Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. 1 Επομένως δεν υπάρχει τώρα καμμία καταδίκη στους πιστεύοντας και τους ηνωμένους με τον Ιησούν Χριστόν, οι οποίοι ζουν και πολιτεύονται όχι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της σαρκός, αλλά σύμφωνα με τας εντολάς του Πνεύματος. 1 Απὸ τὸ γεγονὸς ὅμως, ὅτι ἀπεθάναμεν ὡς πρὸς τὸν νόμον, ἐξάγεται καὶ ἕνα ἄλλο συμπέρασμα. Ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑφίσταται πλέον κανένα εἶδος καταδίκης διὰ τοὺς ἠνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, οἱ ὁποῖοι δὲν πολιτεύονται κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, ἀλλὰ κατὰ τὰς ὑπαγορεύσεις τοῦ Πνεύματος.
2 ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. 2 Διότι ο Νομος του Πνεύματος, η χάρις, ο φωτισμός και η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστόν ζωήν, με απηλευθέρωσε από τον νόμον και την κυριαρχίαν της αμαρτίας και του θανάτου. 2 Διότι ἡ δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ζωὴ καὶ μεταδίδει ζωὴν εἰς τοὺς ἠνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ἠλευθέρωσε καὶ ἐμὲ ἀπὸ τὸν νόμον καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
3 τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, 3 Διότι εκείνο το οποίον ήτο αδύνατον και ακατόρθωτον στον Νομον, που δεν ημπορούσε δηλαδή να κατανικήση την αμαρτωλότητα και την αντίστασιν του σαρκικού αμαρτωλού ανθρώπου, το επραγματοποίησε και το έφερεν εις πέρας ο Θεός με το να στείλη, δια την εξάλειψιν της αμαρτίας, τον Υιόν του τον μονογενή, με ανθρώπινον σώμα, χωρίς βέβαια και να είναι αμαρτωλόν. Και έτσι καταδίκασε και κατέλυσε την αμαρτίαν δια της αναμαρτήτου σαρκός του Υιού του, που παρεδόθη εις θάνατον. 3 Μὲ ἠλευθέρωσε δέ, διότι ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ κατορθώσῃ ὁ νόμος, ὄχι διότι ἦτο ἀτελής, ἀλλὰ διότι δὲν παρεῖχε καὶ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἠδύνατο νὰ κατανικήσῃ τὴν ἀντίστασιν τοῦ σαρκικοῦ μας φρονήματος, τὸ ἔφερεν εἰς αἴσιον πέρας ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς δηλαδή, διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὴν ἁμαρτίαν, ἔστειλε τὸν Υἱόν του μὲ σάρκα, ἡ ὁποία ὠμοίαζε μόνον, ἀλλὰ δὲν ἦτο καὶ πράγματι σὰρξ ἁμαρτίας, καὶ ἔτσι κατεδίκασε καὶ κατέλυσε τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς σαρκὸς τοῦ Υἱοῦ του, ἡ ὁποία, καίτοι ἀναμάρτητος, ὑπέστη τὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας παραδοθεῖσα εἰς θάνατον.
4 ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. 4 Δια να εκπληρωθούν πλέον με την χάριν του Θεού όλαι αι διατάξστου Νομου και από ημάς, οι οποίοι ζώμεν και φερόμεθα τώρα, όχι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της σαρκός, αλλά σύμφωνα προς τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου και τας υπαγορεύσστου Αγίου Πνεύματος. 4 Ὥστε ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦσεν ἀπὸ ἡμᾶς ὁ νόμος ὡς δίκαιον, ἐξετελέσθησαν πλήρως ἀπὸ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι πολιτευόμεθα τώρα ὄχι σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰς ὑπαγορεύσεις τῶν ἀνωτέρων πνευματικῶν μας δυνάμεων, καθὼς τὰς φωτίζει καὶ τὰς ἐνισχύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
5 οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. 5 Διότι όσοι ευρίσκονται ακόμη υπό την κυριαρχίαν της σαρκός φρονούν και επιθυμούν όσα θέλει η σαρξ· όσοι όμως κατευθύνονται από την χάριν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, σκέπτονται και φρονούν και θέλουν όσα το Αγιον Πνεύμα τους υπαγορεύει. 5 Ναί· ζῶμεν τώρα κατὰ τὰς ὑπαγορεύσεις ὄχι τῆς σαρκός, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὅσοι εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῆς σαρκός, σκέπτονται καὶ φρονοῦν καὶ θέλουν ὅσα ζητεῖ ἡ σάρξ. Ὅσοι δὲ διευθύνονται ἀπὸ τὰς ἀνωτέρας πνευματικὰς δυνάμεις μας, ὅπως γίνονται αὐταὶ ὅταν ἔχουν τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκέπτονται καὶ φρονοῦν καὶ θέλουν ἐκεῖνα, ποὺ ἀσπάζεται ἡ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγεννημένη ψυχή.
6 τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· 6 Αι σκέψεις, τα φρονήματα και αι επιθυμίαι της σαρκός προκαλούν τον πνευματικόν θάνατον. Το δε φρόνημα, που υπαγορεύει το Πνεύμα το Αγιον και η αγία κατάστασις που δημιουργεί, οδηγεί εις την αληθινήν ζωήν και ειρήνην. Διότι η σαρκική κατάστασις και επιθυμία είναι εχθρά στον Θεόν και φέρει τον θάνατον. 6 Εἶναι δὲ ἐντελῶς ἀντίθετα ἐκεῖνα, ποὺ ζητεῖ ἡ σάρξ, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ζητεῖ τὸ πνεῦμα. Διότι ἡ κατάστασις τοῦ νὰ σκέπτεται κανεὶς καὶ νὰ θέλῃ ἐκεῖνα ποὺ ζητεῖ ἡ σάρξ, προξενεῖ θάνατον πνευματικόν, ἤτοι χωρισμὸν ἀπὸ τὸν Θεόν· ἡ κατάστασις δὲ τοῦ νὰ σκέπτεται καὶ να θέλῃ κανεὶς ἐκεῖνα, ποὺ ὑπαγορεύει τὸ πνεῦμα, δημιουργεῖ ζωὴν καὶ εἰρήνην. Φέρει δὲ θάνατον ἡ κατάστασις τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου, διότι εἶναι ἔχθρα εἰς τὸν Θεόν,
7 τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται· 7 Εις τον Νομον του Θεού δεν υποτάσσεται ο σαρκικός άνθρωπος και ούτε έχει την δύναμιν να υποταχθή. 7 καθ’ ὅσον δὲν ὑποτάσσεται εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οὐδὲ τὴν δύναμιν ἔχει νὰ ὑποταχθῇ.
8 οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται. 8 Οσοι δε ζουν κατά σάρκα και πορεύονται κατά τας επιθυμίας της σαρκός, δεν ημπορούν να αρέσουν και να ευαρεστήσουν στον Θεόν. 8 Ὅσοι δὲ εἶναι παραδόμενοι εἰς σαρκικὸν καὶ κοσμικὸν βίον, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀρέσουν εἰς τὸν Θεόν.
9 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκὶ, ἀλλ’ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν· εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ. 9 Σεις όμως δεν είσθε πλέον δούλοι της σαρκός, αλλ' ευρίσκεσθε υπό την καθοδήγησιν του πνεύματος σας, που έχει φωτισθή και αναγεννηθή από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, εάν βέβαια κατοική έντος υμών το Πνεύμα του Θεού. Εάν δε κανείς δεν έχη μέσα του Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι άνθρωπος του Χριστού. 9 Σεῖς ὅμως δὲν εἶσθε αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι τῆς σαρκός, ἀλλὰ κυριαρχεῖσθε ἀπὸ τὸ ἀνώτερον καὶ πνευματικὸν συστατικόν σας, ὅπως ἐφωτίσθη καὶ ἀνεγεννήθη τοῦτο ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐὰν βεβαίως, ὅπως ἐλπίζω, κατοικῇ μέσα σας Πνεῦμα Θεοῦ. Ἄνθρωπος ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του Πνεῦμα Χριστοῦ, δὲν ἀνήκει εἰς τὸν Χριστόν.
10 εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι’ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην. 10 Εάν δε κατοική ο Χριστός μέσα σας, τότε έστω και αν το σώμα σας υπόκειται στον θάνατον εξ αιτίας της αμαρτίας, το πνεύμα σας όμως έχει ζωήν αιωνίαν χάρις εις την δικαίωσιν, που ελάβατε από τον Χριστόν. 10 Ἐὰν δὲ κατοικῇ μέσα σας ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Πνεύματός του, τότε τὸ μὲν σῶμα σας ὑπόκειται εἰς τὸν φυσικὸν θάνατον ἐξ αἰτίας τῆς προπατορικῆς μας ἁμαρτίας· ἡ ψυχὴ ὅμως, ποὺ ἔγινε πνευματική, θὰ ἔχη ζωὴν αἰωνίαν λόγῳ τῆς δικαιώσεως, ποὺ μᾶς ἔδωκεν ὁ Χριστός, καὶ τῆς ἀρετῆς τὴν ὁποίαν ἤδη διὰ τῆς χάριτος κατορθώνει.
11 εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος τὸν Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζῳοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεύμα ἐν ὑμῖν. 11 Εάν δε το Πνεύμα του Θεού, που ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, κατοική μέσα σας, τότε αυτός που ανέστησε τον Χριστόν θα ζωοποιήση και τα θνητά σώματα σας ένεκα του Πνεύματός του, που κατοικεί μέσα σας. 11 Δὲν σημαίνει δὲ τίποτε, ἐὰν τὸ σῶμα σας εἶναι θνητὸν καὶ ὑπόκειται εἰς θάνατον. Διότι, ἐὰν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνέστησε τὸν Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν, κατοικῇ μέσα σας, αὐτὸς ποὺ ἀνέστησε τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν, θὰ δώσῃ ζωὴν καὶ εἰς τὰ θνητὰ σώματά σας ἐξ αἰτίας τοῦ Πνεύματός του, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας.
12 Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμέν, οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν· 12 Αρα, λοιπόν, αδελφοί, αφού τέτοιες ευεργεσίες ελάβομεν και τέτοιες δωρεές ετοιμάζονται δι' ημάς, δεν έχομεν υποχρέωσιν εις την σάρκα, να ζώμεν κατά τας επιθυμίας της σαρκός (αλλά στο Πνεύμα, να ζώμεν κατάς υπαγορεύσστου Πνεύματος). 12 Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, ἠλευθερώθημεν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου· καὶ ἀφοῦ τέτοιαι ἀμοιβαὶ καὶ εὐεργεσίαι μᾶς ἐπιφυλάσσονται ἀπὸ τὸν Θεόν, εἴμεθα χρεῶσται ὄχι εἰς τὴν σάρκα, διὰ νὰ ζῶμεν κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός.
13 εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνῄσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε ζήσεσθε. 13 Διότι, εάν ζήτε κατά τας επιθυμίας της σαρκός, μέλλετε να αποθάνετε τον αιώνιον θάνατον. Εάν όμως, με τας πνευματικάς δυνάμεις που χαρίζει το Πνεύμα, αποστρέφεσθε και νεκρώνετε τας κακάς πράξστου σώματος, θα ζήσετε αιωνίως πλησίον του Θεού. 13 Διότι, ἐὰν ζῆτε ὡς δοῦλοι τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός σας, ὠρισμένως μέλλετε νὰ ἀποθάνετε τὸν ἀθάνατον τῆς αἰωνίου κολάσεως θάνατον, τὸν ὁποῖον φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ αἰώνιος χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως μὲ τὰς ἀναγεννημένας ἀπὸ τὴν θείαν χάριν πνευματικάς σας δυνάμεις νεκρώνετε τὰς κακὰς πράξεις τοῦ σώματος, θὰ ζήσετε αἰωνίως καὶ μακαρίως.
14 ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ. 14 Διότι, όσοι οδηγούνται και κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγματικοί υιοί του Θεού. 14 Θὰ ζήσετε δὲ αἰωνίως καὶ μακαρίως, διότι ὅσοι κυβερνῶνται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ εἶναι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ.
15 οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ’ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. 15 Σεις δε, όταν επιστεύσατε και εβαπτίσθητε, δεν ελάβετε ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα δουλείας, δια να περιπέσετε πάλιν εις φόβον, αλλ' ελάβετε από το Πνεύμα το Αγιον ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα υιών του Θεού κατά χάριν, ώστε χάρις εις αυτά να φωνάζωμεν με θάρρος προς τον Θεόν; Αββά ο Πατήρ! 15 Εἶσθε δὲ καὶ σεῖς υἱοὶ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ διάθεσις καὶ τὸ φρόνημα, ποὺ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σας ἐνέπνευσεν ἀπὸ τὴν στιγμὴν τοῦ βαπτίσματός σας, δὲν εἶναι πάλιν διάθεσις δουλικὴ καὶ φρόνημα σκλάβου, ποὺ προκαλεῖ φόβον, ὅπως εἴχατε φόβον, ὅταν ἦσθε ὑπὸ τὸν μωσαϊκὸν νόμον. Ἀλλὰ ἐλάβετε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα φρόνημα καὶ διάθεσιν κατὰ χάριν υἱῶν, μὲ τὸ θάρρος δέ, ποὺ μᾶς ἐμπνέει τὸ φρόνημα τοῦτο, φωνάζομεν πρὸς τὸν Θεὸν μὲ πόθον καὶ παρρησίαν: Ἀββᾶ ὁ Πατήρ.
16 αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ. 16 Αυτό δε το Αγιον Πνεύμα μαρτυρεί και επιβεβαιώνει μαζή με το ιδικόν μας πνεύμα ότι είμεθα τέκνα του Θεού. 16 Αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖ μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα μας, ὅτι εἴμεθα τέκνα Θεοῦ.
17 εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν. 17 Εάν δε είμαθα τέκνα, κατά λογικήν συνέπειαν είμεθα και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν του Θεού, που είναι πατέρας μας, συγκληρονόμοι δε μαζή με τον Χριστόν, που είναι πρωτότοκος αδελφός μας. Αποκτώμεν δε αυτά τα δικαιώματα, εάν βεβαίως πάσχωμεν και ταλαιπωρούμεθα μαζή με τον Χριστόν δια να δοξασθώμεν έτσι μαζή του. 17 Ἐὰν δὲ εἴμεθα τέκνα, κατὰ φυσικὸν λόγον εἴμεθα καὶ κληρονόμοι. Κληρονόμοι μὲν τοῦ Θεοῦ ὡς πατρός μας, συγκληρονόμοι δὲ τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀδελφοῦ μας. Γινόμεθα δὲ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν βεβαίως πάσχωμεν μαζὶ μὲ αὐτόν, ἵνα καὶ δοξασθῶμεν μαζί του.
18 Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς. 18 Φρονώ δε, και είναι απολύτως λογική η σκέψις μου, ότι τα όσα υποφέρομεν κατά το διάστημα της παρούσης ζωής δεν είναι άξια κατά κανένα τρόπον να συγκριθούν προς την δόξαν, η οποία μέλλει να αποκαλυφθή και δοθή εις ημάς. 18 Μὴ σᾶς κάνῃ δὲ ἐντύπωσιν, ὅτι ὑποφέρομεν διωγμοὺς καὶ θλίψεις. Διότι σκεπτόμενος λογικῶς πείθομαι, ὅτι δὲν εἶναι ἄξια τὰ ὅσα πάσχομεν καὶ ὑποφέρομεν κατὰ τὸν τωρινὸν καιρὸν ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν δόξαν, ἡ ὁποία μέλλει νὰ ἀποκαλυφθῇ διὰ νὰ δοθῇ εἰς ἡμᾶς.
19 ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. 19 Και αυτή ακόμη η άψυχος κτίσις ευρίσκεται εις συνεχή έντονον αναμονήν, περιμένουσα με πόθον την ένδοξον φανέρωσιν των τέκνων του Θεού. 19 Ναί· εἶναι τέτοια ἡ δόξα ἐκείνη, ὥστε ἡ σφοδρὰ ἀναμονὴ καὶ αὐτῆς τῆς ἀψύχου κτίσεως εἶναι νὰ περιμένῃ μὲ πόθον τὴν ἔνδοξον φανέρωσιν τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ.
20 τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ’ ἐλπίδι 20 Διότι και η κτίσις έχει υποδουλωθή εις την φθοράν όχι βέβαια με την θέλησίν της, αλλά από τον Θεόν, ο οποίος την υπέταξεν εις την φθοράν (μετά την πτώσιν του ανθρώπου) με την ελπίδα όμως της απαλλαγής. 20 Διότι καὶ ἡ κτίσις ὑπεδουλώθη εἰς τὸν θάνατον καὶ τὴν φθοράν, ὄχι μὲ τὴν θέλησίν της, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν ὑπέταξεν εἰς τὴν φθορὰν μὲ κάποιαν ἐλπίδα.
21 ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. 21 Η βεβαία δε ελπίς είναι ότι και αυτή η κτίσις θα ελευθερωθή από τον ζυγόν της φθοράς και του θανάτου και άφθαρτος πλέον θα λάβη μέρος εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. 21 Ποίαν δὲ ἐλπίδα; Ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις θὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσιν εἰς τὴν φθοράν, διὰ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἐνδόξου καταστάσεως τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ.
22 οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν· 22 Διότι γνωρίζομεν, ότι όλη η κτίσις μαζή στενάζει και πονεί πολύ μέχρι σήμερον. 22 Αὐτὸ ὅμως θὰ γίνῃ εἰς τὸ μέλλον. Διότι ἐκ τῆς πείρας γνωρίζομεν, ὅτι ὅλη μαζὶ ἡ κτίσις στενάζει καὶ πονεῖ ἕως τώρα.
23 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν. 23 Και όχι μόνον η κτίσις, αλλά και ημείς οι ίδιοι, μολονότι έχομεν ήδη πάρει την απαρχήν των δωρεών του Αγίου Πνεύματος ως προκαταβολήν, τρόπον τινά, και εγγύησιν δια τα μέλλοντα αγαθά, στενάζομεν εν τούτοις εσωτερικώς, περιμένοντες το πλήρες και τέλειον δώρον της υιοθεσίας μας εκ μέρους του Θεού, την απολύτρωσιν του σώματος ημών εκ της φθοράς. 23 Δὲν στενάζει δὲ μόνον ἡ κτίσις, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, καίτοι ἀπολαύομεν τὰς δωρεὰς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὰν ἄλλον ἀρραβῶνα καὶ πρώτην συγκομιδὴν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, στενάζομεν ἀπὸ τὸ βάθος τῶν καρδιῶν μας περιμένοντες τὴν τελειωτικὴν καὶ ὁλοκληρωτικὴν καὶ ἔνδοξον φανέρωσιν τῆς υἱοθεσίας, τὴν ἀπελευθέρωσιν δηλ. τοῦ σώματός μας ἀπὸ τὴν φθοράν.
24 τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; 24 Διότι τώρα έχομεν σωθή με την ελπίδα, την βεβαίαν και ασφαλή. Ελπίς όμως η οποία είναι αισθητή και ορατή, δεν είναι ελπίς. Διότι εκείνο το οποίον βλέπει κανείς με τα σωματικά του μάτια, τι λόγος υπάρχει να το ελπίζη, αφού το βλέπει ως πραγματικότητα; 24 Περιμένομεν δὲ τὴν φανέρωσιν τῆς υἱοθεσίας, διότι τώρα μὲ τὴν ἐλπίδα ἐσώθημεν. Ἐλπίδα δὲ ποὺ βλέπεται καὶ συνεπῶς ἐπραγματοποιήθη, παύει νὰ εἶναι ἐλπίδα. Διότι δι’ ἐκεῖνο, ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ σωματικά του μάτια, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίζῃ ἀκόμη δι’ αὐτό;
25 εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι’ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα. 25 Εάν όμως εκείνο, που δεν βλέπομεν, ελπίζωμεν να το αποκτήσωμεν στο μέλλον, τότε με πολλήν υπομονήν και σφοδράν επιθυμίαν το περιμένομεν. 25 Ἐὰν ὅμως ἐκεῖνο, ποὺ δὲν βλέπομεν τώρα, αὐτὸ ἐλπίζωμεν νὰ ἀπολαύσωμεν εἰς τὸ μέλλον, μὲ πολλὴν ὑπομονὴν καὶ πόθον τὸ περιμένομεν.
26 Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξώμεθα καθ’ ὃ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις· 26 Και αυτό επίσης το Αγιον Πνεύμα μας βοηθεί ωσαύτως εις όλας τας αδυναμίας μας, απαλύνει τους κόπους και τους πόνους και τας θλίψεις μας. Ειδικώτεον δε, επειδή ημείς δεν γνωρίζομεν πως πρέπει να προσευχηθώμεν και τι να ζητήσωμεν εις την προσευχήν μας, αυτό τούτο το Πνεύμα το Αγιον μεσιτεύει με το παραπάνω υπέρ ημών, εμπνέει εις τας καρδίας μας στεναγμούς ιεράς κατανύξεως, που δεν είναι δυνατόν να εκφρασθούν με λόγια, και οι οποίοι μας υψώνουν προς τον Θεόν. 26 Ἀλλὰ δὲν στενάζει μόνον ἡ κτίσις μαζί μας. Ἀλλ’ ὡσαύτως στενάζει μαζί μας καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Μὲ ἄλλας λέξεις καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς βοηθεῖ καὶ μᾶς ὑποστηρίζει εἰς τὰς φυσικὰς καὶ ἠθικὰς ἀδυναμίας μας. Διότι ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν, τί σύμφωνα μὲ τὸ πρέπον νὰ ζητήσωμεν εἰς τὴν προσευχήν μας· ἀλλ’ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα μεσιτεύει ὑπὲρ ἡμῶν ἐμπνέον εἰς τοὺς εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς στεναγμούς, τοὺς ὁποίους ἀδυνατεῖ ἀνθρωπίνη γλῶσσα νὰ ἐκφράσῃ, καὶ οἱ ὁποῖοι ὑψώνουν τὰς καρδίας των προσευχομένων μὲ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Πνεύματος εἰς ὕψη, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν ἡμπορεῖ νὰ φθάσῃ ἡ πτωχὴ τῶν ἀνθρώπων διάνοια.
27 ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων. 27 Ο Θεός όμως, ο οποίος ερευνά και τα βάθη των καρδιών, γνωρίζει τι θέλει να εκφράση με τους στεναγμούς αυτούς το Πνεύμα, διότι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, προσεύχεται και κατ' αυτόν τον τρόπον υπέρ των πιστών. 27 Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος ἐρευνᾷ καὶ αὐτὰς τὰς κρυφὰς διαθέσεις τῶν καρδιῶν, γνωρίζει τί θέλει νὰ εἴπῃ μὲ τοὺς στεναγμοὺς αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα, διότι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μεσιτεύει διὰ τῶν ἐμπνεύσεών του ὑπὲρ Χριστιανῶν.
28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· 28 Τους στεναγμούς μας δια τας θλίψεις της παρούσης ζωής τους απαλύνει και το γεγονός, ότι γνωρίζομεν πως εις εκείνους που αγαπούν τον Θεόν όλα υποβοηθούν και συνεργάζονται δια το καλόν των· εις αυτούς δηλαδή, οι οποίοι σύμφωνα με την προαιώνιον πρόθεσιν του Θεού έχουν κληθή και έχουν δεχθή την σωτηρίαν. 28 Ναί· στενάζομεν, ἀλλὰ γνωρίζομεν, ὅτι εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεόν, ὅλα συνεργοῦν διὰ τὸ καλόν τους. Αὐτοὶ ἐκλήθησαν κατὰ τὴν πρὸ αἰώνων ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐδέχθησαν τὴν σωτήριον κλῆσιν. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ συνεργοῦν ὅλα διὰ τὸ καλόν τους;
29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· 29 Διότι εκείνους τους οποίους ο Θεός έχει προγνωρίσει ως αξίους σωτηρίας δια την καλήν των διάθεσιν, τους προώρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την ένδοξον εικόνα του Υιού του, ώστε να είναι ο Υιός του Θεού πρωτοτόκος μεταξύ πολλών αδελφών, που θα είναι όμοιοί του. 29 Αὐτοὶ δὲν εἶναι τυχαία πρόσωπα. Διότι ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν παγγνωσίαν του ἐπρογνώρισεν ὁ Θεὸς ὡς ἀξίους, αὐτοὺς καὶ προώρισε διὰ νὰ γίνουν ὅμοιοι καὶ ἀποκτήσουν τὴν αὐτὴν ἠθικὴν καὶ πνευματικὴν μορφὴν πρὸς τὴν ἁγίαν καὶ ἔνδοξον εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του. Νὰ ὁμοιάσουν δηλαδὴ αὐτοὶ πρὸς τὸν χαρακτῆρα, τὴν ἁγιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνδοξον κατάστασιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ εἶναι αὐτὸς πρωτότοκος μεταξὺ πολλῶν ἀδελφῶν.
30 οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. 30 Εκείνους δε που προώρισε δια την δόξαν της ομοιώσεώς των προς τον Χριστόν, αυτούς και εκάλεσε· και αυτούς που εκάλεσε και εδέχθησαν την κλήσιν, τους κατέστησε δικαίους· και εκείνους που εδικαίωσε, αυτούς και εδόξασε εις την Βασιλείαν των ουρανών. 30 Ὅσους δὲ ἐπρογνώρισεν ὁ Θεὸς ὡς ἀξίους καὶ ἔταξεν εἰς αὐτοὺς ἕνα τέτοιον προορισμόν, τούτους κατὰ φυσικὴν συνέπειαν καὶ ἐκάλεσε διὰ τοῦ κηρύγματος εἰς τὴν πίστιν· καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐκάλεσε καὶ οἱ ὁποῖοι ἀπεδέχθησαν τὴν κλῆσιν, τοὺς κατέστησε καὶ δικαίους· ὅσους δὲ ἐδικαίωσεν, αὐτοὺς καὶ κατέστησε κληρονόμους τῆς αἰωνίου δόξης.
31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν; 31 Τι λοιπόν, θα είπωμεν και τι συμπεράσματα θα βγάλωμεν δια τας μεγάλας αυτάς δωρεάς, που μας εχάρισεν ο Θεός; Το συμπέρασμα είναι ότι, εάν ο Θεός μας αγαπά και είναι υπερασπιστής μας, ποίος θα τολμήση να εναντιωθή προς ημάς και να μας βλάψη; 31 Τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν ὡς συμπέρασμα δι’ αὐτά, ποὺ μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός; Ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι μὲ ἡμᾶς, προστάτης μας καὶ ὑπερασπιστής μας, ποῖος θὰ εἶναι ἐναντίον μας; Κανείς, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν θελήσῃ νὰ μᾶς βλάψῃ.
32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; 32 Αυτός, ο οποίος δεν ελυπήθη ούτε τον μονογενή Υιόν του, αλλά τον παρέδωκεν στον σταυρικόν θάνατον υπέρ όλων ημών, πως μαζή με αυτόν δεν θα μας χαρίση και κάθε άλλην εύνοιαν και όλα τα άλλα, που μας χρειάζονται; (Αφού μας εδώρισε το απείρως ανώτερον, δεν θα μας χαρίση και τα άλλα αγαθά;) 32 Αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν ἐλυπήθη αὐτὸν τὸν μονογενῆ Υἱόν του, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν ὅλων παρέδωκεν αὐτὸν εἰς θάνατον, πῶς δὲν θὰ μᾶς χαρίσῃ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ὅλας τὰς χάριτας, ποὺ θὰ ἀπαιτήσῃ ἡ σωτηρία μας; Ἀφοῦ μᾶς ἐχάρισεν αὐτόν, δὲν θὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ τὰ ἄλλα, ποὺ χρειάζονται διὰ νὰ σωθῶμεν;
33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· 33 Ποίος θα τολμήση να παρουσιασθή επικριτής και κατήγορος εναντίον των εκλεκτών του Θεού; Κανείς· διότι “αυτός ο ίδιος ο Θεός σβήνει και εξαλείφει τας αμαρτίας μας και μας κάμνει δικαίους”. 33 Ποῖος θὰ εὑρεθῇ κατήγορος ἐναντίον ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐξέλεξεν; Ἀπολύτως κανείς. Διότι αὐτὸς ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ μᾶς δικαιώνει.
34 τίς ὁ κατακρινῶν; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. 34 “Ποίος θα τολμήση να μας κατακρίνη και να μας καταδικάση”; Κανένας· διότι ο Χριστός είναι εκείνος, που απέθανε δι' ημάς, μάλλον δε και ανεστήθη δια την δικαίωσίν μας, ο οποίος και ευρίσκεται πάντοτε ένδοξος εις τα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα δι' ημάς. 34 Ποῖος θὰ μᾶς κατακρίνῃ καὶ ποίου ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐναντίον μας θὰ ἠμπορέσῃ νὰ σταθῇ; Κανενός. Διότι ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι κανένας ἄλλος ἀπέθανε γιὰ μᾶς. Μᾶλλον δὲ ὁ Χριστὸς καὶ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ εἶναι ἐνθρονισμένος εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μεσιτεύει πρὸς τὸν Πατέρα του ὑπὲρ ἡμῶν.
35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; 35 Ποιός, λοιπόν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Χριστού; Θλίψις η εσωτερική στενοχωρία η διωγμός εκ μέρους των απίστων η πείνα η γυμνότης η οιοσδήποτε κίνδυνος η μαχαίρα, που να μας απειλή με σφαγήν; 35 Τέτοιαν ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμὰς ὁ Χριστός. Ποῖος λοιπὸν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην αὐτήν, ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Χριστός; Μήπως θὰ μᾶς καταστήσῃ ὀλιγώτερον ἀγαπητοὺς εἰς τὸν Χριστὸν ἢ μήπως θὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπ’ αὐτοῦ θλῖψις ἀπὸ ἐξωτερικὰς περιστάσεις ἢ στενοχωρία καὶ ἐσωτερικὴ πίεσις τῶν καρδιῶν μας ἢ διωγμὸς ἢ πεῖνα ἢ γύμνια καὶ ἔλλειψις ρούχων ἢ μάχαιρα ποὺ νὰ μᾶς φοβερίζῃ μὲ σφαγήν;
36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. 36 Αντικρύζομεν βέβαια και αυτόν τον κίνδυνον της σφαγής, όπως άλλωστε έχει προφητευθή και στους ψαλμούς ότι· “ένεκά σου, Κυριε, εκτιθέμεθα εις κίνδυνον θανάτου όλην την ημέραν. Εθεωρήθημεν από τους διώκτας μας σαν πρόβατα, προωρισμένα εις σφαγήν”. 36 Ναί· καὶ μὲ σφαγὴν καὶ μὲ θάνατον θὰ μᾶς φοβερίσουν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ γράφεται εἰς τοὺς θεοπνεύστους ψαλμούς, ὅτι διὰ σέ, Κύριε, κινδυνεύομεν διαρκῶς ν’ ἀποθάνωμεν κάθε ἡμέραν τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας. Ἐθεωρήθημεν ἀπὸ τοὺς διώκτας μας σὰν πρόβατα ξεχωρισμένα διὰ νὰ σφαγοῦν.
37 ἀλλ’ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. 37 Αλλά εις όλας αυτάς τας δυσκολίας και τας απειλάς βγαίνομεν με το παραπάνω νικηταί, δια της βοηθείας του Χριστού, ο οποίος τόσον πολύ μας έχει αγαπήσει. 37 Ἀλλ’ εἰς ὅλα αὐτὰ νικῶμεν μὲ τὸ παραπάνω διὰ τῆς βοηθείας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἠγάπησε καὶ ἕνεκα τῆς ἀγάπης του δὲν μᾶς ἀφίνει ἀπροστατεύτους εἰς τοὺς κινδύνους καὶ τὰς δυσκόλους αὐτὰς περιστάσεις.
38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, 38 Διότι έχω απόλυτον πεποίθησιν και βεβαιότητα, ότι ούτε ο θάνατος, με τον οποίον μας απειλούν, ούτε αι τέρψεις και αι απολαύσεις της ζωής, τας οποίας μας υπόσχονται, ούτε αι υπερκόσμιαι δυνάμεις, τα εν ουρανοίς τάγματα των αγγέλων και των αρχών και των δυνάμεων, ούτε αι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος ούτε τα μελλοντικά γεγονότα 38 Ναί· τὰ ὑπερνικῶμεν ὅλα. Διότι εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι οὔτε θάνατος μὲ τὸν ὁποῖον ἐνδεχομένως θὰ μᾶς φοβερίσουν, οὔτε ζωὴ μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς ὑπόσχονται οἰανδήποτε εὐτυχίαν, οὔτε τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων πνευμάτων, οὔτε οἱ ἄγγελοι δηλαδή, οὔτε αἱ ἀρχαί, οὔτε αἱ δυνάμεις, ἀλλ’ οὔτε αἱ περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τοῦ παρόντος, οὔτε μέλλοντα γεγονότα,
39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. 39 ούτε ύψος δόξης ούτε βάθος ταπεινώσεως και περιφρονήσεως ούτε καμμιά άλλη κτίσις διαφορετική απ' αυτήν που βλέπομεν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Θεού, όπως μας την εφανέρωσεν ο ίδιος δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 39 οὔτε αἱ ἔνδοξοι ἐπιτυχίαι ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπον πολύ, οὔτε αἱ ἄδοξοι ταπεινώσεις ποὺ τὸν καταρρίπτουν εἰς μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίσις διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ βλέπομεν, θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μᾶς χωρίσῃ καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδειξεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας καὶ ἡ ὁποία μᾶς κρατεῖ στενὰ συνδεδεμένους μαζί του καὶ ἰδιαιτέρως προστατευομένους του.