Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΤΩΒΙΤ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ Τωβὶτ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐλογίσατο ἑκάστης ἡμέρας· καὶ ὡς ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι τῆς πορείας καὶ οὐκ ἤρχοντο, 1 Ο Τωβίτ, ο πατήρ του Τωβίου, εμετρούσε μίαν προς μίαν τας ημέρας. Οταν δε είδεν ότι συνεπληρώθησαν αι ημέραι του ταξιδίου των και εκείνοι δεν είχον επανέλθει, 1 Ο δὲ Τωβίτ, ὁ πατέρας τοῦ Τωβίου, ἐμετροῦσε τὴν μίαν μετὰ τὴν ἄλλην τὰς ἡμέρας τῆς ἀπουσία, τοῦ υἱοῦ του καὶ ὑπελόγιζε τὸν χρόνον. Ὅταν λοιπὸν συνεπληρώθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν, ποὺ ἔπρεπε νὰ περάσουν διὰ τὸ ταξίδι των, καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν ἐπιστρέψει ἀκόμη,
2 εἶπε· μήποτε κατῄσχυνται; ἢ μήποτε ἀπέθανε Γαβαὴλ καὶ οὐδεὶς αὐτῷ δίδωσι τὸ ἀργύριον; 2 είπε· “μήπως, τυχόν, και απέτυχεν η αποστολή των και εντρέπονται να επανέλθουν; Η μήπως απέθανεν ο Γαβαήλ και κανείς πλέον δεν δίδει εις αυτόν τα χρήματα;” 2 εἶπε: Μήπως ἄραγε ἀπέτυχεν ἡ ἀποστολή των καὶ ἔχουν ἐντροπιασθῆ ἀπὸ τὸν Γαβαὴλ καὶ διστάζουν νὰ ἐπανέλθουν; Ἢ μήπως ἔχει πεθάνει ὁ Γαβαὴλ καὶ δὲν τοῦ δίνει πλέον κανεὶς τὰ χρήματά μας;
3 καὶ ἐλυπεῖτο λίαν. 3 Δια τον λόγον αυτόν ο πατήρ ελυπείτο πάρα πολύ. 3 Καὶ μὲ τὰς σκέψεις αὐτὰς ἐκυριεύετο ἀπὸ μεγάλην λύπην.
4 εἶπε δὲ αὐτῷ ἡ γυνή· ἀπώλετο τὸ παιδίον, διότι κεχρόνικε· καὶ ἤρξατο θρηνεῖν αὐτὸν καὶ εἶπεν· 4 Η δε γυναίκα του έλεγεν εις αυτόό· “εφ' όσον μέχρι σήμερα επέρασε τόσος καιρός και δεν επανήλθε το παιδί μας, εχάθηκε πλέον”! Ηρχισε δε αυτή να θρηνολογή το παιδί της και να λέγη· 4 Τοῦ εἶπε δὲ καὶ ἡ γυναῖκα του: Πάει τὸ παιδί μας, ἔχει χαθῆ! Ἐπέρασε τόσος χρόνος καὶ δὲν ἦλθε! Καὶ ἄρχισε νὰ τὸν κλαίῃ καὶ νὰ λέγῃ:
5 οὐ μέλοι μοι, τέκνον, ὅτι ἀφῆκά σε τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου; 5 “παιδί μου, δεν ευρίσκω ησυχίαν, επειδή σε αφήκα να φύγης, εσέ που είσαι το φως των οφθαλμών μου. 5 Δὲν μὲ μέλει πλέον διὰ τίποτε ἄλλο. Ἀφοῦ σὲ ἄφησα νὰ φύγῃς καὶ νὰ χαθῇς, παιδί μου, ποὺ ἤσουν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, δὲν μὲ συγκινεῖ πιὰ τίποτε ἀπολύτως! Οὔτε ἠμπορῶ νὰ ἡσυχάσω!
6 καὶ Τωβὶτ λέγει αὐτῇ· σίγα, μὴ λόγον ἔχει, ὑγιαίνει. 6 Ο Τωβίτ έλεγεν εις αυτήν· “σιώπα, μη έχης λόγους ανησυχίας, υγιαίνει το παιδί μας”. 6 Ὁ Τωβὶτ ὅμως τῆς ἔλεγε: Σώπα, μὴ συνεχίζῃς τὰ πένθιμα λόγια σου. Τὸ παιδί μας εἶναι καλά.
7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· σίγα, μὴ πλάνα με, ἀπώλετο τὸ παιδίον μου. καὶ ἐπορεύετο καθ᾿ ἡμέραν εἰς τὴν ὁδὸν ἔξω, οἵας ἀπῆλθεν, ἡμέρας τε ἄρτον οὐκ ἤσθιε, τὰς δέ νύκτας οὐ διελίμπανε θρηνοῦσα Τωβίαν τὸν υἱὸν αὐτῆς, ἕως οὗ συνετελέσθησαν αἱ δεκατέσσαρες ἡμέραι τοῦ γάμου, ἃς ὤμοσε Ραγουὴλ ποιῆσαι αὐτὸν ἐκεῖ· εἶπε δὲ Τωβίας τῷ Ραγουήλ· ἐξαπόστειλόν με, ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου οὐκέτι ἐλπίζουσιν ὄψεσθαί με. 7 Εκείνη του απήντησε· “εσύ σιώπα, μη θέλης να με ξεγελάσης, το παιδί μας έχει πλέον χαθή”. Καθε δε ημέραν μετέβαινεν έξω στον δρόμον, από όπου είχε φύγει ο υιός της. Την ημέραν άρτον δεν έτρωγε, κατά δε τας νύκτας δεν έπαυε να θρηνή τον Τωβίαν τον υιόν της, μέχρις ότου συνεπληρώθησαν αι δεκατέσσαρες ημέραι του γάμου, τας οποίας ο Ραγουήλ είχεν ορκίσει τον Τωβίαν να μείνη εκεί. Είπε δε τότε ο Τωβίας στον Ραγουήλ· “στείλε με εις την πατρίδα μου, διότι ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ελπίζουν πλέον, ότι θα με επανίδουν”. 7 Ἐκείνη ὅμως τοῦ ἀπαντοῦσε: Σώπα ἐσύ! Μὴ προσπαθῇς νὰ μὲ ξεγελάσῃς! Ἐχάθηκε τὸ παιδί μου! Καὶ ἔβγαινε κάθε ἡμέραν ἔξω εἰς τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχε φύγει ὁ Τωβίας, καὶ τὸν ἐπερίμενε. Δὲν ἔτρωγε δὲ οὔτε ψωμὶ ὅλην τὴν ἡμέραν, τὰς δὲ νύκτας δὲν ἔπαυε νὰ θρηνῇ τὸν υἱόν της, τὸν Τωβίαν. Αὐτὸ συνεχίζετο, ἕως ὅτου συνεπληρώθη τὸ διάστημα τῶν δεκατεσσάρων ἡμερῶν τῆς χαρᾶς τοῦ γάμου, κατὰ τὰς ὁποίας ἐδέσμευσε μὲ ὅρκον ὁ Ραγουὴλ τὸν Τωβίαν νὰ παραμείνῃ ἐκεῖ εἰς τὸ σπίτι του. Εἶπε δὲ ὁ Τωβίας εἰς τὸν Ραγουήλ: Δός μου τὴν εὐχήν σου νὰ φύγω, διότι καθυστέρησα πολὺ καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου δὲν ἐλπίζουν πλέον νὰ μὲ ἰδοῦν ζωντανόν.
8 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ πενθερός· μεῖνον παρ᾿ ἐμοί, κἀγὼ ἐξαποστελῶ πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ δηλώσουσιν αὐτῷ τὰ κατὰ σέ. 8 Ο πενθερός του του είπε· “μείνε κοντά μου, και εγώ θα στείλω ανθρώπους μου στον πατέρα σου, δια να καταστήσουν εις αυτόν γνωστά όλα τα κατά σέ”. 8 Καὶ ὁ πενθερός του τοῦ εἶπε: Μεῖνε ἐδῶ κοντά μου ἀκόμη λίγο καὶ ἐγὼ θὰ στείλω ἀνθρώπους μου εἰς τὸν πατέρα σου διὰ νὰ τὸν ἐνημερώσουν διὰ τὴν κατάστασίν σου, ὥστε νὰ μὴ ἀνησυχῇ.
9 καὶ Τωβίας λέγει· ἐξαπόστειλόν με πρὸς τὸν πατέρα μου. 9 Ο Τωβίας όμως επέμενε και έλεγε· “άφησέ με να μεταβώ προς τον πατέρα μου”. 9 Ὁ Τωβίας ὅμως τοῦ εἶπεν: Ἄφησέ με νὰ φύγω καὶ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸν πατέρα μου.
10 ἀναστὰς δὲ Ραγουὴλ ἔδωκεν αὐτῷ Σάρραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων, σώματα καὶ κτήνη καὶ ἀργύριον, 10 Ο Ραγουήλ εσηκώθη, έδωσεν εις αυτόν την Σαρραν την σύζυγόν του και τα μισά από τα υπάρχοντά του, δούλους και δούλας, διάφορα κτήνη και χρήματα. 10 Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Ραγουὴλ καὶ τοῦ παρέδωσε τὴν Σάρραν, ποὺ ἦτο πλέον γυναῖκα του, καὶ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, δούλους δηλαδὴ καὶ ζῶα καὶ χρήματα.
11 καὶ εὐλογήσας αὐτοὺς ἐξαπέστειλε λέγων· εὐοδώσει ὑμᾶς, τέκνα, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ πρὸ τοῦ με ἀποθανεῖν. 11 Τους ηυλόγησε και τους κατευώδωσε λέγων· “ο Θεός του ουρανού να σας κατευοδώση, παιδιά μου, εις όλα. Και να ίδω εγώ αυτάς τας ευλογίας του Κυρίου εις σας πριν αποθάνω”. 11 Καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἔβγαλεν εἰς τὸν δρόμον καὶ τοὺς ἀπεχαιρέτησε μὲ τὰ ἑξῆς: Εὔχομαι, παιδιά μου, νὰ σᾶς κατευοδώσῃ ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ἀξιωθῶ νὰ ἰδῶ τὰς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν οἰκογένειάν σας καὶ ἐγγόνια, πρὶν πεθάνω.
12 καὶ εἶπε τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ· τίμα τοὺς πενθερούς σου, αὐτοὶ νῦν γονεῖς σού εἰσιν· ἀκούσαιμί σου ἀκοὴν καλήν, καὶ ἐφίλησεν αὐτήν. καὶ ῎Εδνα εἶπε πρὸς Τωβίαν· ἀδελφὲ ἀγαπητέ, ἀποκαταστήσαι σε ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ δῴη μοι ἰδεῖν σου παιδία ἐκ Σάρρας τῆς θυγατρός μου, ἵνα εὐφρανθῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· καὶ ἰδοὺ παρατίθεμαί σοι τὴν θυγατέρα μου ἐν παρακαταθήκῃ, μὴ λυπήσῃς αὐτήν. 12 Είπε δε προς την κόρην του και τα εξής· “να τιμάς τους πενθερούς σου, διότι αυτοί τώρα είναι οι γονείς σου. Εύχομαι να ακούω πάντοτε καλήν φήμην δια σέ”. Αυτά είπεν ο πατήρ και την εφίλησεν. Η δε Εδνα είπε προς τον Τωβίαν· “Αγαπητό μου παιδί, εύχομαι ο Κυριος του ουρανού, να σε αποκαταστήση εις την πατρίδα σου και να μου δώση να ίδω παιδιά σου από την θυγατέρα μου την Σαρραν, δια να ευφρανθώ και εγώ ενώπιον του Κυρίου. Ιδού, σου παραδίδω και σου εμπιστεύομαι την θυγατέρα μου, ως παρακαταθήκην, και σε παρακαλώ να μη την λυπήσης”. 12 Εἰς δὲ τὴν θυγατέρα του εἶπε: Νὰ τιμᾷς τοὺς πενθερούς σου. Αὐτοὶ πλέον εἶναι οἱ γονεῖς σου. Θέλω νὰ ἀκούω πάντοτε καλὰ νέα διὰ σέ. Καὶ τὴν ἐφίλησεν. Ἡ δὲ Ἔδνα εἶπε πρὸς τὸν Τωβίαν: Εἴθε νὰ σὲ ἐπαναφέρῃ καὶ νὰ σὲ ἐγκαταστήσῃ εἰς τὴν πατρίδα σου, παιδί μου ἀγαπητό, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ ἴδω τὰ παιδιά σου, ποὺ θὰ ἀποκτήσῃς μὲ τὴν κόρην μου, τὴν Σάρραν, διὰ νὰ εὐφρανθῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Καὶ νά, σοῦ ἐμπιστεύομαι πλέον τὴν κόρην μου ὡς πολύτιμον παρακαταθήκην! Πρόσεξε, μὴ τὴν λυπήσῃς!
13 μετὰ ταῦτα ἐπορεύετο καὶ Τωβίας εὐλογῶν τὸν Θεόν, ὅτι εὐώδωσε τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ κατευλόγει Ραγουὴλ καὶ ῎Εδναν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ. 13 Επειτα από αυτά εξεκίνησεν ο Τωβίας δια την επιστροφήν και ευλογούσε τον Θεόν, διότι κατευώδωσε τον δρόμον του. Θερμώς δε ευχαριστούσε τον Ραγουήλ και την Εδναν, διότι του έδωσαν την θυγατέρα των ως σύζυγόν του. 13 Μετὰ ταῦτα ἐξεκίνησεν ὁ Τωβίας διὰ τοὺς γονεῖς του καὶ ἐδοξολογοῦσε τὸν Θεόν, διότι κατευώδωσε τὸ ταξίδι του. Συγχρόνως δὲ εὐχαριστοῦσε καὶ ἔλεγε τὰς καλυτέρας του εὐχὰς πρὸς τὸν Ραγουὴλ καὶ τὴν γυναῖκα του Ἔδναν.