Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, 1 Αλήθειαν σας λέγω, ως άνθρωπος που ομιλεί ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι και έχω μαρτυρούσαν και επιβεβαιώνουσαν την αλήθειαν αυτήν ταύτην την συνείδησίν μου, η οποία φωτίζεται από το Αγιον Πνεύμα. 1 Ας ἔλθω τώρα εἰς ἄλλο ζήτημα. Λέγω ἀλήθειαν ὡς ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώρισε τὸν Χριστὸν καὶ εὑρίσκεται εἰς στενὴν σχέσιν μὲ αὐτόν. Δὲν ψεύδομαι. Εἰς τοῦτο δὲ συμμαρτυρεῖ καὶ ἡ συνείδησίς μου φωτιζομένη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. 2 Σας λέγω, λοιπόν, ότι μεγάλη λύπη υπάρχει μέσα μου, συνεχής και ακατάπαυστος πόνος εις την καρδίαν μου, δια την σκληροκαρδίαν και απιστίαν των ομοεθνών μου Εβραίων. 2 Σᾶς βεβαιώνω λοιπόν, ὅτι μεγάλη λύπη ὑπάρχει μέσα μου καὶ πόνος συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας μου διὰ τὴν ἀπιστίαν τῶν ὁμοεθνῶν μου Ἰουδαίων.
3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν κατὰ σάρκα, 3 Θα ηυχόμην δε να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από τον Χριστόν και να γίνω ανάθεμα, εάν ήτο δυνατόν με την καταδίκην μου αυτήν να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου, οι ομοεθνείς μου Ιουδαίοι. 3 Θὰ ηὐχόμην δὲ ἐγώ, τὸν ὁποῖον τίποτε δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ χωρίσῃ ἀπὸ τὸν Χριστόν, νὰ χωρισθῶ ἀπὸ αὐτὸν διαπαντός, ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ αὐτό, χάριν τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μου ἐκ σαρκικῆς καταγωγῆς.
4 οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, 4 Αυτοί που είναι απόγονοι του Ιακώβ, στους οποίους ανήκει η υιοθεσία και η δόξα με τα τόσα θαύματα που έκαμε προς χάριν αυτών ο Θεός· στους οποίους εδόθησαν αι συνθήκαι, που είχε κάμει ο Θεός με τους προγόνους των, και η νομοθεσία και η λατρεία και αι ανεκτίμητοι υποσχέσεις. 4 Λυποῦμαι δέ, διότι ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν, ποὺ μᾶς ἔφερεν ὁ Μεσσίας, αὐτοί, οι ὁποῖοι εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ τιμητικὸν ὄνομα Ἰσραήλ· αὐτοί, τοὺς ὁποίους υἱοθέτησεν ὁ Θεὸς καὶ ἐνεφανίσθη εἰς αὐτοὺς ἐνδόξως καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, τὴν ὁποίαν ἐπανειλημμένως ἀνενέωσε· τοὺς ἔδωκε δὲ καὶ τὴν νομοθεσίαν καὶ τὴν λατρείαν καὶ τὰς ὑποσχέσεις.
5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 5 Αυτοί, των οποίων οι πατέρες και οι πατριάρχαι είναι επίσημοι και ένδοξοι και από τους οποίους κατάγεται, κατά σάρκα, ο Χριστός, ο οποίος είναι Θεός, κύριος και εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνήται και να δοξάζεται στους αιώνας. Αμήν. 5 Ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὸν Μεσσίαν αὐτοί, τῶν ὁποίων ἐθνικὴ κληρονομία εἶναι οἱ μακαριστοὶ πατέρες, καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατάγεται ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην του φύσιν, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς ἐξουσιαστὴς ὅλων, ἄξιος νὰ ὑμνῆται εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ, 6 Το γεγονός όμως ότι εξέπεσαν αυτοί από τας ευλογίας, δεν σημαίνει ότι έχει ξεπέσει και διαψευσθή υπό των πραγμάτων ο λόγος του Θεού, διότι αληθινοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται σαρκικώς από τον Ισραήλ, 6 Τὸ ὅτι ὅμως ἐχωρίσθησαν οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὸν Μεσσίαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἔφερε, δὲν ἔχει τέτοιαν σημασίαν, ὁποίαν ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ ἐφαντάζετο κανείς. Δὲν σημαίνει δηλαδή, ὅτι ἔχασε τὴν δύναμίν του καὶ διεψεύσθη ὁ λόγος, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐβεβαίωσε τὴν διαθήκην του. Διότι ἀληθινὸς ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν εἶναι ὅλοι, ὅσοι κατάγονται σαρκικῶς ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ.
7 οὐδ’ ὅτι εἰσὶ σπέρμα Ἀβραάμ, πάντες τέκνα, ἀλλ’, ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα· 7 ούτε, διότι είναι σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, είναι όλοι άξια τέκνα του Αβραάμ. Αλλά, όπως ο Θεός είπεν στον Αβραάμ, “θα ονομασθούν αληθινοί απόγονοί σου από τον Ισαάκ”. 7 Οὔτε διότι εἶναι σαρκικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, εἶναι δι’ αὐτὸ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ μὲ κληρονομικὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά, καθὼς λέγει ἡ Γραφή, ἀπὸ τὸν Ἰσαὰκ θὰ ὀνομασθοῦν οἱ ἀληθινοὶ ἀπόγονοί σου.
8 τοῦτ’ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα. 8 δηλαδή τέκνα του Θεού δεν είναι όλοι οι κατά σάρκα απόγονοι του Αβραάμ, που γεννώνται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Αλλά θεωρούνται και είναι γνήσια τέκνα και πραγματικοί απόγονοι του Αβραάμ αυτοί που γεννώνται σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού. 8 Μὲ ἄλλα λόγια τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τὰ σαρκικὰ τέκνα, ποὺ γεννῶνται κατὰ νόμους φυσικούς. Ἀλλὰ τὰ τέκνα, ποὺ γεννῶνται σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ λογαριάζονται εἰς ἀληθινοὺς καὶ πραγματικοὺς ἀπογόνους.
9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 9 Διότι είναι λόγος της επισήμου υποσχέσεως του Θεού, αυτός τον οποίον είπεν στον Αβραάμ· ότι δηλαδή, “κατά το ερχόμενον έτος, εις τέτοιαν εποχήν, θα έλθω, και η στείρα Σαρρα θα έχη παιδί”, δηλαδή τον Ισαάκ. 9 Διότι εἶναι λόγος ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεως ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν προανήγγελλε τὴν γέννησιν τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ μόνου πραγματικοῦ κληρονόμου τοῦ Ἀβραάμ. Εἶπε δηλαδὴ ὁ Θεός: Τὸ ἐρχόμενον ἔτος σὰν τώρα θὰ ἔλθω καὶ ἡ στεῖρα Σάρρα θὰ ἔχῃ παιδί.
10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ρεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· 10 Οχι μόνον δε η Σαρρα ετεκνοποίησε, σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού, αλλά και η Ρεβέκκα έλαβε τέτοια υπόσχεσιν και από ένα άνδρα, δηλαδή τον πατέρα μας Ισαάκ, ετεκνοποίησε. 10 Ὄχι δὲ μόνον ἡ Σάρρα ἐγέννησε κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ Ρεβέκκα ἔλαβε θείαν ἐπαγγελίαν καὶ ὑπόσχεσιν καὶ ἀπὸ ἕνα ἄνδρα, δηλαδὴ τὸν πατέρα μας Ἰσαάκ, συνέλαβε καὶ ἐτεκνοποίησεν.
11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ’ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ καλοῦντος, 11 Είναι δε αξιοσημείωτον ο,τι πριν ακόμη γεννηθούν τα παιδιά, όταν δεν είχαν πράξει κάτι καλόν η κάτι κακόν, ελέχθη εις την Ρεβέκκαν από τον Θεόν, , 11 Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι ἀγαθὸν ἢ κακόν,
12 ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, 12 ότι “ο μεγαλύτερος, ο Ησαύ, θα υπηρετήση στον μικρότερον, στον Ιακώβ”, και τούτο δια να μένη στερεά και ακλόνητος η θεία βουλή και προαπόφασις η οποία δεν εκξαρτάται από τα έργα του ανθρώπου, αλλά από τον καλούντα Θεόν. 12 ἐλέχθη εἰς αὐτήν, ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους. 11,12 Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἐλέχθη εἰς αὐτήν, ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους.
13 καθὼς γέγραπται· τὸν Ἰακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἡσαῦ ἐμίσησα. 13 Πράγματι δε η βουλή του Θεού επραγματοποιήθη, σύμφωνα και με εκείνο που έχει γραφή και από τον προφήτην Μαλαχίαν· “τον Ιακώβ και τους απογόνους του Ισραηλίτας ηγάπησα, τον δε Ησαύ και τους Ιδουμαίους απογόνους του εμίσησα”. 13 Πράγματι δὲ ἡ ὑπόσχεσις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἔλαβε τελείαν ἐπαλήθευσιν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Μαλαχίαν· Τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ κατάγονται ἀπὸ αὐτόν, ἠγάπησα, λέγει ὁ Θεός· τὸν δὲ Ἠσαῦ καὶ τοὺς ἀπογόνους του Ἰδουμαίους ἀπεδοκίμασα.
14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο. 14 Εμπρός στο γεγονός αυτό της εκλογής του Θεού τι θα είπωμεν; Μηπως διεπράχθη αδικία από τον Θεόν εις βάρος του Ησαύ; Μη γένοιτο! 14 Ἀλλ’ ἐὰν ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ προτίμησις ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν ἄνθρωπον, τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Διέπραξεν ἀδικίαν ὁ Θεὸς εἰς βάρος τοῦ Ἠσαῦ; Μὴ γένοιτο νὰ μᾶς περάσῃ ἀπὸ τὸν νοῦν κάτι τέτοιο.
15 τῷ γὰρ Μωϋσεῖ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτιρήσω ὃν ἂν οἰκτίρω. 15 Αλλά και στον Μωϋσήν είπεν ο Θεός· “εγώ ο δίκαιος και απροσωπόληπτος θα ελεήσω εκείνον που κρίνω άξιον ελέους και θα εκδηλώσω την στοργήν και τους οικτιρμούς μου προς εκείνον, τον οποίον κρίνω άξιον της εσπλαγχνίας μου”. 15 Πάντοτε οὕτως ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἀποδεικνύεται δὲ τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ εἰς ἄλλο μέρος βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸν κατ’ ἐκλογὴν προορισμόν, ποὺ κάνει ὁ δίκαιος Θεός. Εἶπε δηλαδὴ εἰς τὸν Μωϋσὴν ὁ Θεός· Θὰ ἐλεήσω ὁποιονδήποτε ἐγὼ ὁ ἀπροσωπόληπτος καὶ δίκαιος κρίνω ἄξιον τοῦ ἐλέους μου, καὶ θὰ δείξω τοὺς οἰκτιρμούς μου εἰς ὁποιονδήποτε ἐγὼ εὑρίσκω ἄξιον τῆς εὐσπλαγχνίας μου.
16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ. 16 Αρα το θείον έλεος δεν εξαρτάται κυρίως από εκείνον που το θέλει και τρέχει δια να το αποκτήση, αλλ' από τον ελεούντα Θεόν. 16 Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν ἐκ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἶναι, ὅτι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἠσαῦ ἐνήργησεν ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ ἀρχήν, τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζει γενικῶς. Κατὰ τὴν ἀρχὴν δὲ αὐτὴν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαρτᾶται τελείως καὶ ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸν θέλοντα οὐδὲ ἀπὸ τὸν ἐπιδιώκοντα τὸ ἔλεος τοῦτο ἄνθρωπον, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐλεοῦντα Θεόν.
17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δύναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 17 Διότι, όπως είναι γραμμένο εις την Εξοδον, είπεν ο Θεός στον Φαραώ· ότι “δι' αυτό τούτο επέτρεψα να εξερεθισθής και να σκληρυνθής, δια να δείξω δια μέσου σου στον λαόν μου, με τα μεγάλα θαύματά μου, την δύναμίν μου και να διαλαληθή τοιουτοτρόπως το όνομά μου εις όλην την γην”. 17 Αὐτὸ ἄλλως τε φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλο τῆς Γραφῆς παράδειγμα. Διότι λέγει ἡ Γραφὴ εἰς τὸν Φαραώ, ὅτι ἀκριβῶς δι’ αὐτὸ ἐπέτρεψα νὰ ἀνυψωθῇς εἰς τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα, διὰ νὰ δείξω διὰ σοῦ τὴν δύναμίν μου καὶ νὰ διαφημισθῇ τὸ ὄνομά μου εἰς ὅλην τὴν γῆν.
18 ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει. 18 Αρα, λοιπόν, όποιον θέλει ο παντοδύναμος Θεός ελεεί και όποιον θέλει τον αφίνει να σκληρυνθή, σύμφωνα με την δικαίαν αυτού πρόγνωσιν. 18 Συνάγεται λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὸ νέον αὐτὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς παράδειγμα, ὅτι ἐλεεῖ ὁ Θεὸς ἐκεῖνον ποὺ θέλει, ἀλλὰ καὶ ὅποιον θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται. Προϋποτίθεται ὅμως, ὅτι πάντοτε ἡ θέλησις καὶ ἡ προτίμησις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ στηρίζεται ἐπὶ τῆς προγνώσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης του.
19 Ἐρεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε; 19 Θα μου είπης όμως τώρα· αφού όποιον θέλει τον αφίνει και σκληρύνεται, διατί τον καταδικάζει; Εις το θέλημά του ποιός ποτέ έχει αντισταθή; 19 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ θὰ μοῦ προβάλῃς τὴν ἔνστασιν: Ἀφοῦ ὅποιον ὁ Θεὸς θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται, διατὶ πλέον ἀποδοκιμάζει καὶ κατακρίνει τοὺς σκληρυνομένους; Εἰς τὸ θέλημά του ποῖος ἀντεστάθη ποτέ;
20 μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως; 20 Βεβαίως, κανείς δεν έχει αντισταθή και δεν έχει ματαιώσει το θέλημα του Θεού· αλλά, ω άνθρωπε, συ ποιός είσαι ο οποίος συζητείς και αντιλέγεις προς τον Θεόν; “Μηπως είναι δυνατόν ποτέ το πήλινον αγγείον να πη στον αγγειοπλάστην που το έπλασε· Διατί με έκαμες έτσι; 20 Βεβαίως κανεὶς ποτὲ δὲν ἀντεστάθη εἰς τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ ποῖος εἶσαι σύ, ὦ ἀνόητε ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος ἀντιλέγεις εἰς τὸν Θεόν; Μήπως ἡμπορεῖ τὸ πήλινον ἀγγεῖον νὰ εἴπῃ εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔπλασε, διατὶ μὲ ἔκαμες δι’ αὐτὴν ἢ διὰ τὴν ἄλλην χρῆσιν;
21 ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν; 21 Η μήπως ο κεραμοποιός δεν είναι κύριος και εξουσιαστής στον πηλόν του, ώστε να κάμη από το αυτό φύραμα άλλο μεν σκεύος δια χρήσιν τιμητικήν και άλλο δια χρήσιν ευτελή; 21 Ἢ δὲν ἔχει ὁ ἀγγειοπλάστης ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ πηλοῦ νὰ κατασκευάσῃ ἀπὸ τὸ αὐτὸ ζυμωμένον ὑλικὸν ἄλλο μὲν ἀγγεῖον διὰ χρῆσιν τιμητικήν, ἄλλο δὲ διὰ χρῆσιν πρόστυχον; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἐκμηδενίζῃ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει τάξει τὸν καθένα διὰ κάποιον σκοπὸν ἐξυπηρετικὸν τοῦ σχεδίου του.
22 εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν, 22 Εάν δε ο Θεός, θέλων να δείξη την οργήν του και να κάμη γνωστήν την δύναμιν του, ηνέχθη με πολλήν μακροθυμίαν σκεύη οργής, τα οποία μόνα των, με την αμετανόητον κακίαν των, ετοίμασαν και προώρισαν τον ευατόν των δια την απώλειαν, συ τι ημπορείς στούτο νε πης; 22 Ἐὰν λοιπὸν θέλων ὁ Θεὸς νὰ δείξῃ τὴν ὀργήν του καὶ νὰ καταστήσῃ γνωστὸν τί δύναται νὰ κάμῃ, ἠνέχθη μὲ πολλὴν μακροθυμίαν ἀγγεῖα καὶ σκεύη ἄξια νὰ ἐπισύρουν τὴν ὀργήν του, τὰ ὁποῖα μόνα τους ἐκατάρτισαν τὸν ἑαυτόν τους διὰ τὴν ἀπώλειαν, τί ἡμπορεῖς νὰ εἴπῃς σύ, ποὺ τολμᾷς νὰ ἀντιλέγῃς εἰς τὸν Θεόν;
23 καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ἐλέους, ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν, 23 Και πάλιν τι ημπορείς να πης, εάν ο Θεός, θέλων να δείξη τον πλούτον της δόξης αυτού, έδωσε χάριν εις σκεύη ελέους, εις ανθρώπους δηλαδή αξίους του ελέους του, τους οποίους εκ των προτέρων παρεσκεύασε και ητοίμασε δια να τους δοξάση; 23 Καὶ τί πάλιν ἡμπορεῖς νὰ εἴπῃς, ἐὰν ὁ Θεὸς ἡνέχθη μὲ πολλὴν ἀγαθότητα σκεύη ἄξια τοῦ ἐλέους του, διὰ νὰ καταστήσῃ γνωστὸν τὸν πλοῦτον τῶν ἐνδόξων καὶ λαμπρῶν ἰδιοτήτων του εἰς τὰ σκεύη αὐτά, δηλαδὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀξίους τοῦ ἐλέους του, τοὺς ὁποίους ἐκ προτέρου ἐτοίμασε διὰ νὰ τοὺς δοξάσῃ;
24 οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν, 24 Αυτούς δε τους ανθρώπους, δηλαδή ημάς, εκάλεσεν εις την δόξαν, όχι μόνον από τους Ιουδαίους αλλά και από τους εθνικούς. 24 Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἴμεθα ἡμεῖς, τοὺς ὁποίους ἀδιακρίτως καταγωγῆς μᾶς ἐκάλεσεν ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς,
25 ὡς καὶ ἐν τῷ Ὡσηὲ λέγει· καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην ἠγαπημένην· 25 Συμφωνα και με εκείνο που είπε ο Θεός δια του προφήτου Ωσηέ· “θα καλέσω και θα αναδείξω λαόν μου τους εθνικούς, οι οποίοι δεν είναι τώρα λαός μου και θα καλέσω και θα αναδείξω αγαπημένην μου την εκκλησίαν των ειδωλολατρών, η οποία τώρα δεν είναι αγαπημένη μου”. 25 σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου Ὡσηέ· θὰ ὀνομάσω λαόν μου τοὺς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι τώρα δὲν εἶναι λαός μου, καὶ θὰ ὀνομάσω ἀγαπημένην τὴν Ἐκκλησίαν τῶν εἰδωλολατρῶν, ἡ ὁποία τώρα δὲν εἶναι ἀγαπημένη μου.
26 καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. 26 Και εις την χώραν όχι μόνον των Εβραίων, αλλά και των ειδωλολατρών, όπου ελέχθη εις αυτούς· “δεν είσθε σεις λαός μου”, και εκεί ακόμη θα ονομασθούν παιδιά του ζώντος Θεού. 26 καὶ θὰ συμβῇ ὥστε εἰς τὸν τόπον καὶ τὴν χώραν τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπου ἐλέχθη εἰς αὐτούς· Δὲν εἶσθε λαός μου σεῖς, ἐκεῖ θὰ ὀνομασθοῦν παιδιὰ τοΰ ζῶντος Θεοῦ.
27 Ἡσαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα σωθήσεται· 27 Αλλά και ο Ησαΐας κράζει σχετικώς με τον Ισραηλιτικόν λαόν· “εάν το πλήθος των απογόνων του Ισραήλ είναι σαν την άμμον της θαλάσσης, δεν θα σωθούν όλοι, αλλά θα σωθή το εκλεκτόν υπόλοιπον των καλοπροαιρέτων”. 27 Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡσαΐας φωνάζει διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· Ἐὰν εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραὴλ ἀναρίθμητος, σὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, δὲν θὰ σωθοῦν ὅλοι αὐτοί, ἀλλὰ μόνον τὸ ὑπόλοιπον τῶν καλοπροαιρέτων, ποὺ ἐξελέγη ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτό.
28 λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς. 28 Διότι “ο Θεός πραγματοποιεί και φέρει εις πέρας, σύντομα και με δικαιοσύνην, απόφασιν, που είχε λέβει, ότι δηλαδή θα πραγματοποιήση ταχέως εις την γην τον λόγον του”. 28 Διότι ὁ Θεὸς ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ ἐφοβέρισεν ὅτι θὰ λάβῃ, ἐκτελεῖ σύντομα μὲ δικαιοσύνην διότι θὰ πραγματοποιήσῃ ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς ἀπόφασιν, ποὺ σύντομα θὰ ἐκτελεσθῇ.
29 καὶ καθὼς προείρηκεν Ἡσαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλειπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν. 29 Και όπως ο προφήτης Ησαΐας έχει προαναγγείλει· “Εάν ο παντοδύναμος Κυριος δεν είχε αφήσει εν μέσω ημών αγαθούς, απογόνους του Αβραάμ, θα είχαμεν γίνει σαν τα Σοδομα και θα είχαμε ομοιωθή με τα Γομορρα”. 29 Καὶ καθὼς ὁ αὐτὸς προφήτης Ἡσαΐας ἔχει προείπει· Ἐὰν ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ δὲν διέσωζε τοὺς καλοπροαιρέτους καὶ δὲν μᾶς ἄφινεν ἀγαθοὺς ἀπογόνους, θὰ εἴχαμεν γίνει σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ εἴχαμεν ἐξομοιωθῆ πρὸς τὰ Γόμορρα.
30 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως· 30 Τι λοιπόν θα συμπεράνωμεν τώρα; Οτι τα ειδωλολατρικά έθνη που δεν επεδίωκαν να δικαιωθούν, κατέλαβον ως κτήμα των την δικαίωσιν, δικαίωσιν δε η οποία προέρχεται από την πίστιν, 30 Τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Ποῖον εἶναι τὸ συμπέρασμα τῶν λεχθέντων; Ὄχι, δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν της ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, οὔτε διεψεύσθη, ἀλλὰ λαοὶ εἰδωλολατρικοί, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπεδίωκαν νὰ δικαιωθοῦν, κατέκτησαν τὴν δικαίωσιν, δικαίωσιν δὲ ἡ ὁποία προέρχεται ἐκ πίστεως, καὶ ἔτσι ἐπαλήθευσε καὶ ἐπραγματοποιήθη ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ.
31 Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε. 31 οι δε Ισραηλίται, οι οποίοι επιζητούσα την δικαίωσιν των δια του Νομου στον αληθινόν Νομον της δικαιώσεως, δεν κατώρθωσαν να φθάσουν. 31 Ἐνῷ οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι κατεῖχον τὸν νόμον καὶ ἐπεδίωκαν τὴν δικαίωσιν διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου, δὲν κατώρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τρόπον, ποὺ νὰ ὁδηγῇ εἰς τὴν δικαίωσιν.
32 διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ’ ὡς ἐξ ἔργων νόμου· προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος, 32 Διατί; Διότι δεν επεδίωκαν την δικαίωσίν των δια της πίστεως στον Χριστόν, αλλά δια του Μωσαϊκού Νομου, ως εάν ήτο δυνατόν με έργα του Νομου να δικαιωθούν. Διότι εξ αιτίας της απιστίας των “εσκόνταψαν επάνω στον Χριστόν, ο οποίος υπήρξε δι' αυτούς λίθος προσκόμματος”. 32 Διατί; Διότι ἐπεδίωξαν τὴν δικαίωσιν ὄχι διὰ τῆς πίστεως, ἀλλὰ διὰ τῶν ἔργων τοῦ νόμου, σὰν νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ τὴν ἐπιτύχουν διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Καὶ ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των εἰς τὸν Χριστὸν ἐσκόνταψαν εἰς τὸν γνωστὸν ἀπὸ τὰς προφητείας τῆς Γραφῆς λίθον, ὀ ὁποῖος προκαλεῖ σκόνταμμα εἰἷς τοὺς τυφλωμένους ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν.
33 καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 33 Ετσι δε έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “ιδού εγώ θέτω εις την Ιερουσαλήμ ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, τον Ιησούν Χριστόν, στον οποίον όμως θα σκοντάπτουν και σαν εις πέτραν σκανδάλου θα πίπτουν όσοι δεν θα πιστεύσουν. Εξ αντιθέτου, καθένας που πιστεύει και θεμελιώνεται επάνω εις αυτόν, δεν θα εντροπιασθή”. 33 Καὶ γίνεται αὐτὸ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Ἡσαΐου· Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ Θεὸς θὰ θέσω εἰς τὴν Σιὼν τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν σὰν ἄλλον λίθον τίμιον καὶ στερεόν, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ σκοντάπτουν πολλοὶ καὶ σὰν ἄλλην πέτραν, ἕνεκα τῆς ὁποίας θὰ πίπτουν κάτω ὅσοι θὰ ἀπιστοῦν. Καθένας ὅμως, ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ.