Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 [᾿Εν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠρρώστησεν ᾿Αβιὰ υἱὸς ῾Ιεροβοὰμ 1 Κατά τον καιρόν εκείνον αρρώστησεν ο Αβιά, ο υιός του Ιεροβοάμ. 1 Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἀρρώστησε ὁ Ἀβιά, ὁ υἱὸς τοῦ Ἱεροβοάμ,
2 καὶ εἶπεν ὁ ῾Ιεροβοὰμ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι καὶ ἀλλοιωθήσῃ, καὶ οὐ γνώσονται ὅτι σὺ γυνὴ ῾Ιεροβοάμ, καὶ πορευθήσῃ εἰς Σηλώ· καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ ᾿Αχιὰ ὁ προφήτης, αὐτὸς ἐλάλησεν ἐμὲ τοῦ βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον. 2 Ο Ιεροβοάμ είπεν εις την γυναίκα του· “σήκω, άλλαξε ενδύματα, ώστε να μη σε αναγνωρίσουν ότι είσαι η σύζυγος του Ιεροβοάμ, και πήγαινε εις την Σηλώ. Ιδού εκεί ευρίσκεται ο προφήτης Αχιά. Αυτός ωμίλησεν εις εμέ εκ μέρους του Θεού, ότι θα γίνω βασιλεύς των δέκα τούτων φύλων. 2 καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα του: «Σήκω, σὲ παρακαλῶ, καὶ μεταμφίεσε τὸν ἑαυτόν σου, ὥστε νὰ μὴ ἀναγνωρίζεσαι ὅτι σὺ εἶσαι ἡ βασίλισσα, ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοάμ, καὶ πήγαινε εἰς τὴν πόλιν Σηλῶ. Καὶ νά· ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ προφήτης Ἀχιά, ὁ ὁποῖος μὲ εἶχε διαβεβαιώσει ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ βασιλεύσω εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν τὸν Ἰσραηλιτικόν.
3 καὶ λαβὲ εἰς τὴν χεῖρά σου τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ ἄρτους καὶ κολλυρίδα τοῖς τέκνοις αὐτοῦ καὶ σταφίδας καὶ στάμνον μέλιτος, καὶ ἐλεύσῃ πρὸς αὐτόν. αὐτὸς ἀναγγείλῃ σοι τί ἔσται τῷ παιδί. 3 Παρε μαζή σου δια τον άνθρωπον αυτόν του Θεού ως δώρον άρτους και κουλλούρια δια τα τέκνα του και σταφίδες και μίαν στάμναν μέλι, και θα μεταβής προς αυτόν. Αυτός δε θα σου αναγγείλη, τι θα συμβή σχετικώς με την ασθένειαν του παιδιού μας”. 3 Σήκω καὶ πάρε μαζί σου διὰ τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ ψωμιὰ καὶ κουλούρια διὰ τὰ παιδιά του καὶ ξηρὴ σταφίδα καὶ ἕνα σταμνὶ μέλι· καὶ πήγαινε εἰς αὐτὸν μὲ τὰ δῶρα αὐτά. Αὐτὸς δὲ θὰ σοῦ εἰπῇ τί θὰ ἀπογίνῃ μὲ τὴν ἀρρώστιαν τοῦ παιδιοῦ μας Ἀβιά».
4 καὶ ἐποίησεν οὕτως γυνὴ ῾Ιεροβοάμ· καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Σηλώ, καὶ εἰσῆλθεν ἐν οἴκῳ ᾿Αχιά· καὶ ὁ ἄνθρωπος πρεσβύτερος τοῦ ἰδεῖν, καὶ ἠμβλυώπουν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ γήρους αὐτοῦ. 4 Η γυναίκα του Ιεροβοάμ έκαμε, όπως εκείνος της είχε πη. Εσηκώθη, ητοιμάσθη και επορεύθη εις Σηλώ. Εισήλθεν στον οίκον του Αχιά. Ο άνθρωπος αυτός ήτο γέρων και θαμπά έβλεπαν τα μάτια του εξ αιτίας του γήρατός του. 4 Ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἔκαμεν ἔτσι, ὅπως τῆς εἶπεν ὁ σύζυγός της. Ἐσηκώθη, ἄλλαξε, ὥστε νὰ μὴ ἀναγνωρίζεται ὡς βασίλισσα, καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Σηλῶ καὶ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τουῦπροφήτου Ἀχιά. Ὁ Ἀχιὰ ἦταν γέροντας κατὰ τὴν ὅρασιν· τὰ μάτια του δὲν ἠμποροῦσαν νὰ βλέπουν καθαρὰ ἕνεκα τοῦ γήρατός του.
5 καὶ Κύριος εἶπε πρὸς ᾿Αχιά· ἰδοὺ γυνὴ τοῦ ῾Ιεροβοὰμ εἰσέρχεται τοῦ ἐκζητῆσαι ρῆμα παρὰ σοῦ περὶ υἱοῦ αὐτῆς, ὅτι ἄρρωστός ἐστι· κατὰ τοῦτο καὶ κατὰ τοῦτο λαλήσεις πρὸς αὐτήν. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι αὐτὴν καὶ αὐτὴ ἀπεξενοῦτο. 5 Ο Κυριος είπε προς τον Αχιά· “ιδού, έρχεται η γυνή του Ιεροβοάμ, δια να ζητήση την γνώμην σου σχετικώς με το παιδί της, που είναι άρρωστο. Ετσι και έτσι θα ομιλήσης προς αυτήν, όπως εγώ θα σου αποκαλύψω”. Οταν η γυνή του Ιεροβοάμ εισήλθεν στον οίκον του Αχιά, προσεποιείτο ότι δεν είναι σύζυγος του Ιεροβοάμ. 5 Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε πρὸς τὸν Ἀχιά: «Νά· ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἔρχεται διὰ νὰ ζητήσῃ ἀπὸ σὲ κάποιον λόγον σχετικὰ μὲ τὸν υἱόν της, διότι εἶναι ἄρρωστος. Σὺ λοιπὸν θὰ τῆς εἰπῇς ἔτσι καὶ ἔτσι, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ ἀποκαλύψω». Καὶ ὅταν ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἔμπαινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀχιά, ἐπροσποιεῖτο ὅτι δὲν ἦταν σύζυγος τοῦ Ἱεροβοάμ, ἀλλὰ κάποια ἄλλη γυναῖκα.
6 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ᾿Αχιὰ τὴν φωνὴν ποδῶν αὐτῆς, εἰσερχομένης αὐτῆς ἐν τῷ ἀνοίγματι, καὶ εἶπεν· εἴσελθε, γυνὴ ῾Ιεροβοάμ· ἱνατί σὺ τοῦτο ἀποξενοῦσαι; καὶ ἐγώ εἰμι ἀπόστολος πρός σε σκληρός. 6 Ο Αχιά, όταν ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων της και καθ' ην στιγμήν εκείνη εισήρχετο δια της θύρας του οίκου, είπε προς αυτήν· “είσελθε, γυνή του Ιεροβοάμ· διατί προσπαθείς να παρουσιασθής ως άλλη γυναίκα; Εγώ είμαι διέ σε αγγελιαφόρος σκληρών ειδήσεων. 6 Συνέβη ὅμως τοῦτο: Ὅταν ὁ Ἀχιὰ ἄκουσε τὸν θόρυβον ἀπὸ τὰ βήματά της, καθὼς αὐτὴ ἔμπαινε εἰς τὴν εἴσοδον, τῆς εἶπεν: «Ἔλα μέσα, γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοάμ! Διατὶ σὺ προσποιεῖσαι ἔτσι, ὥστε νὰ φαίνεσαι ὡς κάποια ἄλλη γυναῖκα; Ἐγὼ εἶμαι ἀπεσταλμένος νὰ σοῦ ἀναγγείλω δυσάρεστα, θλιβερὰ γεγονότα».
7 πορευθεῖσα εἰπὸν τῷ ῾Ιεροβοάμ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἀνθ᾿ οὗ ὅσον ὕψωσά σε ἀπὸ μέσου λαοῦ καὶ ἔδωκά σε ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου ᾿Ισραήλ, 7 Πηγαινε και ειπέ στον Ιεροβοάμ· Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· εγώ σε ύψωσα και σε ανέδειξα εκ μέσου του λαού αυτού και σε κατέστησα βασιλέα επί τον λαόν μου τούτον των δέκα φυλών του Ισραήλ. 7 (Καὶ ὁ προφήτης Ἀχιὰ συνέχισε:) «Πήγαινε καὶ εἰπὲ εἰς τὸν Ἱεροβοάμ: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀντὶ τῶν μεγάλων εὐεργεσιῶν, ποὺ σοῦ ἔκαμα, ὥστε νὰ σὲ ἐκλέξω μέσα ἀπὸ τὸν λαόν σου καὶ νὰ σὲ ἀνεβάσω καὶ νὰ σὲ ἀναδείξω βασιλιᾶ (τῶν δέκα φυλῶν) τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου·
8 καὶ ἔρρηξα σὺν τὸ βασίλειον ἀπὸ τοῦ οἶκου Δαυὶδ καὶ ἔδωκα αὐτό σοι καὶ οὐκ ἐγένου ὡς ὁ δοῦλός μου Δαυίδ, ὃς ἐφύλαξε τὰς ἐντολάς μου καὶ ὃς ἐπορεύθη ὀπίσω μου ἐν πάσῃ καρδίᾳ αὐτοῦ ποιῆσαι ἕκαστος τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς μου 8 Διέρρηξα το βασίλειον του οίκου Δαυίδ και έδωσα αυτό εις σέ. Συ όμως δεν ανεδείχθης, όπως ο δούλος μου ο Δαυίδ, ο οποίος ετήρησε τας εντολάς μου και με ηκολούθησε με όλην του την καρδίαν, ώστε να πράττη το ορθόν πάντοτε ενώπιόν μου. 8 διὰ τὸν λόγον δὲ αὐτὸν ἔσχισα καὶ διῄρεσα τὸ βασίλειον τοῦ οἴκου τοῦ Δαβίδ (καὶ τὸ ἐπῆρα ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του) καὶ τὸ ἔδωκα εἰς σέ· σὺ δὲν ἀπεδείχθης πιστὸς ὅπως ὁ δοῦλος μου ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἐτήρησε τὶς ἐντολές μου καὶ μὲ ἀκολούθησε μὲ ὅλην τὴν καρδιά του, ὥστε νὰ συμπεριφερθῇ μὲ εἰλικρίνειαν, πιστότητα καὶ ἀφοσίωσιν πρὸς ἐμέ, νὰ κάμῃ καὶ αὐτὸς καὶ κάθε ὑπήκοός του τὸ πρέπον ἀπέναντί μου·
9 καὶ ἐπονηρεύσω τοῦ ποιῆσαι παρὰ παντός, ὅσοι ἐγένοντο εἰς πρόσωπόν σου καὶ ἐπορεύθης καὶ ἐποίησας σεαυτῷ θεοὺς ἑτέρους χωνευτὰ τοῦ παροργίσαι με καὶ ἐμὲ ἔρριψας ὀπίσω σώματός σου· 9 Συ όμως διέπραξες πονηρίας μεγαλυτέρας από όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είχαν ζήσει προηγουμένως από σέ. Επορεύθης και κατεσκεύασες άλλους θεούς από μέταλλον, που εχύθη εις ειδικόν καλούπι, ώστε να με εξοργίσης εναντίον σου, επειδή με επέταξες έτσι όπισθέν σου. 9 καὶ ἐπὶ πλέον σὺ ἀσέβησες περισσότερον ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἔζησαν πρὶν ἀπὸ σέ, καὶ ἐπροχώρησες τόσον, ὥστε νὰ κατασκευάσῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου ἄλλους θεοὺς καὶ εἴδωλα ἀπὸ χωνευτὰ μέταλλα καὶ νὰ προκαλέσῃς ἔτσι τὴν ὀργήν μου, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὕβρισες καὶ ἐπεριφρόνησες ἐμέ, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, μὲ τὸ νὰ μοῦ γυρίσῃς τὴν πλάτην σου!
10 διὰ τοῦτο ἐγὼ ἄγω κακίαν πρός σε εἰς οἶκον ῾Ιεροβοάμ· ἐξολοθρεύσω τοῦ ῾Ιεροβοὰμ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον ἐχόμενον καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἐν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπιλέξω οἴκου ῾Ιεροβοάμ, καθὼς ἐπιλέγεται ἡ κόπρος, ὡς τελειωθῆναι αὐτόν· 10 Δια τούτο εγώ αποστέλλω τιμωρίαν εναντίον σου και εναντίον του οίκου Ιεροβοάμ. Θα εξολοθρεύσω από την οικογένειαν του Ιεροβοάμ κάθε αρσενικόν, δούλον η ελεύθερον. Θα σαρώσω την οικογένειαν του Ιεροβοάμ, όπως σαρώνεται η κόπρος, έως ότου θα ολοκληρωθή η καταστροφή της. 10 Διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἐγώ, νά· θὰ καταφέρω τιμωρίαν (θὰ προξενήσω καταστροφὴν) εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ. Θὰ ἐζολοθρεύσω ἀπὸ τὴν δυναστείαν τοῦ Ἱεροβοὰμ ὅλους τοὺς ἀρσενικοὺς ἀπογόνους, ὅλους, ὅσοι εἶναι δοῦλοι ἢ ἐλεύθεροι καὶ κατοικοῦν μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Θὰ καθαρίσω δὲ καὶ θὰ σαρώσω ὁλοσχερῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ, ὅπως καθαρίζεται καὶ σαρώνεται ἡ κοπριά, μέχρις ὅτου δὲν θὰ μείνῃ κανένας ἀπολύτως ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῆς δυναστείας του.
11 οἱ τεθνηκότες τοῦ ῾Ιεροβοὰμ ἐν τῇ πόλει, καταφάγονται οἱ κύνες, καὶ τὸν τεθνηκότα ἐν τῷ ἀγρῷ καταφάγονται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι Κύριος ἐλάλησε. 11 Οσοι εκ της οικογενείας του Ιεροβοάμ αποθνήσκουν μέσα εις την πόλιν, θα κατατρώγωνται από τους κύνας. Εκείνος δε ο οποίος πεθαίνει στον αγρόν, θα κατατρώγεται από τα πετεινά του ουρανού. Αυτά θα γίνουν, διότι ο Κυριος τα προανήγγειλε. 11 Ὅσοι ἀποθνήσκουν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοὰμ μέσα εἰς τὴν πόλιν, (δὲν θὰ τοὺς ἐνταφιάζῃ κανείς, ἀλλὰ) θὰ κατατρώγωνται ἀπὸ τὰ σκυλιά· καὶ ὅσοι ἀποθνήσκουν ἔξω εἰς τὰ χωράφια, θὰ κατατρώγωνται ἀπὸ τὰ ὄρνια». Αὐτὰ ὅλα θὰ γίνουν, διότι τὸ εἶπεν ὁ Κύριος.
12 καὶ σὺ ἀναστᾶσα πορεύθητι εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι πόδα σου τὴν πόλιν, ἀποθανεῖται τὸ παιδάριον· 12 Συ, λοιπόν, σήκω τώρα και πήγαινε στον οίκον σου. Την ώραν, δε κατά την οποίαν το πόδι σου θα πατήση εις την πόλιν, το παιδί σου θα αποθάνη. 12 Σὺ δέ, γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοάμ, σήκω τώρα καὶ πήγαινε πίσω εἰς τὸ σπίτι σου. Καὶ μόλις πατήσῃς τὸ πόδι σου εἰς τὴν πόλιν (Σαριρά), θὰ ἀποθάνῃ τὸ μικρὸ παιδί σας.
13 καὶ κόψονται αὐτὸν πᾶς ᾿Ισραὴλ καὶ θάψουσιν αὐτόν, ὅτι οὗτος μόνος εἰσελεύσεται τῷ ῾Ιεροβοὰμ πρὸς τάφον, ὅτι εὑρέθη ἐν αὐτῷ ρῆμα καλὸν περὶ τοῦ Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραὴλ ἐν οἴκῳ ῾Ιεροβοάμ· 13 Θα θρηνήσουν αυτό όλοι οι Ισραηλίται και θα το θάψουν, διότι αυτό μόνον από την οικογένειαν του Ιεροβοάμ θα ταφή κανονικά στον τάφον, επειδή δι' αυτό ευρέθη κάποιος καλός λόγος παρά Κυρίου του Θεού του Ισραήλ μεταξύ όλης της οικογενείας Ιεροβοάμ. 13 Καὶ θὰ τὸν θρηνήσουν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ θὰ τὸν ἐνταφιάσουν. Διότι ἀπὸ ὅλην τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοὰμ μόνον αὐτὸς θὰ ἐνταφιασθῇ ὅπως πρέπει, ἐπειδὴ τὸ μικρὸν αὐτὸ παιδὶ ἦταν τὸ μόνον ἀθῶον καὶ εὑρέθη περὶ αὐτοῦ εὐχάριστος προφητεία ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, μεταξὺ ὅλης τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἱεροβοάμ.
14 καὶ ἀναστήσει Κύριος ἑαυτῷ βασιλέα ἐπὶ ᾿Ισραήλ, ὃς πλήξει τὸν οἶκον ῾Ιεροβοάμ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ τί καὶ νῦν; 14 Ο ίδιος δε ο Κυριος θα αναδείξη άλλο βασιλέα εις τας δέκα φυλάς του Ισραήλ, ο οποίος θα κτυπήση αποφασιστικά τον οίκον του Ιεροβοάμ κατά την ημέραν εκείνην. Αλλά τι λέγω; Εχει ήδη αρχίσει η τιμωρία αυτή. 14 Ἐπὶ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ ἀναδείξῃ καὶ θὰ ἐγκαθιδρύσῃ βασιλιᾶ διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν (τὶς δέκα φυλές), ὁ ὁποῖος θὰ κτυπήσῃ καὶ θὰ ἀποκληρώσῃ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ, ὅταν ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέγω; Ἤδη τὸ πρᾶγμα αὐτό, ἡ τιμωρία, ἄρχισε!
15 Κύριος πλήξει τὸν ᾿Ισραήλ, καθὰ κινεῖται ὁ ἄνεμος ἐν τῷ ὕδατι, καὶ ἐκτελεῖ τὸν ᾿Ισραὴλ ἀπὸ ἄνω τῆς χθονὸς τῆς ἀγαθῆς ταύτης, ἧς ἔδωκε τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ λικμήσει αὐτοὺς ἀπὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ· ἀνθ᾿ οὗ ὅσον ἐποίησαν τὰ ἄλση αὐτῶν παροργίζοντες τὸν Κύριον· 15 Ο Κυριος θα πλήξη τον ισραηλιτικόν λαόν, όπως αναταράσσει η θύελλα τα ύδατα, και θα ξερριζώση το βασίλειον του Ισραήλ από αυτήν την γην την εύφορον και γόνιμον, την οποίαν έδωκεν στους προπάτοράς του, και θα τους διασκορπίση πέραν από τον ποταμόν Ευφράτην. Τούτο δέ, διότι οικοδόμησαν ειδωλικούς ναούς και κατεσκεύασαν είδωλα μέσα εις ιερά άλση και παρώργισαν έτσι τον Κυριον. 15 Διότι ὁ Κύριος θὰ κτυπήσῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τόσον βίαια, ὅσον φυσᾷ καὶ σινταράσσει ἡ θύελλα τὰ ὕδατα, καὶ θὰ ξερριζώσῃ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν εὔφορον αὐτὴν (βόρειον καὶ κεντρικήν) περιοχὴν τῆς Παλαιστίνης, τὴν ὁποίαν ἔδωκεν εἰς τοὺς προπάτορές των, καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσῃ ὡς αἰχμαλώτους πέραν τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ. Τοῦτο θὰ γίνῃ, ἐπειδὴ κατεσκεύασαν εἴδωλα καὶ θυσιαστήρια εἰς ἱερὰ ἄλση καὶ ἔτσι ἐπροκάλεσαν τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου.
16 καὶ παραδώσει Κύριος τὸν ᾿Ισραὴλ χάριν ἁμαρτιῶν ῾Ιεροβοάμ, ὃς ἥμαρτε καὶ ὃς ἐξήμαρτε τὸν ᾿Ισραήλ. 16 Θα παραδώση δε ο Κυριος τον ισραηλιτικόν λαόν εις αυτάς τας τιμωρίας εξ αιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ, ο οποίος ημάρτησεν ο ίδιος, αλλά και τον ισραηλιτικόν λαόν παρέσυρεν εις αμαρτίαν”. 16 Καὶ ὁ Κύριος θὰ παραδώσῃ εἰς τὴν τιμωρίαν αὐτὴν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἱεροβοάμ, ὁ ὁποῖος καὶ ὁ ἴδιος ἁμάρτησε, ὠδήγησε δὲ ταυτοχρόνως καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν μεγάλην ἁμαρτίαν τῆς εἰδωλολατρίας».
17 καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ ῾Ιεροβοὰμ καὶ ἐπορεύθη εἰς γῆν Σαριρά· καὶ ἐγένετο ὡς εἰσῆλθεν ἐν τῷ προθύρῳ τοῦ οἴκου καὶ τὸ παιδάριον ἀπέθανε. 17 Η γυνή του Ιεροβοάμ εσηκώθη και επέστρεψεν εις την πόλιν Σαριρά. Οταν δε εισήλθον στο κατώφλι του σπιτιού της, το παιδί απέθανε. 17 Κατόπιν αὐτῶν ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐσηκώθη, ἀνεχώρησε καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν Σαριρά. Συνέβη δὲ τοῦτο· εὐθὺς μόλις ἐπάτησε τὸ πόδι της εἰς τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ της, τὸ μικρὸν παιδί της ἀπέθανε.
18 καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς ᾿Ισραήλ, κατὰ τὸ ρῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ ᾿Αχιὰ τοῦ προφήτου. 18 Εθαψαν αυτό και το εθρήνησαν όλοι οι Ισραηλίται σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον είπεν ο Κυριος δια του δούλου αυτού του προφήτου Αχιά. 18 Καὶ ἔθαψαν τὸ παιδὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ καὶ τὸ ἐθρήνησεν ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον εἶπε διὰ τοῦ δούλου του, τοῦ προφήτου Ἀχιά.
19 καὶ περισσὸν ρημάτων ῾Ιεροβοάμ, ὅσα ἐπολέμησε καὶ ὅσα ἐβασίλευσεν, ἰδοὺ αὐτὰ γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίου ρημάτων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων ᾿Ισραὴλ. 19 Τα δε άλλα έργα του Ιεροβοάμ, τα πολεμικά του έργα και όσα άλλα έργα έκαμε κατά το διάστημα της βασιλείας του, όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον, που επιγράφεται “έργα και ημέραι των βασιλέων του Ισραήλ”. 19 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ἱεροβοάμ, οἱ πόλεμοι ποὺ ἐπολέμησε καὶ τὰ ἄλλα ἔργα, ποὺ ἔκαμεν ὡς βασιλιᾶς, ἰδοὺ ὅλα αὐτὰ εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ».
20 καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς ἐβασίλευσεν ῾Ιεροβοὰμ εἴκοσι δύο ἔτη· καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐβασίλευσε Ναβὰτ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.] 20 Τα έτη δέ, κατά τα οποία εβασίλευσεν ο Ιεροβοάμ, ανήλθαν εις είκοσι δύο. Απέθανε και ετάφη με τους πατέρας αυτού και τον διεδέχθη στον βασιλικόν θρόνον ο υιός του, ο Ναβάτ. 20 Ὅλα δὲ τὰ ἔτη, ποὺ ἐβασίλευσεν ὁ Ἱεροβοάμ, ἦσαν εἴκοσι δύο χρόνια. Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ναβάτ, ὁ υἱός του.
21 Καὶ Ροβοὰμ υἱὸς Σαλωμὼν ἐβασίλευσεν ἐπὶ ᾿Ιούδαν· υἱὸς τεσσαράκοντα καὶ ἑνὸς ἐνιαυτῶν Ροβοὰμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἑπτακαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τῇ πόλει, ἣν ἐξελέξατο Κύριος θέσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ ἐκ πασῶν φυλῶν τοῦ ᾿Ισραήλ· καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Νααμὰ ἡ ᾿Αμμωνῖτις. 21 Βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα ήτο τότε ο Ροβοάμ, ο υιός του Σολομώντος. Τεσσαράκοντα και ενός ετών ήτο, όταν αυτός ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δεκαεπτά έτη εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, την οποίαν ο Κυριος εξέλεξεν από όλας τας ισραηλιτικάς πόλεις, δια να δοξάζεται και λατρεύεται εκεί το Ονομά του. Το όνομα της μητρός του Ροβοάμ ήτο Νααμά. Αυτή δε κατήγετο από την φυλήν των Αμμωνιτών. 21 Ὁ δὲ Ροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Σολομῶντος, ἐβασίλευσεν εἰς τό (νότιον) βασίλειον τοῦ Ἰούδα. Ὁ Ροβοὰμ ἦταν σαράντα ἑνός (41) ἐτῶν, ὅταν ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον, ἐβασίλευσε δὲ δεκαεπτά (17) χρόνια εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποῖαν ὁ Κύριος ἐδιάλεξε ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ κτισθῇ ἐκεῖ ὁ Ναός του καὶ νὰ λατρεύεται τὸ Ὄνομά του. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ Ροβοὰμ ἦταν Νααμά, αὐτὴ δὲ ἦταν Ἀμμωνίτισσα.
22 καὶ ἐποίησε Ροβοὰμ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ παρεζήλωσεν αὐτὸν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν, αἷς ἥμαρτον, 22 Και ο Ροβοάμ διέπραξεν επίσης πονηρά ενώπιον του Κυρίου και εξώργισε τον Θεόν εναντίον του περισότερον, από όσον τον είχαν εξοργίσει οι προπάτορές του με τας ιδικάς των αμαρτίας, τας οποίας είχαν διαπράξει. 22 Καὶ ὁ Ροβοάμ (κατ' ἄλλην γραφήν: Ὁ Ἰούδας = ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα) παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Κυρίου· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Μὲ τὴν εἰδωλολατρίαν αὐτὴν ἐκίνησε τὴν ζηλοτυπίαν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐρέθισε περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι τὸν εἶχαν ἐξοργίσει οἱ προπάτορές του μὲ τὶς ἰδικές των ἁμαρτίες, ποὺ διέπραξαν.
23 καὶ ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς ὑψηλὰ καὶ στήλας καὶ ἄλση ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου συσκίου. 23 Αυτοί εξέλεξαν υψώματα, όπου έστησαν ειδωλικάς στήλας και αγάλματα ειδωλικών θεών εις κάθε υψηλόν λόφον και κάτω από ευσκιόφυλλα δένδρα. 23 Διότι ἔκτισαν διὰ τοὺς ἑαυτούς των θυσιαστήρια καὶ εἰδωλολατρικὲς στῆλες (ὀβελίσκους) καὶ ἔστησαν ἀγάλματα (λίθινες στῆλες) τῆς βδελυκτῆς θεᾶς Ἀστάρτης εἰς κάθε ὑψηλὸν λόφον καὶ κάτω ἀπὸ κάθε βαθύσκιον δένδρον.
24 καὶ σύνδεσμος ἐγενήθη ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐποίησαν ἀπὸ πάντων τῶν βδελυγμάτων τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου υἱῶν ᾿Ισραήλ. 24 Ετσι ολόκληρος η χώρα παρεσύρθη εις την ειδωλολατρείαν και αποστασίαν, διότι κατεσκεύασαν συχαμερά είδωλα όλων των ειδωλικών θεοτήτων, που είχαν τα άλλα έθνη, και τα οποία είδωλα ο Κυριος είχεν εξαφανίσει εκ μέσου των Ισροηλιτών. 24 Μὲ ὅλα αὐτὰ ἡ χώρα τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἀπεστάτησεν, ἔγινε εἰδωλολατρική, διότι κατεσκεύασαν εἴδωλα ὅλων τῶν βδελυρῶν καὶ σιχαμερῶν θεοτήτων τῶν ἄλλων εἰδωλολατρικῶν λαῶν, τὰ ὁποῖα (εἴδωλα) ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἶχεν ἑξαφανίσει, καθὼς οἱ Ἰσραηλῖται εἰσέβαλαν εἰς τὴν Παλαιστίνην.
25 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ πέμπτῳ βασιλεύοντος Ροβοάμ, ἀνέβη Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ 25 Κατά το πέμπτον έτος της βασιλείας του Ροβοάμ ανέβη από την Αίγυπτον ο βασιλεύς Σουσακίμ και εισήλθεν εις την Ιερουσαλήμ. 25 Συνέβη δὲ τοῦτο: Κατὰ τὸ πέμπτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ροβοὰμ ἐβάδισεν ὁ Σουσακίμ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου, ἐνάντιον τῆς Ἱερουσαλήμ.
26 καὶ ἔλαβε πάντας τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ τὰ δόρατα τὰ χρυσᾶ, ἃ ἔλαβε Δαυὶδ ἐκ χειρὸς τῶν παίδων ᾿Αδραζὰρ βασιλέως Σουβά, καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὰ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τὰ πάντα, ἃ ἔλαβεν, ὅπλα τὰ χρυσᾶ, ὅσα ἐποίησε Σαλωμών, καὶ ἐπήνεγκεν αὐτὰ εἰς Αἴγυπτον. 26 Νικητής δε καθώς ήτο, επήρεν όλους τους θησαυρούς από τον ναόν του Κυρίου και τους θησαυρούς από το ανάκτορον του βασιλέως και τα χρυσά δόρατα, τα οποία ο Δαυίδ είχε πάρει από τα χέρια των δούλων του Αδραζάρ, βασιλέως Σουβά, και τα οποία είχε φέρει εις την Ιερουσαλήμ. Ολα αυτά τα επήρεν ο Σουσακίμ, όπλα χρυσά όσα έκαμεν ο Σολομών, και τα έφερεν εις την Αίγυπτον. 26 Ὁ Σουσακὶμ ὡς νικητὴς ἅρπαξε ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ· ἐπίσης ἅρπαξε καὶ τὰ χρυσᾶ δόρατα, τὰ ὁποῖα ἐπῆρε ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δούλων τοῦ Ἀδραζάρ, βασιλιᾶ τῆς Σουβά, καὶ τὰ ὁποῖα ἔφερεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Σουσακὶμ ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ χρυσὰ ὅπλα, ὅσα κατεσκεύασεν ὁ Σολομών, τὰ ἐπῆρε καὶ τὰ μετέφερεν εἰς τὴν Αἴγυπτον.
27 καὶ ἐποίησε Ροβοὰμ ὁ βασιλεὺς ὅπλα χαλκᾶ ἀντ᾿ αὐτῶν. καὶ ἐπέθεντο ἐπ᾿ αὐτὸν οἱ ἡγούμενοι τῶν παρατρεχόντων οἱ φυλάσσοντες τὸν πυλῶνα οἴκου βασιλέως. 27 Ο Ροβοάμ κατεσκεύασεν αντί αυτών των χρυσών όπλων χάλκινα όπλα. Αυτά δε οι αρχηγοί της βασιλικής σωματοφυλακής, οι οποίοι εφρουρούσαν την πύλην του βασιλικού ανακτόρου, τα ετοποθέτησαν εις την θέσιν, όπου προηγουμένως υπήρχον τα χρυσά όπλα. 27 Ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ εἰς ἀντικατάστασιν τῶν χρυσῶν αὐτῶν ὅπλων κατεσκεύασεν ὅπλα χάλκινα. Αὐτὰ δὲ τὰ ἐτοποθέτησαν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς βασιλικῆς σωματοφυλακῆς, ποὺ ἐφρουροῦσαν τὴν εἴσοδον τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ, εἰς τὴν θέσιν τῶν χρυσῶν ὅπλων (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Αὐτὰ δὲ τὰ ὅπλα τὰ παρέδωσεν (ἀνέθεσεν) εἰς τὰ χέρια τῶν ἀρχηγῶν τῆς φρουρᾶς, ποὺ ἐφρουροῦσαν τὴν εἴσοδον τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ).
28 καὶ ἐγένετο ὅτε εἰσεπορεύετο ὁ βασιλεὺς εἰς οἶκον Κυρίου, καὶ ᾖρον αὐτὰ οἱ παρατρέχοντες καὶ ἀπηρείδοντο αὐτὰ εἰς τὸ θεὲ τῶν παρατρεχόντων. 28 Καθε φοράν δε που ο βασιλεύς εν επισήμω πομπή εισήρχετο στον ναόν του Κυρίου, οι σωματοφύλακες οι συνοδεύοντες αυτόν ελάμβανον τα όπλα. Μετά δε την επίσημον πομπήν, τα ετοποθετούσαν πάλιν εις την αίθουσαν των φρουρών. 28 Καὶ κάθε φοράν, ποὺ ὁ βασιλιᾶς ἔμπαινε ἐπισήμως εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἔπαιρναν τὰ χάλκινα αὐτὰ ὅπλα οἱ σωματοφύλακές του· μετὰ δὲ τὴν πομπὴν τὰ ἐπέστρεφαν πάλιν εἰς τὰ δωμάτια τῶν φρουρῶν.
29 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ροβοὰμ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; 29 Τα υπόλοιπα έργα του Ροβοάμ και όλα όσα έκαμεν, αυτά δεν περιέχονται εις τα χρονικά των βασιλέων του βασιλείου Ιούδα; 29 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Ροβοάμ, καὶ ὅλα ὅσα ἄλλα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν «Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»;
30 καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ροβοὰμ καὶ ἀνὰ μέσον ῾Ιεροβοὰμ πάσας τὰς ἡμέρας. 30 Πολεμος δε υπήρχε μεταξύ του Ροβοάμ και του Ιεροβοάμ όλας τας ημέρας της βασιλείας των. 30 Ὑπῆρχε δὲ πόλεμος μεταξὺ τοῦ Ροβοὰμ καὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ συνεχῶς ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας των.
31 καὶ ἐκοιμήθη Ροβοὰμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Αβιοὺ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 31 Απέθανεν ο Ροβοάμ και ετάφη, όπου είχον ταφή οι πατέρες του, εις την πόλιν Δαυίδ. Αντ' αυτού δε έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Αβιού. 31 Καὶ ὁ Ροβοὰμ ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη μὲ τοὺς προπάτορές του εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἀβιού, ὁ υἱός του.