Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΤΩΒΙΤ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐκάλεσε Τωβὶτ Τωβίαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅρα, τέκνον, μισθὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ συνελθόντι σοι, καὶ προσθεῖναι αὐτῷ δεῖ. 1 Ο Τωβίτ εκάλεσε τον υιόν του Τωβίαν και του είπε· “κύτταξε, παιδί μου, πρέπει να δώσωμεν τον μισθόν στον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος συνεταξίδευσε μαζή σου. Πρέπει δε ακόμη να του προσθέσωμεν και ιδιαιτέραν αμοιβήν”. 1 Μετὰ ταῦτα ἐκάλεσεν ὁ Τωβὶτ τὸν υἱόν του Τωβίαν καὶ τοῦ εἶπε: Κύτταξε, παιδί μου, πρέπει να πληρώσωμεν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ σὲ συνώδευσεν τὸ ταξίδι σου. Νομίζω μάλιστα ὅτι πρέπει νὰ τοῦ δώσωμεν καὶ κάτι περισσότερον.
2 καὶ εἶπε· πάτερ, οὐ βλάπτομαι δοὺς αὐτῷ τὸ ἥμισυ, ὧν ἐνήνοχα, 2 Ο Τωβίας απήντησε· “πάτερ, δεν βλάπτομαι και εάν ακόμη του δώσω τα μισά από όσα έχω φέρει. 2 Καὶ εἶπεν ὁ Τωβίας: Δὲν ζημιώνομαι, πατέρα, ἀκόμη καὶ ἂν τοῦ δώσω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ποὺ ἔφερα.
3 ὅτι με ἀγήοχέ σοι ὑγιῆ καὶ τὴν γυναῖκα μου ἐθεράπευσε καὶ τὸ ἀργύριόν μου ἤνεγκε καὶ σὲ ὁμοίως ἐθεράπευσε. 3 Διότι αυτός με επανέφερεν υγιή, εθεράπευσε την γυναίκα μου, έφερε τα χρήματα μας, επίσης δε εθεράπευσε και σε από την τύφλωσιν”. 3 Ἀξίζει να ἀμειφθῇ πολύ, διότι μὲ ἔφερε καὶ πάλι κοντά σου ὑγιῆ, ὅπως ἐπίσης καὶ διότι ἐθεράπευσε τὴν γυναῖκα μου καὶ ἔφερε τὰ χρήματά μου ἀπὸ τὸν Γαβαὴλ καὶ τέλος διότι ἐθεράπευσε καὶ σὲ τὸν ἴδιον.
4 καὶ εἶπεν ὁ πρεσβύτης· δικαιοῦται αὐτῷ. 4 Ο γέρων Τωβίτ απήντησε· “πράγματι αυτός δικαιούται να πάρη όλα όσα είπες”. 4 Εἶπε τότε ὁ γέρων Τωβίτ: Συμφώνως πρὸς ὅσα μοῦ λέγεις, δικαιοῦται πράγματι νὰ πάρῃ αὐτά, ποὺ εἶπες.
5 καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄγγελον καὶ εἶπεν αὐτῷ· λάβε τὸ ἥμισυ πάντων, ὧν ἐνηνόχατε, καὶ ὕπαγε ὑγιαίνων. 5 Ο Τωβίτ εκάλεσε τον άγγελον και είπε προς αυτόν· “πάρε τα μισά από όλα εκείνα, τα οποία εφέρατε και πήγαινε τώρα στο καλόν”. 5 Καὶ ἐκάλεσεν ἀμέσως τὸν ἄγγελον καὶ τοῦ εἶπε: Πάρε τὰ μισὰ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ ἐφέρατε, καὶ πήγαινε εἰς τὸ καλόν, ὑγιής.
6 τότε καλέσας τοὺς δύο κρυπτῶς εἶπεν αὐτοῖς· εὐλογεῖτε τὸν Θεὸν καὶ αὐτῷ ἐξομολογεῖσθε καὶ μεγαλωσύνην δίδοτε αὐτῷ καὶ ἐξολογεῖσθε αὐτῷ ἐνώπιον πάντων τῶν ζώντων, περὶ ὧν ἐποίησε μεθ᾿ ὑμῶν. ἀγαθὸν τὸ εὐλογεῖν τὸν Θεὸν καὶ ὑψοῦν τὸ ὄνομα αὐτοῦ, τοὺς λόγους τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ ἐντίμως ὑποδεικνύοντες, καὶ μὴ ὀκνεῖτε ἐξομολογεῖσθαι αὐτῷ. 6 Τοτε ο άγγελος εκάλεσε και τους δύο αυτούς ιδιαιτέρως και τους είπε· “δοξάσατε τον Θεόν, διακηρύξατε την δόξαν του. Δώστε μεγαλείον εις αυτόν και διακηρύξατε ενώπιον όλων των ανθρώπων όλα όσα έκαμε προς σας. Είναι ωραίον και καλόν, το να ευλογήτε τον Θεόν και να μεγαλύνετε το Ονομά του, τους λόγους και τα έργα του και να υποδεικνύετε με κάθε τιμήν και να διακηρύσσετε την δόξαν του. Μη αμελείτε να δοξάζετε και να ευχαριστήτε τον Θεόν. 6 Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Τωβὶτ ὁ Ραφαήλ, ἐπῆρεν ἰδιαιτέρως τὸν Τωβὶτ καὶ τὸν Τωβίαν καὶ τοὺς εἶπε: Νὰ δοξάζετε τὸν Θεόν! Νὰ Τὸν ὑμνῆτε! Νὰ Τὸν μεγαλύνετε καὶ νὰ Τὸν εὐλογῆτε μὲ εὐγνωμοσύνην ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων δι’ ὅλα, ὅσα ἔκαμεν Ἐκεῖνος πρὸς χάριν σας. Εἶναι καλὸν νὰ δοξολογῆτε τὸν Θεὸν καὶ νὰ μεγαλύνετε τὸ Ὄνομά Του. Εἶναι πρέπον νὰ διακηρύσσετε μὲ τιμητικοὺς λόγους, ὅπως ἀξίζει, τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ ἀμελῆτε νὰ Τὸν ἀνυμνῆτε.
7 μυστήριον βασιλέως καλὸν κρύψαι, τὰ δὲ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτειν ἐνδόξως. ἀγαθὸν ποιήσατε, καὶ κακὸν οὐχ εὑρήσει ὑμᾶς. 7 Τα μυστικά του βασιλέως καλόν είναι να κρύπτονται, τα έργα όμως του Θεού πρέπει να αποκαλύπτονται και να διακηρύττονται με κάθε δόξαν. Να πράττετε πάντοτε εις την ζωήν σας το αγαθόν και ποτέ δεν θα σας συναντήση κανένα κακόν. 7 Τὰ μυστικὰ τοῦ βασιλέως, ἐπειδὴ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ κράτους, πρέπει νὰ τὰ κρατῇ κανεὶς κρυφά. Τὰ ἔργα ὅμως τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ τὰ φανερώνῃ μὲ δοξολογίας. Νὰ κάμνετε πάντοτε τὸ καλὸν εἰς τὴν ζωήν σας καὶ σᾶς βεβαιώνω ὅτι δὲν θὰ σᾶς εὕρῃ ποτὲ κανένα κακόν.
8 ἀγαθὸν προσευχὴ μετὰ νηστείας καὶ ἐλεημοσύνης καὶ δικαιοσύνης· ἀγαθὸν τὸ ὀλίγον μετὰ δικαιοσύνης ἢ πολὺ μετὰ ἀδικίας. καλὸν ποιῆσαι ἐλεημοσύνην ἢ θησαυρίσαι χρυσίον· 8 Είναι ωραίον και καλόν πράγμα η προσευχή με νηστείαν και ελεημοσύνην και κάθε άλλην αρετήν. Είναι καλόν πράγμα να έχη κανείς ολίγα με δικαιοσύνην αποκτηθέντα η να έχη πολλά μετά αδικίας. Καλόν είναι να κάμνη κανείς την ελεημοσύνην, παρά να αποθησαυρίζη χρυσίον. 8 Εἶναι καλὸν πρᾶγμα ἡ προσευχή, ποὺ γίνεται μὲ νηστείαν καὶ ἐλεημοσύνην καὶ δικαιοσύνην. Εἶναι προτιμότερον νὰ ἔχῃ κανεὶς ὀλίγα ἀγαθὰ μὲ δικαιοσύνην, παρὰ πολλὰ ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ ἀδικίας. Εἶναι καλύτερον νὰ κάμνῃς ἐλεημοσύνην, παρὰ νὰ μαζεύῃς χρυσάφι.
9 ἐλεημοσύνη γὰρ ἐκ θανάτου ρύεται, καὶ αὐτὴ ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν· οἱ ποιοῦντες ἐλεημοσύνας καὶ δικαιοσύνας πλησθήσονται ζωῆς, 9 Διότι η ελεημοσύνη γλυτώνει τον άνθρωπον από τον θάνατον. Αυτή καθαρίζει τον άνθρωπον από κάθε αμαρτίαν. Εκείνοι οι οποίοι κάμνουν ελεημοσύνας και ζουν με δικαιοσύνην θα απολαύσουν την αληθινήν ζωήν. 9 Ἀξίζει δὲ τόσον πολὺ ἡ ἐλεημοσύνη, διότι αὐτὴ γλυτώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν θάνατον, καὶ καθαρίζει ἡ ἀρετὴ αὐτὴ κάθε ἁμαρτίαν. Ὅσοι ἐλεοῦν καὶ φέρονται μὲ δικαιοσύνην, θὰ γεμίσουν καὶ θὰ χορτάσουν μὲ τὸ πλήρωμα τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς.
10 οἱ δὲ ἁμαρτάνοντες πολέμιοί εἰσι τῆς ἑαυτῶν ζωῆς. 10 Οσοι δε αμαρτάνουν είναι εχθροί και πολέμιοι της ιδίας των ζωής. 10 Ἀντιθέτως ὅσοι ἁμαρτάνουν καὶ παραβαίνουν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ἴδιοι ἐχθροὶ τῆς ζωῆς των.
11 οὐ μὴ κρύψω ἀφ᾿ ὑμῶν πᾶν ρῆμα· εἴρηκα δὴ μυστήριον βασιλέως κρύψαι καλόν, τὰ δὲ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτειν ἐνδόξως. 11 Δεν θα κρύψω εγώ από σας κανένα πράγμα. Είπα ότι τα μυστικά του βασιλέως καλόν είναι να κρύπτωνται, τα δε έργα του Θεού να αποκαλύπτονται και να διακηρύσσονται με κάθε δόξαν. 11 Δὲν θὰ κρύψω ἀπὸ σᾶς τίποτε ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων. Σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι εἶναι καλὸν νὰ κρύβῃς μὲν τὰ μυστικὰ τοῦ βασιλέως, νὰ φανερώνῃς ὅμως μὲ δοξολογίας τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ.
12 καὶ νῦν ὅτι προσηύξω σὺ καὶ ἡ νύμφη σου Σάρρα, ἐγὼ προσήγαγον τὸ μνημόσυνον τῆς προσευχῆς ὑμῶν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου· καὶ ὅτε ἔθαπτες τοὺς νεκρούς, ὡσαύτως συμπαρήγμην σοι. 12 Ακούσατε λοιπόν τώρα· Οταν συ εις την Νινευή και η σημερινή νύμφη σου η Σαρρα από τα Εκβάτανα είχατε προσευχηθη συγχρόνως, εγώ το περιεχόμενον της προσευχής σας το έφερα ενώπιον του Θεού. Και όταν συ έθαπτες τους νεκρούς, εγώ ήμουν κοντά σου βοηθός σου. 12 Σᾶς λέγω λοιπὸν τώρα ὅτι, ὅταν προσευχήθηκες σύ, Τωβίτ, καθὼς καὶ ἡ νύμφη σου Σάρρα, ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖνος, ποὺ ἀνέβασα καὶ παρουσίασα τὸ περιεχόμενον τῆς προσευχῆς σας ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Κυρίου. Ὅταν ἐπίσης ἔθαβες τοὺς νεκρούς, ἤμουν καὶ τότε ἐγὼ κοντά σου.
13 καὶ ὅτε οὐκ ὤκνησας ἀναστῆναι καὶ καταλιπεῖν τὸ ἄριστόν σου, ὅπως ἀπελθὼν περιστείλῃς τὸν νεκρόν, οὐκ ἔλαθές με ἀγαθοποιῶν, ἀλλὰ σὺν σοὶ ἤμην. 13 Και όταν δεν ωλιγώρησες και δεν εδίστασες να σηκωθής και να αφήσης το φαγητόν σου, δια να μεταβής και να θάψης τον νεκρόν, δεν διέφυγε την προσοχήν μου η αγαθή σου αυτή πράξις, αλλά ήμουνα μαζή με σένα. 13 Καὶ ὅταν δὲν ὑπελόγισες οὔτε τὸν χρόνον, οὔτε τὸν κόπον, οὔτε καμμίαν ἄλλην δυσκολίαν, ἀλλ’ ἐσηκώθηκες μὲ προθυμίαν καὶ ἄφησες τὸ φαγητόν σου, διὰ να ὑπάγῃς καὶ φροντίσῃς διὰ τὴν ταφὴν τοῦ νεκροῦ, δὲν διέφυγες ἀπὸ τὸ βλέμμα μου τὴν ὥραν ποὺ ἔκαμνες τὸ καλόν. Ἤμουν καὶ ἐκεῖ μαζί σου.
14 καὶ νῦν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἰάσασθαί σε καὶ τὴν νύμφην σου Σάρραν. 14 Και τώρα, λοιπόν, με έστειλεν ο Θεός να θεραπεύσω και σε και την νύμφην σου την Σαρραν. 14 Καὶ τώρα λοιπὸν μὲ ἔστειλεν ὁ Θεὸς νὰ θεραπεύσω καὶ σὲ καὶ τὴν νύμφην σου Σάρραν.
15 ἐγώ εἰμι Ραφαήλ, εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ ἁγίων ἀγγέλων, οἳ προσαναφέρουσι τὰς προσευχὰς τῶν ἁγίων, καὶ εἰσπορεύονται ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ ἁγίου. 15 Εγώ είμαι ο Ραφαήλ, ένας εκ τον επτά αγίων αγγέλων, οι οποίοι αναφέρουν τας προσευχάς των αγίων και παρουσιάζονται ενώπιον της μεγαλοσύνης του αγίου Θεού”. 15 Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ραφαήλ, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἁγίους ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Κυρίου τὰς προσευχὰς τῶν ἁγίων καὶ παρουσιάζονται ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ ἁγίου Θεοῦ.
16 καὶ ἐταράχθησαν οἱ δύο καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον, ὅτι ἐφοβήθησαν. 16 Πατήρ και υιός κατελήφθησαν και οι δυο από ταραχήν, έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης, διότι εφοβήθησαν. 16 Μόλις τὰ ἄκουσαν αὐτὰ ὁ Τωβὶτ καὶ ὁ Τωβίας, ἐταράχθηκαν καὶ οἱ δύο καὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς, διότι ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ φόβον.
17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε, εἰρήνη ὑμῖν ἔσται· τὸν δὲ Θεὸν εὐλογεῖτε εἰς τὸν αἰῶνα, 17 Ο άγγελος όμως ειπέ προς αυτούς· “μη φοβείσθε. Η ειρήνη του Θεού θα είναι μαζή σας. Τον Θεόν να δοξάζετε και να ευλογήτε πάντοτε, 17 Ὁ ἄγγελος ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴ φοβάσθε! Ἂς ἔχετε εἰρήνην! Καὶ νὰ δοξάζετε αἰωνίως τὸν Θεόν!
18 ὅτι οὐ τῇ ἐμαυτοῦ χάριτι, ἀλλὰ τῇ θελήσει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἦλθον, ὅθεν εὐλογεῖτε αὐτὸν εἰς τὸν αἰῶνα. 18 διότι εγώ, οχι με την ιδικήν μου χάριν, αλλά με την θέλησιν του Θεού μας ήλθα προς σας. Λοιπόν, δια τούτο δοξάζετε και ευχαριστείτε τον Θεόν πάντοτε. 18 Ἡ δόξα ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον, διότι ἐγὼ δὲν ἔκαμα τίποτε μόνος μου, μὲ τὴν ἰδικήν μου δύναμη· καὶ χάριν, ἀλλ' ἦλθα μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ μας. Διὰ τοῦτο νὰ δοξολογῆτε Ἐκεῖνον αἰωνίως.
19 πάσας τὰς ἡμέρας ὠπτανόμην ὑμῖν, καὶ οὐκ ἔφαγον οὐδὲ ἔπιον, ἀλλὰ ὅρασιν ὑμεῖς ἐθεωρεῖτε. 19 Ολας τας ημέρας, κατά τας οποίας ενεφανιζόμην εις σας, δεν έφαγα και δεν έπια τίποτε, αλλά σεις φαινομενικώς με εβλέπατε να τρώγω και να πίνω. 19 Ὅλας τὰς ἡμέρας, ποὺ ἤμουν μαζί σας, ἐμφανίζομουν ἐμπρός σας κατ’ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ οὔτε ἔφαγα οὔτε ἤπια. Μὲ ἐβλέπατε βεβαίως να τρώγω καὶ νὰ πίνω, ἀλλ’ αὐτὸ ἦτο ὅραμα.
20 καὶ νῦν ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ, διότι ἀναβαίνω πρὸς τὸν ἀποστείλαντά με, καὶ γράψατε πάντα τὰ συντελεσθέντα εἰς βιβλίον. 20 Και τώρα, λοιπόν, ευχαριστήσατε και δοξολογήσατε τον Θεόν, διότι ανεβαίνω προς αυτόν, ο οποίος με έστειλε. Γράψατε δε όλα αυτά, τα οποία έγιναν εις ένα βιβλίον”. 20 Τώρα λοιπὸν νὰ δοξολογῆτε τὸν Θεόν. Αὐτὸ σᾶς λέγω τελευταῖον, διότι πλέον ἀνεβαίνω καὶ ἐπιστρέφω πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ ἀπέστειλε. Νὰ γράψετε δὲ ὅλα ὅσα ἔγιναν, εἰς ἕνα βιβλίον.
21 καὶ ἀνέστησαν, καὶ οὐκ ἔτι εἶδον αὐτόν. 21 Πατήρ και υιός εσηκώθησαν και δεν είδαν πλέον τον άγγελον. 21 Καὶ ὅταν ἐσηκώθηκαν ἀπὸ τὸ ἔδαφος ὁ Τωβὶτ μὲ τὸν υἱόν του, δὲν εἶδαν πλέον ἐμπρός των τὸν Ραφαήλ.
22 καὶ ἐξωμολογοῦντο τὰ ἔργα τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ αὐτοῦ καὶ ὡς ὤφθη αὐτοῖς ὁ ἄγγελος Κυρίου. 22 Διηγούντο δε και διεκήρυσον τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του Θεού, όπως επίσης πως ο άγγελος αυτός του Κυρίου παρουσιάσθη εις αυτούς. 22 Διηγοῦντο δὲ εἰς τὸ ἑξῆς μὲ δοξολογίας τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἐνεφανίσθη εἰς αὐτοὺς ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου.