Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΤΩΒΙΤ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη ἐμνήσθη Τωβὶτ περὶ τοῦ ἀργυρίου, οὗ παρέθετο Γαβαὴλ ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας, 1 Κατά την ημέραν εκείνην, που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά, ενεθυμήθη ο Τωβίτ τα χρήματα, τα οποία είχε παραδώσει στον Γαβαήλ, ο οποίος έμενεν στους Ραγους της Μηδίας. 1 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Τωβὶτ ἐνεθυμήθη τὰ χρήματα, ποὺ εἶχεν ἀφήσει πρὸς φύλαξιν εἰς τὸν Γαβαήλ, εἰς τοὺς Ράγους τῆς Μηδίας.
2 καὶ εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· ἐγὼ ᾐτησάμην θάνατον, τί οὐ καλῶ Τωβίαν τὸν υἱόν μου, ἵνα αὐτῷ ὑποδείξω πρὶν ἀποθανεῖν με; 2 Ο Τωβίτ εσκέφθη και είπεν στον εαυτόν του· Εγώ παρεκάλεσα τον Θεόν να με πάρη από τον κόσμον αυτόν. Διατί, πριν πεθάνω, δεν καλώ τον υιόν μου τον Τωβίαν, να του φανερώσω την υπόθεσιν των χρημάτων αυτών; 2 Ἐσκέφθη λοιπὸν καὶ εἶπε μέσα του: Ἐγὼ ἐζήτησα προηγουμένως ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ πεθάνω καὶ να φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν. Διατὶ ἑπομένως ἀναβάλλω ἀκόμη καὶ δὲν καλῶ τὸν υἱόν μου Τωβίαν, διὰ νὰ τὸν ἐνημερώσω διὰ τὰ χρήματα αὐτά, πρὶν πεθάνω;
3 καὶ καλέσας αὐτὸν εἶπε· παιδίον, ἐὰν ἀποθάνω, θάψον με, καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν μητέρα σου· τίμα αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ ποίει τὸ ἀρεστὸν αὐτῇ καὶ μὴ λυπήσῃς αὐτήν. 3 Εκάλεσε, λοιπόν, αυτόν και του είπε· “Παιδί μου, όταν αποθάνω, να με θάψης· και πρόσεχε, να μη καταφρονήσης και παραμελήσης την μητέρα σου. Να τιμάς αυτήν όλας τας ημέρας της ζωής σου και να πράττης το ευάρεστον εις αυτήν. Ποτέ να μη την λυπήσης. 3 Καὶ ἐκάλεσε πράγματι τὸν Τωβίαν καὶ τοῦ εἶπε: Παιδί μου, ὅταν πεθάνω, θέλω νὰ μὲ θάψῃς, ὅπως ὁρίζει ὁ Νόμος μας, καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήσῃς διὰ τὴν μητέρα σου. Θέλω νὰ τὴν τιμᾷς εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν καὶ νὰ κάμνῃς αὐτό, ποὺ τὴν εὐχαριστεῖ. Πρόσεχε, ὥστε νὰ μὴ τὴν λυπήσῃς ποτέ.
4 μνήσθητι, παιδίον, ὅτι πολλοὺς κινδύνους ἑώρακεν ἐπὶ σοὶ ἐν τῇ κοιλίᾳ· ὅταν ἀποθάνῃ, θάψον αὐτὴν παρ᾿ ἐμοὶ ἐν ἑνὶ τάφῳ. 4 Θυμήσου, παιδί μου, ότι πολλούς κινδύνους επέρασε δια σέ, όταν ακόμη σε είχεν εν τη κοιλία της. Οταν αποθάνη, θάψε την κοντά μου στον ίδιον τάφον. 4 Θυμήσου, παιδί μου, ὅτι ἀντιμετώπισε πολλοὺς κινδύνους πρὸς χάριν σου, τότε ποὺ σὲ εἶχε μέσα εἰς τὴν κοιλίαν της. Ὅταν πεθάνῃ καὶ ἐκείνη, νὰ τὴν θάψῃς κοντά μου, εἰς τὸν ἴδιον τάφον.
5 πάσας τὰς ἡμέρας, παιδίον, Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μνημόνευε καὶ μὴ θελήσῃς ἁμαρτάνειν καὶ παραβῆναι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ. δικαιοσύνην ποίει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ μὴ πορευθῇς ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας· 5 Παιδί μου, όλας τας ημέρας της ζωής σου να ενθυμήσαι Κυριον τον Θεόν μας. Μη θελήσης ποτέ να διαπράξης αμαρτίαν και να παραβής τας εντολάς αυτού. Ολας τας ημέρας της ζωής σου να πράττης το δίκαιον και το ορθόν. Ποτέ δε να μη βαδίσης τους δρόμους της αδικίας. 5 Κάθε ἡμέραν, εἰς ὅλην τὴν ζωήν σου, νὰ θυμᾶσαι, παιδί μου, τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας καὶ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς καὶ παραβῇς τὰς ἐντολάς Του μὲ τὴν θέλησίν σου. Εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν νὰ φέρεσαι μὲ δικαιοσύνην καὶ νὰ μὴ ἀκολουθήσῃς ποτὲ δρόμους ἀδικίας καὶ παρανομίας.
6 διότι ποιοῦντός σου τὴν ἀλήθειαν, εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις σου καὶ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τὴν δικαιοσύνην. 6 Διότι, όταν συ πράττης το αληθές, το σύμφωνον προς τας εντολάς του Κυρίου, θα κατευοδώνωνται τα έργα σου, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι εφαρμόζουν δικαιοσύνην. 6 Διότι, ὅταν ζῇς συμφώνως πρὸς τὸν νόμον τῆς ἀληθείας, θὰ κατευοδώνωνται καὶ θὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου, ὅπως καὶ ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν.
7 ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ παντὸς πτωχοῦ, καὶ ἀπὸ σοῦ οὐ μὴ ἀποστραφῇ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ. 7 Από τα υπάρχοντά σου δίδε ελεημοσύνην. Μη στενοχωρηθή και μη λυπηθή το μάτι σου, όταν πράττης ελεημοσύνην. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από κάθε πτωχόν τότε δε και το πρόσωπον του Θεού δεν θα αποστραφή ποτέ από σέ. 7 Νὰ δίδῃς ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχεις, καὶ νὰ μὴ λυπηθῇ τὸ μάτι σου καὶ τσιγγουνευθῇς, ὅταν ἐλεῇς κάποιον πτωχόν. Μὴ ἀδιαφορήσῃς καὶ μὴ στρέψῃς ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν σου, ὅταν παρουσιασθῇ ἐμπρός σου ὁποιοσδήποτε πτωχός, καὶ τότε δὲν θὰ ἀποστρέψῃ καὶ ὁ Θεὸς τὸ πρόσωπόν Του ἀπὸ σέ.
8 ὡς σοὶ ὑπάρχει κατὰ τὸ πλῆθος, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην· ἐὰν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατὰ τὸ ὀλίγον μὴ φοβοῦ ποιεῖν ἐλεημοσύνην· 8 Ανάλογα με τα αγαθά, τα οποία έχεις, κάμνε ελεημοσύνην. Εάν έχης ολίγα, από τα ολίγα αυτά μη φοβηθής να ελεήσης. 8 Ἀναλόγως πρὸς τὴν ποσότητα τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχεις, νὰ κάμνῃς ἀπὸ αὐτὰ ἐλεημοσύνην. Ἐὰν ἔχῃς ὀλίγα, νὰ μὴ φοβηθῇς νὰ δώσῃς ἐλεημοσύνην ἀπὸ αὐτὰ ἔστω τὰ ὀλίγα ποὺ ἔχεις.
9 θέμα γὰρ ἀγαθὸν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης· 9 Διότι έχε υπ' όψιν σου ότι, όταν κάμνης ελεημοσύνην, καταθέτεις πλούσιον θησαυρόν δια τον εαυτόν σου εις ημέρας ανάγκης σου. 9 Διότι μὲ τὴν ἐλεημοσύνην ἀποταμιεύεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου καλὸν θησαυρόν, ποὺ θὰ σοῦ εὑρεθῇ εἰς ὥραν ἀνάγκης.
10 διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται καὶ οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τὸ σκότος· 10 Διότι η ελεημοσύνη γλυτώνει τον άνθρωπον από τον αιώνιον θάνατον και δεν τον αφήνει να εισέλθη και να μείνη στο σκότος του άδου. 10 Μὴ λησμονῇς ποτὲ ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη σώζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν αἰώνιον θάνατον καὶ δὲν ἀφήνει τὴν ψυχήν του νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδου.
11 δῶρον γὰρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ ῾Υψίστου. 11 Είναι δώρον αγαθόν η ελεημοσύνη δι' όλους εκείνους, οι οποίοι την ασκούν ενώπιον του υψίστου Θεού και εις δόξαν του Θεού. 11 Διότι ἡ ἐλεημοσύνη, δι’ ὅσους τὴν ἀσκοῦν θεαρέστως ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου, εἶναι δῶρον πολύτιμον.
12 πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἀπὸ πάσης πορνείας καὶ γυναῖκα πρῶτον λάβε ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῶν πατέρων σου· μὴ λάβῃς γυναῖκα ἀλλοτρίαν, ἣ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ πατρός σου, διότι υἱοὶ προφητῶν ἐσμεν. Νῶε, ῾Αβραάμ, ᾿Ισαάκ, ᾿Ιακώβ, οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος· μνήσθητι, παιδίον, ὅτι αὐτοὶ πάντες ἔλαβον γυναῖκας ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν καὶ εὐλογήθησαν ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν κληρονομήσει γῆν. 12 Πρόσεχε, παιδί μου, τον εαυτόν σου από κάθε παρνείαν. Σου δίδω μίαν πρωταρχικής σπουδαιότητας συμβουλήν· να λάβης ως σύζυγόν σου γυναίκα από τους απογόνους των προγόνων σου. Μη πάρης σύζυγον αλλόθρησκον και αλλοεθνή, η οποία δεν ανήκει εις την φυλήν του πατρός σου. Διότι ημείς είμεθα τέκνα των προφητών. Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, είναι οι από αρχαιοτάτων χρόνων ευλογημένοι πρόγονοί μας. Ενθυμήσου, παιδί μου, ότι αυτοί όλοι επήραν συζύγους από τους ομοεθνείς των. Και είδαν πλουσίας τας ευλογίας του Θεού εις τα τέκνα των, οι δε απόγονοί των θα κληρονομήσουν την γην. 12 Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου, παιδί μου, καὶ φυλάξου ἀπὸ κάθε πορνείαν. Ἀπὸ τὰς πρώτας σου φροντίδας ἂς εἶναι νὰ πάρῃς ὡς σύζυγόν σου γυναῖκα, ποὺ νὰ κατάγεται ἀπὸ τοὺς προγόνους σου. Νὰ μὴ πάρῃς ξένην γυναῖκα, ποὺ δὲν κατάγεται ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ πατέρα σου, διότι ἐμεῖς εἴμαστε παιδιὰ προφητῶν. Ὁ Νῶε, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακὼβ εἶναι οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Νὰ θυμᾶσαι πάντα, παιδί μου, ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ἐπῆραν ὡς συζύγους των γυναῖκας ἀπὸ τὴν συγγένειάν των καὶ ἔχουν εὐλογηθῆ πλουσίως εἰς τὰ τέκνα των. Συμφώνως δὲ πρὸς τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Κυρίου, ἰδικοί των ἀπόγονοι θὰ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
13 καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺς ἀδελφούς σου καὶ μὴ ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα· διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή, καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ. 13 Και τώρα, παιδί μου, άκουσε και αυτήν την συμβουλήν μου. Να αγαπάς τους ομοεθνείς σου. Να μη αλαζονευθής εις την καρδίαν σου απέναντι των αδελφών σου και των υιών και των θυγατέρων του λαού σου, ώστε να μη καταδεχθής να λάβης σύζυγον από τας θυγατέρας του λαού. Διότι μέσα εις την υπερηφάνειαν υπάρχει ο όλεθρος και πολλή αναστάτωσις, μέσα δε εις την ράθυμον και απράγμονα ζωήν υπάρχει ξεπεσμός και μεγάλη φτώχεια, διότι η ραθυμία και η τεμπελιά είναι η μητέρα της πείνας. 13 Καὶ τώρα, παιδί μου, νὰ ἀγαπᾷς τοὺς συγγενεῖς καὶ συμπατριώτας σου, καὶ ἂς μὴ ὑπερηφανευθῇ ἡ καρδία σου ἔναντι τῶν συγγενῶν σου καὶ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου, ὥστε νὰ μὴ θελήσῃς νὰ πάρῃς κάποιαν γυναῖκα των ὡς σύζυγόν σου. Νὰ ξέρῃς ὅτι, ὅπου ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, ἀκολουθεῖ καταστροφὴ καὶ μεγάλη ἀναταραχή. Ἡ ἀχρειότης, δηλαδὴ ἡ ράθυμος καὶ ἀνωφελὴς ζωή, ἀκολουθεῖται ἀπὸ στέρησιν καὶ μεγάλην πτωχείαν. Ἡ ὀκνηρία καὶ ραθυμία εἶναι μητέρα τῆς πεῖνας.
14 μισθὸς παντὸς ἀνθρώπου, ὃς ἐὰν ἐργάσηται παρὰ σοί, μὴ αὐλισθήτω, ἀλλ᾿ ἀπόδος αὐτῷ παραυτίκα, καὶ ἐὰν δουλεύσῃς τῷ Θεῷ, ἀποδοθήσεταί σοι. πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἴσθι πεπαιδευμένος ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ σου. 14 Μη κρατήσης, έστω και επί ολίγον χρόνον, τον μισθόν παντός ανθρώπου, ο οποίος θα εργασθή εις την υπηρεσίαν σου, αλλά να του τον αποδώσης αμέσως. Ετσι δε και ο Θεός θα αποδώση εις σε τον μισθόν σου, εάν εργασθής εις αυτόν. Πρόσεχε τον εαυτόν σου, παιδί μου, εις όλα τα έργα σου και να είσαι συνετός και ευγενής εις όλην σου την συμπεριφοράν. 14 Νὰ μὴ κρατήσῃς οὔτε μίαν νύκτα τὸν μισθὸν κάθε ἀνθρώπου, ποὺ θὰ ἐργασθῇ εἰς τὰς ἐργασία, σου. Νὰ τὸν πληρώσῃς ἀμέσως, τὴν ἰδίαν ἡμέραν ἐὰν ὑποτάσσεσαι καὶ ὑπηρετῇς τὸν Κύριον, θὰ σὲ ἀμείψῃ ὅπως πρέπει. Πρόσεχε, παιδί μου, εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου καὶ νὰ φέρεσαι σὰν ἄνθρωπος καλλιεργημένος καὶ μὲ καλὴν ἀνατροφὴν εἰς κάθε ἐκδήλωσιν τῆς ζωῆς σου.
15 καὶ ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς. οἶνον εἰς μέθην μὴ πίῃς, καὶ μὴ πορευθήτω μετὰ σοῦ μέθη ἐν τῇ ὁδῷ σου. 15 Εκείνο το οποίον συ αποστρέφεσαι και δεν θέλεις οι άλλοι να το κάμουν εις σέ, μη το κάμη και συ εις κανένα. Ποτέ να μη πίνης οίνον μέχρι μέθης και ποτέ να μη συναναστροφής με μεθυσμένους εις την πορείαν του βίου σου. 15 Αὐτὸ δέ, τὸ ὁποῖον ἀποστρέφεσαι σὺ καὶ δὲν θὰ ἤθελες νὰ σοῦ τὸ κάμουν οἱ ἄλλοι, νὰ μὴ τὸ κάμῃς ποτὲ εἰς κανένα. Νὰ μὴ πίνῃς πολὺ κρασί, ὥστε να μεθᾷς, καὶ νὰ μὴ κάμνῃς φίλους σου εἰς τὴν ζωήν σου ἀνθρώπους ποὺ μεθοῦν.
16 ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι καὶ ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς· πᾶν, ὃ ἐὰν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην. 16 Από το ψωμί σου δίδε εις εκείνον, που πεινά, και από τα ενδύματά σου δίδε εις εκείνους, οι οποίοι είναι γυμνοί. Ο,τι σου περισσεύει δώσε το ελεημοσύνην και ας μη λυπηθή ποτέ ο οφθαλμός σου, όταν συ πράττης ελεημοσύνην. 16 Νὰ δίνῃς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ψωμί σου εἰς αὐτὸν ποὺ πεινᾷ, καὶ ἀπὸ τὰ ἐνδύματά σου εἰς τοὺς πτωχούς, ποὺ δὲν ἔχουν τί νὰ φορέσουν. Ὁτιδήποτε σοῦ περισσεύει, νὰ τὸ δίνῃς ἐλεημοσύνην εἰς ὅσους στεροῦνται, καὶ ἂς μὴ λυπηθῇ τὸ μάτι σου καὶ τσιγγουνευθῇς, ὅταν ἐλεῇς τοὺς πτωχούς.
17 ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν τάφον τῶν δικαίων καὶ μὴ δῷς τοῖς ἁμαρτωλοῖς. 17 Διδε απλοχερα τους άρτους σου κατά τον εντάφιασμόν των δικαίων, μη δίδης όμως δια τους αμετανοήτους πονηρούς και κακούς. 17 Νὰ προσφέρῃς μὲ ἁπλοχεριὰν ἀπὸ τὰ τρόφιμά σου, ὅταν κηδεύωνται δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, εἰς τὰ δεῖπνα ποὺ γίνονται εἰς μνήμην των καὶ πρὸς παρηγορίαν τῶν συγγενῶν των. Νὰ μὴ συμμετέχῃς ὅμως εἰς νεκρικὰ δεῖπνα δι’ ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς.
18 συμβουλίαν παρὰ παντὸς φρονίμου ζήτησον καὶ μὴ καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης. 18 Να επιζητής πάντοτε συμβουλήν από κάθε σοφόν και φρόνιμον άνθρωπον και ποτέ να μη καταφρονήσης συμβουλήν συνετήν και χρήσιμον. 18 Νὰ ζητῇς συμβουλὰς ἀπὸ κάθε συνετὸν καὶ φρόνιμον ἄνθρωπον καὶ νὰ μὴ καταφρονήσῃς ποτὲ μίαν σοφὴν καὶ χρήσιμον συμβουλήν.
19 καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει Κύριον τὸν Θεὸν καὶ παρ᾿ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι καὶ βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τὰ ἀγαθὰ καὶ ὃν ἐὰν θέλῃ, ταπεινοῖ, καθὼς βούλεται. καὶ νῦν, παιδίον, μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς καρδίας σου. 19 Παντοτε εις κάθε καιρόν να δοξολογής Κυριον τον Θεόν και από αυτόν ζήτησε να είναι ευθείαι αι πορείαι του βίου σου, και να κατευοδώνη πάντοτε όλας τας οδούς και τας αποφάσεις σου. Διότι τα ειδωλολατρικά έθνη δεν έχουν σκέψεις και αποφάσεις ορθάς. Αλλά μόνον ο Κυριος δίδει όλα τα αγαθά και αυτός όποιον θέλει, τον ταπεινώνει κατά την βουλήν του. Και τώρα, παιδί μου, να ενθυμήσαι πάντοτε αυτάς τας εντολάς μου, και να μη εξαλειφθούν ποτέ από την καρδίαν σου. 19 Εἰς κάθε καιρὸν καὶ ὥραν νὰ εὐλογῇς καὶ νὰ δοξάζῃς τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας καὶ νὰ ζητῇς τὴν βοήθειάν Του, ὥστε νὰ εἶναι εὐθεῖα καὶ ὀρθὴ ἡ πορεία τῆς ζωῆς σου καὶ νὰ κατευοδώνωνται οἱ δρόμοι σου καὶ τὰ σχέδιά σου. Νὰ μὴ ζητῇς συμβουλὰς ἀπὸ ὅσους δὲν λατρεύουν τὸν Κύριον, διότι καθένας ποὺ ἀνήκει εἰς ἔθνος, ποὺ δὲν πιστεύει εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν μας, δὲν ἔχει ὀρθὴν σκέψιν καὶ γνώμην. Μόνον ὁ Κύριός μας εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ χαρίζει ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ ταπεινώνει ὁποιονδήποτε θέλει, συμφώνως πρὸς τὸ σοφὸν σχέδιόν Του. Καὶ τώρα, παιδί μου, τελειώνω καὶ σοῦ τονίζω νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὰς ἐντολάς μου αὐτὰς καὶ νὰ μὴ ἑξαλειφθοῦν ποτὲ ἀπὸ τὴν καρδίαν σου, ὥστε νὰ τὰς λησμονήσῃς.
20 καὶ νῦν ὑποδεικνύω σοι τὰ δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἃ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας. 20 Και τώρα τελευταία σου καθιστώ γνωστόν το ποσόν των δέκα αργυρών ταλάντων, τα οποία έχω καταθέσει στον Γαβαήλον, τον συγγενή του Γαβρία, ο οποίος μένει στους Ραγους της Μηδίας. 20 Σὲ ἐνημερώνω δὲ τὴν ὥραν αὐτὴν διὰ τὰ δέκα ἀσημένια τάλαντα, ποὺ τὰ ἄφησα πρὸς φύλαξιν εἰς τὸν Γαβαῆλον, τὸν υἱὸν τοῦ Γαβρία, εἰς τοὺς Ράγους τῆς Μηδίας.
21 καὶ μὴ φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν· ὑπάρχει σοι πολλά, ἐὰν φοβηθῇς τὸν Θεόν, καὶ ἀποστῇς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ποιήσῃς τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ. 21 Μη φοβήσαι, παιδί μου, επειδή εγίναμεν πτωχοί, διότι υπάρχουν και θα υπάρχουν εις σε πολλά αγαθά, εάν ευλαβήσαι τον Θεόν, εάν απομακρυνθής από κάθε αμαρτίαν και πράξης κάθε τι, το οποίον είναι ευάρεστον ενώπιον του Θεού”. 21 Καὶ μὴ ἀνησυχῇς καὶ φοβᾶσαι, παιδί μου, ἐπειδὴ ἐχάσαμεν τὰ ἀγαθά μας καὶ εἴμαστε τώρα πτωχοί. Θὰ ἔχῃς πολλὰ ἀγαθά, ἐὰν φοβηθῇς τὸν Θεὸν καὶ ὑπολογίζῃς τὸν Νόμον Του καὶ ἐὰν ἀποφεύγῃς κάθε ἁμαρτίαν καὶ κάμνῃς πάντοτε αὐτό, ποὺ εἶναι ἀρεστὸν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.