Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας πολλὰς καὶ ρῆμα Κυρίου ἐγένετο πρὸς ᾿Ηλιοὺ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ τρίτῳ λέγων· πορεύθητι καὶ ὄφθητι τῷ ᾿Αχαάβ, καὶ δώσω ὑετὸν ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς. | 1 Επειτα από αρκετόν χρόνον, κατά το τρίτον έτος του λιμού, εδόθη εκ μέρους του Θεού εντολή στον Ηλιού, προς τον οποίον ο Κυριος είπε· “πήγαινε, παρουσιάσου στον Αχαάβ και εγώ θα δώσω τώρα βροχήν εις την γην”. | 1 Μετὰ ἀπὸ πολὺν καιρὸν συνέβη τοῦτο: Κατὰ τὸ τρίτον ἔτος τοῦ λιμοῦ κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Ἠλίαν καὶ εἶπεν εἰς τὸν Προφήτην: «Πήγαινε καὶ παρουσιάσου ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἀχαάβ, ἐγὼ δὲ θὰ στείλω βροχὴν εἰς τὴν γῆν». |
2 καὶ ἐπορεύθη ᾿Ηλιοὺ τοῦ ὀφθῆναι τῷ ᾿Αχαάβ, καὶ ἡ λιμὸς κραταιὰ ἐν Σαμαρείᾳ. | 2 Ο Ηλιού επήγε πράγματι να παρουσιασθή στον Αχαάβ, ενώ η πείνα λόγω της ανομβρίας ήτο ακόμη πολύ μεγάλη εις την Σαμάρειαν. | 2 Ὁ Ἠλίας ἐπῆγε διὰ νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸν Ἀχαάβ. Ἡ δὲ πεῖνα εὑρίσκετο τότε εἰς μεγάλην ἕξαρσιν εἰς τὴν Σαμάρειαν. |
3 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αχαὰβ τὸν ᾿Αβδιοὺ τὸν οἰκονόμον· (καὶ ᾿Αβδιοὺ ἦν φοβούμενος τὸν Κύριον σφόδρα, | 3 Ο Αχαάβ προσεκάλεσε τας ημέρας εκείνας τον αρχιοικονόμον του, τον Αβδιού (ο οποίος Αβδιού εφοβείτο πάρα πολύ τον Κυριον, | 3 Ἔτσι ὁ Ἀχαὰβ ἐκάλεσε τὸν Ἀβδιού, ὁ ὁποῖος ἦταν (ὁ ἀρχιμάγειρος ἢ) ὁ ἀρχηγὸς τοῦ βασιλικοῦ του οἴκου. (Ὁ δὲ Ἀβδιοὺ ἦταν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐσέβετο βαθύτατα καὶ ἐλάτρευε μὲ εἰλικρίνειαν τὸν Κύριον. |
4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τύπτειν τὴν ᾿Ιεζάβελ τοὺς προφήτας Κυρίου καὶ ἔλαβεν ᾿Αβδιοὺ ἑκατὸν ἄνδρας προφήτας καὶ κατέκρυψεν αὐτοὺς κατὰ πεντήκοντα ἐν σπηλαίῳ καὶ διέτρεφεν αὐτοὺς ἐν ἄρτῳ καὶ ὕδατι·) | 4 και όταν η Ιεζάβελ εθανάτωνε τους προφήτας του Κυρίου, ο Αβδιού επήρεν εκατόν άνδρας προφήτας και τους απέκρυψεν ανά πεντήκοντα εις δύο σπήλαια, όπου και τους διέτρεφε με ψωμί και νερό). | 4 Ὅταν δὲ ἡ Ἰεζάβελ ἐθανάτωνε τοὺς προφῆτες τοῦ Κυρίου, ὁ Ἀβδιοὺ ἐπῆρε ἑκατὸ προφῆτες καὶ τοὺς ἔκρυψεν ἀνὰ πενῆντα εἰς κάθε σπήλαιον καὶ τοὺς διέτρεφε μὲ ψωμὶ καὶ νερό). |
5 καὶ εἶπεν ᾿Αχαὰβ πρὸς ᾿Αβδιού· δεῦρο καὶ διέλθωμεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐπὶ πηγὰς τῶν ὑδάτων καὶ ἐπὶ χειμάρρους, ἐάν πως εὕρωμεν βοτάνην καὶ περιποιησώμεθα ἵππους καὶ ἡμιόνους, καὶ οὐκ ἐξολοθρευθήσονται ἀπὸ τῶν σκηνῶν. | 5 Ο Αχαάβ είπε προς τον Αβδιού· “έλα, ας περιοδεύσωμεν ανά την χώραν. Να πάμε εις τας πηγάς των υδάτων και στους χειμάρρους, μήπως τυχόν και εύρωμεν χόρτον, δια να θρέψωμεν τους ίππους και τους ημιόνους, δια να μη εξολοθρευθούν εντελώς από τους σταύλους”. | 5 Καὶ ὁ Ἀχαὰβ εἶπε πρὸς τὸν Ἀβδιού: «Ἐμπρός· ἂς πάμε ἔξω καὶ ἂς περιοδεύσωμεν τὴν χώραν· ἂς πάμε εἰς τὶς πηγὲς τῶν νερῶν καὶ εἰς τοὺς χειμάρρους, μήπως εὕρωμεν χορτάρι διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὰ ἄλογα καὶ τοὺς ἡμιόνους, ὥστε νὰ γλυτώσωμεν τὰ ζῶα αὐτὰ ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ νὰ μὴ ἐξολοθρευθοῦν ἀπὸ τοὺς στάβλους. |
6 καὶ ἐμέρισαν ἑαυτοῖς τὴν ὁδὸν τοῦ διελθεῖν αὐτήν· ᾿Αχαὰβ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ μιᾷ καὶ ᾿Αβδιοὺ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ ἄλλῃ μόνος. | 6 Εμοιράσθησαν μεταξύ των τον δρόμον, δια να περάσουν την χώραν. Ο Αχαάβ επορεύθη στον ένα δρόμον και ο Αβδιού εβάδισεν στον άλλον δρόμον μόνος. | 6 Ἔτσι ἐμοίρασαν τὴν χώραν μεταξύ των διὰ νὰ τὴν περάσουν (βαδίσουν) καὶ νὰ ἀναζητήσουν χορτάρι. Ὁ βασιλιᾶς Ἀχαὰβ ἐπροχώρησε πρὸς τὴν μίαν κατεύθυνσιν καὶ ὁ Ἀβδιοὺ ἐπροχώρησε πρὸς τὴν ἄλλην κατεύθυνσιν μόνος του. |
7 καὶ ἦν ᾿Αβδιοὺ ἐν τῇ ὁδῷ μόνος, καὶ ἦλθεν ᾿Ηλιοὺ εἰς συνάντησιν αὐτοῦ μόνος· καὶ ᾿Αβδιοὺ ἔσπευσεν καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ εἶπεν· εἰ σὺ εἶ αὐτός, κύριέ μου ᾿Ηλιού; | 7 Ενώ ο Αβδιού επροχωρούσε μόνος του στον δρόμον, ήλθε προς συνάντησίν του ο προφήτης Ηλίας. Ο Αβδιού έσπευσε και προσεκύνησεν αυτόν μέχρις εδάφους και του είπεν· “αλήθεια, συ είσαι ο ίδιος ο προφήτης Ηλίας, κύριέ μου;” | 7 Ἄλλα νά! Καθὼς ὁ Ἀβδιοὺ ἐπροχωροῦσε εἰς τὸν δρόμον μόνος, ἦλθεν ἔξαφνα ὁ Ἠλίας πρὸς συνάντησίν του· ἦταν δὲ καὶ ὁ Ἠλίας μόνος. Ἀμέσως ὁ Ἀβδιοὺ ἔτρεξε καὶ ἔπεσε μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν προσκυνῶν εὐλαβικὰ καὶ ταπεινὰ τὸν Ἠλίαν καὶ εἶπε: «Σὺ εἶσαι, κύριέ μου, ὁ ἴδιος ὁ προφήτης Ἠλίας;» |
8 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ αὐτῷ· ἐγώ. πορεύου, λέγε τῷ κυρίῳ σου· ἰδοὺ ᾿Ηλιού. | 8 Ο Ηλίας του απήντησεν· “εγώ είμαι. Πηγαινε και είπε στον κύριόν σου· Ιδού, ήλθεν ο Ηλιού”. | 8 Ὁ Ἠλίας τοῦ ἀπάντησε: «Ναί· ἐγὼ εἶμαι! Πήγαινε καὶ πὲς εἰς τὸν κύριον σου τὸν Ἀχαάβ· «νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Ἠλίας». |
9 καὶ εἶπεν ᾿Αβδιού· τί ἡμάρτηκα, ὅτι δίδως τὸν δοῦλόν σου εἰς χεῖρα ᾿Αχαὰβ τοῦ θανατῶσαί με; | 9 Ο Αβδιού απήντησεν· “εις τι σου έπταισα, ποίαν αμαρτίαν διέπραξα και παραδίδεις εμέ τον δούλον σου εις τας χείρας του Αχαάβ, δια να με θανατώση; | 9 Ὁ Ἀβδιοὺ ὅμως τοῦ εἶπε: «Τί ἁμαρτίαν ἔκαμα, ὥστε νὰ παραδώσῃς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου εἰς τὰ χέρια τοῦ Ἀχαὰβ διὰ νὰ μὲ θανατώσῃ; |
10 ζῇ Κύριος ὁ Θεός σου, εἰ ἔστιν ἔθνος ἢ βασιλεία, οὗ οὐκ ἀπέστειλεν ὁ κύριός μου ζητεῖν σε, καὶ εἰ εἶπον· οὐκ ἔστι, καὶ ἐνέπρησε τὴν βασιλείαν καὶ τὰς χώρας αὐτῆς, ὅτι οὐχ εὕρηκέ σε. | 10 Σε διαβεβαιώ ενώπιον Κυρίου του Θεού σου, ότι δεν υπάρχει έθνος η βασίλειον, όπου ο κύριός μου ο Αχαάβ δεν απέστειλε, δια να σε αναζητήση. Και αν εκείνοι του απαντούσαν· Δεν υπάρχει εδώ ο Ηλιού, αυτός παρέδιδεν στο πυρ την βασιλείαν και τας χώρας αυτής, διότι δεν σε ανεκάλυπτε. | 10 Ὁ Θεός σου εἶναι Θεὸς ζωντανὸς καὶ ἀκούει ὅσα σὲ βεβαιώνω· δὲν ὑπάρχει ἔθνος ἢ βασιλεία, εἰς τὰ ὁποῖα νὰ μὴ ἔστειλεν ὁ κύριός μου (ὁ βασιλιᾶς Ἀχαάβ) ἀνθρώπους ἰδικούς του διὰ νὰ ἐρευνήσουν καὶ νὰ σὲ ἀναζητήσουν. Ὅταν δὲ ὁ κυβερνήτης μιᾶς χώρας ἔλεγε «δὲν εὑρίσκεται ἐδῶ ὁ Ἠλίας», ὁ Ἀχαὰβ ἐπυρπολοῦσε τὸ βασίλειον ἐκεῖνο καὶ τὶς χῶρες του, διότι δὲν σὲ εὕρισκεν ἐκεῖ. Τόσον μένος ἔχει ἐναντίον σου. |
11 καὶ νῦν σὺ λέγεις· πορεύου, ἀνάγγελλε τῷ κυρίῳ σου· ἰδοὺ ᾿Ηλιού. | 11 Και τώρα συ μου λέγεις, πήγαινε και ανάγγειλε στον κύριόν σου, ότι ο Ηλίας είναι εδώ παρών; | 11 Καὶ τώρα σὺ μοῦ λέγεις· «πήγαινε καὶ ἀνάγγειλε εἰς τὸν κύριόν σου· να, ὁ Ἠλίας ἐδῶ εἶναι!» |
12 καὶ ἔσται ἐὰν ἐγὼ ἀπέλθω ἀπὸ σοῦ, καὶ πνεῦμα Κυρίου ἀρεῖ σε εἰς τὴν γῆν, ἣν οὐκ οἶδα, καὶ εἰσελεύσομαι ἀπαγγεῖλαι τῷ ᾿Αχαάβ, καὶ οὐχ εὑρήσει σε, καὶ ἀποκτενεῖ με· καὶ ὁ δοῦλός σού ἐστι φοβούμενος τὸν Κύριον ἐκ νεότητος αὐτοῦ. | 12 Εάν όμως συμβή, ώστε καθ' ον χρόνον εγώ θα φύγω από σέ, δια να μεταβώ στον Αχαάβ και σε αφαρπάση Πνεύμα Κυρίου και σε μεταφέρη εις άλλην χώραν, την οποίαν δεν γνωρίζω, εγώ δε θα παρουσιασθώ, δια να αναγγείλω στον Αχαάβ ότι είσαι εδώ και εκείνος δεν θα σε εύρη, τότε επάνω στον θυμόν του θα με θανατώση. Εγώ δε ο δούλος σου φοβούμαι τον Κυριον ανέκαθεν, από την νεαράν μου ηλικίαν. | 12 Διότι θὰ συμβῇ τοῦτο: Μόλις ἐγὼ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ σέ, διὰ νὰ μεταφέρω τὴν εἴδησιν αὐτὴν εἰς τὸν κύριόν μου, Πνεῦμα Κυρίου θὰ σὲ σηκώσῃ καὶ θὰ σὲ μεταφέρῃ μὲ τρόπον ὑπερφυσικὸν εἰς τόπον, τὸν ὁποῖον δὲν γνωρίζω. Ἔτσι, ὅταν θὰ φθάσω καὶ θὰ ἀναγγείλω τὴν εἴδησιν εἰς τὸν Ἀχαάβ, ἐκεῖνος δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ σὲ εὕρῃ, καὶ τότε θὰ μὲ φονεύσῃ. Ἀλλ’ ὅπως γνωρίζεις, ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, σέβομαι βαθύτατα τὸν Κύριον καὶ τὸν λατρεύω μὲ εἰλικρίνειαν ἀπὸ τὰ νεανικά μου χρόνια· διὰ τοῦτο εἶμαι χρήσιμος εἰς τὴν κρίσιμον αὐτὴν ἐποχὴν διὰ τὴν θρησκείαν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
13 ᾖ οὐκ ἀπηγγέλη σοι τῷ κυρίῳ μου, οἷα πεποίηκα ἐν τῷ ἀποκτείνειν τὴν ᾿Ιεζάβελ τοὺς προφήτας Κυρίου, καὶ ἔκρυψα ἀπὸ τῶν προφητῶν Κυρίου ἑκατὸν ἄνδρας, ἀνὰ πεντήκοντα ἐν σπηλαίῳ, καὶ ἔθρεψα ἐν ἄρτοις καὶ ὕδατι; | 13 Ασφαλώς δε θα έχουν γνωστοποιηθή εις σε τον κύριόν μου, όσα εγώ έκαμα δια τους προφήτας του Κυρίου, όταν η Ιεζάβελ τους εθανάτωνε. Εκρυψα από τους προφήτας του Κυρίου εκατόν άνδρας, ανά πεντήκοντα, εις δύο σπήλαια και τους έθρεψα με ψωμί και νερό. | 13 Ἢ μήπως δὲν ἐγνωστοποιήθη εἰς σέ, τὸν κύριόν μου, τὶ ἔκαμα, ὅταν ἡ Ἰεζάβελ ἐσκότωνε τοὺς προφῆτες τοῦ Κυρίου; Δὲν σοῦ εἶπαν ὅτι ἐπῆρα καὶ ἔκρυψα ἀπὸ τοὺς προφῆτες τοῦ Κυρίου ἑκατὸ ἄνδρες; Ὅτι τοὺς ἔκρυψα ἀνὰ πενῆντα εἰς κάθε σπήλαιον καὶ τοὺς ἔθρεψα ἐκεῖ μὲ ψωμὶ καὶ νερό; |
14 καὶ νῦν σὺ λέγεις μοι· πορεύου, λέγε τῷ κυρίῳ σου· ἰδοὺ ᾿Ηλιού· καὶ ἀποκτενεῖ με; | 14 Και συ τώρα μου λέγεις πήγαινε και ειπέ στον κύριόν σου, ότι ο Ηλίας είναι παρών; Εκείνος ασφαλώς θα με θανατώση”. | 14 Καὶ τώρα σὺ μοῦ λέγεις: «Πήγαινε, πὲς εἰς τὸν κύριόν σου τὸν Ἀχαάβ· νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Ἠλίας». Νὰ τοῦ ἀναγγείλω τέτοιαν εἴδησιν καὶ νὰ μὲ φονεύσῃ;» |
15 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· ζῇ Κύριος τῶν δυνάμεων, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, ὅτι σήμερον ὀφθήσομαι αὐτῷ. | 15 Ο Ηλίας απήντησεν· “ορκίζομαι στον Κυριον των δυνάμεων, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι ως δούλος, ότι σήμερον οπωσδήποτε θα παρουσιασθώ στον Αχαάβ, τον κύριόν σου”. | 15 Ὁ Ἠλίας τοῦ ἀπάντησε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ Κυρίου τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, τὸν ὁποῖον ἐγὼ ὑπηρετῶ, σὲ βεβαιώνω ὅτι σήμερα θὰ παρουσιασθῶ ὁπωσδήποτε ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἀχαάβ». |
16 καὶ ἐπορεύθη ᾿Αβδιοὺ εἰς συναντὴν τῷ ᾿Αχαὰβ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ· καὶ ἐξέδραμεν ᾿Αχαὰβ καὶ ἐπορεύθη εἰς συνάντησιν ᾿Ηλιού. | 16 Ο Αβδιού, κατόπιν της εντολής αυτής του Ηλιού, επορεύθη εις συνάντησιν του Αχαάβ και ανήγγειλεν εις αυτόν την εμφάνισιν του Ηλιού. Ο Αχαάβ έτρεξε, δια να συναντήση τον Ηλιού. | 16 Μετὰ τὴν ρητὴν αὐτὴν βεβαίωσιν τοῦ Ἠλία ὁ Ἀβδιοὺ ἐπῆγε διὰ νὰ συναντήσῃ τὸν Ἀχαὰβ καὶ τοῦ ἀνήγγειλε τὴν εἴδησιν διὰ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Προφήτου. Τότε ὁ Ἀχαὰβ ἔτρεξε καὶ ἐπῆγε διὰ να συναντήσῃ τὸν Ἠλίαν. |
17 Καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν ᾿Αχαὰβ τὸν ᾿Ηλιού, καὶ εἶπεν ᾿Αχαὰβ πρὸς ᾿Ηλιού· εἰ σὺ εἶ αὐτὸς ὁ διαστρέφων τὸν ᾿Ισραήλ; | 17 Οταν δε είδε τον προφήτην Ηλίαν του είπεν· “αλήθεια, συ δεν είσαι εκείνος ο οποίος διαστρέφστον ισραηλιτικόν λαόν;” | 17 Τότε συνέβη τοῦτο: Μόλις ὁ Ἀχαὰβ εἶδε τὸν Ἠλίαν, τοῦ εἶπε: «Σὺ δὲν εἶσαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος παραπλανᾷς, ἀναστατώνεις καὶ διαφθείρεις τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν;» |
18 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· οὐ διαστρέφω τὸν ᾿Ισραήλ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ σὺ καὶ οἶκος τοῦ πατρός σου ἐν τῷ καταλιμπάνειν ὑμᾶς τὸν Κύριον Θεὸν ὑμῶν καὶ ἐπορεύθης ὀπίσω τῶν Βααλίμ. | 18 Ο Ηλιού του απήντησε· “δεν διαστρέφω τον ισραηλιτικόν λαόν εγώ, αλλά συ και η οικογένεια του πατρός σου, διότι σεις έχετε εγκαταλείψει Κυριον τον Θεόν σας και ηκολουθήσατε την λατρείαν των ειδώλων του Βααλ. | 18 Ὁ Ἠλίας ἀπάντησε: «Δὲν παραπλανῶ, ἀναστατώνω καὶ δὲν διαφθείρω ἐγὼ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἀλλὰ σύ, ὁ Ἀχαάβ, καὶ ἡ πατρική σου οἰκογένεια· διότι σεῖς ἐγκατελείψατε τὸν Κύριον, τὸν ἀληθινὸν Θεόν σας, καὶ ἀκολουθήσατε τὴν εἰδωλολατρικὴν θρησκείαν τὸν βδελυκτοῦ Βάαλ. |
19 καὶ νῦν ἀπόστειλον, συνάθροισον πρός με πάντα ᾿Ισραὴλ εἰς ὄρος τὸ Καρμήλιον καὶ τοὺς προφήτας τῆς αἰσχύνης τετρακοσίους καὶ πεντήκοντα καὶ τοὺς προφήτας τῶν ἀλσῶν τετρακοσίου ἐσθίοντας τράπεζαν ᾿Ιεζάβελ. | 19 Και τώρα στείλε και συγκέντρωσε κοντά μου όλους τους εκπροσώπους του ισραηλιτικού λαού στο όρος Καρμηλον, όπως επίσης και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς της αισχύνης και τους τετρακοσίους άλλους ιερείς των δασών της Αστάρτης, οι οποίοι τρώγουν εις την τράπεζαν της Ιεζάβελ”. | 19 Δι' αὐτὸ στεῖλε τώρα ἀνθρώπους καὶ συγκέντρωσε ἐμπρός μου ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὸ Καρμήλιον ὄρος· συγκέντρωσε ἐπίσης καὶ τοὺς τετρακοσίους πενῆντα προφῆτες τῆς αἰσχύνης (τοῦ Βάαλ) καὶ τοὺς τετρακοσίους προφῆτες τῶν ἱερῶν εἰδωλολατρικῶν ἀλσῶν (τῆς Ἀστάρτης), οἱ ὁποῖοι τρώγουν ἀπὸ χορηγίαν, ποὺ τοὺς προσφέρει ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ». |
20 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Αχαὰβ εἰς πάντα ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπισυνήγαγε πάντας τοὺς προφήτας εἰς ὄρος τὸ Καρμήλιον. | 20 Ο Αχαάβ απέστειλε πράγματι ανθρώπους εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και συνεκέντρωσεν όλους τους ψευδείς προφήτας στο Καρμήλιον όρος. | 20 Καὶ ὁ Ἀχαὰβ ἔστειλεν ἀνθρώπους εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς προφῆτες εἰς τὸ Καρμήλιον ὅρος. |
21 καὶ προσήγαγεν ᾿Ηλιοὺ πρὸς πάντας, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ᾿Ηλιού· ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις; εἰ ἔστι Κύριος ὁ Θεός, πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ· εἰ δὲ ὁ Βάαλ, πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ. καὶ οὐκ ἀπεκρίθη ὁ λαὸς λόγον. | 21 Ο προφήτης Ηλίας επλησίασεν όλους τους συγκεντρωθέντας εκεί και είπε προς αυτούς· “έως πότε εσείς θα χωλαίνετε και από τα δύο πόδια και θα κλίνετε πότε εδώ και πότε εκεί; Εάν ο Κυριος και Θεός των πατέρων μας είναι αληθινός, ακολουθήσατε αυτόν. Εάν όμως ο Βααλ είναι ο πραγματικός θεός, λατρεύσατε αυτόν”. Ο λαός δεν απήντησε τίποτε εις αυτά. | 21 Ὅταν συνεκεντρώθησαν ὅλοι, ὁ Ἠλίας τοὺς ἐπλησίασε καὶ τοὺς εἶπε: «Μέχρι πότε σεῖς θὰ κουτσαίνετε καὶ ἀπὸ τὰ δύο πόδια καὶ θὰ ἀμφιταλαντεύεσθε πότε πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πότε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ θὰ μένετε ἀναποφάσιστοι; Ἐὰν ὁ Κύριος εἶναι ὁ πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς Θεός, ἀκολουθῆστε τον καὶ λατρεύσετέ τον· ἐὰν εἶναι πραγματικὸς ὁ Βάαλ, τότε ἀκολουθῆστε αὐτόν»! Ἀλλ’ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν ἀπάντησε οὔτε λέξιν. |
22 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ πρὸς τὸν λαόν· ἐγὼ ὑπολέλειμμαι προφήτης τοῦ Κυρίου μονώτατος, καὶ οἱ προφῆται τοῦ Βάαλ τετρακόσιοι καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ οἱ προφῆται τοῦ ἄλσους τετρακόσιοι· | 22 Ο δε Ηλιού είπε τότε προς τον λαόν· “εγώ έχω απομείνει εδώ εντελώς μόνος προφήτης του Κυρίου. Ενώ οι μεν προφήται του Βααλ είναι τετρακόσιοι και πεντήκοντα, οι δε προφήται του άλσους της Αστάρτης είναι τετρακόσιοι | 22 Τότε ὁ Ἠλίας εἶπε πρὸς τὸν λαόν: «Ἐγώ, μόνος ἐγώ, ἔχω ἀπομείνει ἐντελῶς μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῷ οἱ προφῆται τοῦ Βάαλ εἶναι τετρακόσιοι πενῆντα καὶ οἱ προφῆται τῶν ἱερῶν εἰδωλολατρικῶν ἀλσῶν (τῆς Ἀστάρτης) τετρακόσιοι. |
23 δότωσαν ἡμῖν δύο βόας, καὶ ἐκλεξάσθωσαν ἑαυτοῖς τὸν ἕνα καὶ μελισάτωσαν καὶ ἐπιθέτωσαν ἐπὶ τῶν ξύλων καὶ πῦρ μὴ ἐπιθέτωσαν, καὶ ἐγὼ ποιήσω τὸν βοῦν τὸν ἄλλον, καὶ πῦρ οὐ μὴ ἐπιθῶ. | 23 Ας μας δώσουν δύο βόϊδια και ας εκλέξουν αυτοί ένα βόϊδι, ας το κόψουν εις τεμάχια και ας το επιθέσουν επάνω εις τα ξύλα. Φωτιά όμως να μη ανάψουν. Το ίδιο θα κάμω και εγώ στο βόϊδι το άλλο και δεν θα ανάψω φωτιά επί του θυσιαστηρίου. | 23 Ἂς μᾶς δώσουν λοιπὸν δύο βόδια. Καὶ αὐτοί (οἱ προφῆται τοῦ Βάαλ καὶ τῆς Ἀστάρτης) ἂς διαλέξουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των τὸ ἕνα· καὶ ἂς τὸ σφάξουν καὶ ἂς τὸ κόψουν κομμάτια καὶ ἂς τὰ βάλουν ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα τοῦ θυσιαστηρίου, ὅμως νὰ μὴ ἀνάψουν φωτιὰ εἰς τὰ ξύλα. Ἐγὼ δὲ θὰ ἑτοιμάσω πρὸς θυσίαν τὸ ἄλλο βόδι· καὶ δὲν θὰ ἀνάψω φωτιὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον. |
24 καὶ βοᾶτε ἐν ὀνόματι θεῶν ὑμῶν, καὶ ἐγὼ ἐπικαλέσομαι ἐν τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔσται ὁ θεὸς ὃς ἐὰν ἐπακούσῃ ἐν πυρί, οὗτος Θεός. καὶ ἀπεκρίθησαν πᾶς ὁ λαὸς καὶ εἶπον· καλὸν τὸ ρῆμα, ὃ ἐλάλησας. | 24 Σεις, οι ιερείς των ειδώλων, θα φωνάζετε και θα παρακαλήτε τον θεόν σας και εγώ επίσης θα επικαλεσθώ το όνομα Κυρίου του Θεού μου. Εκείνος ο Θεός θα είναι αληθινός και πραγματικός, ο οποίος θα ακούση την προσευχήν και θα στείλη πυρ επάνω στο θυσιαστήριον”. Ολοι οι παριστάμενοι αντιπρόσωποι του λαού, απεκρίθησαν και είπαν· “καλός είναι αυτός ο λόγος, τον οποίον μας είπες ας γίνη έτσι”. | 24 Καὶ σεῖς παρακαλέσατε δυνατὰ τοὺς θεούς σας, ἐγὼ δὲ θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριον, τὸν Θεόν μου. Καὶ ὁ θεός, ὁ ὁποῖος θὰ ἀκούσῃ τὴν προσευχὴν καὶ θὰ στείλῃ φωτιά, αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς Θεός». Εἰς τὴν πρότασιν αὐτὴν τοῦ Ἠλία ἀπεκρίθη ὅλος ὁ λαὸς καὶ εἶπαν: «Καλὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ εἶπες. Ἐγκρίνομεν τὴν πρότασιν». |
25 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ τοῖς προφήταις τῆς αἰσχύνης· ἐκλέξασθε ἑαυτοῖς τὸν μόσχον τὸν ἕνα καὶ ποιήσατε πρῶτοι, ὅτι πολλοὶ ὑμεῖς, καὶ ἐπικαλέσασθε ἐν ὀνόματι θεοῦ ὑμῶν καὶ πῦρ μὴ ἐπιθῆτε. | 25 Τοτε ο Ηλίας είπεν στους προφήτας της αισχύνης· “διαλέξετε σεις δια τον εαυτόν σας τον ένα μόσχον και ετοιμάσατό τον σεις πρώτοι, διότι είσθε πολλοί και επικαλεσθήτε το όνομα του θεού σας. Φωτιά όμως να μη θέσετε επάνω στο θυσιαστήριον”. | 25 Τότε ὁ Ἠλίας εἶπε πρὸς τοὺς προφῆτες τῆς αἰσχύνης (τοῦ Βάαλ): «Διαλέξετε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας τὸ ἕνα μοσχάρι καὶ ἐτοιμάστε το διὰ θυσίαν πρῶτοι, διότι σεῖς εἶσθε πολλοί· καὶ παρακαλέσατε τὸν θεόν σας, ἀλλὰ μὴ ἀνάψετε φωτιὰ εἰς τὰ ξύλα». |
26 καὶ ἔλαβον τὸν μόσχον καὶ ἐποίησαν καὶ ἐπεκαλοῦντο ἐν ὀνόματι τοῦ Βάαλ ἐκ πρωΐθεν ἕως μεσημβρίας καὶ εἶπον· ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Βάαλ, ἐπάκουσον ἡμῶν· καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις· καὶ διέτρεχον ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου, οὗ ἐποίησαν. | 26 Εκείνοι επήραν τον μόσχον, ητοίμασαν αυτόν και επεκαλούντο το όνομα του Βααλ από την πρωίαν έως την μεσημβρίαν και έλεγαν· “ω Βααλ, επάκουσέ μας. Ακουσε την προσευχήν μας, Βααλ” ! Αλλά ο θεός των ούτε τους ήκουσεν ούτε και τους απήντησεν. Εκείνοι δε έτρεχαν γύρω από το θυσιαστήριον, το οποίον κατεσκεύασαν, παρακαλούντες συνεχώς τον Βααλ. | 26 Ἐκεῖνοι ἐπῆραν τὸ μοσχάρι καὶ τὸ ἐτοίμασαν καὶ ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Βάαλ ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ μεσημέρι καὶ ἔλεγαν: «Ὦ Βάαλ· ἄκουσέ μας μὲ προσοχήν· ἄκουσε τὴν προσευχήν μας!» Ἀλλ’ οὔτε ἀπάντησις τοὺς ἐδόθη οὔτε καὶ ἡ προσευχή των ἔγινε ἀκουστή. Καθὼς ἔλεγαν αὐτὰ καὶ ἐπαρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀκούσῃ ὁ Βάαλ, ἐγύριζαν γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον, ποὺ εἶχαν κατασκευάσει. |
27 καὶ ἐγένετο μεσημβρία καὶ ἐμυκτήρισεν αὐτοὺς ᾿Ηλιοὺ ὁ Θεσβίτης καὶ εἶπεν· ἐπικαλεῖσθε ἐν φωνῇ μεγάλῃ, ὅτι θεός ἐστιν, ὅτι ἀδολεσχία αὐτῷ ἐστι, καὶ ἅμα μή ποτε χρηματίζει αὐτός, ἢ μή ποτε καθεύδει αὐτός, καὶ ἐξαναστήσεται. | 27 Εφθασεν η μεσημβρία, ο δε προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης, ειρωνευόμενος αυτούς, τους είπε· “παρακαλέσατε αυτόν με ακόμη μεγαλυτέραν φωνήν, διότι είναι θεός ! Ισως φλυαρεί κάπου, πιθανόν να ευρίσκεται προς σωματικήν του ανάγκην, δεν αποκλείεται και να κοιμάται. Φωνάξτε, δια να εξυπνήση” ! | 27 Ἔγινε δὲ μεσημέρι· καὶ ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, διὰ νὰ δείξῃ τὴν πλήρη ἀδυναμίαν τῶν εἰδώλων τοῦ Βάαλ, τοὺς ἐχλεύασε καὶ εἶπε: «Παρακαλεῖτε τὸν Βάαλ μὲ δυνατώτερη φωνή, διότι εἶναι θεός! Κάποιαν φλυαρίαν ἢ ρεμβασμὸν θὰ ἒχῃ· ἴσως ἀνακουφίζεται ἀπὸ σωματικήν του ἀνάγκην· ἢ πιθανὸν καὶ νὰ κοιμᾶται! Φωνάξετε δυνατά, ὥστε νὰ ξυπνήσῃ καὶ νὰ ἀκούσῃ τὴν προσευχήν σας!» |
28 καὶ ἐπεκαλοῦντο ἐν φωνῇ μεγάλῃ καὶ κατετέμνοντο κατὰ τὸν ἐθισμὸν αὐτῶν ἐν μαχαίραις καὶ σειρομάσταις ἕως ἐκχύσεως αἵματος ἐπ᾿ αὐτούς· | 28 Εκείνοι εκαλούσαν τον θεόν των με ακόμη μεγαλυτέραν φωνήν και, κατά την ειδωλολατρικήν των συνήθειαν, κατέκοπτον τον εαυτόν των με μαχαίρας και με αγκαθεράς λόγχας, μέχρις ότου έρρεεν επάνω εις τα σώματά των το αίμα. | 28 Ἔτσι οἱ προφῆται τοῦ Βάαλ προσηύχοντο μὲ ἰσχυρὰν φωνὴν καὶ κατὰ τὴν συνήθειάν των κατεκόπτοντο μὲ μαχαίρια καὶ νυστέρια (μικρὰ μαχαίρια, λόγχες), μέχρις ὅτου ἔτρεχεν αἷμα ἀπὸ τὸ σῶμα τους. |
29 καὶ ἐπροφήτευον ἕως οὗ παρῆλθε τὸ δειλινόν. καὶ ἐγένετο ὡς ὁ καιρὸς τοῦ ἀναβῆναι τὴν θυσίαν καὶ οὐκ ἦν φωνή. καὶ ἐλάλησεν ᾿Ηλιοὺ ὁ Θεσβίτης πρὸς τοὺς προφήτας τῶν προσοχθισμάτων λέγων· μετάστητε ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἐγὼ ποιήσω τὸ ὁλοκαύτωμά μου. καὶ μετέστησαν, καὶ ἀπῆλθον. | 29 Επεκαλούντο τον θεόν και προσηύχοντο, μέχρις ότου ήλθε το δειλινόν, η ώρα δηλαδή κατά την οποίαν προσεφέρετο η απογευματινή θυσία προς τον θεόν. Αλλά καμμία απάντησις δεν εδίδετο εις αυτούς. Ωμίλησε τότε ο Ηλιού ο Θεσβίτης προς τους προφήτας των βδελυρών θεών λέγων· “απομακρυνθήτε από αυτού τώρα και εγώ θα ετοιμάσω τον μόσχον δια το ολοκαύτωμά μου”. Εκείνοι απεμακρύνθησαν ολίγον και απεχώρησαν από εκεί. | 29 Καὶ συνέχιζαν νὰ προσεύχωνται δυνατὰ μὲ αὐτὸν τὸν ὀργιαστικὸν καὶ αἱματηρὸν τρόπον, μέχρις ὅτου ἦλθε τὸ δειλινόν· μέχρι τὴν ὥραν ποὺ προσεφέρετο ἡ ἀπογευματινὴ θυσία (περὶ τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα). Ἀλλὰ δὲν ἔπαιρναν καμμίαν ἀπάντησιν. Τότε ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης ἐμίλησε πρὸς τοὺς προφῆτες - ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρίας καὶ εἶπε: «Παραμερίστε τώρα· εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ἑτοιμάσω καὶ θὰ προσφέρω ἐγὼ τὴν ἰδικήν μου θυσίαν τοῦ ὁλοκαυτώματος». Καὶ ἐκεῖνοι παρεμέρισαν καὶ ἔφυγαν. |
30 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ πρὸς τὸν λαόν· προσαγάγετε πρός με· καὶ προσήγαγε πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτόν. | 30 Είπε τότε ο Ηλιού προς τον λαόν· “πλησιάσατε εδώ κοντά μου”. Και όλος ο λαός επλησίασε προς αυτόν. | 30 Καὶ ὁ Ἠλίας εἶπε πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικόν λαόν: «Ἐλᾶτε κοντά μου· πλησιάστε». Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐπλησίασε καὶ συνεκεντρώθη κοντά του. |
31 καὶ ἔλαβεν ᾿Ηλιοὺ δώδεκα λίθους κατὰ ἀριθμὸν φυλῶν τοῦ ᾿Ισραήλ, ὡς ἐλάλησε Κύριος πρὸς αὐτὸν λέγων· ᾿Ισραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου. | 31 Επήρεν ο Ηλιού δώδεκα λίθους, κατά τον αριθμόν των φυλών του Ισραήλ, όπως είχεν ομιλήσει ο Κυριος τότε προς τον Ιακώβ λέγων· “Ισραήλ θα είναι πλέον το όνομά σου”. | 31 Ὁ Ἠλίας ἐπῆρε δώδεκα πέτρες, κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως εἶχε μιλήσει παλαιὰ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἰακὼβ καὶ τοῦ εἶπε: «Θὰ ὀνομάζεσαι πλέον Ἰσραήλ». |
32 καὶ ᾠκοδόμησε τοὺς λίθους ἐν ὀνόματι Κυρίου καὶ ἰάσατο τὸ θυσιαστήριον τὸ κατεσκαμμένον, καὶ ἐποίησε θάλασσαν χωροῦσαν δύο μετρητὰς σπέρματος κυκλόθεν τοῦ θυσιαστηρίου. | 32 Και έκτισε με τους λίθους αυτούς θυσιαστήριον επ' ονόματι του Κυρίου. Ξαναέκτισε δηλαδή και ανεκαίνισεν εκεί προηγούμενον θυσιαστήριον, το οποίον είχε καταστροφή. Εκαμεν επίσης γύρω από το θυσιαστήριον τούτο μεγάλο αυλάκι, που εχωρούσε δύο μετρητάς νερού (25 περίπου κιλά). | 32 Καὶ ὁ Ἠλίας μὲ τὶς δώδεκα αὐτές πέτρες ἔκτισε θυσιαστήριον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου· ἐπεσκεύασε τὸ ἐρειπωμένον θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπῆρχεν ἐκεῖ ἀπὸ παλαιά. Γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον ἔσκαψεν ἐπίσης τάφρον, ἡ ὁποία ἐχωροῦσε περίπου δεκατέσσερα (ἕως εἴκοσι) κιλὰ νεροῦ. |
33 καὶ ἐστοίβασε τὰς σχίδακας ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ἐποίησε, καὶ ἐμέλισε τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὰς σχίδακας καὶ ἐστοίβασεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ εἶπε· λάβετέ μοι τέσσαρας ὑδρίας ὕδατος καὶ ἐπιχέετε ἐπὶ τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ ἐπὶ τὰς σχίδακας· καὶ ἐποίησαν οὕτως. | 33 Εστοίβασε τα σχισμένα ξύλα επάνω στο θυσιαστήριον αυτό, που είχε κάμει, ετεμάχισε το ολοκαύτωμα και έθεσε τα τεμάχια του ζώου επάνω εις τα ξύλα, που είχε στοιβάσει στο θυσιαστήριον, και είπε· “φέρετέ μου τέσσαρας υδρίας νερό και χύσατέ το επάνω στο ολοκαύτωμα και εις τα ξύλα”. Εκείνοι δε έκαμαν, όπως τους είπεν. | 33 Κατόπιν ἐστοίβασε τὶς σχίζες τῶν ξύλων ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον ποὺ ἔκτισε, καὶ ἐκομμάτιασε τὸ μοσχάρι, ποὺ θὰ προσέφερεν ὡς ὁλοκαύτωμα, καὶ τὸ ἔβαλε ἐπάνω εἰς τὰ κομμένα ξύλα. Ἀφοῦ ἐτακτοποίησεν ὅλα ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, εἶπε: «Πάρετε καὶ φέρετέ μου τέσσερις στάμνες γεμᾶτες νερὸ καὶ χύσετε τὸ νερὸ ἐπάνω εἰς τὸ κρέας, ποὺ θὰ προσφερθῇ ὡς ὁλοκαύτωμα, καὶ ἐπάνω εἰς τὶς σχίζες τῶν ξύλων». Καὶ ἐκεῖνοι ἔκαμαν, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς διέταξεν ὁ Ἠλίας. |
34 καὶ εἶπε· δευτερώσατε· καὶ ἐδευτέρωσαν. καὶ εἶπε· τρισσώσατε· καὶ ἐτρίσσευσαν. | 34 Ο Ηλίας είπε· “κάμετε το ίδιο δια δευτέραν φοράν”. Και δια δευτέραν φοράν έρριψαν νερό. Είπε πάλιν· “δια τρίτην φοράν το ίδιο”. Και εκείνοι έχυσαν νερό δια τρίτην φοράν. | 34 Ὁ Ἠλίας τότε τοὺς εἶπε: «Κάμετε τὸ ἴδιον διὰ δευτέραν φοράν». Ἐκεῖνοι τὸ ἔκαμαν διὰ δευτέραν φοράν. Καὶ τοὺς εἶπε πάλιν: «Κάμετέ το καὶ διὰ τρίτην φοράν». Ἐκεῖνοι τὸ ἐπανέλαβαν διὰ τρίτην φοράν! |
35 καὶ διεπορεύετο τὸ ὕδωρ κύκλῳ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ τὴν θάλασσαν ἔπλησαν ὕδατος. | 35 Το νερό, που εχύθη, έτρεχεν ολόγυρα από το θυσιαστήριον και εγέμισε το αύυάκι νερό. | 35 Καὶ τὸ νερὸ ἐχύνετο καὶ ἔτρεχε γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον, ὥστε ἡ τάφρος ἐγέμισεν ἀπὸ νερόν! |
36 καὶ ἀνεβόησεν ᾿Ηλιοὺ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ισραήλ, ἐπάκουσόν μου, Κύριε, ἐπάκουσόν μου σήμερον ἐν πυρί, καὶ γνώτωσαν πᾶς ὁ λαὸς οὗτος ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ καὶ ἐγὼ δοῦλός σου καὶ διὰ σὲ πεποίηκα τὰ ἔργα ταῦτα. | 36 Ο Ηλίας προσηυχήθη με μεγάλην κραυγήν στον ουρανόν και είπε· “Κυριε, ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ισραήλ, άκουσε την προσευχήν μου. Κυριε, άκουσε σήμερον την προσευχήν μου και στείλε πυρ επάνω στο θυσιαστήριον αυτό, δια να γνωρίση όλος αυτός ο ισραηλιτικός λαός, ότι συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός του Ισραήλ, εγώ σε είμαι δούλος σου και προς δόξαν του αγίου Ονόματός σου και κατόπιν ιδικής σου εντολής έκαμα αυτά τα έργα. | 36 Τότε ὁ Ἠλίας προσηυχήθη μὲ φωνὴν δυνατὴν πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε: «Κύριε, σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰσραὴλ (τοῦ Ἰακώβ), ἄκουσε μὲ προσοχὴν σήμερα (αὐτὴν τὴν ὥραν) τὴν προσευχήν μου, Κύριε, καὶ ἀπάντησέ μου στέλλοντας φωτιά, ὥστε νὰ μάθῃ καὶ βεβαιωθῇ ὅλος αὐτὸς ὁ λαός, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι δοῦλος ἰδικός σου καὶ ὅτι ἔκαμα ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα κατόπιν τῆς ἰδικῆς σου ἐντολῆς. |
37 ἐπάκουσόν μου, Κύριε, ἐπάκουσόν μου ἐν πυρί, καὶ γνώτω ὁ λαὸς οὗτος, ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὁ Θεὸς καὶ σὺ ἔστρεψας τὴν καρδίαν τοῦ λαοῦ τούτου ὀπίσω. | 37 Επάκουσόν μου, Κυριε, επάκουσόν μου αποστέλλων πυρ και ας μάθη όλος ο λαός αυτός, ότι συ είσαι ο αληθινός Κυριος και Θεός και συ μετέστρεψες την καρδίαν του λαού αυτού, ώστε να σε ακολουθή”. | 37 Ἄκουσέ με μὲ προσοχήν, Κύριε· ἄκουσέ με μὲ προσοχὴν καὶ ἀπάντησέ μου στέλλοντας φωτιά, διὰ νὰ μάθῃ καὶ βεβαιωθῇ ὁ λαὸς αὐτός, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ παντοδύναμος Κύριος καὶ ὁ ἀληθινὸς Θεός· ὅτι σὺ εἶσαι αὐτὸς ποὺ μετέστρεψες τὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὥστε νὰ λατρεύῃ καὶ πάλιν Σέ»! |
38 καὶ ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς σχίδακας καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ τοὺς λίθους καὶ τὸν χοῦν ἐξέλειξε τὸ πῦρ. | 38 Επεσε δε τότε πυρ από τον ουρανόν παρά Κυρίου, το οποίον κατέφαγε τα τεμάχια του προς ολοκαύτωσιν ζώου, τα ξύλα και το ύδωρ, που ευρίσκετο εις την αύλακα. Ακόμη δε κατέφαγε και τους λίθους, έγλειψε δε και αυτό το χώμα. | 38 Καὶ ἔπεσεν ἀμέσως φωτιά, τὴν ὁποίαν ἔστειλεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ ἡ φωτιὰ κατέκαυσεν ἐντελῶς, ἔκαμε κάρβουνο καὶ στάχτη τὰ κομμάτια τοῦ ζώου, ποὺ προσεφέρετο ὡς ὁλοκαύτωμα, καὶ τὶς σχίζες τῶν ξύλων· τὸ νερό, ποὺ εὐρίσκετο εἰς τὴν τάφρον, τὸ ἐστέγνωσεν ἐντελῶς, καὶ ἀσβεστοποίησε τὶς πέτρες τοῦ θυσιαστηρίου· ἡ φωτιὰ ἔγλειψε καὶ ἐκαψάλισε καὶ αὐτὸ τὸ χῶμα! |
39 καὶ ἔπεσε πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ εἶπον· ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτὸς ὁ Θεός. | 39 Ολος ο λαός, όταν είδε το καταπληκτικόν θαύμα, έπεσεν στο έδαφος, προσεκύνησαν τον Θεόν και είπαν· “ο Κυριος και ο Θεός μας, αυτός είναι ο πραγματικός Θεός”. | 39 Μετὰ τὸ καταπληκτικὸν αὐτὸ θαῦμα ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔπεσε μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν, προσκυνῶντας εὐλαβικὰ καὶ ταπεινά, καὶ μὲ μίαν φωνὴν εἶπαν: «Ἀληθινά! Ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς Θεός!» |
40 καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ πρὸς τὸν λαόν· συλλάβετε τοὺς προφήτας τοῦ Βάαλ, μηδεὶς σωθήτω ἐξ αὐτῶν· καὶ συνέλαβον αὐτούς, καὶ κατάγει αὐτοὺς ᾿Ηλιοὺ εἰς τὸν χειμάρρουν Κισσῶν καὶ ἔσφαξεν αὐτοὺς ἐκεῖ. | 40 Είπε δε τότε ο Ηλιού προς τον λαόν· “συλλάβετε τους ιερείς του Βααλ. Κανείς από αυτούς δεν πρέπει να διασωθή”. Οι άνδρες συνέλαβαν τους ιερείς, ο δε Ηλίας τους κατεβίβασεν στον χείμαρρον Κισσών, όπου και τους έσφαξεν. | 40 Τότε ὁ Ἠλίας διέταξε τὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Συλλάβετε τοὺς προφῆτες τοῦ Βάαλ· κανεὶς δὲν πρέπει νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ αὐτούς». Οἱ Ἰσραηλῖται τοὺς συνέλαβαν ὅλους καὶ ὁ Ἠλίας τοὺς παρέλαβε καὶ τοὺς κατέβασε ἀπὸ τὸ Καρμήλιον ὅρος εἰς τὸν χείμαρρον Κισσῶν καὶ τοὺς ἔσφαξεν ἐκεῖ! |
41 Καὶ εἶπεν ᾿Ηλιοὺ τῷ ᾿Αχαάβ· ἀνάβηθι καὶ φάγε καὶ πίε, ὅτι φωνὴ τῶν ποδῶν τοῦ ὑετοῦ. | 41 Είπε κατόπιν ο Ηλίας προς τον Αχαάβ· “σήκω, φάγε και πίε, διότι ακούεται ο θόρυβος της ερχομένης βροχής, σαν πόδια πεζοπορούντων”. | 41 Καὶ ὁ Ἠλίας εἶπεν εἰς τὸν Ἀχαάβ: «Ἀνέβα, φάγε καὶ πίε, διότι ἀκούεται βουητὸ πολλῆς βροχῆς, ποὺ ἔρχεται· βουητὸ ὅπως τὸ ποδοβολητό». |
42 καὶ ἀνέβη ᾿Αχαὰβ τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν, καὶ ᾿Ηλιοὺ ἀνέβη ἐπὶ τὸν Κάρμηλον καὶ ἔκυψεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔθηκε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀνὰ μέσον τῶν γονάτων αὐτοῦ. | 42 Ο Αχαάβ ανέβη εις κάποιο εκεί ύψωμα, δια να φάγη και να πιή. Ο δε Ηλιού ανέβη εις μίαν κορυφήν του Καρμήλου, έσκυψεν εις την γην, έθεσε το πρόσωπόν του ανάμεσα εις τα γόνατά του και προσηύχετο. | 42 Ἐνῷ ὁ Ἀχαὰβ ἀνέβη εἰς κάποιο ὕψωμα διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ πιῇ, ὁ Ἠλίας ἀνέβη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους Κάρμηλον καὶ ἔσκυψε εἰς τὴν γῆν καὶ ἔβαλε τὸ πρόσωπόν του μεταξὺ τῶν γονάτων του. |
43 καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ· ἀνάβηθι καὶ ἐπίβλεψον ὁδὸν τῆς θαλάσσης. καὶ ἐπέβλεψεν τὸ παιδάριον καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν οὐθέν. καὶ εἶπεν ᾿Ηλιού· καὶ σὺ ἐπίστρεψον ἑπτάκις· | 43 Κατόπιν ο Ηλιού είπεν στον υπηρέτην του· “ανέβα εις ένα ύψωμα και στρέψε τα βλέμματά σου προς δυσμάς, προς το μέρος της θαλάσσης”. Ο υπηρέτης ανέβη πράγματι, εγύρισε το βλέμμα του προς την θάλασσαν και είπε· “δεν υπάρχει τίποτε”. Ο Ηλίας του απήντησε· “πήγαινε και έλα επτά φοράς”. | 43 Καὶ ἀφοῦ προσηυχήθη ἔτσι θερμά, εἶπεν εἰς τὸν ὑπηρέτην του: «Ἀνέβα τώρα καὶ κύτταξε πρὸς τὰ δυτικά, πρὸς τὸ μέρος τῆς Μεσογείου θαλάσσης». Ὁ ὑπηρέτης ἀνέβη, ἐκύτταξε πρὸς τὰ δυτικὰ καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἠλίαν: «Δὲν ὑπάρχει τίποτε· δὲν βλέπω τίποτε». Ὁ Ἠλίας τοῦ ἀπάντησε: «Πήγαινε καὶ ἔλα ἑπτὰ φορές». |
44 καὶ ἐπέστρεψε τὸ παιδάριον ἑπτάκις. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑβδόμῳ καὶ ἰδοὺ νεφέλη μικρὰ ὡς ἴχνος ἀνδρὸς ἀνάγουσα ὕδωρ· καὶ εἶπεν· ἀνάβηθι καὶ εἶπον τῷ ᾿Αχαάβ· ζεῦξον τὸ ἅρμα σου καὶ κατάβηθι, μὴ καταλάβῃ σε ὁ ὑετός. | 44 Ο υπηρέτης επήγε και ήλθεν επτά φοράς. Κατά δε την εβδόμην φοράν, ιδού εφάνη μία μικρά νεφέλη, το μέγεθος της οποίας ήτο σαν το ίχνος που αφήνει το πάτημα ανδρός και αυτή προεμήνυε βροχήν. Ο Ηλίας είπε τότε στον υπηρέτην του· “πήγαινε και ειπέ στον Αχαάβ· Ζεύξε το άρμα σου και κατέβα, μήπως σε προλάβη η βροχή στον δρόμον”. | 44 Καὶ ὁ ὑπηρέτης ἐπῆγε καὶ ἐπέστρεψεν ἑπτὰ φορὲς καὶ τὴν ἑβδόμην φορὰν συνέβη τοῦτο: Νά· ἐφάνη ἕνα μικρὸν σύννεφον, τὸ μέγεθος τοῦ ὁποίου ἦταν τόσον, ὅσον τὸ ἴχνος ποὺ ἀφήνει τὸ πέλμα ἑνὸς ἀνδρός, καὶ τὸ σύννεφον αὐτὸ ἐπρομηνοῦσε βροχήν. Καὶ ὁ Ἠλίας εἶπεν εἰς τὸν ὑπηρέτην του: «Ἀνέβα καὶ πὲς εἰς τὸν Ἀχαάβ· (ἐτοίμασε καὶ ζεῦξε τὸ ἅρμα σου καὶ κατέβα ἀπὸ τὸ ὄρος, διὰ νὰ μὴ σὲ προλάβῃ καὶ σὲ ἀνακόψῃ ἡ βροχή». |
45 καὶ ἐγένετο ἕως ὧδε καὶ ὧδε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις καὶ πνεύματι, καὶ ἐγένετο ὑετὸς μέγας· καὶ ἔκλαιε καὶ ἐπορεύετο ᾿Αχαὰβ ἕως ᾿Ιεζράελ. | 45 Δεν επέρασε πολλή ώρα και ο ουρανός εσκοτείνιασεν από τα πολλά νέφη, που έφερεν ο άνεμος. Και αμέσως έπιασε μεγάλη βροχή. Ο δε Αχαάβ επορεύετο κλαίων προς την πόλιν του Ιεζράελ. | 45 Ἐν τῷ μεταξὺ συνέβη τοῦτο: Μέσα σὲ λίγο χρονικὸν διάστημα ὁ οὐρανὸς ἐσκοτείνιασε ἀπὸ μαῦρα πυκνὰ νέφη, ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾷ καὶ ἐξέσπασε πλούσια καὶ καταρρακτώδης βροχή. Καὶ ὁ Ἀχαὰβ ἔτρεχε μὲ τὸ ἅρμα του καὶ ἐπήγαινε κλαίγοντας πρὸς τὴν πόλιν Ἰεζράελ. |
46 καὶ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ τὸν ᾿Ηλιού, καὶ συνέσφιξε τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἔτρεχεν ἔμπροσθεν ᾿Αχαὰβ ἕως ᾿Ιεζράελ. | 46 Δυναμις δε του Κυρίου υπήρχεν στον Ηλιού, ο οποίος έζωσε το φόρεμά του εις την μέσην του, έφθασε και επροσπέρασε τον Αχαάβ, έως την πόλιν Ιεζράελ. | 46 Τὸ δὲ προστατευτικὸν καὶ παντοδύναμον χέρι τοῦ Κυρίου ἦταν μὲ τὸν Ἠλίαν. Καὶ αὐτὸς ἐζώσθη καλὰ καὶ ἔσφιξε τὸ φόρεμά του εἰς τὴν μέσην του διὰ νὰ τρέχῃ ἐλεύθερα· καὶ παρὰ τὸν κόπον καὶ τὴν ἠλικίαν του, ἐπροσπέρασε καὶ ἔτρεχεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ ἅρμα τοῦ Ἀχαὰβ μέχρι τῆς εἰσόδου τῆς πόλεως Ἰεζράελ. |