμεναν εις την πηγήν Ρωγήλ, (δια να λαμβάνουν εκεί τας πληροφορίας), επειδή δεν ημπορούσαν να φαίνωνται ότι εισέρχονται εις την πόλιν Ιερουσαλήμ. 17 Οἱ δύο δὲ υἱοὶ τῶν ἀρχιερέων, ποὺ ἦσαν ἔμπιστοι τοῦ Δαβίδ, δηλαδὴ ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἀχιμάας, ἔστεκαν κοντὰ εἰς τὴν πηγὴν Ρωγὴλ καὶ ἐπερίμεναν ἐκεῖ διὰ νὰ μάθουν νέα, διότι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν πόλιν. Ἐπῆγε λοιπὸν μία ὑπηρέτρια εἰς τὴν πηγὴν καὶ τοὺς εἶπε τὰ καθέκαστα καὶ αὐτοὶ ἔφυγαν ἀμέσως, διὰ νὰ ἐνημερώσουν τὸν βασιλέα Δαβίδ.
18 καὶ εἶδεν αὐτοὺς παιδάριον καὶ ἀνήγγειλε τῷ ᾿Αβεσσαλώμ, καὶ ἐπορεύθησαν οἱ δύο ταχέως καὶ εἰσῆλθαν εἰς οἰκίαν ἀνδρὸς ἐν Βαουρίμ, καὶ αὐτῷ λάκκος ἐν τῇ αὐλῇ, καὶ κατέβησαν ἐκεῖ. 18 Καποιος όμως νεαρός τους αντελήφθη και κατέστησε γνωστόν τούτο στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος και απέστειλεν ανθρώπους, δια να τους συλλάβουν. Ο Ιωνάθαν όμως και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα των και εισήλθαν εις την οικίαν ενός ανδρός εις την πόλιν Βαουρίμ. Εις την αυλήν της οικίας του ανθρώπου αυτού υπήρχε κάποιος λάκκος. Κατέβηκαν και εκρύφθησαν εκεί. 18 Τοὺς εἶδεν ὅμως ἕνας νεαρὸς καὶ τὸ ἀνεκοίνωσεν ἀμέσως εἰς τὸν Ἀβεσσαλώμ. Κατόπιν τούτου οἰ δύο ἄνθρωποι τοῦ Δαβὶδ ἔφυγαν γρήγορα καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὸ σπίτι κάποιου Ἰσραηλίτου εἰς τὴν πόλιν Βαουρίμ. Εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ σπιτιοῦ αὐτοῦ ὑπῆρχεν ἕνας λάκκος, ὅπου καὶ ἐχώθησαν διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν.
19 καὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ διεπέτασε τὸ ἐπικάλυμμα ἐπὶ πρόσωπον τοῦ λάκκου καὶ ἔψυξεν ἐπ' αὐτῷ ἀραφώθ, καὶ οὐκ ἐγνώσθη ρῆμα. 19 Η σύζυγος του ανθρώπου εκείνου, επήρε και έβαλε το σκέπασμα στο στόμιον αυτού του λάκκου και εσκόρπισεν επάνω εις αυτό το σκέπασμα, δήθεν δια να ξηρανθή, σίτον κοπανισμένον και έτσι δεν εφαίνετο, τι ήτο κάτω από αυτόν. 19 Ἡ δὲ οἰκοδέσποινα ἐπῆρε κάποιο κάλυμμα καὶ τὸ ἄπλωσε ἐπάνω ἀπὸ τὸν λάκκον καὶ ἔβαλεν ἐπάνω του κοπανισμένο σιτάρι, ὡσὰν νὰ ἤθελε νὰ τὸ ξηράνῃ εἰς τὸν ἥλιον. Ἔτσι δὲν ἐφαίνετο τίποτε καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποπτευθῇ κανεὶς τίποτε.
20 καὶ ἦλθαν οἱ παῖδες ᾿Αβεσσαλὼμ πρὸς τὴν γυναῖκα εἰς τὴν οἰκίαν καὶ εἶπαν· ποῦ ᾿Αχιμάας καὶ ᾿Ιωνάθαν; καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ γυνή· παρῆλθαν μικρὸν τοῦ ὕδατος, καὶ ἐζήτησαν καὶ οὐχ εὗραν καὶ ἀνέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 20 Οι δούλοι του Αβεσσαλώμ έφθασαν εις την οικίαν προς την γυναίκα και την ηρώτησαν· “που είναι ο Αχιμάας και ο Ιωνάθαν;” Εκείνη όμως τους απήντησεν· “επερασαν προ ολίγου αυτό το ρυάκιον”. Οι απεσταλμένοι ηρεύνησαν προς όλας τας κατευθύνσεις, δεν τους εύρον και επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ. 20 Ἦλθαν λοιπὸν οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ ἐρώτησαν τὴν οἰκοδέσποιναν: «Ποὺ εἶναι ὁ Ἀχιμάας καὶ ὁ Ἰωνάθαν;» Καὶ ἐκείνη τοὺς εἶπε: «Μόλις πρὸ ὀλίγου ἐπέρασαν ἐκεῖνο ἐκεῖ τὸ ρυάκι». Καὶ ἐρεύνησαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καί, ἀφοῦ δὲν εὑρῆκαν κανένα, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
21 ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ ἀπελθεῖν αὐτοὺς καὶ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ λάκκου καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἀπήγγειλαν τῷ βασιλεῖ Δαυὶδ καὶ εἶπαν πρὸς Δαυίδ· ἀνάστητε καὶ διάβητε ταχέως τὸ ὕδωρ, ὅτι οὕτως ἐβουλεύσατο περὶ ὑμῶν ᾿Αχιτόφελ. 21 Μετά την αναχώρησιν των δούλων του Αβεσσαλώμ, ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας εβγήκαν από τον λάκκον, επορεύθησαν και έφθασαν στον βασιλέα Δαυίδ, στον οποίον και ανήγγειλαν τα εξής· “ετοιμασθήτε και διαβήτε γρήγορα τον Ιορδάνην, διότι αυτό και αυτό συνεβούλευσεν ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ εναντίον σας”. 21 Ὅταν δὲ ἀνεχώρησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐπέρασε ὁ κίνδυνος, ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἀχιμάας ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν λάκκον καὶ ἐπῆγαν καὶ ἀνεκοίνωσαν εἰς τὸν βασιλέα Δαβὶδ τὰ καθέκαστα καὶ τοῦ εἶπαν: «Σηκωθῆτε γρήγορα καὶ βιασθῆτε νὰ περάσετε τὸ ποτάμι, διότι αὐτὰ καὶ αὐτὰ ἐσχεδίασε καὶ ἐπρότεινε διὰ σᾶς ὁ Ἀχιτόφελ».
22 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ' αὐτοῦ καὶ διέβησαν τὸν ᾿Ιορδάνην ἕως τοῦ φωτὸς τοῦ πρωΐ, ἕως ἑνὸς οὐκ ἔλαθεν ὃς οὐ διῆλθε τὸν ᾿Ιορδάνην. 22 Πράγματι ο Δαυίδ ηγέρθη αμέσως, μαζή του δε και όλος ο λαός, και διέβησαν τον Ιορδάνην ποταμόν μέχρι της επομένης ημέρας. Κανείς δεν έμεινε, που να μη διήλθε κρυφίως τον Ιορδάνην ποταμόν. 22 Καὶ ἐσηκώθη ἀμέσως ὁ Δαβὶδ καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ ἦτο μαζί του, καὶ ἐπέρασαν τὸν Ἰορδάνην. Μέχρι νὰ φωτίσῃ ὁ ἥλιος τὸ πρωί, εἶχαν περάσει ὅλοι. Καὶ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας, ποὺ νὰ ἔγινε ἀντιληπτὸς καὶ νὰ μὴ ἐπρόλαβε νὰ περάσῃ τὸν Ἰορδάνην.
23 καὶ ᾿Αχιτόφελ εἶδεν ὅτι οὐκ ἐγενήθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ, καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ, καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ· καὶ ἐνετείλατο τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ ἀπήγξατο καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη ἐν τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. 23 Ο Αχιτόφελ είδεν, ότι δεν έγινε δεκτή η συμβουλή του, εσαμάρωσε την όνον του, εσηκώθη, επήγεν εις την πόλιν του και εισήλθεν εις την οικίαν του. Αφού ετακτοποίησε τας υποθέσεις της οικογενείας του, εκρεμάσθη και απέθανε. Ετάφη δε στον τάφον του πατρός του. 23 Ὅταν ὁ Ἀχιτόφελ εἶδεν ὅτι δὲν εἱσηκούσθη ἡ πρότασίς του, ἐσαμάρωσε τὸν ὅνον του καὶ ἐσηκώθη καὶ ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι του, εἰς τὴν πατρίδα του. Καὶ ἀφοῦ ἐτακτοποίησε τὰς διαφόρους ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ του, ἐκρεμάσθη καὶ αὐτοκτόνησε. Τὸν ἔθαψαν δὲ εἰς τὸν τάφον τοῦ πατέρα του.
24 καὶ Δαυὶδ διῆλθεν εἰς Μαναΐμ, καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ διέβη τὸν ᾿Ιορδάνην αὐτὸς καὶ πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ μετ' αὐτοῦ. 24 Ο Δαυίδ εν τω μεταξύ διέβη τον Ιορδάνην ποταμόν και έφθασεν εις την Μαναΐμ. Διέβη δε τον ποταμόν και ο Αβεσσαλώμ, μαζή δέ με αυτόν και όλος ο Ισραηλιτικός στρατός του. 24 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Δαβὶδ ἐπέρασε τὸν Ἰορδάνην καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν πόλιν Μαναΐμ. Ὁ δὲ Ἀβεσσαλώμ, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὰς διαταγάς του, τὸν κατεδίωξε καὶ ἐπέρασε καὶ αὐτὸς τὸν Ἰορδάνην.
25 καὶ τὸν ᾿Αμεσσαΐ κατέστησεν ᾿Αβεσσαλὼμ ἀντὶ ᾿Ιωὰβ ἐπὶ τῆς δυνάμεως· καὶ ᾿Αμεσσαΐ υἱὸς ἀνδρὸς καὶ ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιοθὸρ ὁ ᾿Ισραηλίτης, οὗτος εἰσῆλθε πρὸς ᾿Αβιγαίαν θυγατέρα Νάας ἀδελφὴν Σαρουΐας μητρὸς ᾿Ιωάβ. 25 Ο Αβεσσαλώμ διώρισε αντί του Ιωάβ αρχιστράτηγον του Ισραηλιτικού στρατού τον Αμεσσαΐ. Αυτός δε ο Αμεσσαΐ ήτο υιός του Ισραηλίτου Ιοθόρ, ο οποίος ήλθεν εις ένωσιν με την Αβιγαίαν, την θυγατέρα Ναας, αδελφήν δε Σαρουΐας της μητρός του Ιωάβ. 25 Ὥρισε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ ὡς ἀρχιστράτηγόν του, εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἰωάβ, τὸν Ἀμεσσαΐ. Ὁ δὲ Ἀμεσσαῒ ἦτο υἱὸς ἐνὸς ἀνδρός, ποὺ ὠνομάζετο Ἰοθὸρ ὁ Ἰσραηλίτης. Ὁ Ἰοθὸρ εἶχε πάρει ὠς σύζυγόν του τὴν Ἀβιγαίαν, τὴν κόρην τοῦ Νάας καὶ ἀδελφὴν τῆς Σαρουΐας, ποὺ ἦτο μητέρα τοῦ Ἰωάβ.
26 καὶ παρενέβαλε πᾶς ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Αβεσσαλὼμ εἰς τὴν γῆν Γαλαάδ. 26 Ετσι όλοι οι Ισραηλίται και ο Αβεσσαλώμ εστρατοπέδευσαν εις την χώραν Γαλαάδ. 26 Ἐστρατοπέδευσαν δὲ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται μὲ τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν χώραν Γαλαάδ.
27 καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἦλθε Δαυὶδ εἰς Μαναΐμ, καὶ Οὐεσβὶ υἱὸς Νάας ἐκ Ραββὰθ υἱῶν ᾿Αμμὼν καὶ Μαχὶρ υἱὸς ᾿Αμιὴλ ἐκ Λωδαβὰρ καὶ Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης ἐκ Ρωγελλὶμ 27 Οταν δε ο Δαυίδ ήλθεν εις Μαναΐμ, ο Ουεσβί, υιός του Ναας, από την πρωτεύουσαν των Αμμωνιτών την Ραββάθ, ήλθε προς τον Δαυίδ. Επίσης και ο Μαχίρ, ο υιός του Αμιήλ από την Λωδαβάρ, και ο Βερζελλί ο Γαλααδίτης, ο οποίος κατήγετο από την Ρωνελλίμ. 27 Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὴν Μαναΐμ, τὸν ἐπεσκέφθησαν ὁ Οὐεσβί, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Νάας καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ραββάθ, τὴν πρωτεύουσαν τῶν Ἀμμωνιτῶν, καὶ ὁ Μαχίρ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀμιὴλ ἀπὸ τὴν Ἀωδαβάρ, καὶ ὁ Βερζελλί, ὁ Γαλααδίτης, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ρωγελλίμ.
28 ἤνεγκαν δέκα κοίτας καὶ ἀμφιτάπους καὶ λέβητας δέκα καὶ σκεύη κεράμου καὶ πυροὺς καὶ κριθὰς καὶ ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καὶ κύαμον καὶ φακὸν 28 Αυτοί έφεραν και έδωκαν στον Δαυίδ δέκα κρεββάτια, πολυτελείς τάπητας, δέκα λέβητας, οικιακά πήλινα σκεύη, σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, χονδροαλεσμένην κριθήν, κουκιά, φακές, 28 Αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἔφεραν εἰς τὸν Δαβὶδ δέκα κρεββάτια καὶ ὡραῖα χαλιὰ διπλῆς ὄψεως, δέκα καζάνια καὶ πήλινα σκεύη, κοκκινοσίταρο, κριθάρι, ἀλεύρι, κριθάλευρο, κουκιὰ καὶ φακές.
29 καὶ μέλι καὶ βούτυρον καὶ πρόβατα καὶ σαφφὼθ βοῶν καὶ προσήνεγκαν τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ λαῷ τῷ μετ' αὐτοῦ φαγεῖν, ὅτι εἶπαν· ὁ λαὸς πεινῶν καὶ ἐκλελυμένος καὶ διψῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. 29 μέλι, βούτυρον, πρόβατα και τυρί από αγελάδες. Αυτά προσέφεραν στον Δαυίδ και στον στρατόν, που τον ακολουθούσε, δια να φάγουν, επειδή εσκέφθησαν και είπαν, ότι ο λαός αυτός είναι πεινασμένος και ταλαιπωρημένος και διψασμένος εις αυτήν την έρημον. 29 Τοῦ ἔφεραν ἐπίσης μέλι καὶ βούτυρο καὶ πρόβατα καὶ τυρὶ ἀγελάδος. Προσέφεραν δὲ τὰ τρόφιμα αὐτὰ εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν στρατόν, ποὺ ἦτο μαζί του, διὰ να τὰ φάγουν, διότι ἐσκέφθησαν καὶ εἶπαν: «Ὁ λαὸς αὐτὸς πεινᾷ καὶ διψᾷ καὶ ἔχει ἐξαντληθῆ εἰς τὴν ἔρημον».