Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ Τωβὶτ ἔγραψε προσευχὴν εἰς ἀγαλλίασιν καὶ εἶπεν· «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ ζῶν εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ, | 1 Ο Τωβίτ, έγραψε προσευχήν εις έκφρασιν της αγαλλιάσεώς του και είπεν· “δοξασμένος και ευλογημένος στους αιώνας ας είναι ο ζων Θεός και δοξασμένη η βασιλεία του. | 1 Έγραψε δὲ ὁ Τωβὶτ μίαν προσευχήν, διὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν ἀγαλλίασιν τῆς ψυχῆς του, καὶ μὲ αὐτὴν εἶπε πρὸς τὸν Θεόν: Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ὁ Θεός, ποὺ ζῇ αἰωνίως, καὶ δοξασμένη ἂς εἶναι καὶ ἡ βασιλεία Του. |
2 ὅτι αὐτὸς μαστιγοῖ καὶ ἐλεεῖ, κατάγει εἰς ᾅδην καὶ ἀνάγει, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἐκφεύξεται τὴν χεῖρα αὐτοῦ. | 2 Διότι αυτός μαστιγώνει αλλά και ελεεί, οδηγεί μέχρι στον άδην, αλλά και επαναφέρει από αυτόν. Δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος είναι δυνατόν να διαφύγη το παντοδύναμον χέρι του. | 2 Εἶναι δίκαιον νὰ δοξάζεται ὁ Κύριος, διότι Αὐτὸς τιμωρεῖ μέν, ἀλλὰ καὶ εὐσπλαγχνίζεται· ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον ἕως τὰ βάθη τοῦ Ἅδου, ἀλλὰ τὸν ἀνυψώνει καὶ πάλιν εἰς τὴν ζωήν. Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὸ παντοδύναμον χέρι Του. |
3 ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν, ὅτι αὐτὸς διέσπειρεν ἡμᾶς ἐν αὐτοῖς· | 3 Σεις οι Ισραηλίται δοξολογήσατε και ευχαριστήσατε αυτόν ενώπιον των εθνών, διότι αυτός μας διεσκόρπισεν ανά μέσον αυτών. | 3 Νὰ δοξολογῆτε τὸν Κύριον σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν, διότι Αὐτὸς μᾶς διεσκόρπισεν ἀνάμεσά των ὡς μάρτυράς Του. |
4 ἐκεῖ ὑποδείξατε τὴν μεγαλωσύνην αὐτοῦ, ὑψοῦτε αὐτὸν ἐνώπιον παντὸς ζῶντος, καθότι αὐτὸς Κύριος ἡμῶν καὶ Θεός, αὐτὸς πατὴρ ἡμῶν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. | 4 Εκεί δε μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών γενήτε κήρυκες του μεγαλείου του Θεού μας, και υψώσατε αυτόν ενώπιον παντός ανθρώπου, διότι αυτός είναι ο Κυριος μας και Θεός μας. Αυτός είναι ο πατήρ μας εις όλους τους αιώνας. | 4 Ἐκεῖ, μέσα εἰς τοὺς λαούς, ὅπου ζῆτε, νὰ διακηρύσσετε τὴν μεγαλωσύνην Του. Νὰ Τὸν μεγαλύνετε ἐνώπιον κάθε ἀνθρώπου, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ πατέρας μας εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. |
5 καὶ μαστιγώσει ἡμᾶς ἐν ταῖς ἀδικίαις ἡμῶν καὶ πάλιν ἐλεήσει καὶ συνάξει ἡμᾶς ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν, οὗ ἐὰν σκορπισθῆτε ἐν αὐτοῖς. | 5 Αυτός θα μας μαστιγώση δια τας αμαρτίας μας, αλλά και πάλιν θα μας ελεήση και θα μας συγκεντρώση από όλα τα έθνη, όπου έχομεν διασκορπισθή εν μέσω αυτών. | 5 Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ βεβαίως ὡς Κύριος διὰ τὰς παρανομίας μας, ἀλλὰ θὰ μᾶς εὐσπλαγχνισθῇ καὶ πάλιν καὶ θὰ μᾶς συνάξῃ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, ὁπουδήποτε καὶ ἂν διασκορπισθῇ τὸ γένος μας μεταξὺ τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. |
6 ἐὰν ἐπιστρέψητε πρὸς αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ ὑμῶν καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ ὑμῶν ποιῆσαι ἐνώπιον αὐτοῦ ἀλήθειαν, τότε ἐπιστρέψει πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ κρύψῃ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν. καὶ θεάσασθε ἃ ποιήσει μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐξομολογήσασθε αὐτῷ ἐν ὅλῳ τῷ στόματι ὑμῶν· καὶ εὐλογήσατε τὸν Κύριον τῆς δικαιοσύνης καὶ ὑψώσατε τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων. ἐγὼ ἐν τῇ γῇ τῆς αἰχμαλωσίας μου ἐξομολογοῦμαι αὐτῷ καὶ δεικνύω τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν μεγαλωσύνην αὐτοῦ ἔθνει ἁμαρτωλῶν. ἐπιστρέψατε, ἁμαρτωλοί, καὶ ποιήσατε δικαιοσύνην ἐνώπιον αὐτοῦ· τίς γινώσκει εἰ θελήσει ὑμᾶς καὶ ποιήσει ἐλεημοσύνην ὑμῖν; | 6 Εάν επιστρέψετε εν μετανοία προς αυτόν με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την ψυχήν, ώστε να εκτελήτε ενώπιόν του το άγιον θέλημά του, που είναι η αλήθεια, τότε θα επιστρέψη και αυτός προς σας και δεν θα αποστρέψη το πρόσωπόν του από σας. Τοτε θα ιδήτε εκείνα, τα οποία θα κάμη προς χάριν σας. Δοξάσατε, λοιπόν, αυτόν με όλην την δύναμιν της φωνής σας. Δοξολογήσατε τον Κυριον της δικαιοσύνης και υψώσατε τον βασιλέα του σύμπαντος στους αιώνας των αιώνων. Εγώ στον τύπον αυτόν της αιχμαλωσίας μου δοξολογώ τον Θεόν και διακηρύττω την δύναμιν και το μεγαλείον του εις τα αμαρτωλά έθνη. Και λέγω· Αμαρτωλοί επιστρέψατε προς τον Θεόν. Εφαρμόσατε δικαιοσύνην ενώπιον αυτού. Και ποιός ξέρει, ίσως ο Θεός να δείξη την αγαθήν του διάθεσιν προς σας. Θα στείλη και προς σας το έλεός του. | 6 Ἐὰν ἐπιστρέψετε μετανοημένοι πρὸς Ἐκεῖνον μὲ ὅλην τὴν διάθεσιν τῆς καρδίας σας, ἀποφασισμένοι μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς σας νὰ συμπεριφέρεσθε μὲ εἰλικρίνειαν, συμφώνως πρὸς τὴν ἀλήθειάν Του, θὰ στραφῇ τότε καὶ Ἐκεῖνος μὲ εὐμένειαν πρὸς σᾶς. Δὲν θὰ ἀποστρέψῃ τὸ πρόσωπόν Του ἀπὸ σᾶς. Παρατηρήσατε καὶ μελετήσατε αὐτά, ποὺ ἔκαμε καὶ θὰ κάμῃ διὰ σᾶς, καὶ νὰ Τὸν δοξολογήσετε μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς φωνῆς σας. Νὰ ἀνυμνήσετε τὸν Κύριον τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ μεγαλύνετε Ἐκεῖνον, ποὺ βασιλεύει αἰωνίως. Ἐγὼ προσωπικῶς εἰς τὴν χώραν, ὅπου ζῶ ὡς αἰχμάλωτος, Τὸν δοξολογῶ διαρκῶς καὶ διακηρύττω τὴν δύναμιν καὶ τὴν μεγαλωσύνην Του μέσα εἰς τὸ ἔθνος τῶν ἁμαρτωλῶν. Μετανοήσατε, φωνάζω, ἐπιστρέψατε εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, καὶ ζήσετε μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετὴν ἐνώπιόν Του. Ποιὸς ξέρει; Εἶναι ἀπίθανον νὰ θελήσῃ νὰ σᾶς δεχθῇ μὲ εὔνοιαν καὶ νὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθῇ; |
7 τὸν Θεόν μου ὑψῶ καὶ ἡ ψυχή μου τὸν βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀγαλλιάσεται τὴν μεγαλωσύνην αὐτοῦ. | 7 Τον Θεόν μου μεγαλλείνω και η ψυχή μου γεμάτη αγαλλίασιν θα διακηρύττη το μεγαλείον του βασιλέως των ουρανών. | 7 Μεγαλύνω τὸν Θεόν μου. Ἡ ψυχή μου στρέφεται πρὸς τὸν βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ καὶ γεμίζει μὲ ἀγαλλίασιν, ὅταν ὑμνῇ τὴν μεγαλωσύνην Του. |
8 λεγέτωσαν πάντες καὶ ἐξομολογείσθωσαν αὐτῷ ἐν ῾Ιεροσολύμοις· | 8 Ολοι ας είπωμεν και ας διακηρύξωμεν την δόξαν και τας ευεργεσίας αυτού εις την Ιερουσαλήμ. | 8 Ἂς λέγουν ὅλοι προσευχὰς δοξολογίας πρὸς Ἐκεῖνον καὶ ἂς τὸν ἀνυμνοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα! |
9 ῾Ιεροσόλυμα πόλις ἁγία, μαστιγώσει ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν υἱῶν σου καὶ πάλιν ἐλεήσει τοὺς υἱοὺς τῶν δικαίων. | 9 Ιερουσαλήμ, πόλις αγία, ο Θεός θα σε τιμωρήση δια τα έργα των παιδιών σου, αλλά και πάλιν θα ελεήση τους απογόνους των δικαίων. | 9 Ὦ Ἱεροσόλυμα! Πόλις ἁγία! Ὁ Κύριος θὰ σὲ τιμωρήσῃ διὰ τὰ παράνομα ἔργα τῶν υἱῶν σου, ἀλλ' ὅμως θὰ εὐσπλαγχνισθῇ καὶ πάλιν τὰ τέκνα τῶν ἐναρέτων. |
10 ἐξομολογοῦ τῷ Κυρίῳ ἀγαθῶς καὶ εὐλόγει τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων, ἵνα πάλιν ἡ σκηνὴ αὐτοῦ οἰκοδομηθῇ ἐν σοὶ μετὰ χαρᾶς, καὶ εὐφράναι ἐν σοὶ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ ἀγαπῆσαι ἐν σοὶ τοὺς ταλαιπώρους εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος. | 10 Να ευχαριστής τον Κυριον σου όσον ημπορείς περισσότερον. Και να δοξολογής τον βασιλέα των αιώνων, δια να ανοικοδομηθή πάλιν εντός σου με χαράν μεγάλην ο ναός του Θεού. Είθε να ευφρανθούν επανερχόμενοι προς σε οι αιχμάλωτοι Ιουδαίοι, ω Ιερουσαλήμ. Είθε να αγαπήση ο Θεός τους ταλαιπωρουμένους Ιουδαίους εις όλας τας γενεάς των. | 10 Δόξαζε τὸν Κύριον, ὅπως ἀξίζει εἰς τὴν ἀγαθότητά Του, καὶ ψάλλε ὕμνους εἰς τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων, διὰ νὰ κτισθῇ καὶ πάλιν εἰς σὲ μὲ χαρὰν ὁ Ναός Του. Καὶ εἴθε νὰ εὐφρανῇ ὁ Θεὸς τοὺς αἰχμαλώτους Ἰουδαίους, μὲ τὸ νὰ τοὺς ἐπιστρέψῃ ἐλευθέρους εἰς σέ, καὶ νὰ ἐκδηλώσῃ εἰς σέ, τὴν ἁγίαν πόλιν Του, τὴν ἀγάπην Του πρὸς ὅλους τοὺς ταλαιπώρους Ἰουδαίους εἰς ὅλας τὰς γενεᾶς, αἰωνίως. |
11 ἔθνη πολλὰ μακρόθεν ἥξει πρὸς τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ δῶρα ἐν χερσὶν ἔχοντες καὶ δῶρα τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ, γενεαὶ γενεῶν δώσουσί σοι ἀγαλλίαμα. | 11 Πολλά έθνη θα έλθουν από μακράν, δια να δοξάσουν το όνομα Κυρίου του Θεού. Θα έχουν δώρα εις τα χέρια του, δώρα δια να τα προσφέρουν στον βασιλέα των ουρανών. Ολαι αι γενεαί των γενεών θα διακηρύξουν την αγαλλίασίν των δια σέ. | 11 Πολλὰ ἔθνη θὰ ἔλθουν ἀπὸ μακριὰ πρὸς τὸν ἱερὸν τόπον, ὅπου ἀνυμνεῖται τὸ Ὄνομα Κυρίου τὸν Θεοῦ, καὶ θὰ κρατοῦν εἰς τὰ χέρια των δῶρα, προσφορὰς διὰ τὸν βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ. Γενεαὶ γενεῶν ἀνθρώπων θὰ σοῦ ἐκδηλώσουν τὴν ἀγαλλίασιν τῇς καρδιᾶς των. |
12 ἐπικατάρατοι πάντες οἱ μισοῦντές σε, εὐλογημένοι ἔσονται πάντες οἱ ἀγαπῶντές σε εἰς τὸν αἰῶνα. | 12 Κατηραμένοι θα είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι σε μισούν, ευλογημένοι δε θα είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι σε αγαπούν στον αιώνα. | 12 Εἶναι καταραμένοι ὅλοι, ὅσοι σὲ μισοῦν. Ἀντιθέτως θὰ εἶναι εὐλογημένοι αἰωνίως, ὅσοι σὲ ἀγαποῦν. |
13 χάρηθι καὶ ἀγαλλίασαι ἐπὶ τοῖς υἱοῖς τῶν δικαίων, ὅτι συναχθήσονται καὶ εὐλογήσουσι τὸν Κύριον τῶν δικαίων. | 13 Εχε χαράν και αγαλλιασιν, ω Ιερουσαλήμ, δια τους δικαίους, οι οποίοι θα συγκεντρωθούν εις την περιοχήν σου και οι οποίοι θα δοξάζουν τον Κυριον και Θεόν των δικαίων ανθρώπων. | 13 Νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι διὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἐναρέτων καὶ εὐσεβῶν, διότι θὰ συναχθοῦν ὁπωσδήποτε αὐτοὶ εἰς σὲ καὶ θὰ δοξολογήσουν τὸν Κύριον τῶν ἐναρέτων. |
14 ὦ μακάριοι οἱ ἀγαπῶντές σε, χαρήσονται ἐπὶ τῇ εἰρήνῃ σου. μακάριοι ὅσοι ἐλυπήθησαν ἐπὶ πάσαις ταῖς μάστιξί σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ χαρήσονται θεασάμενοι πᾶσαν τὴν δόξαν σου καὶ εὐφρανθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα. | 14 Ω! τρισευτυχισμένοι και ευλογημένοι από τον Θεόν είναι εκείνοι, οι οποίοι ειλικρινώς σε αγαπούν. Θα χαρούν δια την ειρήνην σου. Τρισευτυχισμένοι επίσης είναι όσοι επόνεσαν δι' όλας τας συμφοράς σου, διότι και αυτοί θα χαρούν βλέποντες την δόξαν σου. Θα ευφρανθούν εις τον αιώνα. | 14 Ὦ! Πόσον εὐτυχεῖς εἶναι ὅσοι σὲ ἀγαποῦν! Θὰ χαροῦν πολύ, ὅταν θὰ εἰρηνεύσῃς. Εὐτυχισμένοι ὅσοι ἐλυπήθηκαν δι’ ὅλας τὰς ταλαιπωρίας σου, διότι θὰ ἀξιωθοῦν νὰ χαροῦν διὰ σέ, ὅταν ἰδοῦν ὅλην τὴν δόξαν σου, καὶ θὰ εὐφραίνωνται αἰωνίως. |
15 ἡ ψυχή μου εὐλογείτω τὸν Θεὸν τὸν βασιλέα τὸν μέγαν, | 15 Η ψυχή μου ας ευχαριστή και ας δοξολογή τον Θεόν, τον μέγαν βασιλέα, | 15 Ἂς εὐλογῇ ἡ ψυχή μου τὸν Θεόν, τὸν μέγαν Βασιλέα τοῦ σύμπαντος. |
16 ὅτι οἰκοδομηθήσεται ῾Ιερουσαλὴμ σαπφείρῳ καὶ σμαράγδῳ καὶ λίθῳ ἐντίμῳ τὰ τείχη σου καὶ οἱ πύργοι καὶ οἱ προμαχῶνες ἐν χρυσίῳ καθαρῷ, | 16 διότι η Ιερουσαλήμ θα ανοικοδομηθή με σάπφειρον και σμάραγδον, τα δε τείχη της με πολυτίμους λίθους και οι πύργοι της και οι προμαχώνες της με ολοκάθαρον χρυσόν. | 16 Ἂς τὸν εὐλογῇ, διότι εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ἀνοικοδομηθοῦν τὰ τείχη σου, Ἱερουσαλήμ, μὲ ζαφείρι καὶ σμαράγδι καὶ κάθε εἴδους πολύτιμο πετράδι. Οἱ δὲ πύργοι καὶ οἱ προμαχῶνες σου θὰ κτισθοῦν μὲ καθαρὸ χρυσάφι. |
17 καὶ αἱ πλατεῖαι ῾Ιερουσαλὴμ ἐν βηρύλλῳ καὶ ἄνθρακι καὶ λίθῳ ἐκ Σουφεὶρ ψηφολογηθήσονται. | 17 Αι πλατείαι της Ιερουσαλήμ θα στρωθούν με βήρυλλον και αδάμαντα· θα στρωθούν και θα διακοσμηθούν με πολύτιμους λίθους εκ του Σουφείρ. | 17 Αἱ πλατεῖαι τῆς Ἱερουσαλὴμ θὰ στολισθοῦν μὲ ψηφιδωτὰ ἀπὸ βήρυλλον καὶ διαμάντι καὶ μὲ τὸ πολύτιμο πετράδι, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Σουφείρ. |
18 καὶ ἐροῦσι πᾶσαι αἱ ρύμαι αὐτῆς, ἀλληλούϊα καὶ αἰνέσουσι λέγοντες· εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς ὕψωσε πάντας τοὺς αἰῶνας». | 18 Εις όλους τους δρόμους της θα αντηχή και θα ψάλλεται το αλληλούϊα. Ολοι θα δοξολογούν λέγοντες· ευλογητός ο Θεός, ο οποίος εξύψωσε την Ιερουσαλήμ εις όλους τους αιώνας”. | 18 Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ θὰ ἀκούεται τὸ Ἀλληλούϊα . Θὰ ἀνυμνοῦν τὸν Κύριον καὶ θὰ ψάλλουν: Ἂς εἶναι εὐλογημενος ὁ Θεός, ποὺ ἐξύψωσε καὶ ἐδόξασε τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. |