Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐκάλεσε Τωβίας τὸν Ραφαὴλ καὶ εἶπεν αὐτῷ· | 1 Ο Τωβίας εκάλεσεν τότε τον Ραφαήλ και του είπεν· | 1 Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Τωβίας τὸν Ραφαὴλ καὶ του εἶπεν: |
2 ᾿Αζαρία ἀδελφέ, λάβε μετὰ σεαυτοῦ παῖδα καὶ δύο καμήλους καὶ πορεύθητι ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας παρὰ Γαβαὴλ καὶ κόμισαί μοι τὸ ἀργύριον καὶ αὐτὸν ἄγε μοι εἰς τὸν γάμον· | 2 “αδελφέ, Αζαρία, πάρε μαζή σου ένα δούλον και δύο καμήλους και πήγαινε στους Ραγους της Μηδίας, στον Γαβαήλ, και φέρε μου εδώ το αργύριον αλλά και αυτόν τον ίδιον, δια να παρευρεθή στον γάμον μου. | 2 Ἀδελφέ μου Ἀζαρία, πάρε μαζί σου ἕνα ὑπηρέτην καὶ δύο καμῆλες καὶ πήγαινε εἰς τοὺς Ράγους τῆς Μηδίας, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Γαβαήλ, καὶ φέρε μου τὰ χρήματα, ποὺ τοῦ ἄφησεν ὁ πατέρας μου. Φέρε μάλιστα μαζί σου καὶ τὸν ἴδιον ἐδῶ, διὰ να παρευρεθῇ καὶ ἐκεῖνος εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου μου. |
3 διότι ὠμόμοκε Ραγουὴλ μὴ ἐξελθεῖν με, | 3 Διότι ο Ραγουήλ με ώρκισε να μη φύγω απ' εδώ, πριν συμπληρωθούν αι δεκατέσσαρες ημέραι. | 3 Ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ φύγω καὶ νὰ ὑπάγω, διότι μὲ ἐδέσμευσε μὲ ὅρκους ὁ Ραγουὴλ ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ σπίτι του, πρὶν τελειώσῃ ἡ ἑορτὴ τοῦ γάμου. |
4 καὶ ὁ πατήρ μου ἀριθμεῖ τὰς ἡμέρας, καὶ ἐὰν χρονίσω μέγα, ὀδυνηθήσεται λίαν. | 4 Ο δε πατήρ μου μετρά μίαν προς μίαν τας ημέρας, εάν δε και βραδύνω να επιστρέψω θα κυριευθή από μεγάλην οδύνην”. | 4 Ὁ πατέρας μου ὅμως μετρᾷ τὰς ἡμέρας καὶ περιμένει μὲ ἀγωνίαν νὰ ἐπιστρέψω. Ἐὰν λοιπὸν καθυστερήσω πολύ, θὰ πονέσῃ καὶ θὰ λυπηθῇ ἰδιαιτέρως. |
5 καὶ ἐπορεύθη Ραφαὴλ καὶ ηὐλίσθη παρὰ Γαβαήλ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ χειρόγραφον· ὃς δὲ προήνεγκε τὰ θυλάκια ἐν ταῖς σφαγῖσι καὶ ἔδωκεν αὐτῷ. | 5 Ο Ραφαήλ επορεύθη πράγματι και κατέλυσεν στον οίκον του Γαβαήλ. Εδωκε δε εις αυτόν και το χειρόγραφον. Ο Γαβαήλ έφερε τους σφραγισμένους σάκκους με τα χρήματα και τους παρέδωκεν εις αυτόν. | 5 Καὶ ἐπῆγε πράγματι ὁ Ραφαὴλ εἰς τοὺς Ράγους καὶ διενυκτέρευσεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Γαβαήλ. Ἔδωσε δὲ εἰς τὸν οἰκοδεσπότην τὸ ἔγγραφον διὰ τὰ χρήματα. Καὶ ὁ Γαβαὴλ ἔφερεν ἀμέσως τὰ σακκίδια μὲ τὰ χρήματα, ποὺ ἦσαν σφραγισμένα, καὶ το·υ τὰ παρέδωσεν. |
6 καὶ ὤρθρευσαν κοινῶς καὶ ἦλθον εἰς τὸν γάμον. καὶ εὐλόγησε Τωβίας τὴν γυναῖκα αὐτοῦ. | 6 Κατόπιν, εσηκώθηκαν λίαν πρωϊ, και οι δύο μαζή ήλθον στον γάμον. Ο δε Τωβίας επί παρουσία όλων επήνεσε και συνεχάρη την γυναίκα του. | 6 Ἐσηκώθηκαν δὲ καὶ οἱ δύο ἐνωρὶς τὸ ἄλλο πρωῒ καὶ ἦλθαν εἰς τὰ Ἐκβάτανα, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ραγουήλ, διὰ νὰ συμμετάσχουν εἰς τὸν γάμον τοῦ Τωβίου καὶ τῆς Σάρρας. Ὁ δὲ Τωβίας ἐγκωμίασε καὶ εἶπε καλὰ λόγια διὰ τὴν γυναῖκα του ἐνώπιόν των. |