Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο λιμὸς ἐν ταῖς ἡμέραις Δαυὶδ τρία ἔτη, ἐνιαυτὸς ὁ ἐχόμενος ἐνιαυτοῦ, καὶ ἐζήτησε Δαυὶδ τὸ πρόσωπον Κυρίου. καὶ εἶπε Κύριος· ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀδικία ἐν θανάτῳ αἱμάτων αὐτοῦ, περὶ οὗ ἐθανάτωσε τοὺς Γαβαωνίτας. | 1 Κατά την εποχήν, που εβασίλευσεν ο Δαυίδ, έγινεν ένας λιμός, ο οποίος διήρκεσεν επί τρία κατά συνέχειαν έτη. Ο Δαυίδ παρεκάλεσε τον Κυριον να μάθη την αιτίαν της θλίψεως αυτής. Ο Κυριος απήντησεν· “η θλίψις αυτή είναι τιμωρία, η οποία επήλθεν εναντίον σας εξ αιτίας του Σαούλ και της οικογενείας του. Δια την παρασπονδίαν, την οποίαν έκαμαν αυτοί, όταν έχυσαν αίματα των κατοίκων της Γαβαών”. | 1 Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ποὺ ἐγκατεστάθη καὶ πάλιν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς βασιλεὺς ὁ Δαβίδ, ἔπεσε πεῖνα εἰς τὴν χώραν του ἐπὶ τρία ἐν συνεχείᾳ χρόνια. Καὶ ἐρώτησε ὁ Δαβὶδ τὸν Κύριον διατὶ ἐπέτρεψε τὴν συμφορὰν αὐτήν, καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκρίθη: «Ἡ πεῖνα αὐτὴ ἦλθε σὰν τιμωρία διὰ τὸν προηγούμενον βασιλέα σας, τὸν Σαούλ, καὶ τὴν οἰκογένειάν του. Διότι διέπραξαν ἀδικίαν καὶ ἔχυσαν αἵματα ἀθώων ἀνθρώπων, τότε ποὺ ἐθανάτωσαν τοὺς κατοίκους τῆς Γαβαών, παρὰ τὴν συνθήκην εἰρήνης ποὺ εἶχε συναφθῆ μὲ αὐτούς». |
2 καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τοὺς Γαβαωνίτας καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· καὶ οἱ Γαβαωνῖται οὐχ υἱοὶ ᾿Ισραήλ εἰσιν, ὅτι ἀλλ' ἢ ἐκ τοῦ λείμματος τοῦ ᾿Αμορραίου, καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ὤμοσαν αὐτοῖς· καὶ ἐζήτησε Σαοὺλ πατάξαι αὐτοὺς ἐν τῷ ζηλῶσαι αὐτὸν τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα. | 2 Ο βασιλεύς Δαυίδ προσεκάλεσε τους Γαβαωνίτας και τους είπε· (οι Γαβαωνίται, ως γνωστόν, δεν ήσαν Ισραηλίται αλλά υπολείμματα από το γένος των Αμορραίων. Προς αυτούς δε είχαν ορκισθή οι υιοί του Ισραήλ να μη τους θανατώσουν; Ο Σαούλ όμως προς χάριν, τάχα, των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων επεζήτησε να τους εξόντώση). | 2 Ἐκάλεσε δὲ ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ τοὺς Γαβαωνίτας καὶ συνεζήτησε μαζί των. Οἱ Γαβαωνῖται δὲν ἦσαν Ἰσραηλῖται, ἀλλὰ ὑπολείμματα τῶν Ἀμορραίων, ποὺ διέμεναν προηγουμένως εἰς τὴν Χαναάν. Εἶχαν δὲ δεσμευθῆ μὲ ὅρκον ἀπέναντί των οἱ Ἰσραηλῖται ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἐσκότωναν. Ὁ Σαοὺλ ὅμως, ἀπὸ ζῆλον δῆθεν ὑπὲρ τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων, ἠθέλησε νὰ τοὺς κτυπήσῃ καὶ νὰ τοὺς ἐξοντώσῃ. |
3 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς Γαβαωνίτας· τί ποιήσω ἡμῖν καὶ ἐν τίνι ἐξιλάσομαι καὶ εὐλογήσετε τὴν κληρονομίαν Κυρίου; | 3 Ο Δαυίδ, λοιπόν, είπε προς τους Γαβαωνίτας· “τι θέλετε να κάμω προς σας και με ποιό μέσον θα ημπορέσω να εξιλεωθώ απέναντί σας, δια να ευχηθήτε, ώστε να σωθή ο λαός αυτός, που είναι κληρονομία του Κυρίου;” | 3 Εἶπε λοιπὸν ὁ βασιλεὺς Δαβὶδ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Γαβαών, ποὺ εἶχε καλέσει νὰ ἔλθουν ἐμπρός του: «Τί θέλετε νὰ κάνω πρὸς χάριν σας; Καὶ μὲ τὶ νὰ ἐξιλεώσω τὸ κακόν, ποὺ ἔκανε εἰς βάρος σας ὁ Σαούλ, διὰ νὰ δώσετε τὴν εὐχήν σας εἰς τὸν λαὸν μας, ποὺ εἶναι κληρονομία καὶ κτῆμα τοῦ Κυρίου;» |
4 καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ Γαβαωνῖται· οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀργύριον ἢ χρυσίον μετὰ Σαοὺλ καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνὴρ θανατῶσαι ἐν ᾿Ισραήλ. | 4 Είπαν προς αυτόν οι Γαβαωνίται· “η διαφορά μας δεν είναι ζήτημα αργυρίου η χρυσίου με τον Σαούλ και με τους απογόνους του, και ούτε ημείς έχομεν την αξίωσιν να θανατωθή οιοσδήποτε από τους άλλους Ισραηλίτας”. | 4 Καὶ ἀπήντησαν οἱ Γαβαωνῖται εἰς τὸν Δαβίδ: «Τὸ θέμα μας δὲν εἶναι μία οἰκονομικὴ διαφορὰ σὲ ἀσῆμι ἢ χρυσάφι μὲ τὸν Σαοὺλ καὶ τὴν οἰκογένειάν του. Κανεὶς δὲ ἄνθρωπος ἀνάμεσά μας δὲν θέλει νὰ θανατωθῇ ἕνας ὁποιοσδήποτε Ἰσραηλίτης». |
5 καὶ εἶπε·τί ὑμεῖς λέγετε καὶ ποιήσω ὑμῖν; καὶ εἶπαν πρὸς τὸν βασιλέα· ὁ ἀνήρ, ὃς συνετέλεσεν ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐδίωξεν ἡμᾶς, ὃς παρελογίσατο ἐξολοθρεῦσαι ἡμᾶς· ἀφανίσωμεν αὐτόν, τοῦ μή ἑστάναι αὐτὸν ἐν παντὶ ὁρίῳ ᾿Ισραήλ· | 5 Ο Δαυίδ τους ηρώτησε· “λοιπόν, τι λέγετε σεις, ότι πρέπει να κάμω;” Οι Γαβαωνίται απήντησαν προς τον βασιλέα· “ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος μας εξηφάνισε και μας κατεδίωξε, αυτός ο οποίος εσκέφθη να μας εξολοθρεύση, πρέπει να θανατωθή από ημάς και να μη έχη πλέον θέσιν εις την χώραν του Ισραηλιτικού λαού. | 5 Εἶπε δὲ πάλιν ὁ Δαβίδ: «Τί προτείνετε λοιπόν; Τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω;» Καὶ ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι εἰς τὸν βασιλέα: «Πρέπει νὰ τιμωρηθῇ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἰς τὸ ἀποκορύφωμα τῆς κακίας του ἠθέλησε νὰ μᾶς καταστρέψῃ. Αὐτὸς ποὺ μᾶς κατεδίωξε καὶ ἐσχεδίασε παραλόγως νὰ μᾶς ἐξοντώσῃ. Θέλομεν νὰ τὸν ἀφανίσωμεν, ὥστε νὰ μὴ σταθῇ πουθενὰ μέσα εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ. |
6 δότω ἡμῖν ἑπτὰ ἄνδρας ἐκ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, καὶ ἐξηλιάσωμεν αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ ἐν τῷ Γαβαὼν Σαοὺλ ἐκλεκτοὺς Κυρίου. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐγὼ δώσω. | 6 Δώστε μας, λοιπόν, επτά από τα παιδιά του Σαούλ, που σεις θα εκλέξετε, να τους κρεμάσωμεν εις την Γαβαών απέναντι του ηλίου προς εξιλέωσιν του Κυρίου”. Ο βασιλεύς Δαυίδ απήντησε· “μάλιστα εγώ θα σας τους δώσω”. | 6 Καὶ ἐπειδὴ πέθανε ἤδη ὁ ἴδιος, ζητοῦμεν νὰ μᾶς δώσετε ἑπτὰ ἄνδρας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, διὰ νὰ τοὺς κρεμάσωμεν καὶ νὰ τοὺς ἀφήσωμεν ἐκτεθειμένους εἰς τὰς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου εἰς τὸ βουνὸ τῆς Γαβαών. Οἱ ἀπόγονοι αὐτοὶ τῆς οἰκογενείας τοῦ Σαούλ, ποὺ εἶχεν ἐκλεγῇ ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ τὴν βασιλείαν, θὰ προσφερθοῦν ὡς θυσία ἐξιλεώσεως εἰς τὸν Κύριον». Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Δαβίδ: «Θὰ σᾶς τοὺς δώσω». |
7 καὶ ἐφείσατο ὁ βασιλεὺς ἐπὶ Μεμφιβοσθὲ υἱὸν ᾿Ιωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ διὰ τὸν ὅρκον Κυρίου τὸν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἀνὰ μέσον Δαυὶδ καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Ιωνάθαν υἱοῦ Σαούλ· | 7 Ο βασιλεύς όμως ελυπήθη και δεν ηθέλησε να δώση τον Μεμφιβοσθέ, τον υιόν του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ. Τούτο δέ, δια τον όρκον που είχε δοθή ενώπιον του Κυρίου μεταξύ του Δαυίδ και του Ιωνάθαν, του υιού του Σαούλ. | 7 Ἐλυπήθη δὲ ὁ βασιλεὺς τὸν Μεμφιβοσθέ, τὸν υἱὸν τοῦ υἱοῦ τοῦ Σαοὺλ Ἰωνάθαν, διότι εἶχεν ὁρκισθῇ εἰς τὸν Ἰωνάθαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὅτι θὰ ἐνδιεφέρετο διὰ τὴν οἰκογένειάν του, καὶ δὲν τὸν παρέδωσε. |
8 καὶ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς τοὺς δύο υἱοὺς Ρεσφὰ θυγατρὸς ῾Αϊᾶ, οὓς ἔτεκε τῷ Σαούλ, τὸν ῾Ερμωνὶ καὶ τὸν Μεμφιβοσθέ, καὶ τοὺς πέντε υἱοὺς τῆς Μιχὸλ θυγατρὸς Σαούλ, οὓς ἔτεκε τῷ ᾿Εσδριὴλ υἱῷ Βερζελλὶ τῷ Μουλαθί, | 8 Επήρε λοιπόν ο βασιλεύς τους δύο υιούς της Ρεσφά, θυγατρός του Αϊά, τον Ερμωνί και τον Μεμφιβοσθέ, τους οποίους εγέννησεν αυτή ως σύζυγος του Σαούλ. Επίσης επήρε τους πέντε υιούς της Μιχόλ θυγατρός του Σαούλ, τους οποίους εγέννησεν αυτή ως σύζυγος του Εσδριήλ του υιού Βερζελλί, ο οποίος κατήγετο από τον Μουλά. | 8 Καὶ ἐπῆρε ὁ βασιλεὺς τοὺς δύο υἱοὺς τῆς Ρεσφά, ποὺ ἦτο κόρη τοῦ Ἁϊᾶ, τὸν Ἑρμωνὶ δηλαδὴ καὶ τὸν Μεμφιβοσθέ, ποὺ τοὺς ἐγέννησε αὐτὴ μὲ τὸν Σαούλ. Ἐπῆρε ἐπίσης καὶ τοὺς πέντε υἱοὺς τῆς κόρης τοῦ Σαοὺλ Μιχόλ, τοὺς ὁποίους ἐγέννησε αὐτὴ μὲ τὸν Ἐσδριήλ, τὸν υἱὸν τοῦ Βερζελλί, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Μουλάθ. |
9 καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς ἐν χειρὶ τῶν Γαβαωνιτῶν, καὶ ἐξηλίασαν αὐτοὺς ἐν τῷ ὄρει ἔναντι Κυρίου, καὶ ἔπεσαν οἱ ἑπτὰ αὐτοὶ ἐπὶ τὸ αὐτό· καὶ αὐτοὶ δὲ ἐθανατώθησαν ἐν ἡμέραις θερισμοῦ ἐν πρώτοις, ἐν ἀρχῇ θερισμοῦ κριθῶν. | 9 Αυτούς τους επτά παρέδωσεν ο βασιλεύς εις τα χέρια των Γαβαωνιτών, οι οποίοι και τους εκρέμασαν στο όρος ενώπιον του Κυρίου. Και οι επτά αυτοί εθανατώθησαν μαζή. Εξετελέσθησαν δε κατά την εποχήν, κατά την οποίαν γίνεται ο πρώτος θερισμός, ο θερισμός της κριθής, εις την αρχήν μάλιατα του θερισμού της κριθής. | 9 Καὶ παρέδωσεν αὐτοὺς τοὺς ἑπτὰ εἰς τὰ χέρια τῶν Γαβαωνιτῶν. Καὶ τοὺς ἐκρέμασαν καὶ τοὺς ἄφησαν ἐκτεθειμένους εἰς τὰς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου ἐνώπιον Κυρίου, εἰς τὸ βουνὸ Γαβαών, ὅπου ὑπῆρχε θυσιαστήριον. Καὶ ἀπέθαναν ἐκεῖ μαζὶ καὶ οἱ ἑπτὰ ἀπόγονοι τοῦ Σαούλ. Τότε δὲ ποὺ ἐθανατώθησαν, ἦτο ἡ ἐποχή, ποὺ ἄρχιζε ὁ θερισμός. Εἶχαν ἀρχίσει νὰ θερίζουν τὸ κριθάρι. |
10 καὶ ἔλαβε Ρεσφὰ θυγάτηρ ῾Αϊᾶ τὸν σάκκον καὶ ἔπηξεν αὐτῇ πρὸς τὴν πέτραν ἐν ἀρχῇ θερισμοῦ κριθῶν, ἕως ἔσταξεν ἐπ' αὐτοὺς ὕδωρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐκ ἔδωκε τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καταπαῦσαι ἐπ' αὐτοὺς ἡμέρας καὶ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ νυκτός. | 10 Η Ρεσφά, η θυγάτηρ Αϊά, συντετριμμένη από την μητρικήν λύπην, επήρε ενά σάκκον, τον ήπλωσε εις κάποιον βράχον, τον έκαμε σκηνήν δια τον εαυτόν της και έμεινεν εκεί από τας πρώτας ημέρας του θερισμού, μέχρις ότου έπεσε βροχή από τον ουρανόν. Εκεί δε μένουσα δεν αφήκε τα πτηνά του ουρανού κατά την ημέραν και τα θηρία της γης κατά την νύκτα να φάγουν τα πτώματα των κρεμασθέντων παιδιών της. | 10 Ἐπῆρε δὲ ἡ κόρη τοῦ Ἁϊᾶ, ἡ Ρεσφά, μετὰ τὴν θανάτωσιν τῶν υἱῶν της ἕνα σάκκον καὶ ἔκανε μὲ αὐτὸν μίαν σκηνὴν διὰ τὸν ἑαυτόν της καὶ τὴν ἔστησε δίπλα εἰς κάποιον βράχον, ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς κρεμασμένους υἱούς της. Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ θερισμοῦ, ἕως ὅτου ἔπεσεν εἰς αὐτοὺς βροχὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Καὶ δὲν ἄφηνε κατὰ τὴν ἡμέραν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ κάθωνται εἰς αὐτούς, καὶ κατὰ τὴν νύκτα τὰ θηρία τῆς γῆς νὰ ἔλθουν διὰ νὰ καταφάγουν τὰ πτώματα. |
11 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυὶδ ὅσα ἐποίησε Ρεσφὰ θυγάτηρ ῾Αϊᾶ παλλακὴ Σαούλ· καὶ ἐξελύθησαν, καὶ κατέλαβεν αὐτοὺς Δὰν υἱὸς ᾿Ιωὰ ἐκ τῶν ἀπογόνων τῶν γιγάντων, | 11 Επληροφόρησαν τον Δαυίδ αυτά, τα οποία έκαμεν Ρεσφά η θυγάτηρ Αϊά η σύζυγος δευτέρας σειράς του Σαούλ. Κατεπλάγησαν δε όλοι από την στοργήν της μητρός αυτής, ο δε Δαν, ο υιός του Ιωά, ένας από τους απογόνους των γιγάντων παρέλαβε τα κρεμασμένα πτώματα. | 11 Ἀνήγγειλαν δὲ μὲ συγκίνησιν εἰς τὸν Δαβὶδ αὐτὰ ποὺ ἔκανε ἡ κόρη τοῦ Ἁϊᾶ Ρεσφά, ποὺ ἦτο παλλακὴ τοῦ Σαούλ. Ὅταν δὲ ἐτελείωσε τὸ μαρτύριον τῶν κρεμασθέντων καὶ διελύθησαν πλέον τὰ πτώματα, τὰ παρέλαβε διὰ νὰ τὰ θάψῃ ὁ Δάν, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωά, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῶν γιγάντων. |
12 καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ ᾿Ιωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ παρὰ τῶν ἀνδρῶν υἱῶν ᾿Ιαβὶς Γαλαάδ, οἳ ἔκλεψαν αὐτοὺς ἐκ τῆς πλατείας Βαιθσάν, ὅτι ἔστησαν αὐτοὺς ἐκεῖ οἱ ἀλλόφυλοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπάταξαν οἱ ἀλλόφυλοι τὸν Σαοὺλ ἐν Γελβουέ, | 12 Και ο Δαυίδ τότε μετέβη και επήρε τα οστά του Σαούλ, τα οστά του παιδιού του Ιωνάθαν από τους άνδρας της πόλεως Ιαβίς εις την περιοχήν Γαλαάδ, οι οποίοι είχον αφαιρέσει κρυφίως τα πτώματα αυτών από την πλατείαν της πόλεως Βαιθσάν. Διότι εκεί είχον κρεμάσει τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν οι Φιλισταίοι, όταν εφόνευσαν τον Σαούλ στο όρος Γελβουέ. | 12 Ἐπῆγε δὲ καὶ ὁ Δαβὶδ καὶ ἐπῆρε τὰ ὀστᾶ τοῦ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωνάθαν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Ἰαβὶς Γαλαάδ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὰ πτώματά των ἀπὸ τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως Βαιθσάν. Εἰς αὐτὴν τὴν πλατεῖαν εἶχαν ἐκθέσει τὰ πτώματα τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ Ἰωνάθαν οἱ ἀλλόφυλοι Φιλισταῖοι, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐσκότωσαν τὸν Σαοὺλ εἰς τὸ βουνὸ Γελβουέ. |
13 καὶ ἀνήνεγκεν ἐκεῖθεν τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ ᾿Ιωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ συνήγαγε τὰ ὀστᾶ τῶν ἐξηλιασμένων. | 13 Ο Δαυίδ επήρε και μετέφερεν από εκεί τα οστά του Σαούλ και τα οστά του Ιωνάθαν του υιού του, όπως και τα οστά των άλλων, που είχαν κρεμασθή. | 13 Καὶ μετέφερεν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ὀστᾶ τοῦ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωνάθαν, ἐμάζευσε δὲ καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἑπτὰ ἀπογόνων τοῦ Σαούλ, ποὺ εἶχαν κρεμασθῇ καὶ ἐκτεθῇ εἰς τὸν ἥλιον. |
14 καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ ᾿Ιωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ τά ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν ἐν τῇ πλευρᾷ ἐν τῷ τάφῳ Κὶς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν πάντα, ὅσα ἐνετείλατο ὁ βασιλεύς. καὶ ἐπήκουσεν ὁ Θεὸς τῇ γῇ μετὰ ταῦτα. | 14 Εθαψαν τα οστά του Σαούλ, τα οστά του παιδιού του Ιωνάθαν και τα οστά όσων άλλων είχαν κρεμασθή εις την χώραν της φυλής του Βενιαμίν. Αυτούς λοιπόν τους έθαψαν εις κάποιαν πλευράν στον τάφον του Κις, του πατρός του Σαούλ. Ολα αυτά έγιναν, διότι έτσι είχε διατάξει ο βασιλεύς. Ο δε Θεός κατόπιν αυτών ήκουσε την προσευχήν του Δαυίδ και απήλλαξε το βασίλειόν του από την μάστιγα του λιμού. | 14 Ἔθαψαν δὲ αὐτὰ τὰ ὀστᾶ τοῦ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωνάθαν καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν κρεμασθέντων εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς Βενιαμίν, εἰς μίαν πλευρὰν τοῦ τάφου τοῦ Κίς, ποὺ ἦτο πατέρας τοῦ Σαούλ. Ἔκαναν ὅλα, ὅσα τοὺς διέταξε σχετικῶς ὁ βασιλεὺς Δαβίδ. Κατόπιν τούτου ἐφάνη ἵλεως ὁ Θεός, καὶ ἔβρεξε καὶ ἔπαυσε ἡ πεῖνα, ποὺ εἶχε πέσει σὰν τιμωρία εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ. |
15 Καὶ ἐγενήθη ἔτι πόλεμος τοῖς ἀλλοφύλοις μετὰ ᾿Ισραήλ. καὶ κατέβη Δαυὶδ καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ καὶ ἐπολέμησαν μετὰ τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐξελύθη Δαυίδ. | 15 Κατόπιν των γεγονότων αυτών έγινε νέος πόλεμος μεταξύ των αλλοφύλων και των Ισραηλιτών. Ελαβε δε μέρος στον πόλεμον αυτόν ο Δαυίδ μαζή με τον στρατόν του και επολέμησαν εναντίον αυτών των αλλοφύλων. Ο δε Δαυίδ πολεμών εκουράσθη. | 15 Μετὰ ταῦτα ἄρχισε νέος πόλεμος τῶν Φιλισταίων μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ κατέβη ἐναντίον τῶν ἀλλοφύλων ὁ Δαβίδ μὲ τοὺς ἄνδρας του καὶ ἐπολέμησαν μὲ αὐτούς. Εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ὅμως ἐκουράσθη πολὺ ὁ Δαβίδ, διότι εἶχε προχωρήσει πλέον ἡ ἡλικία του. |
16 καὶ ᾿Ιεσβί, ὃςἦν ἐν τοῖς ἐκγόνοις τοῦ Ραφὰ καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ τριακοσίων σίκλων ὁλκὴ χαλκοῦ καὶ αὐτὸς περιεζωσμένος κορύνην, καὶ διενοεῖτο τοῦ πατάξαι τὸν Δαυίδ. | 16 Εκεί εις την μάχην, μεταξύ των εχθρών, ήτο και ο Ιεσβί, ενας από τους απογόνους του Ραφά, γίγας και αυτός. Το βάρος του χαλκίνου δόρατός του ήτο επάνω από τριακοσίους σίκλους. Είχε ζωσθή ένα φονικόν ρόπαλον και με αυτό επεχείρησε να φονεύση τον Δαυίδ. | 16 Κάποιος δὲ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἐλέγετο Ἰεσβὶ καὶ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς γιγαντοσώμους ἀπογόνους του Ραφά, ἐσκέφθη καὶ ἐπεχείρησε νὰ φονεύσῃ τὸν Δαβίδ. Ὁ Ἰεσβὶ εἶχε ἕνα δόρυ, ποὺ ἐζύγιζε περίπου τέσσερα κιλὰ χαλκοῦ. Εἶχεν ἐπίσης εἰς τὴν ζώνην του καὶ ἕνα ρόπαλον μὲ ἐπικάλυψιν σιδήρου. |
17 καὶ ἐβοήθησεν αὐτῷ ᾿Αβεσσὰ υἱὸς Σαρουΐας καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν. τότε ὤμοσαν οἱ ἄνδρες Δαυὶδ λέγοντες· οὐκ ἐξελεύσῃ ἔτι μεθ' ἡμῶν εἰς πόλεμον καὶ οὐ μὴ σβέσῃς τὸν λύχνον ᾿Ισραήλ. | 17 Ο Αβεσσά όμως, ο υιός της Σαρουΐας, έσπευσε και εβοήθησε τον Δαυίδ και εκτύπησε και εφόνευσεν αυτόν τον αλλόφυλον. Τοτε οι άνδρες του Δαυίδ ωρκίσθησαν και του είπαν· “άλλην φοράν δεν θα βγης μαζή μας στον πόλεμον συ ο βασιλεύς, δια να μη φονευθής και σβήσης έτσι τον μοναδικόν αυτόν λύχνον του Ισραηλιτικού λαού”. | 17 Εἰς τὴν δύσκολον ἐκείνην περίστασιν τοῦ Δαβὶδ τὸν ἐβοήθησεν ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀβεσσά, ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς του Σαρουΐας, ὁ ὁποῖος ἐκτύπησε τὸν Φιλισταῖον Ἰεσβὶ καὶ τὸν ἐσκότωσε. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὅμως ὠρκίσθηκαν οἱ στρατιῶται τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ ἔλεγαν: «Δὲν πρέπει νὰ βγῇς ἄλλην φορὰν μαζί μας εἰς τὸν πόλεμον, διὰ νὰ μὴ σκοτωθῇς καὶ σβήσῃ ἔτσι ὁ λύχνος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ μείνῃ ὁ λαὸς χωρὶς ἀρχηγὸν καὶ βυθισθῇ εἰς τὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας». |
18 καὶ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα ἔτι πόλεμος ἐν Γὲθ μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. τότε ἐπάταξε Σεβοχὰ ὁ ᾿Αστατωθὶ τὸν Σὲφ ἐν τοῖς ἐκγόνοις τοῦ Ραφά. | 18 Κατόπιν αυτών έγινε πάλιν πόλεμος εις την περιοχήν Γεθ μεταξύ των Φιλισταίων και του Ισραηλιτικού λαού. Τοτε ο Σεβοχά, ο οποίος κατήγετο από την Αστατώθ, εφόνευσε τον Σέφ, ένα από τους απογόνους του Ραφά. | 18 Ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν ἔγινε καὶ ἄλλος πόλεμος μὲ τοὺς Φιλισταίους εἰς τὴν Γέθ. Εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ὁ Σεβοχά, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀστατώθ, ἐσκότωσε τὸν Σέφ, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς γιγαντοσώμους ἀπογόνους τοῦ Ραφά. |
19 καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐν Γὸβ μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. καὶ ἐπάταξεν ᾿Ελεανὰν υἱὸς ᾿Αριωργὶμ ὁ Βηθλεεμίτης τὸν Γολιὰθ τὸν Γεθθαῖον, καὶ τὸ ξύλον τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡς ἀντίον ὑφαινόντων. | 19 Και νέος πόλεμος έγινε μεταξύ Ισραηλιτών και αλλοφύλων εις την περιοχήν Γοβ. Εκεί ο Ελεανάν, ο υιός του Αριωργίμ, ο οποίος κατήγετο από την Βηθλεέμ, εφόνευσεν ένα γίγαντα, Γολιάθ ονόματι, τον καταγόμενον από την Γέθ, και του οποίου το ξύλον του δόρατός του ήτο σαν το αντί του αργαλειού. | 19 Καὶ μετὰ ἀπὸ ὀλίγον ἐξέσπασε νέος πόλεμος μὲ τοὺς Φιλισταίους εἰς τὴν Γόβ. Εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ὁ Ἐλεανάν, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀριωργίμ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, ἐσκότωσε τὸν Γολιάθ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Γέθ. Ὁ Γολιὰθ αὐτός, Ὅπως καὶ ἐκεῖνος ὁ συνονόματός του, ποὺ τὸν εἶχε σκοτώσει ἄλλοτε ὁ Δαβίδ, ἦτο γίγαντας. Τὸ ξύλον τοῦ δόρατός του ἦτο μεγάλον σὰν τὸ ἀντί του ἀργαλειοῦ. |
20 καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμος ἐν Γέθ. καὶ ἦν ἀνὴρ μαδών, καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν αὐτοῦ ἓξ καὶ ἕξ, εἰκοσιτέσσαρες ἀριθμῷ, καί γε αὐτὸς ἐτέχθη τῷ Ραφά. | 20 Εγινε και άλλος πόλεμος εις την περιοχήν Γέθ. Εκεί υπήρχεν ενας ανήρ φαλακρός. Αυτός είχε εξ δάκτυλα εις κάθε του χέρι και εξ δάκτυλα εις κάθε του ποδί. Εν όλω δηλαδή είκοσι τέσσαρας δακτύλους και αυτός ήτο απόγονος του γίγαντος Ραφά. | 20 Καὶ ἕνας ἀκόμη πόλεμος ἔγινε κατόπιν μὲ τοὺς Φιλισταίους εἰς τὴν Γέθ. Εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ἔκανε τὴν ἐμφάνισίν του ἕνας φαλακρὸς Φιλισταῖος ἄνδρας, ποὺ ἦτο ἑξαδάκτυλος. Εἶχεν ἕξι δάκτυλα εἰς κάθε χέρι καὶ κάθε πόδι του, ἐν συνόλῳ δηλαδὴ εἰκοσιτέσσερα δάκτυλα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἀπόγονος τοῦ Ραφά, ἀνῆκε δηλαδὴ εἰς τοὺς γίγαντας Ραφαΐν. |
21 καὶ ὠνείδισε τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ᾿Ιωνάθαν υἱὸς Σεμεΐ ἀδελφοῦ Δαυίδ. | 21 Υβριζε τον ισραηλιτικόν λαόν. Ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σεμεΐ, αδελφού του Δαυίδ, εφόνευσεν αυτόν. | 21 Ἐξύβρισε δὲ καὶ ἐφέρθη μὲ περιφρόνησιν ὁ φαλακρὸς αὐτὸς γίγαντας πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας, ἀλλ’ ὅμως τὸν ἐσκότωσε τελικῶς ὁ Ἰωνάθαν, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Δαβὶδ Σεμεΐ. |
22 οἱ τέσσαρες οὗτοι ἐτέχθησαν ἀπόγονοι τῶν γιγάντων ἐν Γὲθ τῷ Ραφὰ οἶκος, καὶ ἔπεσαν ἐν χειρὶ Δαυίδ, καὶ ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ. | 22 Οι τέσσαρες αυτοί άνδρες ήσαν απόγονοι των γιγάντων εις την Γέθ, και ανήκον εις την οικογένειαν Ραφά. Αυτοί εφονεύθησαν με τα χέρια του Δαυίδ και με τα χέρια των στρατιωτών του. | 22 Οἱ τέσσαρες αὐτοὶ ἀλλόφυλοι, δηλαδὴ ὁ Ἰεσβί, ὁ Σέφ, ὁ Γολιὰθ καὶ ὁ φαλακρός, εἶχαν γεννηθῇ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ραφὰ καὶ ἦσαν ἀπόγονοι τῶν γιγάντων Ραφαΐν. Ἐφονεύθησαν δὲ ὅλοι μὲ τὸ χέρι τοῦ Δαβὶδ καὶ μὲ τὸ χέρι τῶν ἀνδρῶν του. |