Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 [Τῆς δὲ βασιλείας ἑδρασθείσης ἐν χειρὶ Σαλωμὼν ἐπιγαμίαν ἐποιήσατο Σαλωμὼν πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἔλαβε τὴν θυγατέρα Φαραὼ καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ, ἕως οὗ συνετέλεσεν οἰκοδομῶν τὸν οἶκον ἑαυτοῦ καὶ τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸ τεῖχος ῾Ιερουσαλὴμ κύκλῳ.] 1 Αφού δε εστερεώθη πλέον η βασιλεία δια της χειρός του Σολομώντος, ο Σολομών ήλθεν εις συμπεθεριάν με τον Φαραώ τον βασιλέα της Αιγύπτου και επήρεν ως συζυγόν του την θυγατέρα αυτού του Φαραώ, την οποίαν έφερεν εις την πόλιν Δαυίδ, μέχρις ότου ετελείωσε την ανοικοδόμησιν του ιδικού του οίκου, του ναού του Κυρίου και του τείχους του κύκλω από την Ιερουσαλήμ. 1 Όταν πλέον ἡ βασιλεία εἰς τὰ χέρια τοῦ Σολομῶντος ἐστερεώθη καὶ ἰσχυροποιήθη, ὁ Σολομὼν ἔκαμε συμπεθεριὸ μὲ τὸν Φαραώ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, ἐνυμφεύθη τὴν θυγατέρα τοῦ Φαραὼ καὶ τὴν ἔφερε καὶ τὴν ἐγκατέστησεν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, μέχρις ὅτου ὠλοκλήρωσε τὸ κτίσιμον τοῦ ἀνακτόρου του καὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ γύρω - γύρω τοῦ τείχους τῆς ὀχυρώσεως τῆς Ἱερουσαλήμ.
2 Πλήν ὁ λαὸς ἦσαν θυμιῶντες ἐπὶ τοῖς ὑψηλοῖς, ὅτι οὐκ ᾠκοδομήθη οἶκος τῷ Κυρίῳ ἕως τοῦ νῦν. 2 Ο λαός όμως προσέφερε θυσίαν θυμιάματος επάνω εις υψηλούς τόπους, διότι δεν είχεν ακόμη οικοδομηθή ο ναός του Κυρίου μέχρι της ημέρας εκείνης. 2 Ὁ λαὸς ὅμως προσέφερε θυμίαμα εἰς πολλοὺς καὶ διαφόρους ὑψηλοὺς τόπους, διότι δὲν εἶχεν ἀκόμη κτισθῇ μέχρι τότε ναὸς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
3 καὶ ἠγάπησε Σαλωμὼν τὸν Κύριον πορεύεσθαι ἐν τοῖς προστάγμασι Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία. 3 Ο Σολομών ηγάπησε τον Κυριον, επορεύετο σύμφωνα με τας εντολάς, τας οποίας ο Δαυίδ ο πατήρ του του είχε δώσει, αλλά προσέφερε θυσίας και θυμιάματα προς τον Θεόν στους υψηλούς τόπους, διότι δεν είχεν ανοικοδομηθή ο ναός. 3 Ὁ δὲ Σολομὼν ἀγάπησε τὸν Κύριον καὶ ἐβάδιζε σύμφωνα μέ τις ἐντολὲς καὶ τὶς ὑποθῆκες τοῦ πατέρα του, τοῦ Δαβίδ· ὅμως καὶ αὐτὸς ἐθυσίαζε καὶ προσέφερε θυμίαμα πρὸς τὸν Θεὸν εἰς τοὺς διαφόρους ὑψηλοὺς τόπους, ὅπως ὁ ἄλλος λαός.
4 καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη· χιλίαν ὁλοκαύτωσιν ἀνήνεγκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐν Γαβαών. 4 Εσηκώθη, λοιπόν, κάποτε και επήγε εις την Γαβαών, δια να προσφέρη και εκεί θυσίαν προς τον Θεόν, διότι η μεγάλη αυτή πόλις ευρίσκετο εις ένα πολύ υψηλόν τόπον. Ο Σολομών προσέφερεν ως θυσίαν ολοκαυτώματος χίλια ζώα στο θυσιαστήριον της Γαβαών. 4 Καὶ ὁ Σολομὼν ἐξεκίνησε καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γαβαὼν διὰ νὰ προσφέρῃ ἐκεῖ θυσίαν εἰς τὸν Θεόν· διότι ἡ Γαβαὼν ἦταν κτισμένη εἰς πολὺ ὑψηλὴν τοποθεσίαν καὶ ἦταν (ἐπίσης) πολὺ ἐπίσημος. Ὁ Σολομὼν προσέφερεν εἰς τὸ θυσιαστήριον τῆς Γαβαὼν χίλια ζῶα ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώσεως.
5 καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σαλωμὼν ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαλωμών· αἴτησαί τι αἴτημα σεαυτῷ. 5 Εκεί δε ο Κυριος παρουσιάσθη στον Σολομώντα κατά την νύκτα στον ύπνον του και του είπεν· “ζήτησέ μου κάτι δια τον εαυτόν σου”. 5 Ἐκεῖ εἰς τὴν Γαβαὼν παρουσιάσθη τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸν Σολομῶντα ἐνῷ ἐκοιμᾶτο, ὁ Κύριπς μὲ θεῖον καὶ ἱερὸν καὶ ὑπερφυσικὸν ὄνειρον καὶ τοῦ εἶπε: «Ζήτησέ μου κάποιο αἴτημα διὰ τὸν ἑαυτόν σου».
6 καὶ εἶπεν Σαλωμών· σὺ ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ τοῦ πατρός μου ἔλεος μέγα, καθὼς διῆλθεν ἐνώπιόν σου ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι καρδίας μετὰ σοῦ, καὶ ἐφύλαξας αὐτῷ τὸ ἔλεος τὸ μέγα τοῦτο δοῦναι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη· 6 Ο Σολομών απήντησε· “συ, Κυριε, έδειξες μεγάλην καλωσύνην προς τον δούλον σου τον Δαυίδ τον πατέρα μου, διότι έζησεν αυτός ενώπιόν σου με πίστιν προς σέ, με δικαιοσύνην και ευθύτητα καρδίας απέναντί σου. Συ δε του επεδαψίλευσες το μέγα τούτο καλόν, το να δώσης δηλαδή τον υιόν του να καθήση επί του θρόνου του, όπως μαρτυρεί η ημέρα αυτή. 6 Καὶ ὁ Σολομὼν ἀπάντησε: «Σὺ ἔδειξες πάντοτε πολλὴν καλωσύνην καὶ ἐφέρθης μὲ μεγάλην συγκατάβασιν καὶ σταθερὰν ἀγάπην πρὸς τὸν δοῦλον σου Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, διότι ἐκεῖνος ἔζησεν ἐνώπιόν σου μὲ ἀλήθειαν, ὑπακοὴν καὶ εἰλικρίνειαν, μὲ δικαιοσύνην, μὲ εὐθύτητα, ἀκεραιότητα καὶ τιμιότητα. Σὺ δὲ τοῦ ἐπεφύλαξες τὴν μεγάλην αὐτὴν συγκατάβασιν καὶ σταθερὰν ἀγάπην σου, να δώσῃς δηλαδὴ ὥστε ὁ υἱός του νὰ τὸν διαδεχθῇ καὶ νὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον του, ὅπως τὸ φανερώνει καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα.
7 καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός μου, σὺ ἔδωκας τὸν δοῦλόν σου ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγώ εἰμι παιδάριον μικρὸν καὶ οὐκ οἶδα τὴν ἔξοδόν μου καὶ τὴν εἴσοδόν μου, 7 Και τώρα, Κυριέ μου και Θεέ μου, συ έδωκες εμέ τον δούλον σου αντί του Δαυίδ του πατρός μου. Εγώ δε είμαι μικρόν παιδίον ακόμη και δεν γνωρίζω, πως να πορεύωμαι και να συμπεριφέρωμαι εις την ζωήν μου. 7 Τώρα λοιπόν, Κύριε ὁ Θεός μου, σὺ ἀνέδειξες ἐμὲ τὸν δοῦλον σου βασιλιᾶ εἰς τὴν θέσιν τοῦ Δαβίδ, τοῦ πατέρα μου· ἐγὼ δέ, συγκρινόμενος πρὸς ἐκεῖνον, εἶμαι ἀκόμη μικρὸ παιδὶ χωρὶς πεῖραν καὶ δὲν γνωρίζω πῶς νὰ ἀναστρέφωμαι καὶ νὰ συμπεριφέρωμαι εἰς τὴν ζωὴν καὶ πῶς νὰ κυβερνῶ.
8 ὁ δὲ δοῦλός σου ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ὃν ἐξελέξω λαὸν πολύν, ὃς οὐκ ἀριθμηθήσεται. 8 Εγώ ο δούλος σου ευρίσκομαι εν μέσω λαού, τον οποίον συ εξέλεξες και ο οποίος είναι αναρίθμητος. 8 Ἐκτὸς αὐτῶν ἐγὼ ὁ δοῦλος σου εὑρίσκομαι ὡς βασιλιᾶς μεταξὺ τοῦ λαοῦ σου, τὸν ὁποῖον σὺ ἐξέλεξες καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι πλῆθος πολύ, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀριθμηθῇ καὶ νὰ ὑπολογισθῇ.
9 καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρδίαν ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοῦ συνιεῖν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ· ὅτι τίς δυνηθήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον; 9 Δια τούτο επιθυμώ, να δώσης εις εμέ τον δούλον σου διάνοιαν προσεκτικήν να ακούη και να κρίνη τον λαόν με δικαιοσύνην, να διακρίνη το δίκαιον από το άδικον· διότι ποιός χωρίς την ιδικήν σου βοήθειαν θα ημπορή να κυβερνά τον πολύν και δυσκυβέρνητον τούτον λαόν σου;” 9 Διὰ τοῦτο χάρισε εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου καρδίαν ταπεινὴν καὶ νοῦν ὀξυδερκῆ, ποὺ νὰ ἐννοῇ καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται ὀρθά, ὥστε νὰ ἀκούω, νὰ ἀντιλαμβάνωμαι καὶ νὰ διακρίνω μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης; ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ καὶ ἔτσι νὰ κρίνω μὲ δικαιοσύνην. Διότι, ἐὰν δὲν χαρίσῃς τὸν ἰδικόν σου φωτισμόν, ποῖος ἠμπορεῖ νὰ κυβερνᾷ τὸν λαόν σου αὐτόν, τὸν τόσον πολύν;»
10 καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι ᾐτήσατο Σαλωμὼν τὸ ρῆμα τοῦτο, 10 Ο λόγος και το αίτημα αυτό του Σολομώντος εφάνη αρεστόν ενώπιον του Κυρίου. 10 Καὶ τὰ ὅσα εἶπεν ὁ Σολομὼν ἐφάνησαν ἀρεστὰ εἰς τὸν Κύριον, διότι ὁ Σολομὼν δὲν ἐζήτησε κάτι ἄλλο, ἀλλ’ ἐζήτησεν αὐτὸ εἰδικῶς τὸ χάρισμα.
11 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀνθ᾿ ὧν ᾐτήσω παρ᾿ ἐμοῦ τὸ ρῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ᾐτήσω σεαυτῷ ἡμέρας πολλὰς καὶ οὐκ ᾐτήσω πλοῦτον, οὐδὲ ᾐτήσω ψυχὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ᾿ ᾐτήσω σεαυτῷ τοῦ συνιεῖν τοῦ εἰσακούειν κρίμα, 11 Και ο Κυριος του είπεν· “επειδή εζήτησες από εμέ αυτό το πράγμα και δεν εζήτησες δια τον εαυτόν σου μακρότητα ημερών, δεν εζήτησες πλούτη, δεν εζήτησες τον θάνατον των εχθρών σου, αλλά εζήτησες δια τον εαυτόν σου σοφίαν και νοητικήν ικανότητα, ώστε να δύνασαι να κρίνης δικαίως, 11 Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος τοῦ εἶπεν: «Ἐπειδὴ ἐζήτησες ἀπὸ ἐμὲ τὸ χάρισμα (αἴτημα) αὐτὸ καὶ δὲν ἐζήτησες διὰ τὸν ἑαυτόν σου πολλὰ χρόνια ζωῆς, οὔτε ἐζήτησες πλοῦτον, οὔτε τὸν θάνατον τῶν ἐχθρῶν σου, ἀλλ’ ἐζήτησες διὰ τὸν ἑαυτόν σου τὴν ἱκανότητα νὰ ἀκούῃς, νὰ ἀντιλαμβάνεσαι, νὰ διακρίνῃς τὰ πράγματα καὶ ἔτσι νὰ κρίνῃς μὲ δικαιοσύνην,
12 ἰδοὺ πεποίηκα κατὰ τὸ ρῆμά σου· ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν, ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι. 12 Ιδού έκαμα εις σέ, όπως μου είπες. Ιδού, σου έδωσα διάνοιαν συνετήν και σοφήν, ομοίαν προς την οποίαν κανείς προηγουμένως από σε δεν είχε και ούτε θα υπάρξη υστερα από σε όμοιός σου. 12 νά! ἔκαμα ἀμέσως σύμφωνα μὲ τὸ αἴτημα καὶ τὴν ἐπιθυμίαν σου: Δηλαδή, νά· σοῦ δίδω νοῦν συνετόν, γνωστικόν, ὀξυδερκῆ καὶ σοφόν, τόσον πολύ, ὥστε δὲν ὑπῆρξε καὶ δὲν ἐφάνη ποτὲ πρὶν ἀπὸ σὲ οὔτε καὶ θὰ παρουσιασθῇ μετὰ ἀπὸ σὲ ἄλλος ὅμοιός σου ἄνθρωπος κατὰ τὴν σοφίαν καὶ τὴν σύνεσιν.
13 καὶ ἃ οὐκ ᾐτήσω, δέδωκά σοι, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν, ὡς οὐ γέγονεν ἀνὴρ ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσι· 13 Αλλά και όσα δεν μου εζήτησες θα σου τα δώσω δηλαδή πλούτον και δόξαν, ώστε να μη υπάρξη άλλος όμοιός σου μεταξύ όλων των βασιλέων. 13 Ἀλλὰ σοῦ δίδω ἐπίσης καὶ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν μοῦ ἐζήτησες· σοῦ δίδω καὶ πλούτη καὶ δόξαν, τόσα πολλά, ὥστε δὲν ἐφάνη ποτὲ ἄλλος ὅμοιός σου μεταξὺ τῶν βασιλέων.
14 καὶ ἐὰν πορευθῇς ἐν τῇ ὁδῷ μου φυλάσσειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ προστάγματά μου, ὡς ἐπορεύθη Δαυὶδ ὁ πατήρ σου, καὶ πληθυνῶ τὰς ἡμέρας σου. 14 Εάν δε πορευθής κατά το διάστημα της ζωής σου σύμφωνσα με τας εντολάς και τα προστάγματά μου, όπως επορεύθη ο Δαυίδ ο πατήρ σου, θα σου δώσω και μακρότητα ημερών”. 14 Ἐὰν δὲ εἰς τὴν διαγωγήν σου καὶ εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς σου βαδίζῃς καὶ συμπεριφέρεσαι σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους, τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματά μου, ὅπως ἐβάδισε καὶ συμπεριφέρθη ὁ Δαβίδ, ὁ πατέρας σου, τότε καὶ ἐγὼ θὰ ἐπεκτείνω τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου· θὰ σὲ μακροημερεύσω».
15 καὶ ἐξυπνίσθη Σαλωμών, καὶ ἰδοὺ ἐνύπνιον· καὶ ἀνέστη καὶ παραγίνεται εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔστη κατὰ πρόσωπον τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ κατὰ πρόσωπον κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου ἐν Σιὼν καὶ ἀνήγαγεν ὁλοκαυτώσεις καὶ ἐποίησεν εἰρηνικὰς καὶ ἐποίησε πότον μέγα ἑαυτῷ καὶ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ. 15 Ο Σολομών εξύπνησε και ενόησε, ποίον ήτο το όνειρόν του. Ηγέρθη, ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, εστάθη ενώπιον του θυσιαστηρίου απέναντι της Κιβωτού της Διαθήκης του Κυρίου εις την Σιών. Εκεί προσέφερεν ολοκαυτώματα και θυσίας ειρηνικάς. Παρέθεσε δε δια τον εαυτόν του και δι' όλους τους δούλους του μέγα συμπόσιον. 15 Ὁ Σολομὼν ἐξύπνησε καὶ νά· ἐνόησεν ὅτι ἦταν θεῖον, ἱερὸν καὶ ὑπερφυσικὸν ὄνειρον, εἰς τὸ ὁποῖον τοῦ ἐμίλησε ὁ Θεός. Κατόπιν ἐσηκώθη καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐστάθη ὄρθιος ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ εὑρίσκετο ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης εἰς τὴν Σιών. Ἐκεῖ δὲ προσέφερεν εἰς τὸν Θεὸν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίες εἰρηνικές (εὐχαριστήριες)· καὶ μὲ τὰ κομμάτια τῶν εὐχαριστηρίων θυσιῶν (τὰ ὁποῖα ἀνῆκαν εἰς ἐκείνους ποὺ προσέφεραν τὴν θυσίαν) ἔκαμε μεγάλο ἐορταστικὸν συμπόσιον διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ δι' ὅλους τοὺς δούλους του.
16 Τότε ὤφθησαν δύο γυναῖκες πόρναι τῷ βασιλεῖ καὶ ἔστησαν ἐνώπιον αὐτοῦ. 16 Κατά τας ημέρας εκείνας παρουσιάσθησαν στον βασιλέα δύο κοιναί γυναίκες, αι οποίαι εστάθησαν όρθιαι ενώπιόν του. 16 Τότε παρουσιάσθησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ δύο γυναῖκες πόρνες καὶ ἐστάθησαν ὄρθιες ἐμπρός του.
17 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ μία· ἐν ἐμοί, κύριε· ἐγὼ καὶ ἡ γυνὴ αὕτη ᾠκοῦμεν ἐν οἴκῳ ἑνὶ καὶ ἐτέκομεν ἐν τῷ οἴκῳ. 17 Η μία από αυτάς του είπεν· “άκουσέ με, σε παρακαλώ, κύριε· Εγώ και αυτή η γυναίκα εμέναμεν στον ίδιον οίκον, και εγεννήσαμεν στον οίκον αυτόν. 17 Καὶ ἡ μία γυναῖκα εἶπε: «Κύριέ μου, ἄκουσέ με, σὲ παρακαλῶ· ἐγὼ καὶ ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἐμέναμε εἰς τὸ ἴδιον σπίτι καὶ ἐγεννήσαμεν καὶ οἱ δύο εἰς τὸ σπίτι αὐτό.
18 καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ τεκούσης μου, ἔτεκε καὶ ἡ γυνὴ αὕτη· καὶ ἡμεῖς κατὰ τὸ αὐτό, καὶ οὐκ ἔστιν οὐθεὶς μεθ᾿ ἡμῶν πάρεξ ἀμφοτέρων ἡμῶν ἐν τῷ οἴκῳ. 18 Κατά την τρίτην ημέραν μετά την γέννησιν του τέκνου μου εγέννησε και η γυναίκα αυτή. Είμεθα μαζή στο ίδιο το κρεββάτι. Δεν υπήρξε κανένας άλλος μαζή μας, πλην από ημάς τας δύο. 18 Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ παιδιοῦ μου ἐγέννησε καὶ ἡ γυναῖκα αὐτή. Ἤμεθα καὶ οἱ δύο εἰς τὸ ἴδιον κρεββάτι· δὲν ὑπῆρχε μαζί μας κανένας ἄλλος εἰς τὸ σπίτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἐμᾶς τὶς δύο.
19 καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτης τὴν νύκτα, ὡς ἐπεκοιμήθη ἐπ᾿ αὐτόν· 19 Συνέβη όμως να αποθάνη το παιδί της γυναικός αυτής κατά την νύκτα, διότι αυτή έπεσε και εκοιμήθη επάνω του. 19 Ὅμως ὁ υἱὸς τῆς γυναίκας αὐτῆς ἀπέθανε τὴν νύκτα, διότι αὐτὴ ἐκοιμήθη ἐπάνω του καὶ τὸν ἐπλάκωσε·
20 καὶ ἀνέστη μέσης τῆς νυκτὸς καὶ ἔλαβε τὸν υἱόν μου ἐκ τῶν ἀγκαλῶν μου καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐν τῷ κόλπῳ αὐτῆς καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν τεθνηκότα ἐκοίμισεν ἐν τῷ κόλπῳ μου. 20 Εσηκώθη όμως κατά το μεσονύκτιον, επήρε το παιδί μου από την αγκαλιά μου, το εκοίμισεν εις την ιδικήν της αγκαλιάν, τον δε υιόν της τον νεκρόν τον απέθεσεν εις την ιδικήν μου αγκάλην. 20 ἐσηκώθη λοιπὸν κατὰ τὰ μεσάνυκτα καί, ἐνῷ ἐκοιμώμουν, ἐπῆρε τὸν υἱόν μου ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά μου καὶ τὸν ἐκοίμισεν εἰς τὴν ἀγκαλιά της καὶ τὸν υἱόν της τὸν νεκρὸν τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν ἀγκαλιά μου.
21 καὶ ἀνέστην τὸ πρωΐ θηλάσαι τὸν υἱόν μου, καὶ ἐκεῖνος ἦν τεθνηκώς· καὶ ἰδοὺ κατενόησα αὐτὸν πρωΐ, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν ὁ υἱός μου, ὃν ἔτεκον. 21 Εσηκώθηκα εγώ το πρωί να θηλάσω το παιδί μου, και είδα ότι εκείνο ήτο νεκρόν. Οταν έγινε πρωι, παρετήρησα και είδα ότι αυτό δεν ήτο το παιδί, το οποίον εγώ είχα γεννήσει”. 21 Ἐσηκώθηκα δὲ τὸ πρωῒ διὰ νὰ θηλάσω τὸν υἱόν μου, ἀλλ’ ἐκεῖνος ἦταν νεκρός· ὅταν δὲ τὸν ἐκύτταξα ἀπὸ κοντὰ καὶ μὲ προσοχὴν τὸ πρωΐ, νά· διεπίστωσα ὅτι αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ υἱός μου, τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἐγέννησα».
22 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ ἑτέρα· οὐχί, ἀλλὰ ὁ υἱός μου ὁ ζῶν, ὁ δὲ υἱός σου ὁ τεθνηκώς. καὶ ἐλάλησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 22 Η άλλη όμως γυναίκα είπε προς αυτήν· “όχι, το παιδί, που ζη, είναι το δικό μου το παιδί. Το ιδικόν σου το παιδί είναι νεκρόν”. Ετσι ωμίλησαν αι δύο αυταί γυναίκες ενώπιον του βασιλέως. 22 Καὶ ἡ ἄλλη γυναῖκα εἶπεν: «Ὄχι! τὸ παιδὶ τὸ ζωντανὸ εἶναι ὁ υἱός μου· ὁ δὲ υἱός σου εἶναι τὸ νεκρὸ παιδί!» Ἔτσι ἐμίλησαν καὶ αὐτὰ εἶπαν οἱ γυναῖκες ἐμπρὸς εἰς τὸν Σολομῶντα.
23 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς αὐταῖς· σὺ λέγεις· οὗτος ὁ υἱός μου ὁ ζῶν, καὶ ὁ υἱὸς ταύτης ὁ τεθνηκώς. καὶ σὺ λέγεις· οὐχί, ἀλλὰ ὁ υἱός μου ὁ ζῶν, καὶ ὁ υἱός σου ὁ τεθνηκώς. 23 Ο βασιλεύς Σολομών είπεν εις την μίαν· “συ λέγεις ότι αυτό είναι το παιδί σου, που ζη, και ότι το παιδί εκείνης είναι νεκρόν”. Και εις την άλλην είπε· “συ λέγεις· όχι, όχι· αντιθέτως το ζωντανό παιδί είναι ο υιός μου και το νεκρό παιδί είναι ο υιός σου”. 23 Τότε ὁ βασιλιᾶς τοὺς εἶπε: «Σύ, ἡ μία, λέγεις· «τὸ παιδὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ εἶναι ὁ υἱός μου καὶ ὁ υἱὸς ἐκείνης εἶναι τὸ νεκρὸ παιδί». Καὶ σύ, ἡ ἄλλη, λέγεις· «ὄχι! τὸ παιδὶ τὸ ζωντανὸ εἶναι ὁ υἱός μου, καὶ ὁ υἱός σου εἶναι τὸ νεκρὸ παιδί».
24 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· λάβετέ μοι μάχαιραν· καὶ προσήνεγκαν τὴν μάχαιραν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. 24 Είπε τότε ο βασιλεύς· “πάρετε και φέρετε εδώ μίαν μάχαιραν”. Εφεραν πράγματι την μάχαιραν ενώπιον του βασιλέως. 24 Καὶ ἐπρόσθεσε ὁ βασιλιᾶς: «Φέρτε μου ἕνα μαχαίρι «ξίφος». Οἱ ὑπηρέται ἔφεραν τὸ μαχαίρι εἰς τὸν βασιλιᾶ.
25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· διέλετε τὸ παιδίον τὸ ζῶν τὸ θηλάζον εἰς δύο καὶ δότε τὸ ἥμισυ αὐτοῦ ταύτῃ καὶ τὸ ἥμισυ αὐτοῦ ταύτῃ. 25 Είπε τότε ο βασιλεύς· “κόψτε εις δύο το ζωντανό παιδί, το οποίον θηλάζει, και δώστε το ήμισυ εις την γυναίκα αυτήν και το άλλο ήμισυ εις την άλλην γυναίκα”. 25 Τότε ὁ βασιλιᾶς εἶπε: «Μοιράστε τὸ παιδὶ τὸ ζωντανό, ποὺ θηλάζει, εἰς δύο καὶ δῶστε τὸ μισό (ἀπ’ αὐτό) εἰς αὐτὴν καὶ τὸ ἄλλο μισὸ εἰς τὴν ἄλλην γυναῖκα».
26 καὶ ἀπεκρίθη ἡ γυνή, ἧς ἦν ὁ υἱὸς ὁ ζῶν, καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι ἐταράχθη ἡ μήτρα αὐτῆς ἐπὶ τῷ υἱῷ αὐτῆς, καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, κύριε, δότε αὐτῇ τὸ παιδίον καὶ θανάτῳ μὴ θανατώσητε αὐτό· καὶ αὕτη εἶπε· μήτε ἐμοὶ μήτε αὐτῇ ἔστω, διέλετε. 26 Εταράχθησαν τα μητρικά σπλάγχνα της γυναικός, εις την οποίαν ανήκε το ζωντανόν βρέφος, και είπε προς τον βασιλέα· “κάμε, σε παρακαλώ, καλωσύνην προς εμέ, κύριε, και δώσατε εις αυτήν το παιδί και μη το φονεύσετε”. Η άλλη όμως γυναίκα είπεν· “ούτε εις εμέ ούτε εις αυτήν να δοθή. Διαμελίσατό το”. 26 Τότε ἡ γυναῖκα, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκε τὸ ζωντανὸ παιδί, ἐπειδὴ συνεκινήθη βαθεία καὶ ἐταράχθησαν τὰ μητρικά της σπλάγχνα ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸ παιδί της, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ παρακαλῶ, κύριέ μου, ἄκουσέ με· δῶστε τὸ παιδὶ εἰς αὐτὴν καὶ μὴ τὸ θανατώσετε μὲ κανένα τρόπον!» Ἡ ἄλλη ὅμως εἶπε: «Νὰ μὴ δοθῇ οὔτε εἰς ἐμὲ οὔτε εἰς αὐτήν· μοιράστε το εἰς τὰ δύο!»
27 καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε· δότε τὸ παιδίον τῇ εἰπούσῃ· δότε αὐτῇ αὐτὸ καὶ θανάτῳ μὴ θανατώσητε αὐτό· αὕτη ἡ μήτηρ αὐτοῦ. 27 Απήντησεν τότε ο βασιλεύς· “δώσατε το παιδί εις την γυναίκα, που είπε· Δώστε αυτό εις εκείνην και μη το θανατώσετε. Αυτή είναι η πραγματική του μητέρα”. 27 Τότε ὁ βασιλιᾶς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: «Δῶστε τὸ παιδὶ εἰς τὴν γυναῖκα ποὺ εἶπε· «δῶστε τὸ παιδὶ εἰς αὐτὴν καὶ μὴ τὸ θανατώσετε μὲ κανένα τρόπον»· δῶστε τὸ εἰς αὐτήν, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματική του μητέρα»,
28 καὶ ἤκουσαν πᾶς ᾿Ισραὴλ τὸ κρίμα τοῦτο, ὃ ἔκρινεν ὁ βασιλεύς, καὶ ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶδον ὅτι φρόνησις Θεοῦ ἐν αὐτῷ τοῦ ποιεῖν δικαίωμα. 28 Ολοι οι Ισραηλίται ήκουσαν την απόφασιν αυτήν, την οποίαν εξέδωκεν ο βασιλεύς, και κατελήφθησαν από ιερόν δέος προς το πρόσωπον του βασιλέως, διότι είδον ότι η σύνεσις του Θεού υπήρχεν εις αυτόν, ώστε να κρίνη κατά δίκαιον τρόπον. 28 Καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἄκουσαν τὴν κρίσιν καὶ ἀπόφασιν αὐτήν, ποὺ ἐξέδωκεν ὁ βασιλιᾶς, καὶ ἠσθάνθησαν βαθὺν σεβασμὸν καὶ ἱερὸν δέος ἀπέναντί του· διότι ἀντελήφθησαν ὅτι εἰς αὐτὸν ὑπῆρχεν ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, σοφία ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα· σοφία τέτοια, ὥστε νὰ διακρίνῃ ὀρθὰ καὶ νὰ ἀποδίδη δικαιοσύνην.