Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τί οὖν ἐροῦμεν Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ σάρκα; 1 Λοιπόν τι θα είπωμεν, πως ο,τι κατώρθωσεν ο πατέρας μας ο Αβραάμ το κατώρθωσε με τας φυσικάς δυνάμεις και ικανότητάς του, χωρίς την βοήθειαν του Θεού; Ασφαλώς όχι. 1 Τί θὰ εἴπωμεν λοιπόν, ὅτι ἐπέτυχεν ὁ πατήρ μας Ἀβραὰμ μὲ τὰς φυσικάς του δυνάμεις, χωρὶς δηλαδὴ νὰ βοηθῆται ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ;
2 εἰ γὰρ Ἀβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ’ οὐ πρὸς Θεόν. 2 Διότι, εάν υποτεθή ότι ο Αβραάμ εδικαιώθη από τα έργα, τα οποία αυτός έκαμε, έχει καύχημα από τον ευατόν του και στον εαυτόν του δια τα έργα του. Αλλά δεν έχει κανένα καύχημα προς τον Θεόν; Αφού δεν έλαβε την τελείαν δικαίωσιν από την πίστιν προς Εκείνον. 2 Δὲν ἐπέτυχε τίποτε. Διότι, ἐὰν ὁ Ἀβραὰμ ἐτιμήθη ὡς δίκαιος ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ἀνθρώπους λόγῳ τῶν ἀγαθῶν του ἔργων, ἔχει λόγον καὶ ἀφορμὴν νὰ καυχᾶται ἀπέναντι τῶν ἀτελεστέρων τοῦ ἀνθρώπων, ὄχι ὅμως καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
3 τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 3 Αλλά τι λέγει η Γραφή στο θέμα αυτό; “Επίστευσεν ο Αβραάμ στον Θεόν και η πίστις αυτή εθεωρήθη ως αξιόμισθος ενώπιον του Θεού, από τον οποίον και έλαβε την δικαίωσιν”. 3 Διότι τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή; Ἐπίστευσε δὲ ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἡ πίστις αὐτὴ τοῦ ἐλογαριάσθη, σὰν νὰ ἐτήρησε κάθε νόμον καὶ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν ἀνεκήρυξε δίκαιον.
4 τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ ὀφείλημα· 4 Εις κάθε ένα δε που εργάζεται, η αμοιβή δια την εργασίαν του δεν θεωρείται ως χάρις και δωρεά, αλλ' ως χρέος, που πρέπει να καταβληθή. 4 Ἀντιθέτως ὅμως εἰς κάθε ἐργαζόμενον δὲν λογαριάζεται ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς ἐργασίας του ὡς χάρις, ἀλλ’ ὡς χρέος ποὺ τοῦ ὀφείλεται.
5 τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ, λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην, 5 Εις εκείνον όμως ο οποίος δεν έχει να παρουσιάση έργα, αλλά πιστεύει στον Θεόν, που δίδει δικαίωσιν και εις αυτόν ακόμη τον ασεβή, εάν μετανοήση, λαμβάνεται υπ' όψιν η πίστις του αυτή, ώστε να πάρη την δικαίωσιν εκ μέρους του Θεού. 5 Εἰς ἐκεῖνον ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ ἔργα, πιστεύει ὅμως εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δικαιώνει καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν ἀσεβῆ, ἡ πίστις του λογαριάζεται τόσον πολύ, ὥστε αὐτὸς γίνεται διὰ τῆς πίστεως του δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
6 καθάπερ καὶ Δαυὶδ λέγει τὸν μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην χωρὶς ἔργων· 6 Καθώς ακριβώς και ο Δαυίδ προλέγει τον μακαρισμόν του ανθρώπου, στον οποίον ο Θεός καταλογίζει και δίδει την δικαίωσιν, χωρίς να την εξαρτά πλέον από τα έργα του Νομου. 6 Καθὼς καὶ ὁ Δαβὶδ διακηρύττει τὸ ἐγκώμιον τῆς μακαριότητος τοῦ ἀνθρώπου, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς λογαριάζει δικαίωσιν, χωρὶς νὰ ἀποβλέπῃ εἰς ἔργα·
7 μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι· 7 “Μακάριοι, λέγει, είναι εκείνοι, στους οποίους έχουν συγχωρηθή αι ανομίαι και έχουν σκεπασθή, ώστε να μη καταλογίζωνται καθόλου, αι αμαρτίαι. 7 Πανευτυχεῖς, λέγει, εἶναι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἐσυγχωρήθησαν αἱ παρανομίαι καὶ τῶν ὁποίων ἐσκεπάσθησαν αἱ ἁμαρτίαι.
8 μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν. 8 Μακάριος είναι ο άνθρωπος, στον οποίον ο Θεός δεν θα καταλογίση καμμίαν αμαρτίαν”. 8 Πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος δὲν θὰ λογαριάσῃ καμμίαν ἁμαρτίαν.
9 ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν ἀκροβυστίαν; λέγομεν γάρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ Ἀβραὰμ ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην. 9 Ο μακαρισμός, λοιπόν, αυτός εις ποίους αναφέρεται; Εις τους Ιουδαίους, που έχουν την περιτομήν η και στους απεριτμήτους εθνικούς; Λοιπόν σας λέγομεν, όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι “η πίστις κατελογίσθη στον Αβραάμ ως μέγιστον πλεονέκτημα, χάρις στο οποίον του εδόθη η δικαίωσις”. 9 Ὁ μακαρισμὸς λοιπὸν αὐτὸς ἀνήκει μόνον εἰς τοὺς ἔχοντας περιτομὴν Ἰουδαίους ἢ καὶ εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους ἐθνικούς; Καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς. Διότι λέγομεν διδασκόμενοι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ὅτι ἐλογαριάσθη εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἡ πίστις ὡς δικαιοσύνη.
10 πῶς οὖν ἐλογίσθη; ἐν περιτομῇ ὄντι ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ; οὐκ ἐν περιτομῇ, ἀλλ’ ἐν ἀκροβυστίᾳ· 10 Ποτε λοιπόν και πως του κατελογίσθη αυτή η πίστις; Οταν είχε λάβει την περιτομήν η όταν ακόμη ήτο απερίτμητος; Του κατελογίσθη ως δικαιοσύνη αυτή η πίστις, όχι όταν είχε περιτμηθή, αλλ' όταν ήτο ακόμη απερίτμητος. 10 Πότε λοιπὸν τοῦ ἐλογαριάσθη; Ὅταν εἶχε περιτμηθῇ ἢ ὅταν ἦτο ἀκόμη ἀπερίτμητος; Τοῦ ἐλογαριάσθη ὡς δικαιοσύνη ἡ πίστις του ὄχι ὅταν εἶχε περιτμηθῇ, ἀλλ’ ὅταν ἦτο ἀπερίτμητος.
11 καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων δι’ ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς τὴν δικαιοσύνην, 11 Και επήρε την περιτομήν εξωτερικόν σημείον, σαν σφραγίδα, η οποία επιμαρτυρούσε και επεβεβαίωνε την δικαίωσίν του ενώπιον του Θεού, όταν ακόμη ήτο απερίτμητος, δια να είναι αυτός ο πνευματικός πατέρας όλων εκείνων, οι οποίοι καίτοι θα ήσαν απερίτμητοι, θα είχαν φωτεινήν και ζωντανήν πίστιν, ώστε να καταλογισθή και εις αυτούς, χάρις εις την πίστιν των, η δικαίωσις εκ μέρους του Θεού. 11 Καὶ ἔλαβε σημάδι ἐξωτερικὸν τὴν περιτομὴν σὰν σφραγῖδα, ἡ ὁποία ἐβεβαίωνε τὴν δικαίωσίν του ἀπὸ τὴν πίστιν ποὺ ἔδειξεν, ὅταν ἦτο ἀκόμη εἰς κατάστασιν ἀκροβυστίας. Καὶ ἔγινεν ἔτσι αὐτὸς πατέρας πνευματικὸς ὅλων ἐκείνων, ὅσοι εἶναι ἀπερίτμητοι καὶ πιστεύουν, διὰ νὰ λογαριασθῇ καὶ εἰς αὐτοὺς ἡ δικαίωσις.
12 καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ ἐκ περιτομῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσιν τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ πίστεως τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ. 12 Εγινε ακόμη και ο πατέρας των Ιουδαίων, που έχουν την περιτομήν την σαρκικήν, οι οποίοι όμως δεν επαναπαύονται εις αυτήν, αλλά ακολουθούν και τα ίχνη της πίστεως, την οποίαν είχε και έδειξεν ο πατέρας μας ο Αβραάμ, όταν ακόμη ήτο απερίτμητος. 12 Ἀλλ’ ἔγινε καὶ πατέρας ἐκείνων τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὄχι μόνον τὴν σαρκικὴν περιτομήν, ἀλλὰ καὶ ἀκολουθοῦν τὰ ἀχνάρια τῆς πίστεως, τὴν ὁποίαν, ὅταν ἦτο ἀκόμη ἀπερίτμητος, ἔδειξεν ὁ πατέρας μας Ἀβραάμ.
13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ Ἀβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, διὰ δικαιοσύνης πίστεως. 13 Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη στον Αβραάμ, ότι με την πνευματικήν βασιλείαν του κατά σάρκα απογόνος του Ιησού Χριστού, θα γίνη αυτός κληρονόμος του κόσμου, δεν του εδόθη δια μέσου κανενός νόμου, αλλά δια μέσου της δικαιώσεως, που έλαβε από την πίστιν. 13 Διότι ἡ ἐπαγγελία εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἢ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, ὅτι διὰ τῆς πνευματικῆς κυριαρχίας τοῦ ἀπογόνου του Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ γίνῃ ὁ Ἀβραὰμ κληρονόμος τοῦ κόσμου, δὲν ἐδόθη διὰ μέσου οἰουδήποτε νόμου, ἀλλὰ διὰ μέσου τῆς δικαιώσεως, τὴν ὁποίαν ἐκ πίστεως ἔλαβε.
14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· 14 Διότι, εάν κληρονόμοι του πνευματικού κόσμου γίνωνται αυτοί μόνον που έλαβαν και τηρούν τον Νομον, τότε έχει γίνει αδειανή και ανωφελής η πίστις και έχει καταργηθή πλέον η υπόσχεσις του Θεού, ότι η κληρονομία αυτή θα δοθή δωρεάν δια της πίστεως στον Χριστόν. 14 Διότι, ἐὰν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔλαβον τὸν νόμον, γίνωνται καὶ δικαιωματικῶς διὰ τῆς τηρήσεως αὐτοῦ κληρονόμοι τοῦ κόσμου, τότε ἔγινεν ἀνωφελῆς καὶ ματαία ἡ πίστις καὶ δὲν ἐπραγματοποιήθη, ἀλλὰ κατηργήθη ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἡ βεβαιοῦσα ὅτι δωρεὰν διὰ τοῦ Χριστοῦ θὰ δοθῇ ἡ κληρονομία αὐτή.
15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις. 15 (Η παράβασις του Νομου του Θεού είναι αμαρτία. Ως τοιαύτη δε συνεπάγεται την οργήν του Θεού και την καταδίκην του αμαρτωλού). Ο Νομος, επειδή βέβαια δεν τηρείται από τους ανθρώπους, επιφέρει ως συνέπειαν την οργήν του Θεού εναντίον των παραβατών, τους οποίους φυσικά και αποξενώνει από τας πνευματικάς δωρεάς, Οπου όμως δεν υπάρχει νόμος, εκεί φυσικόν είναι να μη υπάρχη ούτε παράβασις. 15 Ἀλλ’ ὄχι. Ἡ κληρονομία αὐτὴ δὲν ἐδόθη διὰ νόμου. Διότι ὁ νόμος, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι παραβαίνουν αὐτόν, φέρει ὡς ἀποτέλεσμα ὀργὴν καὶ συνεπῶς τοὺς ἀποξενώνει ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας. Τουναντίον δὲ ὅπου δὲν ὑπάρχει νόμος, ἐκεῖ οὔτε παράβασις ὑπάρχει.
16 Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν, 16 Δια τούτο η σωτηρία και η κληρονομία των αγαθών δίδεται δια μέσου της πίστεως δωρεάν και κατά χάριν και όχι ως ανταμοιβή έργων του Νομου. Ετσι δε είναι σταθερά και ασφαλής η υπόσχεσις του Θεού περί δικαιώσεως εις όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνον εις εκείνους, είχαν τον Νομον, αλλά και εις εκείνους, που χωρίς τον Νομον είχαν την πίστιν του Αβραάμ, ο οποίος κατ' αυτόν τον τρόπον είναι πατέρας όλων μας, των Εβραίων και των εθνικών, εφ' όσον έχουν την πίστιν. 16 Διότι δὲ ὁ νόμος ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν κληρονομίαν τῆς ἐπαγγελίας, διὰ τοῦτο ἡ κληρονομία παρέχεται διὰ μέσου τῆς πίστεως. Καὶ μᾶς δίδεται τώρα ἡ κληρονομία αὐτὴ ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ διὰ τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ νόμου, ἀλλὰ δωρεὰν καὶ κατὰ χάριν Θεοῦ. Ὥστε δεν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος ἕνεκα τῶν ἐξ ἀδυναμίας παραβάσεών μας νὰ καταργηθῇ ἡ ἐπαγγελία καὶ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὸν νόμον καὶ ἐξηρτῶντο ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἂν καὶ δεν εἶχαν τὸν νόμον, ἐμιμήθησαν τὴν πίστιν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἔγιναν ἔτσι πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας ὅλων μας ὅσοι ἐπιστεύσαμεν.
17 καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε, κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα· 17 Αλλωστε έτσι έχει γραφή και στο θεόπνευστον βιβλίον της Γενέσεως· ότι δηλαδή “πατέρα πολλών εθνών σε έχω θέσει” ενώπιον του Θεού, στον οποίον επίστευσε και ο οποίος δίδει ζωήν στους νεκρούς, καλεί δε εκ του μηδενός και ονομάζει και εκείνα τα οποία δεν έλαβαν ακόμη ύπαρξιν, ως εάν υπάρχουν ήδη εις την πραγματικότητα. 17 Καὶ εἶναι ὁ Ἀβραὰμ πατέρας ὅλων μας σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὴν Γένεσιν· ὅτι σὲ ἐγκατέστησα πατέρα πολλῶν ἐθνῶν. Ἐγκατεστάθη δὲ πατέρας πολλῶν ἐθνῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστευσε. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ δὲν ὑπῆρχον, ἀλλὰ θὰ ἀνεφαίνοντο εἰς τὸ μέλλον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος δίδει ζωὴν εἰς τοὺς νεκρούς, χάρις εἰς τὴν πρόγνωσίν του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παντοδυναμίαν του, διὰ τῆς ὁποίας φέρει εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰ μὴ ὑπάρχοντα, ὁμίλει καὶ δι’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὑπάρχουν εἰς τὸ παρόν, ἀλλὰ θὰ ὑπάρξουν εἰς τὸ μέλλον, σὰν νὰ ὑπῆρχον.
18 ὃς παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου· 18 Ο Αβραάμ, καίτοι λόγω της γεροντικής του ηλικίας δεν είχε καμμίαν ελπίδα κατά το ανθρώπινον να αποκτήση τέκνον, εν τούτοις ήλπισεν εις την παντοδυναμίαν του Θεού και επίστευσεν εις ότι θα εγίνετο αυτός “πατέρας πολλών εθνών”, σύμφωνα με τον λόγον του Θεού, ο οποίος του είπεν ότι οι απόγονοί σου θα είναι πολυάριθμοι ωσάν την άμμον και λαμπροί ωσάν τ' αστέρια. 18 Αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσιν ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸς δέ, καίτοι ἡ γεροντική του ἡλικία δὲν τοῦ ἔδιδε καμμίαν ἐλπίδα ν’ ἀποκτήσῃ τέκνον, μὲ τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὸ ὅτι θὰ ἐγίνετο αὐτὸς πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Θεόν· Θὰ εἶναι οἱ ἀπόγονοί σου τόσον πολλοὶ καὶ λαμπροί, ὅπως τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
19 καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας Σάρρας· 19 Και επειδή δεν έδειξεν αδυναμίαν η κλονισμόν εις την πίστιν του, δεν έλαβε υπ' όψιν του το σώμα του, το οποίον ήτο πλέον νεκρόν δια παιδοποιΐαν, αφού ήτο περίπου εκατό ετών ούτε και εσυλλογίσθη την νέκρωσιν της μήτρας της Σαρρας. 19 Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐκλονίσθη εἰς τὴν πίστιν του αὐτήν, δὲν ἐσυλλογίσθη τὸ σῶμα του, ποὺ ἦτο νεκρὸν πλέον καὶ ἀνίκανον πρὸς παιδοποιΐαν, διότι ἦτο περίπου ἑκατὸν ἐτῶν. Οὔτε ἐσυλλογίσθη τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας τῆς γυναικός του Σάρρας.
20 εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ’ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ 20 Εις την υπόσχεσιν δε αυτήν, που του έδωσεν ο Θεός, δεν εκλονίσθη από αμφιβολίας της απιστίας, αλλά τουναντίον επήρε δύναμιν δια της πίστεως και εδόξασεν έτσι τον Θεόν, ωσάν νε είχε γίνει πραγματικότης η υπόσχεσις αυτή. 20 Εἰς τὴν ὑπόσχεσιν δέ, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός, δὲν ἐταλαντεύθη ἀπὸ ἀμφιβολίας ἀπιστίας, ἀλλὰ τουναντίον ἐνεδυνάμωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν πίστιν, ἀποδώσας δόξαν εἰς τὸν Θεόν, σὰν νὰ εἶχε πραγματοποιηθῇ ἡ ὑπόσχεσις.
21 καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι. 21 Και έλαβε βεβαίαν και ακλόνητον την εσωτερικήν πληροφορίαν, ότι ο Θεός είναι δυνατός να πραγματοποιήση αυτό, το οποίον υπεσχέθη. 21 Καὶ ἐσχημάτισε βεβαίαν τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ὑπόσχεται ὁ Θεός, εἶναι δυνατὸς καὶ νὰ τὸ ἐκτελέσῃ.
22 διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 22 Δια τούτο η ακλόνητος και σταθερά αυτή πίστις του, του κατελογίσθη ως δικαίωσις. 22 Διότι δὲ ἐπίστευσε μὲ τέτοιαν πεποίθησιν, δι’ αὐτό ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του αὐτὴ ὡς δικαίωσις.
23 Οὐκ ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ, 23 Δεν εγράφη δε εις την Αγίαν Γραφήν δι' αυτόν μόνον, ότι η πίστις του κατελογίσθη εις δικαίωσιν, 23 Δὲν ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον, ὅτι ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του εἰς δικαίωσιν.
24 ἀλλὰ καὶ δι’ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα Ἰησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν, 24 αλλ' εγράφη και δι' ημάς, στους οποίους μέλλει να καταλογισθή εις δικαίωσίν μας, δι' ημάς οι οποίοι πιστεύομεν στον Θεόν Πατέρα, ο οποίος ανέστησεν εκ νεκρών τον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν. 24 Ἀλλ’ ἐγράφη καὶ δι’ ἡμᾶς, εἱς τοὺς ὁποίους μέλλει νὰ λογαριασθῇ ἡ πίστις μας εἰς δικαίωσιν· δι’ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι πιστεύομεν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνέστησεν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας ἐκ νεκρῶν.
25 ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν. 25 Αυτόν, ο οποίος παρεδόθη εις σταυρικόν λυτρωτικόν θάνατον, δια τα αμαρτήματα ημών και ανεστήθη, δια να μας δώση την δικαίωσιν και την σωτηρίαν. 25 Ὁ ὁποῖος Χριστὸς παρεδόθη εἰς θάνατον διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἀνέστη διὰ νὰ μᾶς κάμῃ δικαίους.