Τρίτη, 05 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 06:56
Δύση: 17:23
Σελ. 4 ημ.
310-56
16ος χρόνος, 6107η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν· 1 Αδελφοί, παρ' όλην την απιστίαν που μέχρι σήμερον έχουν δείξει οι Ισραηλίται, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεσις της καρδίας μου και η δέησίς μου προς τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραηλιτών, δια να δεχθούν και αυτοί την σωτηρίαν. 1 Παρ’ ὅλον ὅμως, ἀδελφοί, ποὺ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπίστησαν καὶ ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν τοῦ Μεσσίου, ἡ μὲν σφοδρὰ ἐπιθυμία καὶ εὐαρέσκεια τῆς καρδίας μου καὶ ἡ δέησις, ποὺ ἀπευθύνω εἰς τὸν Θεόν, εἶναι ὑπὲρ τῶν Ἰσραηλιτῶν, διὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σωτηρίαν.
2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν. 2 Διότι γνωρίζω και δίδω μαρτυρίαν δι' αυτούς ότι έχουν ζήλον Θεού, αλλά όχι με φωτισμένην την γνώσιν και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού. 2 Ἐπιθυμῶ δὲ νὰ σωθοῦν, διότι δίδω μαρτυρίαν δι’ αὐτούς, ὅτι ἔχουν ζῆλον διὰ τὸν Θεόν, ἀλλὰ δὲν διευθύνεται οὗτος ἀπὸ ὀρθὴν καὶ πλήρη περὶ Θεοῦ καὶ τῶν πρὸς αὐτὸν καθηκόντων μας γνῶσιν.
3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. 3 Διότι αυτοί ηγνόησαν μεν και περεμέρισαν την δικαίωσιν, που παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τας ιδικάς των αντιλήψεις περί δικαιώσεως και έτσι δεν υπετάχθησαν εις την δικαίωσιν του Θεού. 3 Δὲν ἐφρόντισαν δηλαδὴ νὰ γνωρίσουν τὴν δικαίωσιν, τὴν ὁποίαν ἐξ ἀγαθότητος δίδει ὁ Θεός, καὶ ζητοῦν νὰ στήσουν τὴν ἰδικήν τους ἀντίληψιν περὶ δικαιώσεως. Δι’ αὐτὸ δὲ δὲν ὑπέταξαν τὸν ἑαυτόν τους εἰς τὴν δικαίωσιν τοῦ Θεοῦ.
4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. 4 Διότι σκοπός του Νομου αλλά και τέρμα της αποστολής του Νομου είναι ο Χριστός, ο οποίος δίδει την δικαίωσιν στον καθένα, που πιστεύει εις αυτόν. 4 Διότι ὁ Χριστὸς ἔδωκε τέλος εἰς τὴν ἀποστολὴν καὶ τὴν ἰσχὺν τοῦ νόμου, ὥστε τώρα ἐπιτυγχάνει τὴν δικαίωσιν καθένας ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἐξαρτᾷ τὴν δικαίωσίν του ἀπὸ τὸν νόμον, ὅπως τὴν ἐξαρτοῦν οἱ ἀπιστήσαντες Ἰσραηλῖται.
5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· 5 Διότι ο Μωϋσής γράφει σχετικώς με την δικαίωσιν, η οποία προέρχεται από τον νόμον ότι· “ο άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση όλα όσα διατάσσει ο Νομος, αυτός θα ζήση δι' αυτών”. 5 Δίδεται δὲ ἡ δικαίωσις μόνον διὰ τῆς πίστεως, διότι ὁ Μωϋσῆς γράφει διὰ τὴν δικαίωσιν, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸν νόμον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ τηρήσῃ ὅλα ἀνεξαιρέτως, ὅσα ὁ νόμος διατάσσει, θὰ ζήσῃ δι’ αὐτῶν καὶ συνεπῶς αὐτὸς καὶ μόνος θὰ δικαιωθῇ. Ἡ ἀκριβὴς ὅμως τήρησις τοῦ νόμου ἦτο ἀδύνατος.
6 ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ’ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· 6 Δια δε την εκ πίστεως δικαίωσιν λέγει πάλιν ο Μωϋσής· “μη αφήσης να εισχωρήση λογισμός αμφιβολίας εις την καρδίαν σου, και είπης· ποιός θ' ανεβή στον ουρανόν;” δια να κατεβάση, δηλαδή, από εκεί τον Χριστόν, που θα μου δώση την σωτηρίαν. 6 Τουναντίον διὰ τὴν ἐκ πίστεως δικαίωσιν λέγει ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ Δευτερονόμιον· Μὴ εἰσχωρήσῃ εἰς τὴν καρδίαν σου ὁ λογισμός: Ποῖος θὰ ἀναβῇ εἰς τὸν οὐρανόν; Διὰ νὰ κατεβάσῃ τουτέστι ἀπ’ ἐκεῖ τὸν Χριστόν, ποὺ θὰ μὲ ὁδηγήσῃ εἰς τὴν σωηρίαν.
7 ἤ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ’ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. 7 Η “ποιός θα κατεβή εις την άβυσσον του Αδου;” δια να αναστήση δηλαδή τον Χριστόν, που θα μας δώση την δικαίωσιν. 7 Ἢ ποῖος θὰ κατεβῇ εἰς τὰ σκοτεινὰ καὶ βαθειὰ μέρη τοῦ Ἅδου; Διὰ νὰ ἀναστήσῃ τουτέστι τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν, ποὺ θὰ μᾶς δώσῃ τὴν δικαίωσιν καὶ τὴν ζωήν.
8 Ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ’ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. 8 Αλλά τι λέγει ο Θεός δια της Γραφής; Λεγει ότι “κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα και εις την καρδίαν σου”, δηλαδή το Ευαγγέλιον της πίστεως, το οποίον ημείς οι Απόστολοι κηρύσσομεν. 8 Ἀλλὰ τί λέγει ἡ Γραφὴ διὰ τὴν ἐκ πίστεως δικαίωσιν; Λέγει τὰ ἑξῆς· Εἶναι πλησίον σου ὁ λόγος, κοντὰ εἰς τὸ στόμα σου καὶ εἰς τὴν καρδίαν σου. Τουτέστι εἶναι πλησίον σου ὁ λόγος, ποὺ πρέπει νὰ πιστεύσῃς, καὶ τὸν ὁποῖον ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι κηρύττομεν.
9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· 9 Διότι, εάν με το στόμα σου ομολογήσης τον Ιησούν ως ύψιστον Κυριον, και με όλην σου την καρδίαν εσωτερικώς πιστεύσης ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθής. 9 Εἶναι δὲ κοντὰ εἰς τὸ στόμα σου καὶ εἰς τὴν καρδίαν σου ὁ λόγος αὐτός, διότι, ἐὰν ὁμολογήσῃς μὲ τὸ στόμα σου τὸν Ἰησοῦν ὡς ὑπέρτατον Κύριον καὶ ἐὰν πιστεύσῃς μὲ τὴν καρδίαν σου, ὅτι ὁ Θεὸς ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, θὰ σωθῇς.
10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. 10 Διότι με την καρδίαν του πιστεύει κανείς στον Χριστόν και ως συνέπειαν αυτής της πίστεώς του έχει την δικαίωσιν· με το στόμα του δε ομολογεί τον Χριστόν εμπρός στους ανθρώπους και λαμβάνει έτσι την σωτηρίαν. 10 Θὰ σωθῇς δέ, διότι μὲ τὴν καρδία του καὶ ὅλην τὴν ψυχήν του πιστεύει κανεὶς καὶ ὡς καρπὸν τῆς πίστεως ταύτης ἔχει τὴν δικαίωσίν του, μὲ τὸ στόμα του δὲ ὁμολόγει τὴν πίστιν καὶ ὡς καρπὸν αὐτῆς ἔχει τὴν σωτηρίαν του.
11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 11 Αλλωστε και η Αγία Γραφή λέγει· “καθένας, που πιστεύει εις αυτόν, είτε Ιουδαίος είναι είτε εθνικός, δεν θα εντροπιασθή ούτε θα ίδη να διαψεύδεται η πίστις του”. 11 Καὶ ἐπιτυγχάνει τὴν σωτηρίαν του, διότι λέγει ἡ Γραφή· Καθένας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ.
12 οὐ γάρ ἐστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 12 Ναι, καθένας που πιστεύει, διότι δεν υπάρχει καμμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίου και Ελληνος, επειδή ο αυτός Κυριος είναι Κυριος και Θεός όλων, προσφέρων πλουσίας τας δωρεάς του εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται. 12 Ναί· καθένας ποὺ πιστεύει. Διότι δὲν ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, διότι ὁ αὐτὸς Κύριος εἶναι Κύριος ὅλων. Ὄχι μόνον Κύριος τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ Κύριος τῶν ἐθνικῶν. Καὶ ὁ Κύριος αὐτὸς εἶναι πλούσιος εἰς ἀγαθότητα καὶ ἔλεος δι’ ὅλους, ὥστε νὰ παρέχῃ ἀφθόνως τὰς δωρεὰς τῆς σωτηρίας πρὸς ἐκείνους, ποὺ ἐπικαλοῦνται αὐτόν.
13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. 13 Αυτό προλέγει και ο προφήτης Ιωήλ· “καθένας που θα επικαλεσθή με πίστιν το όνομα του Κυρίου, θα σωθή”. 13 Ὅτι δὲ ὅσοι ἐπικαλοῦνται αὐτὸν σώζονται, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν προφητείαν τοῦ Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος βέβαιοῖ, ὅτι καθένας ποὺ θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὅνομα τοῦ Κυρίου, θὰ σωθῇ.
14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; 14 Οι Εβραίοι όμως δεν επίστευσαν στον Χριστόν. Πως, λοιπόν, θα επικαλεσθούν Εκείνον, στον οποίον δεν επίστευσαν; Πως δε θα πιστεύσουν εις Εκείνον, δια τον οποίον δεν ήκουσαν κήρυγμα και διδασκαλίαν; Πως δε είναι δυνατόν να ακούσουν, χωρίς να υπάρχη δι' αυτούς ο κήρυξ, ο διδάσκαλος της αληθείας; 14 Ἰδοὺ λοιπὸν διατὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν καὶ δὲν ἐπέτυχαν τὴν δικαίωσιν. Διὰ νὰ δικαιωθοῦν καὶ σωθοῦν, πρέπει νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πῶς θὰ ἐπικαλεσθοῦν ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ θὰ πιστεύσουν εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον δὲν ἤκουσαν νὰ κηρύττεται; Πῶς δὲ θὰ ἀκούσουν, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ νὰ κηρύττῃ;
15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! 15 Πως δε θα κηρύξουν επιτυχώς την αλήθειαν του Ευαγγελίου οι κήρυκες, εάν δεν αποσταλούν εις την υπηρεσίαν αυτήν; Πρέπει δε να λάβουν, όπως και έλαβαν, προς τούτο εντολήν από τον Θεόν, καθώς έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων, που κηρύττουν το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης του Θεού προς τους ανθρώπους, αυτών που αναγγέλουν τα αγαθά και τας δωρεάς”, που μας προσφέρει δια της θυσίας του ο λυτρωτής! 15 Πῶς δὲ θὰ διεξαγάγουν ἐπιτυχῶς τὴν διακονίαν τοῦ κηρύγματος, ἐὰν δὲν ἀποσταλοῦν διὰ τὴν διακονίαν αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεόν; Γίνεται δὲ ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τῶν διακόνων τοῦ κηρύγματος σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν: Πόσον ὡραῖα εἶναι τὰ πόδια ἐκείνων, ποὺ ἀναγγέλλουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποίαν μὲ τὸ αἷμα του ἀποκατέστησε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός· τὰ πόδια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εὐαγγελίζονται τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἐξησφάλισεν ὁ Λυτρωτής!
16 Ἀλλ’ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; 16 Αλλά, μολονότι ο Θεός έστειλε τους κήρυκάς του, δεν υπήκουσαν όλοι οι Εβραίοι στο Ευαγγέλιον. Αυτήν την απιστίαν προείπε και ο Ησαΐας, λέγων· “Κυριε, ποιός επίστευσεν εις όσα ήκουσεν από ημάς να κηρύττωμεν;” 16 Ἀλλὰ καίτοι ὁ Θεὸς ἀπέστειλε κήρυκας, δὲν ὑπήκουσαν ὅλοι εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ ἀπιστία τους ὅμως ἦτο πρὸ πολλοῦ γνωστή· διότι ὁ Ἡσαΐας λέγει προφητικῶς ἐξ ὀνόματος τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ· Κύριε, ποῖος ἐπίστευσεν εἰς ὅσα ἤκουσεν ἀπὸ ἡμᾶς νὰ κηρύττωνται; Πολὺ ὀλίγοι.
17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ. 17 Αρα η πίστις γεννάται μέσα εις την καρδίαν από την ακρόασιν του κηρύγματος· το δε κήρυγμα έχει ως περιεχόμενον και σκοπόν την ανάπτυξιν και γνωστοποίησιν των λόγων του Θεού. 17 Ἐξάγεται λοιπὸν ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὡς συμπέρασμα, ὅτι ἡ πίστις γεννᾶται ἀπὸ τὸ ἀκουόμενον κήρυγμα, τὸ δὲ κήρυγμα γίνεται διὰ τῆς ἀναπτύξεως καὶ γνωστοποιήσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. 18 Αλλά λέγω, ότι ίσως θα ημπορούσε να ισχυρισθή κανείς· μήπως τάχα οι Ιουδαίοι δεν ήκουσαν το κήρυγμα; Καθε άλλο, διότι βεβαιότατα “εις όλην την γην εξήλθε και διεδόθη φωτεινόν και έντονον το κήρυγμα των Αποστόλων, και εις τα πέρατα της οικουμένης έχουν φθάσει και έχουν ακουσθή οι λόγοι των”. 18 Ἀλλὰ λέγω ἐξετάζων ἐνδεχομένην ἔνστασιν: Μήπως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤκουσαν θεῖον κήρυγμα; Βεβαίως ἤκουσαν, διότι ἡ φωνὴ τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου, ὅμοια πρὸς τὴν φωνήν, μὲ τὴν ὁποίαν τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας ἑξαγγέλλουν τὸν Ποιητήν τους, ἐβγῆκεν εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ οἱ λόγοι τους ἀκούσθησαν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ’ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. 19 Αλλά πάλιν λέγω, ότι θα ημπορούσε να ερωτήση κανείς· Μηπως δεν εγνώρισαν και δεν ενόησαν καλά τον λόγον του Θεού οι Ισραηλίται; Οχι, διότι απ' αρχής αυτοί ήσαν σκληρόκαρδοι και κωφοί στο θέλημα του Θεού. Πρώτος ο Μωϋσής λέγει, εκ μέρους του Θεού, δι' αυτούς· “εγώ θα σας κάμω να καταληφθήτε από ζήλειαν δι' έθνος, που δεν το θεωρείτε έθνος, και θα σας εξερεθίσω ένεκα του φθόνου σας εναντίον ειδωλολατρικού έθνους, το οποίον σεις θεωρείτε ασύνετον και το οποίον εν τούτοις εγώ δια την καλήν του διάθεσιν θα ελεήσω”. 19 Ἀλλὰ καὶ νέαν ἔνστασιν ἐξετάζων λέγω: Μήπως δὲν ἐκατάλαβεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Διότι, καθὼς καταφαίνεται ἀπὸ τὰς προφητείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦτο ἀνέκαθεν σκληροκάρδιος. Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· Ἐγὼ θὰ σᾶς κάμω νὰ κυριευθῆτε ἀπὸ ζήλειαν δι’ ἔθνος, ποὺ σεῖς δὲν τὸ λογαριάζετε γιὰ ἔθνος· διὰ τοὺς ἀσυνέτους εἰδωλολάτρας, τοὺς ὁποίους ἐγὼ θὰ ἐλεήσω καὶ θὰ τιμήσω, θὰ φθάσῃ ἡ ζήλεια σας μέχρις ὀργῆς.
20 Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. 20 Ο δε προφήτης Ησαΐας τολμά και λέγει εκ μέρους του Θεού προς τους Ισραηλίτας· απεκαλύφθην εγώ και έγινα γνωστός από τους εθνικούς, που δεν με ζητούν, έγινα φανερός εις εκείνους, οι οποίοι λόγω της αγνοίας των δεν με ερωτούν”. 20 Ὁ Ἡσαΐας δὲ ἐν μέσῳ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἐπεριφρόνουν τοὺς εἰδωλολάτρας, λαμβάνει τὴν τόλμην καὶ λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ: Εὑρέθην ἐγώ, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἀπὸ ἐθνικοὺς ποὺ δὲν μὲ ζητοῦν, ἔγινα φανερὸς εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ἐρωτοῦν, διότι δὲν μὲ ἡξεύρουν.
21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. 21 Προς δε τον Ισραηλιτικόν λαόν λέγει· “όλας τας ημέρας συνεχώς άπλωσα με στοργήν τα χέρια μου, δια να αγκαλιάσω ένα λαόν, ο οποίος απειθεί και αντιλέγει”. 21 Πρὸς δὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν λέγει: Διαρκῶς σὰν πατέρας στοργικὸς ἑξάπλωσα τὰ χέρια μου διὰ νὰ ἀγκαλιάσω λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει.