Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΤΩΒΙΤ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἦλθον εἰς ᾿Εκβάτανα καὶ παρεγένοντο εἰς τὴν οἰκίαν Ραγουήλ, Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτοῖς καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ αὐτήν, καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν. 1 Ο Τωβίας και ο Αζαρίας ήλθαν εις τα Εκβάτανα και έφθασαν στο σπίτι του Ραγουήλ. Η δε Σαρρα τους προϋπήντησε και τους εχαιρέτησε. Εκείνοι την εχαιρέτησαν και αυτή τους ωδήγησεν στο σπίτι. 1 Έφθασαν δὲ ὁ Ραφαὴλ καὶ ὁ Τωβίας εἰς τὰ Ἐκβάτανα καὶ ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ραγουήλ. Τοὺς συνήντησε δὲ ἡ Σάρρα καί, ἀφοῦ τοὺς ἐχαιρέτισε καὶ τὴν ἐχαιρέτισαν καὶ ἐκεῖνοι, τοὺς ὠδήγησε μέσα εἰς τὸ σπίτι.
2 καὶ εἶπε Ραγουὴλ ῎Εδνᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· ὡς ὅμοιος ὁ νεανίσκος Τωβὶτ τῷ ἀνεψιῷ μου; 2 Ο Ραγουήλ είπεν εις την Εδναν την σύζυγόν του· “ο νεαρός αυτός δεν ομοιάζει πολύ με τον ανεψιόν μου τον Τωβίτ;” 2 Εἶπε δὲ ὁ Ραγουὴλ εἰς τὴν γυναῖκα του Ἔδναιν: Δὲν σοῦ φαίνεται νὰ ὁμοιάζῃ πολὺ ὁ νεαρὸς αὐτὸς μὲ τὸν συγγενῆ μου Τωβίτ;
3 καὶ ἠρώτησεν αὐτούς Ραγουήλ· πόθεν ἐστέ, ἀδελφοί; καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἐκ τῶν υἱῶν Νεφθαλὶμ τῶν αἰχμαλώτων ἐκ Νινευῆ. 3 Εστράφη δε προς εκείνους ο Ραγουήλ και τους ηρώτησε· “από που κατάγεσθε, σεις, αδελφοί;» Και εκείνοι του απήντησαν· “ημείς καταγόμεθα από τους απογόνους της φυλής Νεφθαλίμ, από εκείνας που έχουν αιχμαλωτισθή εις την Νινευή”. 3 Καὶ τοὺς ἐρώτησεν ὁ Ραγουήλ: Ἀπὸ ποὺ εἶσθε, ἀδελφοί; Καταγόμεθα ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Νεφθαλὶ καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὠδηγήθηκαν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Νινευῆ, τοῦ ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι.
4 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· γινώσκετε Τωβὶτ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν; οἱ δὲ εἶπον· γινώσκομεν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑγιαίνει; 4 Ο Ραγουήλ τους είπε· “γνωρίζετε τον Τωβίτ τον συγγενή μας;” Και εκείνοι του είπαν· “τον γνωρίζομεν”. Ηρώτησεν αυτούς πάλιν· “είναι υγιής;” 4 Καὶ ὁ Ραγουὴλ τοὺς ἐρώτησε καὶ πάλιν: Γνωρίζετε μήπως τὸν συγγενῆ μας Τωβίτ; Τὸν γνωρίζομεν, τοῦ ἀπήντησαν. Εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν του;, Ἐρώτησε πάλιν ὁ Ραγουήλ.
5 οἱ δὲ εἶπαν· καὶ ζῇ καὶ ὑγιαίνει. καὶ εἶπε Τωβίας· πατήρ μού ἐστι. 5 Εκείνοι είπαν· “ζη και υγιαίνει”. Ο δε Τωβίας του είπεν· “είναι ο πατέρας μου”. 5 Καὶ αὐτοὶ ἀπεκρίθησαν: Ζῇ καὶ ὑγιαίνει! Ὁ δὲ Τωβίας ἐπρόσθεσε: Εἶναι ὁ πατέρας μου!
6 καὶ ἀνεπήδησε Ραγουὴλ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔκλαυσε 6 Ο Ραγουήλ ανεπήδησεν από την χαράν του, και κατεφίλησε τον Τωβίαν και έκλαυσε. 6 Ἀνεπήδησε τότε ἀπὸ χαρὰν ὁ Ραγουὴλ καὶ ἐφίλησε μὲ συγκίνησιν τὸν Τωβίαν καὶ ἔκλαυσεν ἀπὸ συγκίνησιν.
7 καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου υἱός· καὶ ἀκούσας ὅτι Τωβὶτ ἀπώλεσε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑαυτοῦ, ἐλυπήθη καὶ ἔκλαυσε. 7 Ευλόγησεν αυτόν και είπε· “συ, λοιπόν, είσαι το παιδί του καλού και αγαθού εκείνου ανθρώπου;” Οταν δε επληροφορήθη ο Ραγουήλ ότι ο Τωβίτ είχε χάσει τα μάτια του, ελυπήθη και ανελύθη εις δάκρυα. 7 Εὐλόγησε δὲ τὸν Τωβίαν καὶ τοῦ εἶπεν: Ὥστε σὺ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ καλοῦ καὶ ἐναρέτου ἐκείνου ἀνθρώπου! Ὅταν δὲ ἄκουσε ἀπὸ τοὺς συνομιλητάς του ὁ Ραγουὴλ ὅτι ὁ Τωβὶτ ἔχασε τὸ φῶς του, ἐλυπήθη καὶ ἔκλαυσε.
8 καὶ ῎Εδνα ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ Σάρρα ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ ἔκλαυσαν καὶ ὑπεδέξαντο αὐτοὺς προθύμως· 8 Εκλαυσεν επίσης η σύζυγός του Εδνα και η κόρη του η Σαρρα. Υπεδέχθησαν και εφιλοξένησαν αυτούς με πολλήν προθυμίαν και χαράν. 8 Μαζὶ μὲ τὸν Ραγουὴλ ἔκλαυσαν ἀπὸ συγκίνησιν καὶ ἡ γυναῖκα του Ἔδνα καὶ ἡ κόρη του Σάρρα, καὶ ὑπεδέχθησαν καὶ ἐφιλοξένησαν μὲ προθυμίαν καὶ χαρὰν τοὺς δύο ἐπισκέπτας.
9 καὶ ἔθυσαν κριὸν προβάτων καὶ παρέθηκαν ὄψα πλείονα. εἶπε δὲ Τωβίας τῷ Ραφαήλ· ᾿Αζαρία ἀδελφέ, λάλησον ὑπὲρ ὧν ἔλεγες ἐν τῇ πορείᾳ, καὶ τελεσθήτω τὸ πρᾶγμα. 9 Εσφαξαν από την ποίμνην των προβάτων του ένα κριον και ητοίμασαν τράπεζαν με πολλά φαγητά. Είπε δε τότε ο Τωβίας στον Ραφαήλ· “Αζαρία, αδελφέ, μίλησε δι' εκείνα, τα οποία μου έλεγες στον δρόμον μας και ας γίνη αυτό το πράγμα”. 9 Ἔσφαξαν δὲ ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατα καὶ ἐτοίμασαν τραπέζι μὲ πολλὰ καὶ διάφορα φαγητά. Εἶπε δὲ ὁ Τωβίας εἰς τὸν Ραφαήλ: Ἀδελφὲ Ἀζαρία, μίλησε τώρα δι’ αὐτά, ποὺ μοῦ ἔλεγες εἰς τὸ ταξίδι, καὶ ἂς πραγματοποιηθῇ αὐτό, ποὺ εἶπες.
10 καὶ μετέδωκε τὸν λόγον τῷ Ραγουήλ· καὶ εἶπε Ραγουὴλ πρὸς Τωβίαν· φάγε, πίε καὶ ἡδέως γίνου, σοὶ γὰρ καθήκει τὸ παιδίον μου λαβεῖν· πλὴν ὑποδείξω σοι τὴν ἀλήθειαν. 10 Ο Αζαρίας πράγματι έκαμε λόγον στον Ραγουήλ και ο Ραγουήλ είπεν στον Τωβίαν· “φάγε, πίε, απόλαυσε την τράπεζαν, διότι εις σε πράγματι ανήκει να λάβης την κόρην μου ως συζυγον. Αλλά θα σου είπω την αλήθειαν. 10 Καὶ ὁ Ραφαὴλ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν Ραγουὴλ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν γάμον. Ὁ δὲ Ραγουὴλ εἶπεν εἰς τὸν Τωβίαν: Φάγε, πίε καὶ γέμισε μὲ χαράν. Μόνον σὺ ἡμπορεῖς καὶ πρέπει νὰ πάρῃς γυναῖκα σου τὴν κόρην μου. Πλὴν ὅμως πρέπει νὰ σοῦ ἀποκαλύψω τὴν ἀλήθειαν.
11 ἔδωκα τὸ παιδίον μου ἑπτὰ ἀνδράσι, καὶ ὁπότε ἐὰν εἰσεπορεύοντο πρὸς αὐτήν, ἀπέθνησκον ὑπὸ τὴν νύκτα. ἀλλὰ τὸ νῦν ἔχον, ἡδέως γίνου. καὶ εἶπε Τωβίας· οὐ γεύομαι οὐδὲν ὧδε, ἕως ἂν στήσητε καὶ σταθῆτε πρός με. καὶ εἶπε Ραγουήλ· κομίζου αὐτὴν ἀπὸ τοῦ νῦν κατὰ τὴν κρίσιν· σὺ δέ ἀδελφὸς εἶ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ σού ἐστιν· ὁ δὲ ἐλεήμων Θεὸς εὐοδώσει ὑμῖν τὰ κάλλιστα. 11 Αυτήν την κόρην μου την έδωσα ως σύζυγον εις επτά άνδρας διαδοχικώς. Ο καθένας όμως από αυτούς, μόλις επλησίαζεν εις αυτήν, απέθνησκε κατά την πρώτην νύκτα του γάμου. Συ όμως τώρα φάγε, πίε και ευφράνθητι”. Ο Τωβίας όμως απήντησε· “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, μέχρις ότου σεις δεχθήτε την αίτησίν μου και συμφωνήσετε με εμέ”. Ο Ραγουήλ του απήντησε· “πάρε την από αυτήν την στιγμήν ως σύζυγον σύμφωνα με την απόφασίν σου. Συ είσαι συγγενής της και αυτή είναι συγγενής ίδική σου. Ευχόμεθα δέ, όπως ο ελεήμων Θεός σας κατευοδώση προς τα κάλλιστα”. 11 Ἕως τώρα ἔδωσα τὴν κόρην μου ὡς σύζυγον εἰς ἑπτὰ ἄνδρας. Ὅταν ὅμως τὴν ἐπλησίαζαν εἰς τὸ νυμφικὸν κρεββάτι διὰ πρώτην φοράν, ἐθανατώνοντο κατὰ τὴν ἰδίαν νύκτα. Τώρα ὅμως μὴ χάνῃς τὴν εὐχάριστον διάθεσίν σου. Ἀπόλαυσε μαζί μας τὸ τραπέζι μας. Εἶπεν ὅμως ὁ Τωβίας: Δὲν πρόκειται νὰ βάλω τίποτε εἰς τὸ στόμα μου, ἕως ὅτου ἀποφασίσετε ὁριστικῶς καὶ συμφωνήσετε νὰ μοῦ τὴν δώσετε. Καὶ ὁ Ραγουὴλ τοῦ εἶπε: Πάρε την ἀπὸ τώρα, ἐφ’ ὅσον τὸ κρίνεις καὶ τὸ ἀποφασίζεις. Σὺ εἶσαι συγγενής της καὶ αὐτὴ σοῦ ἀνήκει ὡς συγγενής σου. Εὔχομαι δὲ νὰ κάμῃ εὐχάριστον τὴν πορείαν τῆς ζωῆς σας ὁ ἐλεήμων Θεὸς καὶ νὰ σᾶς χαρίσῃ ὅ,τι καλύτερον ὑπάρχει.
12 καὶ ἐκάλεσε Σάρραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ, καὶ λαβὼν τῆς χειρὸς αὐτῆς παρέδωκεν αὐτὴν Τωβία γυναῖκα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως κομίζου αὐτὴν καὶ ἄπαγε πρὸς τὸν πατέρα σου· καὶ εὐλόγησεν αὐτούς. 12 Ο Ραγουήλ εκάλεσε την ώραν εκείνην την Σαρραν, την θυγατέρα του, την επήρε από το χέρι και την παρέδωκεν ως σύζυγον στον Τωβίαν, προς τον οποίον και είπε· “ιδού, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, πάρε αυτήν ως σύζυγόν σου και πήγαινε προς τον πατέρα σου”. Ο Ραγουήλ τους ηυλόγησε και τους ηυχήθη. 12 Ἐφώναξε κατόπιν ὁ Ραγουὴλ τὴν κόρην του Σάρραν καί, ἀφοῦ τὴν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι, τὴν παρέδωσεν εἰς τὸν Τωβίαν ὡς σύζυγόν του καὶ εἶπεν: Ἰδού, συμφώνως πρὸς τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως, πάρε τὴν κόρην αὐτὴν καὶ ὁδήγησέ τὴν εἰς τὸ σπίτι σου, πρὸς τὸν πατέρα σου. Καὶ εὐλόγησε τοὺς δύο νεονύμφους καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχήν του.
13 καὶ ἐκάλεσεν ῎Εδναν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· καὶ λαβὼν βιβλίον ἔγραψε συγγραφήν, καὶ ἐσφραγίσατο. 13 Κατόπιν προσεκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν, επήρε ένα χαρτί, έγραψε επάνω εις αυτό την πράξιν του γάμου και το εσφράγισεν. 13 Ἐφώναξεν ἐν συνεχείᾳ τὴν γυναῖκα του Ἔδναν καί, ἀφοῦ ἐπῆρεν ἀπὸ αὐτὴν ἕνα φύλλον περγαμηνῆς, ἔγραψεν εἰς αὐτὸ τὴν πρᾶξιν τοῦ γάμου καὶ τὸ ἐσφράγισε.
14 καὶ ἤρξαντο ἐσθίειν. 14 Επειτα δε ήρχισαν όλοι με χαράν να τρώγουν. 14 Καὶ μετὰ ταῦτα ἄρχισαν νὰ τρώγουν καὶ νὰ εὐφραίνονται.
15 καὶ ἐκάλεσε Ραγουὴλ ῎Εδναν τήν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ εἶπε αὐτῇ· ἀδελφή, ἑτοίμασον τὸ ἕτερον ταμιεῖον καὶ εἰσάγαγε αὐτήν. 15 Ο Ραγουήλ εκάλεσε την γυναίκα του την Εδναν και της είπεν· “αδελφή, ετοίμασε το άλλο δωμάτιον και ωδήγησε εις αυτό την Σαρραν”. 15 Ἐφώναξε δὲ ὁ Ραγουὴλ τὴν γυναῖκα του Ἔδναν, ποὺ ἔτρωγαν μὲ τὴν Σάρραν εἰς ἄλλο δωμάτιον, καὶ τῆς εἶπεν: Ἐτοίμασε, ἀδελφή μου, τὸ ἀλλο δωμάτιον καὶ ὁδήγησε ἐκεῖ τὴν Σάρραν.
16 καὶ ἐποίησεν ὡς εἶπε καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν ἐκεῖ, καὶ ἔκλαυσε· καὶ ἀπεδέξατο τὰ δάκρυα τῆς θυγατρὸς αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ· 16 Η Εδνα έκαμεν, όπως της είπεν ο σύζυγός της και ωδήγησεν εκεί την Σαρραν. Η δε Σαρρα ανελύθη εις δάκρυα. Η μητέρα της είδε και συνεπάθησε τα δάκρυα της κόρης της και της είπε· 16 Ἡ δὲ Ἔδνα ἔκαμεν αὐτό, ποὺ τῆς εἶπεν ὁ σύζυγός της, καὶ ὠδήγησε τὴν κόρην της εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον καὶ ἔκλαυσεν. Ὅταν δὲ εἶδε καὶ τὴν κόρην της νὰ κλαίῃ, τὴν ἔνοιωσε καὶ τῆς εἶπε μὲ συγκίνησιν καὶ συμπάθειαν:
17 θάρσει, τέκνον, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς δῴη σοι χάριν ἀντὶ τῆς λύπης σου ταύτης· θάρσει, θύγατερ. 17 “Εχε θάρρος, τέκνον μου, ο Κυριος του ουρανού και της γης είθε να δώση εις σε χαράν αντί αυτής της λύπης. Εχε θάρρος κόρη μου”. 17 Θάρρος, παιδί μου! Ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἂς σοῦ χαρίσῃ τὴν εὔνοιάν Του, ὥστε νὰ παύσῃ ἡ λύπη σου αὐτὴ καὶ νὰ χαίρεσαι πάντοτε εἰς τὸ ἑξῆς. Μὴ φοβᾶσαι! Ἔχε θάρρος, κόρη μου!