Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Τί οὖν τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου, ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς περιτομῆς; | 1 Τοτε λοιπόν, αφού ευάρεστος ενώπιον του Θεού είναι και ο απερίτμητος, αλλ' ευσεβής εθνικός, ποίον είναι το πλεονέκτημα του Ιουδαίου η ποία είναι η ωφέλεια από την περιτομήν; | 1 Αλλ’ ἐὰν τὰ προσόντα, ποὺ ζητεῖ ὁ Θεός, εἶναι ἐσωτερικά, καὶ ἡμπορῇ νὰ ἔχῃ ταῦτα καὶ ἕνας ἐθνικὸς εὐσυνείδητος, τότε λοιπὸν ποῖον εἶναι τὸ πλεονέκτημα, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ Ἰουδαῖος ὑπερτερεῖ τὸν ἐθνικόν, ἢ ποίαν ὠφέλειαν φέρει ἡ περιτομή; |
2 πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. πρῶτον μὲν γὰρ ὅτι ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. | 2 Το πλεονέκτημα είναι πολύ και από όλας τας απόψεις. Πρώτον μεν, διότι στους Ιουδαίους ενεπιστεύθη ο Θεός τον Νομον του, τας προφητείας και τας υποσχέσστου. | 2 Τὸ πλεονέκτημα εἶναι πολὺ ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν. Πρῶτον μὲν καὶ κυριώτερον πλεονέκτημα εἶναι ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἐκρίθησαν ἄξιοι νὰ τοὺς ἐμπιστευθῇ ὁ Θεὸς τὰς ὑποσχέσεις του. |
3 τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; | 3 Τι σημασίαν δε έχει, εάν μερικοί εφάνησαν άπιστοι; Μηπως η απιστία αυτών είναι δυνατόν ποτέ να καταργήση την αξιοπιστίαν και την φιλαλήθειαν του Θεού; | 3 Τὸ προνόμιον δὲ αὐτὸ τοῦ νὰ κατέχουν αὐτοὶ τὰς ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξεμηδενίσθη. Διότι τί σημαίνει, ἐὰν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔδειξαν ἀπιστίαν; Μήπως ἡ ἀπιστία των θὰ καταργήσῃ τὴν ἀξιοπιστίαν καὶ τὴν φιλαλήθειαν τοῦ Θεοῦ; |
4 μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. | 4 Μη γένοιτο να είπη κανείς ποτέ τέτοιον λόγον· ας αποδεικνύεται δε, όπως και είναι πάντοτε, ο Θεός αληθινός και αξιόπιστος εις όλα όσα λέγει, κάθε δε άνθρωπος αντιθέτως φαίνεται ψεύστης και ασυνεπής εις τας υποσχέσεις και υποχρεώσστου, όπως άλλωστε είναι γραμμένον και στους ψαλμούς· “δια να αποδειχθής, συ ω Θεε, δίκαιος και αληθινός στους λόγους σου και να νικήσης, εάν ποτέ τολμήσουν οι άνθρωποι να σε κρίνουν”. | 4 Μὴ γένοιτο νὰ εἴπῃ κανείς, ὅτι εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ φανῇ ὁ Θεὸς ἀναξιόπιστος καὶ ἀθετητὴς τῶν ὑποσχέσεών του. Ἂς ἀποδεικνύεται δὲ ἀπὸ τὰ πράγματα ὁ Θεὸς ἀξιόπιστος εἰς τοὺς λόγους του, κάθε ἄνθρωπος δὲ ἀσυνεπὴς καὶ ψεύστης σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς ψαλμούς: Διὰ νὰ ἀποδειχθῇς, ὦ Θεέ, δίκαιος εἰς τοὺς λόγους σου καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου, καὶ νὰ νικήσῃς ὅταν οἱ ἄνθρωποι σὲ κρίνουν. |
5 εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ἄνθρωπον λέγω. | 5 Εάν δε η ιδική μας αδικία και ασυνέπεια καταδεικνύη και εξαίρη την δικαιοσύνην του Θεού, τι θα είπωμεν; Μηπως είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος εκδηλώνει την οργήν του εναντίον μας δια την αδικίαν μας αυτήν; Αυτά τα λέγω, σαν άνθρωπος που σκέπτεται και κρίνει με τον ιδικόν του νουν. | 5 Ἐὰν ὅμως σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Δαβὶδ ἡ ἰδική μας ἀπιστία καὶ ἀδικία ἀναδεικνύῃ περιφανῶς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ φιλοδίκαιον τοῦ Θεοῦ, τί θὰ εἴπωμεν; Μήπως εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὀργίζεται ἐναντίον μας διὰ τὴν ἀδικίαν μας ταύτην; Ὁμιλῶ ὅπως θὰ ἐσκέπτετο καὶ θὰ ὡμίλει ἄνθρωπος. |
6 μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ ὁ Θεὸς τὸν κόσμον; | 6 Μη γένοιτο να είπωμεν ποτέ τον Θεόν άδικον· διότι πως είναι δυνατόν τότε να κρίνη με δικαιοσύνην όλον τον κόσμον; | 6 Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ εἴπωμεν ἄδικον τὸν Θεόν. Διότι, ἐὰν ὁ Θεὸς ἀδίκως ὀργίζεται ἐναντίον τῆς ἀπιστίας καὶ ἀδικίας μας, τότε πῶς θὰ κρίνῃ καὶ θὰ δικάσῃ τὴν ὅλην ἀνθρωπότητα; |
7 εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί ἔτι κἀγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς κρίνομαι; | 7 Καθε δε αμαρτωλός θα ημπορούσε πάλιν να είπη· Εάν η φιλαλήθεια του Θεού έλαμψε και επλεόνασε, προς δόξαν του αγίου του ονόματος χάρις εις την ιδικήν μου ψευδολογίαν και ασυνέπειαν, διατί τότε εγώ κρίνομαι και δικάζομαι ως αμαρτωλός, αφού έτσι έχω συντελέσει εις την δόξαν του Θεού; | 7 Διότι τότε κάθε ἁμαρτωλὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἴπῃ: Ἐὰν ἡ φιλαλήθεια καὶ ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ ἀπεδείχθη πρὸς δόξαν του μεγάλη μὲ τὴν ἰδικήν μου ἁμαρτίαν καὶ ἀσυνέπειαν, διατὶ πλέον καὶ ἐγὼ δικάζομαι ὡς ἁμαρτωλός; |
8 καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ καθώς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα ἔνδικόν ἐστι. | 8 Και μήπως, όπως μερικοί μας συκοφαντούν ότι τάχα πιστεύομεν και λέγομεν, θα πράξωμεν τα κακά, δια να έλθουν εις ημάς τα αγαθά; Αυτών όμως, που μας συκοφαντούν, η καταδίκη εκ μέρους του Θεού είναι δικαία. | 8 Καὶ μήπως (καθὼς μᾶς συκοφαντοῦν καὶ καθὼς ἰσχυρίζονται μερικοί, ὅτι δῆθεν λέγομεν ἡμεῖς, ὅτι) θὰ κάμωμεν τὰ κακὰ διὰ νὰ ἔλθουν τὰ ἀγαθά; Ἀλλα τῶν συκοφαντῶν αὐτῶν ἡ καταδίκη καὶ ἡ κόλασις εἶναι δικαία. |
9 Τί οὖν; προεχόμεθα; οὐ πάντως· προῃτιασάμεθα γὰρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας πάντας ὑφ’ ἁμαρτίαν εἶναι, | 9 Λοιπόν, υπερέχομεν ημείς οι Ιουδαίοι από τους εθνικούς; Καθόλου και κατά κανένα τρόπον. Διότι κατηγορήσαμεν προηγουμένως και επεδείξαμεν ότι όλοι, Ιουδαίοι και Ελληνες, ευρίσκονται υπό την κυριαρχίαν της αμαρτίας. | 9 Ποῖον λοιπὸν εἶναι τὸ συμπέρασμα; Ὑπερτεροῦμεν ἀπὸ ἠθικὴν ἔποψιν ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς ἐθνικούς; Καθόλου. Διότι κατηγορήσαμεν προηγουμένως καὶ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας, ὅτι ὅλοι εἶναι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας· 10, 11 καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς ψαλμούς, ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος οὔτε ἕνας· δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ ἔχῃ διάνοιαν καθαρὰν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἱκανὴν νὰ ἐννοῇ τὴν ἠθικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἀλήθειαν· δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ζητῇ μὲ πόθον νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν. |
10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς, | 10 Οπως ακριβώς έχει γραφή στους ψαλμούς, ότι “δεν υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων ούτε ένας δίκαιος, | 10 καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς ψαλμούς, ὅτι δὲν ὑπάρχει
δίκαιος οὔτε ἕνας· |
11 οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὸν Θεόν· | 11 δεν υπάρχει κανένας με φωτισμένον νουν και καθαράν την σκέψιν, που να γνωρίζη τον Θεόν, κανένας, που να αναζητή με πόθον ειλικρινή τον Θεόν. | 11 δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ ἔχῃ διάνοιαν
καθαρὰν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἱκανὴν νὰ
ἐννοῇ τὴν ἠθικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἀλήθειαν· δὲν ὑπάρχει
κανεὶς ποὺ νὰ ζητῇ μὲ πόθον νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν. |
12 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. | 12 Ολοι παρεξέκλιναν από τον δρόμον του Θεού και συγχρόνως διεφθάρησαν· δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη το αγαθόν, το σύμφωνον με το θέλημα του Θεού και το χρήσιμον στους ανθρώπους. Δεν υπάρχει ούτε ένας. | 12 Ὅλοι παρεξετράπησαν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς, συγχρόνως δὲ καὶ ἑξαχρειώθησαν. Δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ ἐνεργῇ τὸ ἀγαθόν. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. |
13 τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν· | 13 Το στόμα των ομοιάζει με ανοικτόν τάφον, από τον οποίον αναδίδονται δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. Με τας γλώσσας των ωμιλούσαν κατά ένα τρόπον πανούργον και δόλιον· δηλητήριον οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη των· είναι έτοιμοι με τα λόγια των να πλήξουν κατά θανάσιμον τρόπον τους άλλους. | 13 Τάφος ἀνοικτός, ἕτοιμος νὰ καταπίῃ ὡς ἄλλον νεκρὸν τὸν πλησίον, εἶναι ὁ λάρυγξ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν· μὲ τὰς γλώσσας των ὡμίλουν δολίως καὶ ἔκρυπταν εἰς γλυκεῖς λόγους κακούργους σκοπούς· δηλητήριον τοῦ φιδιοῦ, ποὺ λέγεται ἀσπίς, εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ χείλη των. |
14 ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει· | 14 Το στόμα των ανθρώπων αυτών είναι γεμάτο από λόγους κατάρας και πικρίας. | 14 Τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν τὸ στόμα εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ λόγους κατάρας κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ δηλητήριον πικρίας κατὰ τῶν ἄλλων. |
15 ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, | 15 Είναι πολύ γρήγορα τα πόδια των, δια να φονεύσουν και χύσουν αίμα. | 15 Καθὼς δὲ καὶ ὁ Ἡσαΐας λέγει· Τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ φονεύσουν καὶ νὰ χύσουν αἷμα· |
16 σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, | 16 Εις τους δρόμους της ζωής των σκορπίζουν συντρίμματα και σωρεύουν δυστυχίας και θλίψεις εναντίον του πλησίον των. | 16 εἰς τοὺς δρόμους των καὶ εἰς τὰς πράξεις των σπείρουν συντρίμματα καὶ δυστυχίαν διὰ τὸν πλησίον· |
17 καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. | 17 Τον δρόμον της ειρήνης, δηλαδή ζωήν ειρήνης δια τον ευατόν των και τους άλλους, δεν εγνώρισαν και δεν εδοκίμασαν. | 17 βίον δὲ εἰρηνικὸν καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν τους καὶ διὰ τοὺς ἄλλους δὲν ἐγνώρισαν. |
18 οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. | 18 Δεν υπάρχει καθόλου φόβος του Θεού εις τα μάτια της ψυχής των, εις τα βάθη της καρδίας των”. | 18 Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των. |
19 Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ, | 19 Γνωρίζομεν, ότι όσα ο Νομος της Παλαιάς Διαθήκης λέγει, τα λέγει προς εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο υπό τον Νομον και είχον αυτόν ως οδηγόν των, δηλαδή προς τους Ιουδαίους. Και τούτο δια να φράξη και κλείση κάθε στόμα και δια να γίνη όλος ο κόσμος υπεύθυνος και υπόδικος ενώπιον του Θεού. | 19 Γνωρίζομεν δέ, ὅτι καὶ αὐτὰ καὶ ὅσα ἄλλα λέγει ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὰ λέγει εἰς ἐκείνους, ποὺ διετέλουν ὑπὸ τὸν νόμον καὶ διηυθύνοντο ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ εἰς τοὺς Ἰουδαίους. Διὰ νὰ βουλωθῇ ἔτσι κάθε στόμα καὶ διὰ νὰ γίνῃ ὅλος ὁ κόσμος ὑπόλογος καὶ ὑπόδικος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. |
20 διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ· διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας. | 20 Διότι από τα έργα του Νομου “δεν θα λάβη την δικαίωσιν και την σωτηρίαν ενώπιον του Θεού καμμία ανθρωπίνη ύπαρξις”. Επειδή δια μέσου του Νομου επιτυγχάνεται τούτο μόνον· να γνωρίση καλά ο άνθρωπος την αμαρτωλήν του κατάστασιν και την ενοχήν του. | 20 Εἶναι δὲ ὑπόδικος ὅλος ὁ κόσμος, διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ τηρήσῃ ὁ ἄνθρωπος ἐπακριβῶς ὅλον τὸν νόμον, χωρὶς νὰ παραβῇ τοῦτον, ἔστω καὶ μίαν φοράν. Συνεπῶς ἀπὸ ἔργα ὑπακοῆς εἰς τὸν νόμον δὲν θὰ ἀναγνωρισθῇ δίκαιος κανεὶς θνητὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Διότι μὲ τὸν νόμον ἐπιτυγχάνεται μόνον τὸ νὰ γνωρίσῃ καλὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτωλήν του κατάστασιν. |
21 Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, | 21 Τωρα δε χωρίς τον παλαιόν Νομον, και ως εάν δεν υπήρχεν ο Νομος αυτός, έχει πλέον φανερωθή και έγινε πραγματικότης η δικαίωσις, την οποίαν δίδει ο Θεός. Αυτή δε η δικαίωσις μαρτυρείται και προφητεύεται από τον Νομον και τους προφήτας. | 21 Τώρα ὅμως, χωρὶς ὁ παλαιὸς νόμος να συντελέσῃ εἰς τίποτε ἄλλο, ἔχει φανερωθῇ δικαίωσις, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ Θεός, καὶ ἡ δικαίωσις αὐτὴ μαρτυρεῖται καὶ προφητεύεται ἀπὸ τὸν νόμον καὶ τοὺς Προφήτας. |
22 δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας· οὐ γάρ ἐστι διαστολή· | 22 Παρέχεται δε η δικαίωσις από τον Θεόν δια μέσου της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν προς όλους και απλώνεται πλουσία επάνω εις όλους τους πιστεύοντας ανεξαιρέτως. Διότι δεν υπάρχει καμμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίων και εθνικων. | 22 Ἡ δικαίωσις δὲ αὐτὴ δίδεται ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς ὅλους καὶ πίπτει ἀφθόνως ἐπάνω εἰς ὅλους ὅσοι πιστεύουν. Διότι δὲν ὑπάρχει διάκρισις Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν. |
23 πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, | 23 Και τούτο, διότι όλοι ανεξαιρέτως ημάρησαν και έχουν στερηθή από την δόξαν, που έχει και μεταδίδει ο Θεός. | 23 Δὲν ὑπάρχει δὲ διάκρισις, διότι ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἡμάρτησαν καὶ στεροῦνται τὴν δόξαν, ποὺ κατέχει καὶ παρέχει ὁ Θεός. |
24 δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, | 24 Γινονται δε όλοι δίκαιοι και παίρνουν την σωτηρίαν δωρεάν με την χάριν του Θεού, δια της εξαγοράς από την αμαρτίαν, όπως αυτή επραγματοποιήθη με την θυσίαν του Ιησού Χριστού. | 24 Καὶ συνεπῶς γίνονται ὅλοι δίκαιοι καὶ σώζονται δωρεὰν μὲ τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ὡς βασιλεὺς πανάγαθος δίδει εἰς ἡμᾶς τοὺς καταδίκους. Μᾶς ἀπηλευθέρωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς ἑξαγορᾶς, τὴν ὁποίαν μὲ τὸ λύτρον τοῦ αἵματός του ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, |
25 ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων | 25 Αυτόν ο Θεός τον προώρισε προ πάντων των αιώνων ως ατίμητον μέσον εξιλασμού δια του τιμίου του αίματος προς σωτηρίαν των ανθρώπων και συμφιλίωσίν των με τον Θεόν δια μέσου της ορθής πίστεως. Και τούτο, δια να δειχθή και φανερωθή η δικαιοσύνη του Θεού, η τιμωρούσα το κακόν, επειδή ήτο ενδεχόμενον να την παραθεωρήσουν οι άνθρωποι, εκ του γεγονότος ότι ο Θεός ένεκα της μακροθυμίας και ανοχής του δεν είχε τιμωρήσει, όπως θα έπρεπε, τα αμαρτήματα που είχαν διαπραχθή πριν έλθη ο Χριστός. | 25 τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ὥρισε νὰ γίνῃ μέσον ἐξιλασμοῦ καὶ συμφιλιώσεως τῶν ἀνθρώπων μετὰ τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τῆς πίστεως. Καὶ ὥρισεν ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ὁ ἐξιλασμὸς αὐτὸς μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ δειχθῇ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ παραγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι ἕνεκα τῆς ἀτιμωρησίας τῶν ἁμαρτημάτων, τὰ ὁποῖα εἶχον κάμει προτοῦ ἔλθῃ ὁ Χριστός, |
26 ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως Ἰησοῦ. | 26 Εθυσιάσθη δηλαδή ο Χριστός, δια να δείξη ο Θεός την δικαιοσύνην του στον παρόντα καιρόν, ώστε με το να είναι αυτός δίκαιος να καθιστά δίκαιον και κάθε αμαρτωλόν, που θα έχη αληθινήν και ζωντανήν πίστιν στον Ιησούν. | 26 καταχρώμενοι τὴν ἀνοχήν, ποὺ ἐδείκνυεν ὁ Θεός. Ἔδωκε δηλαδὴ τὸ αἷμα του ὁ Χριστὸς ὡς θυσίαν ἐξιλασμοῦ διὰ νὰ δείξῃ ὁ Θεὸς τὴν δικαιοσύνην του εἰς τὸν παρόντα καιρόν, ὥστε νὰ εἶναι αὐτὸς δίκαιος, ἰκανοποιημένος μὲ τὴν θυσίαν τοῦ Υἱοῦ του διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ συγχρόνως νὰ ἀναγνωρίζῃ καὶ νὰ καθιστᾷ δίκαιον κάθε ἁμαρτωλόν, ποὺ εἰς τὸ ἑξῆς ἐλατήριον καὶ κυριαρχοῦσαν δύναμιν μέσα του θὰ ἔχῃ τὴν πίστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν. |
27 Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη. διὰ ποίου νόμου; τῶν ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως. | 27 Εάν, λοιπόν οι άνθρωποι επετύγχανον την δικαίωσιν και την σωτηρίαν με τα έργα των, που ευρίσκεται τώρα η καύχησίς των; Εχει αποκλεισθή εντελώς. Βασει ποίου νόμου; Με τον νόμον των έργων; Οχι, αλλά με τον νόμον της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν. | 27 Ποὺ εἶναι λοιπὸν ἡ καύχησις, τὴν ὁποίαν θὰ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν ἐδικαιοῦντο μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὴν ἀρετήν τους; Ἀπεκλείσθη ὁλοτελῶς. Μὲ ποῖον νόμον; Μὲ τὸν νόμον τῶν ἔργων; Ὄχι. Ἀλλὰ μὲ τὸν νόμον τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστόν. |
28 λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου. | 28 Ετσι, λοιπόν, ορθώς σκεπτόμενοι, συμπεραίνομεν με βεβαιότητα ότι κάθε άνθρωπος δικαιώνεται δια της πίστεως χωρίς τα έργα του παλαιού Νομου. | 28 Μὲ συλλογισμὸν λοιπὸν ἀλάνθαστον καταλήγομεν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δικαιοῦται διὰ πίστεως δωρεάν, χωρὶς τὰ ἔργα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ νόμος. |
29 ἢ Ἰουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν, | 29 Η μήπως τάχα ο Θεός είναι μόνον των Ιουδαίων Θεός, όχι δε και των εθνικών; Ναι, είναι Θεός και των εθνικών, | 29 Ἂς μὴ φανῇ δὲ εἰς κανένα ἄτοπον, ὅτι διὰ τῆς δικαιώσεως ταύτης παρέχεται ἡ σωτηρία καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς. Μήπως ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῶν Ἰουδαίων μόνον, ὄχι δὲ καὶ τῶν ἐθνικῶν; Ναί· εἶναι καὶ Θεὸς τῶν ἐθνικῶν. |
30 ἐπείπερ εἷς ὁ Θεός, ὃς δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως. | 30 επειδή ακριβώς ένας είναι ο Θεός, ο οποίος θα σώση την δικαίωσιν και την σωτηρίαν δια της πίστεως στους Εβραίους που έχουν την περιτομήν, όπως επίσης δια της πίστεως και στους απεριτμήτους εθνικούς. | 30 Ἐπειδὴ βέβαια ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος θὰ δώσῃ τὴν δικαίωσιν τόσον εἰς τοὺς ἔχοντας περιτομὴν Ἰουδαίους διὰ τῆς πίστεως καὶ ὄχι διὰ τῶν ἔργων, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους ἐθνικοὺς πάλιν διὰ μέσου τῆς πίστεως. |
31 νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν. | 31 Λοιπόν, θα ερωτήση κανείς, καταργούμεν τον Νομον εν ονόματι της πίστεως; Μη γένοιτο! Οχι μόνον δεν καταργούμεν τον Νομον, αλλ' αντιθέτως τον στηρίζομεν και του δίδομεν κύρος (διότι ακριβώς δια του Χριστού επραγματοποιήθησαν προς σωτηρίαν μας αι προφητείαι και αι επαγγελίαι του Νομου και απεδείχθη έτσι αυτός αληθής). | 31 Καταργοῦμεν λοιπὸν διὰ τῆς πίστεως τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχὺν τοῦ νόμου; Μὴ γένοιτο νὰ ὑποθέσῃ κανεὶς τοῦτο. Ὄχι μόνον δὲν καταργοῦμεν τὸν νόμον, ἀλλ’ ἀντιθέτως στηρίζομεν τὸ κῦρος τοῦ νόμου, ἀφοῦ ὁ νόμος προλέγει τὰς ἐπαγγελίας, ποὺ ἐπραγματοποίησεν ὁ Χριστός, καὶ ἀφοῦ διὰ νὰ μᾶς συγχωρηθοῦν αἱ παραβάσεις τοῦ νόμου ἐσταυρώθη ὁ Χριστός. |