Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΤΩΒΙΤ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀποκριθεὶς Τωβίας εἶπεν αὐτῷ· πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί μοι· 1 Απεκρίθη ο Τωβίας και είπε προς αυτόν· “πάτερ μου, θα πράξω όλας τας εντολάς όσας μου έδωσες. 1 Όταν ἄκουσε τὰς συμβουλὰς τοῦ Τωβὶτ ὁ υἱός του Τωβίας, ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε: Θὰ ἐφαρμόσω, πατέρα, ὅλα, ὅσα μοῦ παρήγγειλες.
2 ἀλλὰ πῶς δυνήσομαι λαβεῖν τὸ ἀργύριον καὶ οὐ γινώσκω αὐτόν; 2 Αλλά ειδικώς δια τα χρήματα, πως θα ημπορέσω να τα πάρω, αφού δεν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπον;” 2 Πῶς ὅμως θὰ ἠμπορέσω νὰ πάρω τὰ χρήματα ἀπὸ τὸν Γαβαήλ, ἀφοῦ δὲν τὸν γνωρίζω;
3 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ χειρόγραφον καὶ εἶπεν αὐτῷ· ζήτησον σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὃς συμπορεύσεταί σοι, καὶ δώσω αὐτῷ μισθὸν ἕως ζῶ· καὶ λαβὲ πορευθεὶς τὸ ἀργύριον. 3 Ο πατήρ έδωκεν εις αυτόν την χειρόγραφον απόδειξιν της καταθέσεως των χρημάτων και του είπε· “αναζήτησε και ευρέ ένα άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή σου προς τον Γαβαήλον, και εις αυτόν εγώ τον συνοδόν σου θα δώσω τον μισθόν του, εφ' όσον ζω ακόμη. Πηγαινε λοιπόν εκεί, δια να αναλάβης τα χρήματα”. 3 Τότε ὁ Τωβὶτ τοῦ ἔδωσε τὸ ἔγγραφον, ποὺ εἶχαν συντάξει μαζί μὲ τὸν Γαβαὴλ διὰ τὰ χρήματα, καὶ τοῦ εἶπε: Πήγαινε καὶ ψάξε νὰ βρῇς κάποιον ἄνθρωπον, ποὺ νὰ θελήσῃ νὰ σὲ συνοδεύσῃ, καὶ ἐγὼ θὰ τὸν πληρώσω, ἐφ' ὅσον θὰ ζῶ ἀκόμη. Πήγαινε λοιπὸν καὶ πάρε τὰ χρήματά μας.
4 καὶ ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον καὶ εὗρε τὸν Ραφαήλ, ὃς ἦν ἄγγελος, καὶ οὐκ ᾔδει· 4 Ο Τωβίας εξήλθε, δια να αναζητήση άνθρωπον ως συνοδόν του. Ευρήκε δε τον Ραφαήλ, ο οποίος ήτο άγγελος, αλλά ο Τωβίας δεν το εγνώριζεν αυτό. 4 Ἐβγῆκε πράγματι ὁ Τωβίας διὰ νὰ ἀναζητήσῃ κάποιον ἄνθρωπον ὡς σύνοδόν του καὶ εὑρῆκε τὸν Ραφαήλ, ὁ ὁποῖος ἦτο ἄγγελος. Ὁ Τωβίας ὅμως δὲν ἐκατάλαβεν ὅτι ἦτο ἄγγελος.
5 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ δύναμαι πορευθῆναι μετὰ σοῦ ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας, καὶ εἰ ἔμπειρος εἶ τῶν τόπων; 5 Ηρώτησε, λοιπόν, τον άγγελον· “Μηπως γνωρίζης τους τόπους εκείνους στους Ραγους της Μηδίας και είναι δυνατόν να έλθω και εγώ μαζή σου;” 5 Εἶπε λοιπὸν εἰς τὸν Ραφαήλ: Μήπως μπορῶ νὰ σὲ πάρω μαζί μου εἰς τὸ ταξίδι μου πρὸς τοὺς Ράγους τῆς Μηδίας; Ξέρεις ἄραγε καλὰ τοὺς τόπους ἐκείνους;
6 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος· πορεύσομαι μετὰ σοῦ καὶ τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ καὶ παρὰ Γαβαὴλ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν ηὐλίσθην. 6 Ο άγγελος του απήντησε· “θα πορευθώ μαζή σου και την οδόν εγώ γνωρίζω καλά. Μαλιστα δε έχω διανυκτερεύσει πλησίον του αδελφού μας, του Ισραηλίτου τούτου, του Γαβαήλ”. 6 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπεν: Εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἔλθω μαζί σου. Σὲ πληροφορῶ δὲ ὅτι γνωρίζω πολὺ καλὰ τὸν δρόμον καὶ ἔχω διανυκτερεύσει κάποτε εἰς τὸ σπίτι τοῦ συμπατριώτου μας Γαβαήλ.
7 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίας· ὑπόμεινόν με, καὶ ἐρῶ τῷ πατρί. 7 Ο Τωβίας του είπε· “περίμενέ με, δια να αναγγείλω τούτο στον πατέρα μου”. 7 Καὶ ὁ Τωβίας τοῦ εἶπε: Περίμενέ με ἐδῶ, διὰ νὰ ἐνημερώσω σχετικῶς τὸν πατέρα μου.
8 καὶ εἶπεν αὐτῷ· πορεύου καὶ μὴ χρονίσῃς. 8 Ο άγγελος του απήντησε· “πήγαινε και μη βραδύνης”. 8 Πήγαινε καὶ μὴ καθυστερήσῃς, τοῦ ἀπεκρίθη ὁ ἄγγελος.
9 καὶ εἰσελθὼν εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ εὕρηκα ὃς συμπορεύσεταί μοι. ὁ δὲ εἶπε· φώνησον αὐτὸν πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ ποίας φυλῆς ἐστι καὶ εἰ πιστὸς τοῦ πορευθῆναι μετὰ σοῦ. 9 Ο Τωβίας επανήλθεν στο σπίτι του και είπε προς τον πατέρα· “ιδού, ευρήκα άνθρωπον, ο οποίος θα έλθη μαζή μου”. Ο πατήρ είπε προς τον υιόν· “φώναξέ τον να έλθη εδώ, δια να γνωρίσω καλά από ποίαν φυλήν κατάγεται αυτός και αν είναι αξιόπιστος να ταξιδεύση μαζή σου”. 9 Καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι των ὁ Τωβίας καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα του: Πατέρα, εὑρῆκα κάποιον, ποὺ θὰ μὲ συνοδεύσῃ εἰς τὸ ταξίδι διὰ τοὺς Ράγους! Φώναξέ τον νὰ ἔλθῃ ἐδῶ κοντά μου, ἀπάντησε ἀμέσως ὁ Τωβίτ. Θέλω νὰ μάθω καλὰ ἀπὸ ποίαν φυλὴν κατάγεται καὶ νὰ καταλάβω ἐὰν εἶναι ἄξιος ἐμπιστοσύνης, ὥστε νὰ γίνῃ σύνοδός σου.
10 καὶ ἐκάλεσεν αὐτόν, καὶ εἰσῆλθε, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους. 10 Ο Τωβίας τον εκάλεσε και εκείνος εισήλθεν στον οίκον του Τωβίτ. Ο Τωβίτ και ο ξένος αλληλοεχαιρετήθησαν. 10 Ἐβγῆκε τότε ὁ Τωβίας καὶ ἐκάλεσε τὸν Ραφαήλ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη ἀμέσως καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Τωβὶτ καὶ ἐχαιρέτησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
11 καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ· ἀδελφέ, ἐκ ποίας φυλῆς καὶ ἐκ ποίας πατριᾶς εἶ σύ; ὑπόδειξόν μοι. 11 Είπεν εις αυτόν ο Τωβίτ· “αδελφέ, από ποίον φυλήν και από ποίαν πατριάν είσαι συ; Πές μου το”. 11 Καὶ ὁ Τωβὶτ τὸν ἐρώτησεν: Ἀπὸ ποίαν φυλὴν κατάγεσαι, ἀδελφέ, καὶ εἰς ποίαν πατριαρχικὴν οἰκογένειαν ἀνήκεις; Πές μου, σὲ παρακαλῶ.
12 καὶ εἶπεν αὐτῷ· φυλὴν καὶ πατριὰν σὺ ζητεῖς ἢ μίσθιον, ὃς συμπορεύσεται μετὰ τοῦ υἱοῦ σου; καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ· βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι τὸ γένος σου κα’Ι τὸ ὄνομα. 12 Εκείνος του απήντησε· “φυλήν και πατριάν ζητείς η ένα μισθωτόν συνοδοιπόρον, ο οποίος θα συμπορευθή μαζή με το παιδί σου;” Ο Τωβίτ του απήντησε· “αδελφέ, θέλω να μάθω το γένος και το όνομά σου”. 12 Καὶ ὁ Ραφαὴλ τοῦ εἶπε: Διὰ φυλὴν καὶ οἰκογένειαν ἐνδιαφέρεσαι, ἢ θέλεις κάποιον μισθωτόν, ποὺ νὰ συνοδεύσῃ τὸν υἱόν σου εἰς τὸ ταξίδι του; Καὶ ὁ Τωβὶτ τοῦ ἀπεκρίθη: Θέλω νὰ μάθω, ἀδελφέ μου, τὴν καταγωγήν σου καὶ τὸ ὄνομά σου.
13 ὃς δὲ εἶπεν· ἐγὼ ᾿Αζαρίας ᾿Ανανίου τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν σου. 13 Εκείνος τότε του είπεν· “εγώ είμαι ο Αζαρίας, ο υιός του μεγάλου Ανανίου από τους ομοεθνείς σου”. 13 Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπεν: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀζαρίας, ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου Ἀνανίου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου.
14 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὑγιαίνων ἔλθοις, ἀδελφέ, καὶ μή μοι ὀργισθῇς, ὅτι ἐζήτησα τὴν φυλήν σου καὶ τὴν πατριάν σου ἐπιγνῶναι. καὶ σὺ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ τῆς καλῆς καὶ ἀγαθῆς γενεᾶς· ἐπεγίνωσκον γὰρ ἐγὼ ᾿Ανανίαν καὶ ᾿Ιωνάθαν τοὺς υἱοὺς Σεμεΐ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα κοινῶς εἰς ῾Ιεροσόλυμα προσκυνεῖν, ἀναφέροντες τὰ πρωτότοκα καὶ τὰς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καὶ οὐκ ἐπλανήθησαν ἐν τῇ πλάνῃ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐκ ρίζης καλῆς εἶ, ἀδελφέ, 14 Ο Τωβίτ του είπε· “αδελφέ, καλώς ήλθες στο σπίτι μου και μη οργισθής εναντίον μου, διότι εζήτησα να μάθω την φυλήν σου και την οικογένειάν σου. Συ είσαι συγγενής μου, από γενεάν καλήν και αγαθήν, διότι εγώ εγνώριζα τον Ανανίαν και τον Ιωνάθαν, τους υιούς του μεγάλου Σεμεΐ, όταν μαζή επηγαίναμεν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσωμεν και εφέραμεν μαζή μας τα πρωτοτόκια και τα δέκατα από τα προϊόντα μας. Δεν απεμακρύνθησαν και εκείνοι ποτέ από την ευθείαν οδόν του Κυρίου, όπως, δυστυχώς, απεμακρύνθησαν και επλανήθησαν οι άλλοι αδελφοί, οι ομοεθνείς μας. Από καλήν ρίζαν κατάγεσαι, αδελφέ μου. 14 Καὶ ὁ Τωβὶτ τοῦ εἶπε: Καλῶς μᾶς ἦλθες, ἀδελφέ, καὶ μὴ θυμώσῃς ἐναντιον μου διὰ τὸ ὅτι ἐζήτησα νὰ μάθω ἀπὸ ποίαν φυλὴν καὶ οἰκογένιαι κατάγεσαι. Διαπιστώνω λοιπὸν ὅτι εἶσαι συγγενής μου καὶ προέρχεσαι ἀπὸ καλὴν καὶ εὐπόληπτον οἰκογένειαν! Ἐγνώριζα πολὺ καλὰ τὸν Ἀνανίαν καὶ τὸν Ἰωνάθαν, τοὺς υἱοὺς τοῦ μεγάλου Σεμεΐ. Ἐπηγαίναμεν μαζὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσωμεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ να προσψέρωμεν ἐκεῖ τὰς προσφορὰς τῶν πρωτοτόκων καὶ τὰς δεκάτας τῶν γεννημάτων μας. Δὲν εἶχαν παρασυρθῆ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ὅπως παρεσύρθησαν ἄλλοι συμπατριῶται μας. Προέρχεσαι ἀπὸ καλὴν ρίζαν, ἀδελφέ.
15 ἀλλὰ εἰπόν μοι τίνα σοι ἔσομαι μισθὸν διδόναι· δραχμὴν τῆς ἡμέρας καὶ τὰ δέοντά σοι ὡς καὶ τῷ υἱῷ μου. 15 Αλλά πές μου, σε παρακαλώ, ποίον μισθόν θα σου δώσω; Εγώ προτείνω να σου δίνω μίαν δραχμήν δια κάθε ημέραν και να παρέχω εις σε και το παιδί μου ο,τι άλλο σας χρειάζεται κατά την πορείαν. 15 Πές μου λοιπὸν τώρα: Τί μισθὸν θέλεις νὰ σοῦ δώσω; Ἐγὼ ἀπεφάσισα νὰ σοῦ δώσω μίαν δραχμὴν διὰ κάθε ἡμέραν τοῦ ταξιδιοῦ ἕως τὴν ἐπιστροφήν σας καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα διὰ τὴν συντηρήσίν σου, ὅπως καὶ διὰ τὸν υἱόν μου.
16 καὶ ἔτι προσθήσω σοι ἐπὶ τὸν μισθόν, ἐὰν ὑγιαίνοντες ἐπιστρέψητε. 16 Αλλά και άλλην επί πλέον αμοιβήν θα δώσω εις σέ, εάν επιστρέψετε υγιείς”. 16 Σοῦ ὑπόσχομαι δὲ ὅτι, ἐὰν ἐπιστρέφετε μὲ τὸ καλὸν ὑγιεῖς, θὰ σοῦ δώσω καὶ ἄλλα χρήματα ἐπὶ πλέον τοῦ μισθοῦ σου.
17 καὶ εὐδόκησαν οὕτως. καὶ εἶπε πρὸς Τωβίαν· ἕτοιμος γίνου πρὸς τὴν ὁδόν· καὶ εὐοδωθείητε. καὶ ἡτοίμασεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ τὰ πρὸς τὴν ὁδόν. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· πορεύου μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ὁ δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ οἰκῶν Θεὸς εὐοδώσει τὴν ὁδὸν ὑμῶν, καὶ ὁ ἄγγελος αὐτοῦ συμπορευθήτω ὑμῖν. καὶ ἐξῆλθαν ἀμφότεροι ἀπελθεῖν καὶ ὁ κύων τοῦ παιδαρίου μετ᾿ αὐτῶν. 17 Συνεφώνησαν και οι δύο επί του σημείου αυτού. Ο πατήρ είπε τότε προς τον Τωβίαν· “ετοιμάσου δια το ταξίδι. Και στους δυο σας εύχομαι κατευόδιον”. Ο υιός του, ο Τωβίας, ητοίμασε τα απαραίτητα δια τον δρόμον. Ο δε πατέρας του του είπε· “πήγαινε μαζή με τον άνθρωπον αυτόν και εύχομαι, όπως ο Θεός, που κατοικεί στον ουρανόν, κατευοδώση τον δρόμον σας και ο άγγελος του Κυρίου ας βαδίζη μαζή σας”. Εβγήκαν από το σπίτι και οι δυο, ο Τωβίας και ο συνοδός του, δια να αναχωρήσουν. Ο κύων του παιδιού, του Τωβίου, επήγαινε μαζή τους. 17 Καὶ συνεφώνησαν ἀμέσως μὲ τὴν πρότασιν αὐτὴν τοῦ Τωβίτ. Εἶπε δὲ ὁ πατέρας πρὸς τὸν Τωβίαν: Ἐτοιμάσου γρήγορα διὰ τὸ ταξίδι. Καὶ εὔχομαι νὰ εὐοδωθῇ ἡ πορεία σας. Καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Τωβὶτ ἐτοίμασεν ἀμέσως ὅ,τι ἐχρειάζετο διὰ τὸ ταξίδι. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ πατέρας του: Πήγαινε μὲ συμπαραστάτην τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν καὶ εἴθε νὰ εὐοδώσῃ τὸ ταξίδι σας ὁ Θεός, ποὺ κατοικεῖ εἰς τὸν οὐρανόν. Εὔχομαι ἐπίσης νὰ ἔχετε συνοδοιπόρον σας τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ. Μετὰ ταῦτα ἐβγῆκαν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸ σπίτι διὰ νὰ φύγουν καὶ ἐπῆραν μαζί των καὶ τὸ σκυλὶ τοῦ νεαροῦ Τωβία.
18 ἔκλαυσε δὲ ῎Αννα ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς Τωβίτ· τί ἐξαπέστειλας τὸ παιδίον ἡμῶν; ἢ οὐχὶ ἡ ράβδος τῆς χειρὸς ἡμῶν ἐστιν ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν καὶ ἐκπορεύεσθαι ἐνώπιον ἡμῶν; 18 Οταν ο Τωβίας ανεχώρησεν, η Αννα η μητέρα του, έκλαυσε και είπε προς τον Τωβίτ· “διατί έστειλες το παιδί μας εις ταξίδι μακράν από ημάς; Αυτός εισερχόμενος και εξερχόμενος στο σπίτι μας, ενώπιόν μας, δεν ήτο ράβδος στηρίγματος και χαρά εις ημάς; 18 Μόλις ἀνεχώρησεν ὁ Τωβίας, ἐλυπήθη πολὺ καὶ ἔκλαυσεν ἡ μητέρα του Ἄννα καὶ εἶπεν εἰς τὸν Τωβίτ: Διατὶ ἔστειλες τόσον μακριὰ τὸ παιδί μας; Αὐτὸς δὲν ἦταν τὸ στήριγμα τῆς δυνάμεώς μας καὶ ἡ ἐλπίδα μας, ὅταν τὸν ἐβλέπαμεν νὰ μπαίνῃ καὶ νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μας;
19 ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μὴ φθάσαι, ἀλλὰ περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο· 19 Ποτέ μη φθάση και έλθη το αργύριον εκείνο. Ας χαθή το χρήμα εκείνο, προκειμένου να χάσωμεν ημείς την παρουσίαν του αγαπημένου μας παιδιού. 19 Ἂς μὴ ἔλθῃ οὔτε δραχμὴ ἀπὸ τὰ χρήματά μας, ἐὰν πρόκειται νὰ χάσωμεν ἀπὸ τὰ μάτια μας τὸ παιδί μας! Ἂς ἔλειπαν τὰ χρήματα! Αὐτὰ δὲν ἀξίζουν τίποτε ἐμπρὸς εἰς τὸ παιδί μας!
20 ὡς γὰρ δέδοται ἡμῖν ζῆν παρὰ τοῦ Κυρίου, τοῦτο ἱκανὸν ἡμῖν ὑπάρχει. 20 Δεν υπάρχει δι' ημάς μεγαλύτερα ικανοποίησις από το να ζη τα παιδί κοντά μας, όπως μας εδόθη από τον Θεόν”. 20 Μᾶς εἶναι ἀρκετὸν νὰ ζῇ καὶ αὐτὸ μαζί μας μὲ τὰ λίγα ἔστω ἀγαθά, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ ἔχωμεν ὁ Κύριος.
21 καὶ εἶπεν αὐτῇ Τωβίτ· μὴ λόγον ἔχε, ἀδελφή· ὑγιαίνων ἐλεύσεται, καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται αὐτόν· 21 Ο Τωβίτ της απήντησε· μη μεμψιμοιρής και μη στενοχωρήσαι, αδελφή. Το παιδί μας θα επιστρέψη υγιές. Και τα μάτια μας πάλιν θα το ίδουν. 21 Καὶ ὁ Τωβὶτ τῆς εἶπε: Μὴ ἀνησυχῇς καὶ γογγύζῃς, ἀδελφή μου! Ὁ Τωβίας μας θὰ γυρίσῃ πίσω ὑγιὴς καὶ θὰ τὸν ἰδοῦν καὶ πάλιν τὰ μάτια σου.
22 ἄγγελος γὰρ ἀγαθὸς συμπορεύσεται αὐτῷ, καὶ εὐοδωθήσεται ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψει ὑγιαίνων. καὶ ἐπαύσατο κλαίουσα. 22 Διότι ο καλός άγγελος θα συμπορευθή μαζή με αυτό και θα κατευοδωθή το ταξίδιόν του και θα επιστρέψη υγιές”. Εκείνη, όταν ήκουσε τα παρήγορα αυτά λόγια, έπαυσε πλέον να κλαίη. 22 Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἄγγελος ἀγαθὸς θὰ εἶναι συνοδοιπόρος του. Θὰ εὐοδωθῇ τὸ ταξίδι του καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ ὑγιής. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἀνδρός της ἡ Ἄννα ἐσταμάτησε τὰ κλάματά της.