Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 1 Αφού, λοιπόν, ελάβομεν την δικαίωσιν δια της πίστεως, έχομεν ειρήνην με τον Θεόν δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 1 Αφοῦ λοιπὸν ἐγίναμεν δίκαιοι διὰ τῆς πίστεως, ἔχομεν εἰρήνην μετὰ τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μεσιτείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,
2 δι’ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 2 Αυτός δια της πίστεώς μας έχει φέρει εις την περιοχήν της χάριτος, εις την οποίαν έχομεν πλέον σταθή και εδραιωθή και καυχώμεθα με την βεβαίαν ελπίδα, ότι θα απολαύσωμεν την δόξαν του Θεού. 2 ὁ ὁποῖος διὰ τῆς πίστεώς μας εἰς αὐτὸν μᾶς ἔχει ἤδη φέρει εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν τῆς χάριτος, εἰς τὴν ὁποίαν στέκομεν στερεά. Καὶ δὲν τρέμομεν τώρα τὴν θείαν ὀργήν, ἀλλὰ καυχώμεθα ἐλπίζοντες, ὅτι θὰ ἀπολαύσωμεν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 3 Δεν καυχώμεθα δε μόνον δια την χάριν, που ελάβομεν και την δόξαν που θα απολαύσωμεν, αλλά και δια τας θλίψεις, επειδή γνωρίζομεν καλά, ότι η θλίψις εργάζεται σιγά-σιγά και φέρει ως πολύτιμον αγαθόν την υπομονήν, 3 Δὲν καυχώμεθα δὲ μόνον διὰ τὴν δόξαν, ποὺ ἐλπίζομεν, ἀλλὰ καυχώμεθα καὶ διὰ τὰς θλίψεις, διότι γνωρίζομεν, ὅτι ἡ θλῖψις παράγει σιγά - σιγὰ ὡς μόνιμον καὶ τέλειον ἔργον τὴν ὑπομονήν,
4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 4 η δε υπομονήν έχει ως καρπόν της την δοκιμασμένην αρετήν, η δε δοκιμασμένη αρετή φέρει την σταθεράν ελπίδα προς τον Θεόν. 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ παράγει ἀρετὴν δοκιμασμένην καὶ τελείαν, ἡ δοκιμασμένη δὲ ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν.
5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 5 Αυτή δε η ελπίς, διότι δεν διαψεύδεται ποτέ, δεν εντροπιάζει και δεν απογοητεύει αυτόν που την έχει. Δεν μας εντροπιάζει δε, διότι η αγάπη του Θεού έχει πλουσία χυθή και πλημμυρίσει τας καρδίας μας με το Αγιον Πνεύμα, το οποίον μας εδόθη ως προκαταβολή και ως απαρχή των υψίστων δωρεών, τας οποίας έχομεν βεβαίαν την ελπίδα, ότι θα λάβωμεν από τον Θεόν. 5 Ἡ ἐλπὶς δὲ αὐτὴ δὲν ἐντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει. Εἶναι δὲ ἀδύνατον νὰ μᾶς ἐντροπιάσῃ ἡ ἐλπίς μας αὐτή, διότι ἡ πρὸς ἡμᾶς ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐλπίζομεν, ἐξεχύθη καὶ ἐπλημμύρισε μέσα εἰς τὰς καρδίας μας μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ μᾶς ἐδόθη ὡς ἀρραβὼν τῆς ἐλπίδος μας.
6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 6 Η άπειρος δε αυτή αγάπη και συγκατάβασις του Θεού προς ημάς εφάνη και εκ του υψίστου γεγονότος, ότι καθ' ον χρόνον ημείς ήμεθα ασθενείς πνευματικώς, αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον κατάλληλον καιρόν, που είχεν ορίσει με την πρόγνωσίν του ο Θεός, απέθανεν επί του σταυρού, δια να σώση με την λυτρωτικήν του θυσίαν τους ασεβείς. 6 Εἶναι δὲ πράγματι ἀξιοθαύμαστος καὶ μοναδικὴ ἡ ἀγάπη, ποὺ μᾶς ἔδειξεν ὁ Θεός. Διότι, ὅταν ἀκόμη ἡμεῖς ἤμεθα ἀσθενεῖς πνευματικῶς καὶ δὲν ἠδυνάμεθα νὰ ἐργασθῶμεν τὸ καλὸν καὶ νὰ ἀπαλλαγῶμεν μόνοι μας ἀπὸ τὴν ὀργήν, ὁ Χριστὸς εἰς κατάλληλον χρόνον, ποὺ εἶχεν ὁρίσει ὁ Θεός, ἀπέθανε διὰ νὰ σώσῃ ἀνθρώπους ἀσεβεῖς.
7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 7 Μεγίστη όντως η αγάπη του Θεού. Διότι μόλις και μετά δυσκολίας θα υπάρξη άνθρωπος να θυσιασθή δια κάποιον δίκαιον. Δια τον αγαθόν ίσως και να τολμήση κανείς να αποθάνη. 7 Τοῦτο δὲ ἀποδεικνύει πράγματι τὴν μεγάλην τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, διότι μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ εὑρεθῇ ἄνθρωπος νὰ ἀποθάνῃ γιὰ κάποιον δίκαιον. Διότι διὰ τὸν ἀγαθὸν ἴσως λάβῃ κανεὶς τὴν τόλμην νὰ ἀποθάνῃ.
8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 8 Ο Θεός όμως δεικνύει και επιβεβαιώνει κατά ένα τρόπον αναντίρρητον την αγάπην του προς ημάς εκ του γεγονότος ότι, ενώ ημείς ήμεθα αμαρτωλοί, ο Χριστός εθυσιάσθη προς χάριν ημών. 8 Ὁ Θεὸς ὅμως δεικνύει περιτράνως τὴν ἀπὸ τὰ βάθη του ἀγάπην πρὸς ἡμᾶς, διότι, ὅταν ἀκόμη ἤμεθα ἡμεῖς γεμᾶτοι ἁμαρτίας, ὁ Χριστὸς ἀπέθανε δι’ ἡμᾶς.
9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 9 Πολύ περισσότερον, λοιπόν, τώρα που ελάβομεν την δικαίωσιν με το αίμα της θυσίας του, θα σωθώμεν ασφαλώς δι' αυτού από την μέλλουσαν οργήν. 9 Πολὺ περισσότερον λοιπὸν τώρα, ποὺ ἐγίναμεν δίκαιοι μὲ τὸ αἷμα καὶ τὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, θὰ σωθῶμεν δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ὀργήν.
10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ· 10 Διότι εάν, ενώ ήμεθα εχθροί, εσυμφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του σταυρικού θανάτου του Υιού του, πολύ περισσότερον τώρα, που έχομεν συμφιλιωθή, θα σωθώμεν δια μέσου του ζώντος αιωνίως πλησίον του Θεού Κυρίου, αρχιερέως και μεσίτου ημών Ιησού Χριστού. 10 Διότι, ἐάν, ὅταν ἤμεθα ἐχθροί, ἐσυμφιλιώθημεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ του, πολὺ περισσότερον τώρα, ποὺ ἐσυμφιλιώθημεν, θὰ σωθῶμεν διὰ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη νὰ ἀποθάνῃ, ἀλλὰ ζῇ ἔνδοξος εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὡς μεσίτης ὑπὲρ ἡμῶν.
11 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν. 11 Και όχι μόνον θα σωθώμεν, αλλά απολαμβάνοντες από τώρα τας ευεργεσίας του Θεού, καυχώμεθα εν αυτώ δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου τώρα επήραμεν δωρεάν την συμφιλίωσιν μας με τον Θεόν. 11 Ὄχι δὲ μόνον θὰ σωθῶμεν, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα διὰ τὰς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ· καυχώμεθα δὲ διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου τώρα ἐλάβομεν τὴν συμφιλίωσιν μετὰ τοῦ Θεοῦ.
12 Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι’ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον· 12 Εγινε δε αυτή η συμφιλίωσις κατά κάποιον ανάλογον τρόπον, με εκείνον που είχε γίνει δια της πτώσεως του Αδάμ η αποστασία και εχθρότης· όπως δηλαδή δι' ενός ανθρώπου, δια του Αδάμ, “εισήλθεν η αμαρτία στο ανθρώπινον γένος” και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και έτσι απλώθηκε και εκυράρχησεν εις όλους τους ανθρώπους ο θάνατος, επειδή εν τω Αδάμ όλοι ημάρτησαν, έτσι και δια του Ιησού Χριστού εισήλθε και προσφέρεται εις όλον το ανθρώπινον γένος η δικαίωσις. 12 Ναί· ἐσυμφιλιώθημεν ὅλοι μὲ τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔγινε λοιπὸν διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ ἀνθρώπου κάτι ἀνάλογον πρὸς ἐκεῖνο, ποὺ ἔγινεν εἰς τὴν πτῶσιν του. Καθὼς δηλαδὴ δι’ ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, ἐμβῆκεν εἰς ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος ἡ ἁμαρτία καὶ διὰ μέσου τῆς ἁμαρτίας ἐμβῆκεν ὁ θάνατος, καὶ ἔτσι ὁ θάνατος διεδόθη εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διότι ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἀδὰμ ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του ἡμάρτησαν, ἔτσι καὶ διὰ τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ δικαίωσις μετεδόθη εἰς ὁλόκληρον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
13 ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου· 13 Διότι μέχρι της εποχής που εδόθη ο Νομος υπήρχεν η αμαρτία στον κόσμον, αλλ' η αμαρτία δεν κατελογίζεται ως ενοχή και ευθύνη, εφ' όσον δεν υπάρχει ο συγκεκριμένος νόμος, που την απαγορεύει. 13 Εἶναι δὲ φανερόν, ὅτι αἱ συνέπειαι τῆς παραβάσεως τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἑξαπλώθησαν εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι μέχρι τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐδόθη ὁ γραπτὸς νόμος, ὑπῆρχεν εἰς τὸν κόσμον ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ὑπῆρχεν ἡ συνέπεια αὐτῆς, ὁ θάνατος δηλαδή. Ἡ ἁμαρτία ὅμως δὲν λογαριάζεται καὶ δὲν καταλογίζεται ὡς ἐνοχή, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ νόμος, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ ὁποίου συντελεῖται ἡ ἁμαρτία.
14 ἀλλ’ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ, ὅς ἐστι τύπος τοῦ μέλλοντος. 14 Εν τούτοις, μολονότι δεν υπήρχε ο Νομος, ο θάνατος εκυριάρχησε από τον Αδάμ μέχρι του Μωϋσέως και στους απογόνους του Αδάμ, οι οποίοι, ενώ ημάρτανον, δεν είχαν αμαρτήσει με παράβασιν συγκεκριμένης εντολής, όπως ο Αδάμ. Ο δε Αδάμ είναι και προεικόνισμα του μέλλοντος νέου Αδάμ, δηλαδή του Χριστού. 14 Ἀλλ’ ὅμως, μολονότι δὲν ὑπῆρχε νόμος, ἐν τούτοις κατεξουσίασεν ὁ θάνατος ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τοῦ Μωϋσέως καὶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, ποὺ δὲν ἡμάρτησαν διὰ παραβάσεως ρητῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ παρομοίως πρὸς τὸν Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι τύπος τοῦ μέλλοντος νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
15 Ἀλλ’ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα, οὕτω καὶ τὸ χάρισμα· εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι οἱ πολλοὶ ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπερίσσευσε. 15 Αλλ' η χάρις του Χριστού ευηργέτησε πολύ περισσότερον, παρ' όσον έβλαψεν η παράβασις του Αδάμ· διότι, εάν με την παράβασιν του ενός, δηλαδή του Αδάμ, απέθαναν σωματικώς και πνευματικώς οι πολλοί, πολύ περισσότερον η χάρις του Θεού και η δωρεά της σωτηρίας, που δίδεται δια της χάριτος του ενός ανθρώπου, του Ιησού Χριστού, επλεόνασε πλουσίως εις πολλούς, εις αυτούς δηλαδή που επίστευσαν. 15 Ἀλλὰ δὲν ἔβλαψε τόσον πολὺ ἡ παράβασις τοῦ Ἀδάμ, ὅσον μᾶς ὠφέλησε καὶ μᾶς εὐηργέτησεν ἡ χάρις, ποὺ μᾶς ἔφερεν ὁ Χριστός. Διότι, ἐὰν διὰ τοῦ παραπτώματος τοῦ ἑνός, ἤτοι τοῦ Ἀδάμ, ἀπέθανον οἱ πολλοί, ἤτοι ἡ ἐξ αὐτοῦ καταγομένη ἀνθρωπότης, ἀσυγκρίτως περισσότερον ἡ χάρις, ἡ ὁποία μᾶς δίδεται ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἡ δωρεά, ποὺ μᾶς ἐξησφάλισε μὲ τὴν χάριν ὁ ἕνας ἄνθρωπος, Ἰησοῦς Χριστός, ἐδόθη μὲ τὸ παραπάνω καὶ ἐπερίσσευσεν εἰς τοὺς πολλούς.
16 καὶ οὐχ ὡς δι’ ἑνὸς ἁμαρτήσαντος τὸ δώρημα· τὸ μὲν γὰρ κρίμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα, τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα. 16 Και η ανεκτίμητος δωρεά του Χριστού δεν είναι όπως η βλάβη από την αμαρτίαν του ενός, αλλ' ασυγκρίτως μεγαλυτέρα, αφού εξαλείφει αναρίθμητα πλήθη αμαρτιών. Διότι η μεν καταδίκη της παραβάσεως του Αδάμ έγινε δι' ένα μόνον αμάρτημα και επεξετάθη εις όλον τον κόσμον. Η χάρις όμως και η δωρεά από την σταυρικήν θυσίαν του Χριστού έσβησε τα πλήθη των παραπτωμάτων όλου του ανθρωπίνου γένους, ώστε να ημπορούν οι πάντες να εύρουν την δικαίωσιν. 16 Καὶ δὲν ἔγινε διὰ τὸ δώρημα, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν ἕνα ποὺ ἡμάρτησε. Διότι ἡ μὲν καταδικαστικὴ ἀπόφασις, μὲ τὴν ὁποίαν κατεκρίθη ἡ παράβασις τοῦ Ἀδάμ, ἔγινε δι’ ἐν ἁμάρτημα καὶ μίαν παράβασιν καταδίκη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ χαριστικὴ ὅμως ἀπόφασις καὶ πρᾶξις τοῦ Θεοῦ συνεχώρησε πολλά, ἀναρίθμητα παραπτώματα, τὰ παραπτώματα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ ἔγινεν ἔτσι ἀπόφασις, μὲ τὴν ὁποίαν ἐδικαιώθησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
17 εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός, πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσι διὰ τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ. 17 Διότι, εάν εξ αιτίας της παραβάσεως του ενός, του Αδάμ, ο θάνατος εκυριάρχησε δια του ενός ανθρώπου, πολύ περισσότερον αυτοί που παίρνουν τον ανεξάντλητον πλούτον της χάριτος και την δωρεάν της δικαιώσεως, θα βασιλεύσουν αιωνίως εις νέαν ζωήν δια μέσου του ενός, του Ιησού Χριστού. 17 Καὶ ἡ δικαίωσις αὐτὴ ἔχει μεγάλας καὶ εὐεργετικὰς συνεπείας. Διότι, ἐὰν διὰ τῆς πτώσεως τοῦ ἑνός, ἤτοι τοῦ προπάτορός μας Ἀδάμ, ὁ θάνατος ἐκυριάρχησε διὰ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου, πολὺ περισσότερον ἐκεῖνοι, ποὺ λαμβάνουν τὴν ἀφθονίαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δικαιώσεως, ποὺ μᾶς δίδεται ὡς δωρεά, θὰ βασιλεύσουν γεμᾶτοι νέαν καὶ οὐράνιον ζωὴν διὰ μέσου τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
18 Ἄρα οὖν ὡς δι’ ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτω καὶ δι’ ἑνὸς δικαιώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς. 18 Αρα, λοιπόν, όπως δια μιας παραβάσεως διέβη εις όλους τους ανθρώπους το αμάρτημα και η καταδίκη εις θάνατον, έτσι και δια του έργου της δικαιοσύνης και της τελείας αγιότητος του ενός ήλθεν εις όλους τους ανθρώπους η δικαίωσις, της οποίας καρπός είναι η ζωη. 18 Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι, ὅτι, καθὼς διὰ μιᾶς προπατορικῆς παραβάσεως ὠδηγήθησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς καταδίκην, ἔτσι καὶ διὰ μιᾶς ἀθωωτικῆς ἀποφάσεως, ποὺ δίδει τὴν δικαίωσιν, ὠδηγήθησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς κατάστασιν δικαιώσεως, ποὺ φέρει ὡς συνέπειάν της τὴν ζωήν.
19 ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί. 19 Διότι, όπως με την παρακοήν του ενός ανθρώπου έγιναν αμαρτωλοί οι πολλοί, έτσι και με την τελείαν υπακοήν, που έδειξεν ο εις, ο Χριστός στον Πατέρα, θα γίνουν δίκαιοι οι πολλοί. 19 Διότι, καθὼς ἀκριβῶς διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, ἔγιναν ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔνοχοι τὸ πλῆθος τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, τοιουτοτρόπως καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς ποὺ ἔδειξεν ὁ ἕνας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θὰ γίνουν δίκαιοι τὸ πλῆθος τῶν πιστευόντων.
20 νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα. οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις, 20 Ο δε μωσαϊκός Νομος εισεχώρησε τρόπον τινά προσωρινώς, δια να καταστή αισθητόν το πλεόνασμα της αμαρτίας και της ενοχής, που προήλθεν από την πτώσιν του Αδάμ. Οπου όμως επλεόνασεν η αμαρτία, εκεί επερίσευσε πολύ πλουσιωτέρα και αφθονωτέρα η χάρις. 20 Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐπρόκειτο νὰ δικαιωθῶμεν ὅλοι διὰ τοῦ Χριστοῦ, τί ἐχρειάζετο ὁ νόμος; Ὁ μωσαϊκὸς νόμος εἰσῆλθε προσωρινῶς, διὰ νὰ πληθυνθῇ ἡ ἁμαρτία, ποὺ προῆλθεν ἀπὸ τὴν πτῶσιν τοῦ Ἀδάμ. Ἐπληθύνθη δέ, διότι οἱ ἄνθρωποι παρέβαιναν τὸν νόμον. Ἐκεῖ ὅμως, ὅπου ἐπληθύνθη ἡ ἁμαρτία, ἐδόθη πολὺ ἀφθονωτέρα ἡ χάρις.
21 ἵνα ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ ἡ χάρις βασιλεύσει διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. 21 Ινα, όπως ακριβώς εκυριάρχησεν η αμαρτία, και μία έκφρασις αυτής της κυριαρχίας ήτο ο θάνατος, έτσι βασιλεύση και η χάρις δια της δικαιώσεως, ώστε να επικρατήση η αιωνία ζωή δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 21 Ἵνα, καθὼς ἀκριβῶς ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἔκανεν αἰσθητὸν τὸ τυραννικὸν κράτος της διὰ τοῦ θανάτου, ἔτσι βασιλεύσῃ καὶ ἡ χάρις διὰ τοῦ δώρου τῆς δικαιώσεως, διὰ νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ αἰώνιος ζωὴ διὰ τῆς μεσιτείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.